Διονύσιος ο εκ Φουρνά

Αγιορείτης αγιογράφος των αρχών του 18ου αιώνα, καταγόμενος από τά Φουρνά Ευρυτανίας, πού μαζί μέ άλλους καλλιτέχνες της εποχής, όπως ο Δαβίδ από τήν Σελένιτζα της Αλβανίας καί ο Κοσμάς από τήν Λήμνο, σφράγισε μέ τρόπο καθοριστικό τήν καλλιτεχνική παραγωγή του αιωνα του στό Άγιον Όρος καί στά μεγάλα αστικά κέντρα της περίοδου (Θεσσαλονίκη, Καστοριά, Μοσχόπολη, Σέρρες κ.ά.). Συνέθεσε μέ τήν συνδρομή του λόγιου μαθητού του Ιερομονάχου Κυρίλλου Φωτεινού από τήν Χίο ένα πλήρες έγχειρίδιο Αγιογραφως καί ο ίδιος, αναφέρει χαρακτηριστικά, έπραξε “παιδιόθεν”. Μέ τή βοήθεια της συνοδείας του διακόσμησε μέ τοιχογραφίες καί εικόνες τό κελλί του Τιμίου Προδρόμου στίς Καρυές του Aγίου Όρους (όπου καί εμόνασε), τόν ναό του Πρωτάτου, τίς Αγιορείτικες Μονές Κουτλουμουσίου, Καρακάλλου, Αγίου Παύλου, Δοχειαρίου και Ζωγράφου, τήν Σκήτη των Καυσοκαλυβίων, τό Μουσείο της Κρύπτης του Αγίου Αλεξάνδρου Nevski στήν Σόφια, τό Μουσείο Κανελλοπούλου στήν Αθήνα, τόν ναό των Αγίων Μαρίνης καί Αντωνίου στίς Σέρρες, τό καθολικό της Μονής του Τιμίου Προδρόμου στήν Σκόπελο, ναούς καί παρεκκλήσια στήν Κύπρο, στό Μελένικο της Βουλγαρίας, στά Φουρνά των Αγράφων καί στόν Αυγερινό Βοΐου Κοζάνης.