Χριστίδης, Ανέστης

Είδα το φως στις 4 Μαΐου 1959, εξερχόμενος από την κοιλιά της μάνας μου μετά από αρκετό κόπο, καθότι ήμουν τυλιγμένος στον ομφάλιο λώρο, ο οποίος εμπόδιζε την έξοδό μου. Μια αρχή που μου δημιούργησε τις πρώτες αμφιβολίες για την ορθότητα του γεγονότος και με αίσθημα τραυματικό ανέπνευσα τον αέρα της πόλης ? Θεσσαλονίκη την έλεγαν και από όσο ξέρω έτσι τη λένε ακόμη. Τα πρώτα κλάματα και οι μωρουδίστικες φωνούλες που έφταναν στα αυτιά της μητέρας μου άνθιζαν ένα χαμόγελο πλαισιωμένο με το μεγάλο ερωτηματικό για την πορεία της ζωής που έμελλε να ακολουθήσω. Ο πατέρας μου, εκπληρώνοντας το τάμα που είχε κάνει την ημέρα της γέννησής μου μιας και ήταν ανήμερα του Πάσχα, καθότι ιεροψάλτης αλλά και πάμφτωχος με το χαρτί αποφυλάκισης από το σωφρονιστήριο της Γυάρου και του Επταπυργίου, του ήταν ακατόρθωτο να ανταπεξέλθει στα έξοδα μιας καισαρικής, μιας και το νοσοκομείο ήταν για τους άπορους. Εκείνη την εποχή, η βρεφική θνησιμότητα ήταν ιδιαίτερα μεγάλη. Έτσι, μπροστά στον κίνδυνο να πεθάνει αβάπτιστο το βρέφος, προχώρησε σε αεροβάφτιση με νονά μια νοσοκόμα που βρέθηκε εκεί, την οποία αργότερα γνώρισα σαν παιδί. Έτυχε να είναι από τη Νάουσα, την πόλη από όπου καταγόταν και η μητέρα μου. Είναι αλήθεια πως η περιπλάνηση ξεκίνησε, και πρώτος σταθμός μου ήταν τα Γιάννενα, όπου αρχίζουν οι πρώτες μνήμες ανάμεσα σε γιγάντια πλάσματα, όπως φαινόταν στα παιδικά μου μάτια ο κόσμος των μεγάλων. Δεύτερος σταθμός μου ήταν η πόλη της Θήβας. Τώρα πια είχαμε και ράδιο και ένα ψυγείο πάγου ως κληρονομιά μετά τον θάνατο της γιαγιάς. Μέχρι τότε είχαμε φανάρι, που ήταν ένα μεταλλικό ντουλαπάκι με σήτα για τοιχώματα, ώστε να προστατεύονται τα τρόφιμα και μια γκαζιέρα για το μαγείρεμα. Ακόμα, είχαμε ένα καρυδένιο τραπεζάκι και τέσσερις βιενέζικες καρέκλες, που αποτελούσαν με υπερηφάνεια τον χώρο υποδοχής ? και αυτά από την κληρονομιά της γιαγιάς Σεμίραμις. Το ράδιο, λοιπόν, μας έφερνε σε επαφή με έναν άλλο κόσμο αόρατο, μόνο που για αυτόν ακούγαμε ότι υπήρχε από το μεγάφωνο του αξιοθαύμαστου μηχανήματος, που ο μεγάλος όγκος του καταλάμβανε επιβλητική θέση στο ράφι του καθιστικού. Τα ράδιο ρομάντζο στις πρωινές ώρες, οι παιδικές εκπομπές και το άλλο, το θαύμα των βραδινών εκπομπών θεάτρου, ήταν η πνευματική «κατήχηση» πέρα από το σχολείο και τις συμβουλές της οικογένειας. Από αυτό άκουγε ειδήσεις ο πατέρας και εμείς καμιά φορά και ρωτάγαμε τι είναι τα πανό που κρατάγανε οι φοιτητές, γιατί κάνανε πορείες μέχρι το Πασαλιμάνι και πίνανε θαλασσινό νερό, τι είναι η δωρεάν παιδεία κλπ. Επόμενος σταθμός, το Αιγάλεω στην Αττική, προάστιο της Αθήνας. Εδώ, σαν τελείωσα τη δευτέρα γυμνασίου, ήρθε η ώρα μου να αρχίσω την πορεία προς το μεροκάματο. Τώρα γιατί σας γεμίζω με τόσες λεπτομέρειες από τα παιδικά μου χρόνια; Είναι, νομίζω, πιο καθοριστικές από τους τίτλους σπουδών που φιγουράρουν επίδοξα πολλοί φτασμένοι και κατά κόσμων αξιόλογοι λογοτέχνες, μιας και οι τίτλοι που κατέκτησα ήταν του ικανού και έντιμου εργάτη, του ανυποχώρητου υπερασπιστή του δίκαιου, της αλήθειας, του αλτρουισμού, της αγάπης για τη γνώση, της ομορφιάς, της μουσικής και για την καλλιτεχνική δημιουργία γενικότερα, την αναγνώριση της ανάγκης για την πάλη προς ένα σοσιαλιστικό βηματισμό της ανθρωπότητας αλλάζοντας τις παραγωγικές σχέσεις. Όσο για την ειρήνη σαν αναγκαίο όρο της ζωής φαίνεται πως δεν μπορεί να υπάρξει στο σημερινό επίπεδο ανάπτυξης της κοινωνίας. Άλλωστε, ποτέ μέχρι σήμερα δεν υπήρξε σταθερά και μόνιμα. Στην πορεία της ζωής μου, απέκτησα οικογένεια, δύο παιδιά και μπόλικα άσπρα μαλλιά. Θεωρώ πως οι εποχές που προσπερνάμε κρύβουν απέραντο πόνο για ολόκληρους λαούς μέσα από μια συννεφιά απέραντη, διανθισμένη με χρηματιστήρια υπεραξία, απέραντα κέρδη, υπερπαραγωγή οπλικών συστημάτων και ρομπότ, που εν μέρει πολεμούν μαζί με τους ανθρώπους, κρίσεις και μια τεράστια επιστημονική ανάπτυξη, η οποία ορίζει άλλους κανόνες για τη ζωή πάνω στον βαριά λαβωμένο πλανήτη. Η «άνοιξη» του Έλιοτ και ο «ξανθός Απρίλης» του Σολωμού θα μας ανοίξουν ξανά την κερκόπορτα για ένα ταξίδι στο μέλλον που θα το χαρούν οι γενιές ερχόμενες με τη δροσιά τους και την ανατρεπτική τους δύναμη, μιας και το καινούργιο που έρχεται μοιάζει πάντα σαν ένας συνδυασμός τυχαίων γεγονότων.