Σβώλος, Αλέξανδρος

Ο Αλέξανδρος Σβώλος γεννήθηκε το 1892 στο Κρούσοβο της Δυτικής Μακεδονίας. Σπούδασε για δύο χρόνια νομικά στο Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινουπόλεως (1911-1912) και συνέχισε τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, έχοντας ως δάσκαλό του τον διαπρεπή Έλληνα συνταγματολόγο Ν. Ν. Σαρίπολο.
Ο Σβώλος εξελέγη το 1929 τακτικός καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, διαδεχθείς τον Ν. Ν. Σαρίπολο. Κράτησε την έδρα του Συνταγματικού Δικαίου μέχρι το 1946. Εν τω μεταξύ, παύθηκε τρειώτος της 4ης Αυγούστου. Την τετραετία 1936-1940 εκτοπίσθηκε από τη Δικτατορία Μεταξά στην Ανάφη, Μήλο, Νάξο και Χαλκίδα.
Οι νομικές του μελέτες, ακόμη και από την επιλογή της θεματογραφίας, αντανακλούν τον κοινωνικό προσανατολισμό της σκέψης τουκαι το ενδιαφέρον του για τα δικαιώματα συλλογικής δράσης. "Το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι και το δίκαιον των σωματείων" (1915), διατριβή, με την οποία ανεκηρύχθη διδάκτωρ της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. "Αι εν υπαίθρω συναθροίσεις κατάτο δημόσιον ημών δίκαιον" (1916). "Η αναγκαστική απαλλοτρίωσις προς αποκατάστασιν ακτημόνων γεωργών" (1917).
Το 1928 δημοσιεύει το ριζοσπαστικό έργο του "Το Νέον Σύνταγμα και αι βάσεις του Πολιτεύματος".
Η στέρεη φιλοσοφική και κοινωνιολογικήτου παιδεία, επιτρέπει στον Σβώλο να σχολιάσει με πνεύμα ανοικτό το Γερμανικό Σύνταγμα της Βαϊμάρης και το Σύνταγμα της Σοβιετικής Ρωσίας του 1918, καθώς επίσης και να αναλύσει τις επιδράσεις του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου επί του δημοσίου δικαίου, συγγράφοντας αξιόλογες πολιτειολογικές μελέτες, στις οποίες δεν παρασύρεται ποτέ σε υποτίμηση (αλλά ούτε και υπερτίμηση) της αξίας της φιλελεύθερης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.
Οι δημοκρατικές του αντιλήψεις τον καθιστούν αταλάντευτο επικριτή του θεσμού της βασιλείας στην Ελλάδα. Στην προσπάθειά του να καταρρίψει την "επιπολαία", όπως την αποκαλεί, αντίληψη για την βασιλόφρονα παράδοση του ελληνικού λαού, ο Σβώλος υπήρξε από τους πρώτους στοχαστές, ο οποίος εντάσσει το πολίτευμα του Ρήγα Φεραίουστην "αξιοσημείωτη ιδεολογική τάση υπέρ της δημοκρατίας και κατά της βασιλείας".
Το 1954-55, ο Αλέξανδρος Σβώλος δημοσιεύει με τον Γ. Βλάχο τους δύο πρώτους τόμους του κλασικού έργου "Το Σύνταγμα της Ελλάδος", όπου ερμηνεύονται οι ατομικές ελευθερίες, υπό το Σύνταγμα του 1952, με πνεύμα εξαιρετικά προωθημένο, ανανεωτικό και φιλελεύθερο, για την μετεμφυλιακή ελληνική κοινωνία.
Η επίδραση του Αλέξανδρου Σβώλου στην ελληνική επιστήμη του συνταγματικού δικαίου υπήρξε καθοριστική.
Ο Αλέξανδρος Σβώλος επέτυχε την αρμονική σύζευξη επιστημονικού έργου, κοινωνικής προσφοράς και πολιτικής δράσης.
Πολιτικά ανήκει στην μη κομμουνιστική, σοσιαλιστική αριστερά και για την τοποθέτησή του αυτή βρέθηκε συχνά στο στόχαστρο της κριτικής τόσοτης δεξιάς όσο και της αριστεράς. Αρθρογραφούσε συχνά σε εφημερίδες εκφράζοντας πάντα λόγο δημοκρατικό. Η μετριοπάθεια και η υπέρβαση των διχαστικών αντιθέσεων, οι οποίες τόσο ταλαιπώρησαν την Ελλάδα του εικοστού αιώνα, χαρακτηρίζουν τις πολιτικές θέσεις και πράξεις του.
Το 1917-1920 διατελεί διευθυντής στο υπουργείο Εθνικής Οικονομίας στη διεύθυνση εργασίας και κοινωνικής πολιτικής. Κατά το διάστημα αυτό συντάσσει τον νόμο 2112/1920 περί καταγγελίας συμβάσεως εργασίας, φροντίζει ώστε να κυρωθούν διά νόμου οι Διεθνείς Συμβάσεις Εργασίας της Ουάσιγκτον και οργανώνει τις υπηρεσίες του Υπουργείου και της Επιθεώρησης Εργασίας. Ο Σβώλος συνέβαλε ουσιαστικά στην θεμελίωση του Κράτους Προνοίας στην Ελλάδα του μεσοπολέμου. Το ενδιαφέρον του για τα συνδικαλιστικά και εργατικά θέματα, εκδηλώνεται στο επιστημονικό πεδίο, με την ενασχόλησή του με τις απόψεις του Γάλλου δημοσιολόγου L. Duguit, του οποίου και μεταφράζει το βιβλίο "Το κοινωνικόν δίκαιον, το ατομικόν δίκαιον και η μεταμόρφωσις του κράτους", το 1923.
Κατά τα έτη 1921-22 εργάζεται ως γενικός διευθυντής στην Προύσα της Μικράς Ασίας. Τότε κατά παραγγελία του Ύπατου Αρμοστή Σμύρνης συνέταξε το Σύνταγμα της Ιωνικής Πολιτείας.
Στην Κατοχή διατελεί πρόεδρος της Επιτροπής Μακεδόνων και Θρακών (1941-43) και συντάσσει υπομνήματα προς τις γερμανικές αρχές κατοχής για τη θέση των πληθυσμών των δύο αυτών περιοχών, καταγγέλλοντας τις ωμότητες των Βουλγάρων.
Στις αρχές του 1944, ύστερα από πολλούς δισταγμούς, ο Σβώλος δέχετ