Γεσαγιάν, Ζαμπέλ

Η Ζαμπέλ Γεσαγιάν γεννήθηκε στη συνοικία Σκούταρι της Κωνσταντινούπολης, το 1878. Μαθήτευσε στο αρμενικό δημοτικό σχολείο του Τιμίου Σταυρού της συνοικίας όπου μεγάλωσε. Το 1895 βρέθηκε στο Παρίσι για να σπουδάσει λογοτεχνία και φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης. Ήταν μια από τις πρώτες Αρμένισσες της εποχής της που σπούδασε στο εξωτερικό. Επηρεασμένη από τον γαλλικό ρομαντισμό και την αναβίωση της αρμενικής λογοτεχνίας, ξεκίνησε τη συγγραφική της καριέρα γράφοντας στη δυτικο- αρμενικήδιάλεκτο. Στο περιοδικό Τζαγίκ (Λουλούδι) του Αρσάκ Τσομπανιάν δημοσίευσε το 1895 το Νυχτερινό Τραγούδι, πρόζα σε ελεύθερο στίχο το 1895. Ακολούθησαν διηγήματα, λογοτεχνικά δοκίμια, άρθρα και μεταφράσεις σε γαλλικά και αρμενικά περιοδικά. Κατά την παραμονή της στο Παρίσι, παντρεύτηκε τον ζωγράφο Ντικράν Γεσαγιάν, το 1900 με τον οποίο απέκτησε δύο παιδιά, τη Σοφί και τον Χραντ. Το 1908, η Γεσαγιάν επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη. Το 1909, ταξίδεψε στην Κιλικία ως μέλος της Πατριαρχικής ΕπιτροπήςΚωνσταντινούπολης με σκοπό να κάνει μια έρευνα γύρω από τις σφαγές των Αρμενίων στα Άδανα. Κατέγραψε τραγικές ιστορίες και αφιέρωσε πολλά έργα σε αυτό το θέμα. Το 1911, έκανε λεπτομερή αναφορά στο βιβλίο της με τίτλο Ανάμεσα στα συντρίμμια, το οποίοπεριείχε συνεντεύξεις από τους επιζήσαντες καθώς και τη δική της μαρτυρία για τη φρίκη που αντίκρισε. Η Γεσαγιάν ήταν η μοναδική γυναίκα στον κατάλογο των Αρμενίων διανοούμενων που συνελήφθησαν και απελάθηκαν από την κυβέρνηση των Νεότουρκων στις24 Απριλίου 1915. Όμως κατάφερε να αποφύγει τη σύλληψη και κατέφυγε αρχικά στη Βουλγαρία και μετά στον Καύκασο, όπου εργάστηκε με τους πρόσφυγες, καταγράφοντας τις μαρτυρίες τους από τις θηριωδίες που συνέβησαν κατά τη διάρκεια της Γενοκτονίας τωνΑρμενίων. Το 1918 τη βρήκε στη Μέση Ανατολή, να οργανώνει τη μετεγκατάσταση προσφύγων και ορφανών. Σε αυτή την περίοδο της ζωής της ανήκουν οι νουβέλες Το Τελευταίο Κύπελλο (1919) και Η Ψυχή μου στην Εξορία (1922). Ολόθερμη ήταν η υποστήριξή της προς τη Σοβιετική Αρμενία, και στη νουβέλα Αποχωρούσες Δυνάμεις (1923) περιγράφει τις κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες της εποχής. Επισκέφτηκε τη Σοβιετική Αρμενία το 1926 και λίγο αργότερα κατέγραψε τις εντυπώσεις της στο έργο Προμηθέας Αδέσμευτος (Μασσαλία, 1928). Τελικά το 1933 εγκαταστάθηκε στη Σοβιετική Αρμενία με τα παιδιά της και το 1934 έλαβε μέρος στο πρώτο συνέδριο της Ένωσης Σοβιετικών Συγγραφέων στη Μόσχα. Δίδαξε γαλλική και αρμενική λογοτεχνία στο Κρατικό Πανεπιστήμιο του Γερεβάν.Σε αυτή την περίοδο της ζωής της ανήκουν οι νουβέλες Πουκάμισο της Φωτιάς (1934) και το αυτοβιογραφικό έργο Οι κήποι του Σιλιχντάρ (1935). Κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Εκκαθάρισης (ή του Μεγάλου Τρόμου) κατηγορήθηκε για «εθνικισμό» και συνελήφθη το 1937. Βασανίστηκε και μεταφέρθηκε από τη μία φυλακή στην άλλη. Πέθανε κάτω από άγνωστες συνθήκες εξόριστη στη Σιβηρία μάλλον από πνιγμό, το 1943.