Ζούκας, Αλέξανδρος Δ.

Ο Αλέξανδρος Ζούκας ήρθε στον κόσμο, στο Μεσενικόλα της λίμνης του Μέγδοβα, τον Οκτώβριο του 1956. Πρώτη του εμπειρία απ’ το μετεμφυλιακό κλίμα: η καυτή ανάσα των διωκτών στο σβέρκο της οικογένειας. Ο πατέρας είχε την αστοχία να βρεθεί στις τάξεις της Εθνικής Αντίστασης, στις γραμμές του ΕΛΑΣ. Το πλήρωσε κατά περιόδους ακριβά. Η μητέρα έστεκε πάντα βουβή, εξάλλου χάθηκε νέα. Από μικρός ανέβηκε στα υψίπεδα της Μπελάγιας και του Γκαβέλ, ξάπλωσε στην αγκαλιά της «Κοιμωμένης» ? ο πραγματικός έρωτας ήρθε πολύ αργότερα! Στις όχθες της λίμνης ονειρεύτηκε την απόλυτη ομορφιά, που δεν υπήρχε παρά ως χαρμόσυνη Αυταπάτη. Ασχολήθηκε με την επιστήμη της φυσικής. Πολύ νωρίς αντιλήφθηκε πως τα μείζονα προβλήματα ήταν αισθητικά και στράφηκε σε δρόμους ασύμβατους με τα επιτεύγματα της κβαντομηχανικής. Η μόρφωσή του τον προστάτευσε από τη δεσποτεία των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Δεν πίστευε στην αμαρτία του ανολοκλήρωτου κι εγκατέλειψε τη φυσική με επιτυχία. Ταξίδεψε στον άπειρο ελλαδικό χώρο και σταΒαλκάνια, σπουδάζοντας το ανθρώπινο βλέμμα και τη σιωπή. Σήμερα επιδίδεται στην κατασκευή λαμπτήρων απαραίτητων για τα σκοτάδια που τον περιβάλλουν.