Ρόκερ, Ρούντολφ

Ο Ρούντολφ Ρόκερ ήταν μια από τις πιο δημοφιλείς φωνές στο αναρχοσυνδικαλιστικό κίνημα. Γεννήθηκε στη Μαγεντία της Γερμανίας στις 25 Μαρτίου του 1873. Ο ελευθεριακός και δημοκρατικός χαρακτήρας της σκέψης του οφείλει πολλά στο αντιπρωσσικό, φεντεραλιστικό πνεύμα της γενέτειράς του. Χάνοντας και τους δύο γονείς του σε πολύ μικρή ηλικία, μεγάλωσε σε ορφανοτροφείο. Περνώντας από διάφορα επαγγέλματα, κατέληξε να γίνει Βιβλιοδέτης, γεγονός που του επέτρεψε να έλθει σε επαφή και να "καταβροχθίσει" μία τεράστια ποσότητα βιβλίων. Συγχρόνως, μέσω του θείου του Rudolf Naumann, ήλθε σε επαφή με τις σοσιαλιστικές ιδέες της εποχής. Έγινε μέλος των "Jungen" ("Νέοι"), μιας ομάδας που λειτουργούσε μέσα στα πλαίσια του Γερμανικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (του spd). Οι "Jungen" χαρακτηρίζονταν από μία αντιδογματική και ελευθεριακή στάση, που τους έφερνε σε αντίθεση με το συγκεντρωτικό- κρατιστικό πνεύμα του Μαρξ και του Λασσάλ, που επικρατούσε μέσα στη Γερμανική Σοσιαλδημοκρατία. Μέσα στα πλαίσια των 'Jungen", ο Ρόκερ άρχισε να διαμορφώνει την άποψη ότι ο μετασχηματισμός της κοινωνίας δεν είναι ένα απλό οικονομικό ζήτημα, ένα ζήτημα "γεμάτης κοιλιάς", αλλά ένα ζήτημα πολιτισμού, που θα πρέπει να βασίζεται κυρίως στο σεβασμό της προσωπικότητας και στην ελεύθερη πρωτοβουλία των ανθρώπων. Γνώρισε τον Γουσταύο Λαντάουερ, έναν από τους σημαντικότερους Γερμανούς αντιεξουσιαστές και διάβασε για πρώτη φορά την αναρχική εφημερίδα "Freiheit" ("Ελευθερία"), που εξέδιδε ο Γερμανός αναρχικός Γιόχαν Μοστ.

Στο Σοσιαλιστικό Συνέδριο των Βρυξελλών, τον Αύγουστο του 1891, ήλθε πιο κοντά στον αναρχισμό και κατανόησε τη Βαθύτατη διαφορά μεταξύ του κρατιστικού σοσιαλισμού και του ελευθεριακού αναρχισμού.

Ο Ρόκερ εξελίχθηκε σε έναν από τους ικανότερους ελευθεριακούς ρήτορες και ακτιβιστές, γεγονός που τον ανάγκασε, για να αποφύγει τη δίωξη, να εγκαταλείψει τη Γερμανία και να καταφύγει ως πολιτικός πρόσφυγας στη Γαλλία.

Μέσω Βιέννης, φθάνει στο Παρίσι στις 30 Δεκεμβρίου του 1893. Εργάζεται ως βιβλιοδέτης και συνάπτει στενή φιλία με τον εκδότη της αναρχικής εφημερίδας "Εξέγερση" Ζαν Γκραβ. Έρχεται σε επαφή με τις Γαλλικές αναρχικές ομάδες και κυρίως με τις ομάδες των αναρχικών Εβραίων της Γαλλίας. Παίρνει μέρος στη διαμάχη, που είχε ξεσπάσει τότε στους χώρους των Γάλλων αναρχικών, μεταξύ των υποστηρικτών της "προπαγάνδας δια του γεγονότος" και των υποστηρικτών του επαναστατικού συνδικαλισμού και είναι τότε που για πρώτη φορά ασπάζεται τις Βασικές αρχές του αναρχοσυνδικαλισμού.

