0
Your Καλαθι
Νοσταλγώ τις ζωντανές μέρες
Έκπτωση
10%
10%

Περιγραφή
ΩΡΑ ΜΗΔΕΝ
Ώρα μηδέν για τα αχνά,
σταματημένα γέλια των λαών.
Των πολέμων χείμαρροι θανατεροί
σπάσαν ανηλεώς τους σύρτες τ’ ουρανού.
Και θεριεμένα δρέπανα
θέρισαν πρώιμα τα στάχυα του καλοκαιριού,
μαζί και τους ψαράδες
που έριχναν τα μαύρα δίχτυα τους
ψηλά στα κορφοβούνια,
γιομίζοντας τις στράτες και τις αυλές
με ξεσκισμένα σώματα
που βρομοκοπούσαν θειάφι,
άνθρακα, μούχλα κι αποκαΐδι.
Ώρα μηδέν για τις θυσίες των ηρώων.
Για όνειρα κι ιδανικά που σώθηκαν νωρίς,
όπως σώνεται η φλόγα
στο φιτίλι ενός κεριού που έλιωσε και κύρτωσε, σαν μια γριά που την ξέχασε ο χάρος.
Kι οσφραίνεσαι μύρο
άνθινης κι εξαϋλωμένης σάρκας,
καθώς οι νύχτες είναι ψυχρές κι αίθριες,
γεμάτες κίτρινο αίμα,
κι οι παγοκρύσταλλοι ράβουν πισωβελονιά
το άλως της Σελήνης.
Κι απ’ τις χαράδρες ξεπηδούν
θολωμένες κουβέντες
κι ουρλιαχτά χλωμών προσώπων,
καθώς πάνε αμαξάδα στα σοκάκια τ’ ουρανού,
κρατώντας σφαλισμένα τα λουλούδια της άνοιξης,
γεμάτα δάκρυα και πόνο.
Πόσα ρόδια, άραγε, να σπάσουμε
στα κατώφλια των σπιτιών
της γης, μέρα Πρωτοχρονιά;
Και πόσοι αγιασμένοι άρτοι να ζυμωθούν
για να χορτάσει όλος ο πληθυσμός,
μαζί και τα μυρμήγκια;
Μα η κακία και το συμφέρον
έσφαξαν τα κυπαρίσσια
κι οι διαρρήκτες του ήλιου
ροκάνισαν τις φτωχές καρδιές
χωρίς μια χαραμάδα φως,
χωρίς μια αναπνοή οξυγόνου.
{...}
Ώρα μηδέν για τα αχνά,
σταματημένα γέλια των λαών.
Των πολέμων χείμαρροι θανατεροί
σπάσαν ανηλεώς τους σύρτες τ’ ουρανού.
Και θεριεμένα δρέπανα
θέρισαν πρώιμα τα στάχυα του καλοκαιριού,
μαζί και τους ψαράδες
που έριχναν τα μαύρα δίχτυα τους
ψηλά στα κορφοβούνια,
γιομίζοντας τις στράτες και τις αυλές
με ξεσκισμένα σώματα
που βρομοκοπούσαν θειάφι,
άνθρακα, μούχλα κι αποκαΐδι.
Ώρα μηδέν για τις θυσίες των ηρώων.
Για όνειρα κι ιδανικά που σώθηκαν νωρίς,
όπως σώνεται η φλόγα
στο φιτίλι ενός κεριού που έλιωσε και κύρτωσε, σαν μια γριά που την ξέχασε ο χάρος.
Kι οσφραίνεσαι μύρο
άνθινης κι εξαϋλωμένης σάρκας,
καθώς οι νύχτες είναι ψυχρές κι αίθριες,
γεμάτες κίτρινο αίμα,
κι οι παγοκρύσταλλοι ράβουν πισωβελονιά
το άλως της Σελήνης.
Κι απ’ τις χαράδρες ξεπηδούν
θολωμένες κουβέντες
κι ουρλιαχτά χλωμών προσώπων,
καθώς πάνε αμαξάδα στα σοκάκια τ’ ουρανού,
κρατώντας σφαλισμένα τα λουλούδια της άνοιξης,
γεμάτα δάκρυα και πόνο.
Πόσα ρόδια, άραγε, να σπάσουμε
στα κατώφλια των σπιτιών
της γης, μέρα Πρωτοχρονιά;
Και πόσοι αγιασμένοι άρτοι να ζυμωθούν
για να χορτάσει όλος ο πληθυσμός,
μαζί και τα μυρμήγκια;
Μα η κακία και το συμφέρον
έσφαξαν τα κυπαρίσσια
κι οι διαρρήκτες του ήλιου
ροκάνισαν τις φτωχές καρδιές
χωρίς μια χαραμάδα φως,
χωρίς μια αναπνοή οξυγόνου.
{...}
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις