Χατζιδάκις, Μάνος

Ο Μάνος Χατζιδάκις γεννήθηκε στις 23 Οκτωβρίου 1925 στην Ξάνθη, μια ακριτική καπνοπαραγωγική πόλη της Ελλάδας. Ο πατέρας του, Γεώργιος Χατζιδάκις, καταγόταν από τη Μύρθιο Ρεθύμνου και ήταν δικηγόρος. Η μητέρα του, Αλίκη (Βασιλική), το γένος Αρβανιτίδου καταγόταν από την Ανδριανούπολη. «Από την μητέρα μου», όπως έλεγε ο ίδιος, «κληρονόμησα όλους τους γρίφους που από παιδί μ` απασχολούν και μέχρι σήμερα κάνω προσπάθειες να τους λύσω. Χωρίς τους γρίφους της δεν θα `μουν ποιητής...». Από την ηλικίαΑθήνα και οι γονείς χωρίζουν. Το 1938 ο πατέρας του σκοτώνεται σε αεροπορικό δυστύχημα ενώ ταξίδευε για το Μιλάνο. Το γεγονός αυτό καθώς και η έναρξη του Β` Παγκοσμίου πολέμου, κατέστρεψαν οικονομικά την οικογένεια. Στα δύσκολα χρόνια της κατοχής και της απελευθέρωσης, εργάζεται ως φορτοεκφορτωτής στο λιμάνι του Πειραιά, παγοπώλης, εργάτης στο εργοστάσιο ζυθοποιίας του Φιξ, υπάλληλος στο φωτογραφείο του Μεγαλοοικονόμου, βοηθός νοσοκόμος στο 401 Στρατιωτικό Νοσοκομείο.

Συγχρόνως αρχίζειανώτερα θεωρητικά μαθήματα μουσικής με τον Μενέλαο Παλλάντιο, σημαντική μορφή της ελληνικής εθνικής μουσικής σχολής. Αρχίζει επίσης σπουδές Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (σπουδές που ποτέ δεν ολοκλήρωσε), ενώ παράλληλα γαλουχείται από καλλιτέχνες και διανοούμενους (Γκάτσος, Σεφέρης, Ελύτης, Τσαρούχης, Σικελιανός) της γενιάς του μεσοπολέμου, οι οποίοι θα συμβάλλουν ουσιαστικά στη διαμόρφωση των προσανατολισμών και της σκέψης του. Ο Νίκος Γκάτσος, με τον οποίο γνωρίστηκε το 1943, θα παραμείνει μέχρι το τέλος της ζωής του, ο μεγάλος δάσκαλος και ο ακριβός του φίλος.

Η πρώτη του εμφάνιση ως συνθέτη στο μουσικό ορίζοντα της χώρας γίνεται το 1944 με τον Τελευταίο Ασπροκόρακα του Αλέξη Σολωμού, στο Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν. Στη σχολή του Θεάτρου Τέχνης, ο Χατζιδάκις θα παρακολουθήσει και μαθήματα υποκριτικής, θέλοντας να γίνει ηθοποιός, αλλά ο Κουν θα τον αποτρέψει. Μέσα από τη γόνιμη συνεργασία του, ως συνθέτη πια, με το Θέατρο Τέχνης που θα διαρκέσει δεκαπέντε χρόνια, θα γράψει μουσική για πολλά έργα του σύγχρονου θεατρικού ρεπερτορίου: Γυάλινος Κόσμος (Τ. Ουίλιαμς, 1946), Αντιγόνη (Ζ. Ανουίγ, 1947), Ματωμένος Γάμος (Φ. Γ. Λόρκα, 1948), Όλα τα Παιδιά του Θεού έχουν Φτερά (E. Ο` Νηλ, 1948), Λεωφορείον ο Πόθος (Τ. Ουίλλιαμς, 1948), Ο θάνατος του Εμποράκου (Α. Μίλερ, 1949) κ.ά.

Με το τέλος της γερμανικής κατοχής, η τραγωδός Μαρίκα Κοτοπούλη τολμάει πρώτη να του αναθέσει να συνθέσει μουσική για τον Αγαμέμνονα και τις Χοηφόρες (1950) από την Ορέστεια του Αισχύλου. Μέχρι τότε την μουσική επένδυση των αρχαίων τραγωδιών την ανέθεταν σε ακαδημαϊκούς συνθέτες. Την ίδια περίοδο συνεργάζεται με τον μεγάλο ποιητή ¶γγελο Σικελιανό για να συνθέσει τη μουσική στην τελευταία του τραγωδία Ιπποκράτης, ενώ η έγκυρη μουσικοκριτικός Σοφία Σπανούδη γράφει ήδη ένθερμα άρθρα για το έργο του.

Το 1945, στο θεατρικό έργο του Ευγένιου Ο` Νηλ Το Πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα, γνωρίζει τη Μελίνα Μερκούρη που υποδύεται τη Λαβίνια, κατοπινή συνεργάτιδα και αγαπημένη του φίλη.

Η πρώτη του εργασία για τον κινηματογράφο πραγματοποιείται το 1946 για την ταινία Αδούλωτοι Σκλάβοι, ενώ ένα χρόνο αργότερα αρχίζει να γράφει το έργο Για μια Μικρή Λευκή Αχιβάδα, op. 1 για πιάνο, το οποίο ο ίδιος ξεχωρίζει με ιδιαίτερη αρίθμηση στο σύνολο της εργασίας του. Το 1948 το ίδιο έργο θα παιχτεί από τον αμερικανό πιανίστα Julius Katchen.Το 1949 με μια διάλεξη του για το Ρεμπέτικο τραγούδι θα ξεσηκώσει θύελλα αντιδράσεων στη συντηρητική Ελληνική αστική κοινωνία. Τορεμπέτικο τραγούδι που εξέφραζε τα λαϊκά στρώματα, απαγορευμένο και παράνομο, ήταν για τον υπόλοιπο κόσμο - αστούς και διανόηση - είτε άγνωστο είτε περιφρονημένο. Η «μουσική του δρόμου» και η «λαϊκή μουσική» έκαναν τον Μάνο Χατζιδάκι να αναγνωρίσει στο ρεμπέτικο τραγούδι αυθεντικά στοιχεία της παράδοσης. Δύο χρόνια αργότερα (1951), παρουσιάζοντας και παίζοντας ο ίδιος στο πιάνο τις Έξι Λαϊκές Ζωγραφιές, που ήταν μεταφορά στο πιάνο έξι ρεμπέτικων τραγουδιών, θα πείσει πια έμπρακτα το ελληνικό κοινό για την ομορφιά και τον πλούτο των ρεμπέτικων τραγουδιών και θα αναμορφώσει όλο το ελληνικό τραγούδι, δρομολογώντας το σε νέους μουσικούς ορίζοντες. Όταν όμως, το λαϊκό τραγούδι έγινε προϊόν τουριστικής αξιοποίησης και αντικείμενο εκμετάλλευσης,