Η παραμονή του, όμως, στη Γαλλία επρόκειτο να είναι σύντομη. Το 1894, μετά τη δολοφονία του Καρνώ και τη Δίκη των Τριάντα, η Γαλλική αστυνομία εξαπέλυσε ένα ανθρωποκυνηγητό εναντίον των αναρχικών και ο Ρόκερ, προκειμένου να αποφύγει τη σύλληψη, στις 31 Δεκεμβρίου του 1894 εγκατέλειψε το Παρίσι και κατέφυγε στο Λονδίνο.

Η Μεγάλη Βρεταννία, με τη μεγάλη της δημοκρατική παράδοση, αποτελούσε την εποχή εκείνη ένα ασφαλές καταφύγιο για όλους τους επαναστάτες που καταδιώκονταν από τις αυταρχικές κυβερνήσεις των χωρών τους. Μέχρι την έκρηξη του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου, το 1914, θα παραμείνει στη Μεγάλη Βρεταννία, εκτός από ένα συντομότατο διάστημα παραμονής του στις Ηνωμένες Πολιτείες, το 1898. Στη Μεγάλη Βρεταννία θα γνωρίσει τον Πέτρο Κροπότκιν, την Λουίζα Μισέλ, τον Ερρίκο Μαλατέστα, κ.α. Θα δραστηριοποιηθεί κυρίως μέσα στα πλαίσια του αναρχικού κινήματος του Λονδίνου, εκτός από δύο μικρά διαστήματα δραστηριοποίησης του στο Ληντς και στο Λίβερπουλ: στο Ληντς παρέμεινε από τα μέσα κυρίως του 1901 μέχρι το Σεπτέμβριο του 1902, ενώ στο Λίβερπουλ ανέλαβε τη σύνταξη της εφημερίδας των αναρχικών Εβραίων της περιοχής, εκδίδοντας 8 τεύχη από τις 29 Ιουλίου μέχρι τις 17 Σεπτέμβρη του 1898. Από το 1898 μέχρι το 1914 αναλαμβάνει τη σύνταξη του "Φίλου των Εργαζομένων" και κατά τη διάρκεια της μεγάλης εργατικής απεργίας του 1912 θα καταφέρει να εκδίδεται καθημερινά. Από το 1900 μέχρι το 1908 εξέδιδε και το μηνιαίο περιοδικό "Ζερμινάλ", που με τον υπότιτλο του αυτοπροσδιοριζόταν ως "όργανο της αναρχικής ιδέας για τον κόσμο".

Το 1902, οι Εβραϊκές αναρχικές ομάδες του Λονδίνου ανέθεσαν στον Ρόκερ την προετοιμασία ενός αναρχικού συνεδρίου, που διεξήχθη επιτυχώς στις 25 και 26 Δεκεμβρίου του 1902 και κατέληξε στην ίδρυση της Ομοσπονδίας των Εβραϊκών Αναρχικών Ομάδων της Μεγάλης Βρεταννίας και του Παρισιού.

Εκτός από την ενεργό συμμετοχή στο Εβραϊκό αναρχικό κίνημα, αγωνίσθηκε με τόλμη εναντίον των αντί εβραϊκών πογκρόμς. Στη μεγάλη διαδήλωση που έγινε το 1903 εναντίον ενός αντί εβραϊκού πογκρόμ και κατά την οποία 25.000 άτομα είχαν συγκεντρωθεί στο Hyde Park του Λονδίνου, ο Ρόκερ ήταν ένας από τους Βασικούς ομιλητές. Η μέγιστη, όμως, προσφορά του Ρόκερ ήταν η συμβολή του στην κατάργηση του λεγόμενου sweating system, ένα εργασιακό σύστημα σκληρής εκμετάλλευσης των Εβραίων εργατών από τους Άγγλους καπιταλιστές. Αυτό το σύστημα εργασίας -από την αγγλική λέξη sweat= ιδρώτας χαρακτηριζόταν από Βαρεία, σκληρή και πολύωρη εργασία έναντι πάρα πολύ μικρής αμοιβής· στην ελληνική γλώσσα θα μπορούσε να αποδοθεί περιφραστικά σαν "δουλειά που σου βγαίνει το λάδι για πενταροδεκάρες". Μέχρι τη μεγάλη απεργία του 1912, ήταν νόμιμο και υπήρχαν μάλιστα εργοστάσια που λειτουργούσαν αποκλειστικά με αυτό το σύστημα και γι αυτό ονομάζονταν sweat shops. Το 1912, η μεγάλη απεργία των Άγγλων και των Εβραίων εργατών της υφαντουργίας οδήγησε στην κατάργηση αυτού του συστήματος εργασίας.

Με την έκρηξη του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου, συνελήφθη και κλείσθηκε σε στρατόπεδο αιχμαλώτων στη Μεγάλη Βρεταννία.

Κατά τη διάρκεια του Β' Παγκόσμιου Πολέμου, ο Ρόκερ υποστήριξε τους Συμμάχους στον αγώνα τους εναντίον του Χίτλερ και του Ναζισμού και δεν υιοθέτησε τη γενικευμένη αντιπολεμική άποψη που είχε κρατήσει κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Έτσι, ήλθε σε σύγκρουση με πολλούς αναρχικούς που τον κατηγόρησαν ως ένα "φιλοπόλεμο στην υπηρεσία των ιμπεριαλιστικών κυβερνήσεων". Ο Ρόκερ επέμενε στην άποψη του και μάλιστα υποστήριξε ότι αυτή βρίσκεται μέσα στα πλαίσια του ελευθεριακού αναρχισμού, αν αυτός νοείται ως ένα ανοικτό σύστημα σκέψης και όχι ως ένα δόγμα. Έβλεπε ότι με το ίδιο σθένος με το οποίο αντιμετώπισε από το 1920 τον κομμουνιστικό ολοκληρωτισμό των μπολσεβίκων έπρεπε να αντιμετωπίσει και τον χιτλερικό ναζισμό ως μία άλλη όψη του σύγχρονου ολοκληρωτισμού. Θεωρούσε τον ολοκληρωτισμό, τον ναζί-φασισμό και την εξαπόλυση του πολέμου από τον Χίτλερ εναντίον της Ευρώπης ως ιστορικούς παράγοντες που έθεταν υπό απειλή τις φιλελεύθερες και δημοκρατικές κατακτήσεις των λαών και τον ίδιο τον ανθρώπινο πολιτισμό.

Μετά το τέλος του Πολέμου δεν του επετράπη η είσοδος στη Γερμανία και έτσι παρέμεινε στο Κρομποντ της Νέας Υόρκης, γράφοντας και δίνοντας διαλέξεις. Το 1944, θέλοντας να υπενθυμίσει στους νέους του συμπατριώτες της Αμερικής τη σημαντικότητα της δικής τους φιλελεύθερης παράδοσης, δημοσίευσε το έργο του “Οι Πρωτοπόροι της Αμερικάνικης Ελευθερίας". Το 1945, δημοσιεύεται στο Μεξικό "Η επίδραση των απολυταρχικών ιδεών πάνω στο σοσιαλισμό", ενώ το 1946, στη Νέα Υόρκη, "Ο Μιχαήλ Μπακούνιν και η εποχή του". Με την επίμονη προτροπή του αναρχικού και ιστορικού Μαξ Νεττλώ, είχε αρχίσει να γράφει τις αναμνήσεις του, που εκδόθηκαν σε τρεις τόμους μεταξύ των ετών 1947-1952 στο Μπουένος Άιρες (Ιος τόμος: 1947 με τίτλο "Η Νεότητα ενός Επαναστάτη", 2ος 1949 με τίτλο "Μέσα στην καταιγίδα. Χρόνια της εξορίας" και 3ος 1952 με τίτλο "Επανάσταση και Οπισθοδρόμηση”). Μετά το θάνατο του Μαξ Νεττλώ, δημοσίευσε, το 1950, στο Μεξικό το βιβλίο του "Μαξ Νεττλώ: Ο Ηρόδοτος της Αναρχίας". Το 1958, στις 10 Σεπτεμβρίου, πεθαίνει από έμφραγμα στο Κρομποντ.