Ουζερί Τσιτσάνης

Μυθιστόρημα
Υπάρχει και μεταχειρισμένο με €9.90
132255
Εκδόσεις: Κέδρος
Σελίδες:442
Ημερομηνία Έκδοσης:01/01/2008
ISBN:9789600420326


Εξαντλημένο από τον Εκδοτικό Οίκο

Περιγραφή


Θεσσαλονίκη, πρώτο τρίμηνο του '43. Κατοχή, αντίσταστη, εβραϊκά γκέτο. Κατασκοπία, ένας κυνηγημένος έρωτας, ΕΑΜ, ταγματασφαλίτες, μουλωχτοί σκοτωμοί, πείνα, εξωφρενικά γλέντια. Μάχη του Στάλιγκραντ, κρίσιμη καμπή του πολέμου. Απ' τον παλιό Σταθμό Θεσσαλονίκης ξεκινούν τα πρώτα τρένα για το Άουσβιτς.
Το «Ουζερί Τσιτσάνης», Παύλου Μελά 22 δουλεύει στο κέντρο της κατεχόμενης πόλης, στο μάτι του κυκλώνα.
Κι ο Βασίλης Τσιτσάνης, 28 χρονών τότε, μέσα σ' όλον αυτόν τον εφιάλτη, ίσως κι εξαιτίας του, συνθέτει τα καλύτερα τραγούδια του. Γράφει:
«Όποιος γεννιέται μερακλής, δεν ξέρει τι να κάνει»





ΚΡΙΤΙΚΗ



Το μυθιστόρημα του Γιώργου Σκαμπαρδώνη Ουζερί Τσιτσάνης κινείται σε δύο δρόμους. Ο ένας είναι πλάγιος και κρατάει με μπρίο τον ρυθμό, το τέμπο του δεύτερου δρόμου. Ο άλλος είναι ο κυρίως δρόμος, μια λεωφόρος ασφαλτοστρωμένη με δράση, κυνηγητό, έρωτα, αντίσταση, δολοφονίες, αυτοκτονίες, σαμποτάζ, κατασκοπεία μέσα σε ένα περιβάλλον πείνας, κακουχίας και κατοχής στη Θεσσαλονίκη τους πρώτους τρεις μήνες του 1943. Ακόμη, ο πλάγιος δρόμος είναι το υποβοηθητικό υποστήλωμα που ενεργοποιεί τον κανονικό δρόμο. Γύρω από το μπουζουκομάγαζο «Ουζερί Τσιτσάνης» περιστρέφεται η φανερή ζωή του αφηγητή Γιώργου Σαμαρά που είναι, υποτίθεται, κουνιάδος του Τσιτσάνη - ο πραγματικός κουνιάδος λέγεται Αντρέας Σαμαράς. Η κρυφή ζωή, ο δρόμος του κεντρικού ήρωα, ξεκινάει αφού κλείνει τα βράδια το ουζερί και χώνεται στη μαύρη νύχτα. Τότε ξεκινάει η αντιστασιακή αποστολή του 24χρονου Σαμαρά που, μαζί με την Εβραιοπούλα Εστρέα, πάνε στο ξυλουργείο του πατέρα του, κατεβαίνουν στο υπόγειο και αναλαμβάνουν δράση: εκείνος υπαγορεύει και εκείνη γράφει μηνύματα που αφορούν τις στρατιωτικές κινήσεις των Γερμανών. Τα μηνύματα αυτά ο Σαμαράς, που δεν είναι στην αντίσταση από ιδεολογία αλλά λόγω προσωπικής σχέσης με τον Δαπόντε που του έσωσε τη ζωή, φροντίζει να σταλούν στη Μέση Ανατολή προς περαιτέρω αξιολόγηση.

Ο Τσιτσάνης (Τσίλα τον αποκαλούν οι κολλητοί του), παντρεμένος με τη Ζωή, αδελφή του αφηγητή Γιώργου Σαμαρά και πατέρας ενός μικρού κοριτσιού, είναι μια παρουσία διστακτική, που όλο κρυφογράφει στιχάκια και συνθέτει. Μετά αρχίζει και τα παίζει στο μπουζούκι (σκρίνιο το λέει το όργανό του ο Τιτσάνης που με τον Σαμαρά είναι συνιδιοκτήτης του ουζερί). «Είναι ικανός να τον στήσουνε οι Γερμανοί στον τοίχο κι αυτός εκείνη την ώρα να σκέφτεται πώς θα κάνει την εκτέλεση τραγουδάκι» λέει στον αδελφό της η Ζωή. Μυστήριος και κλειστός, ο Τσίλας μετατρέπει κάθε βράδυ το ουζερί σε χώρο λυτρωτικής μυσταγωγίας και οι θαμώνες γίνονται κοπάδια από χαμένα πουλιά που μαγεύονται από το μπουζούκι του μεγάλου συνθέτη, ο οποίος υπάρχει όχι ως κεντρικός ήρωας αλλά ως σκιά, ως μια μοναχική φιγούρα υπεράνω όσων διαδραματίζονται γύρω του, αλλά όχι ανέγγιχτος. Τα καθημερινά οπωσδήποτε τον εμπνέουν και σε μια συζήτηση με τον θαυμαστή του Μουσχουντή, τον αρχηγό της Αστυνομίας Θεσσαλονίκης και μόνιμο θαμώνα του ουζερί, θα εκμυστηρευθεί: «Δεν ξέρω... μη νομίσεις ότι λέω μεγάλες κουβέντες... κοίτα... και στα τραγούδια... πιστεύω ότι... τα καλύτερα πράματα γράφονται όταν υπάρχει ζόρι... δες τώρα... μες στην Κατοχή...»

Ενα από τα ωραιότερα κεφάλαια του βιβλίου είναι το «Χρυσόψαρα και οβίδες», όπου περιγράφεται μια μάχη μεταξύ ελληνικού και γερμανικού στρατού, στα οχυρά του Ρούπελ τον Απρίλη του '41. Είναι τόσο πιστευτή, παραστατική και λεπτομερής η αφήγηση ώστε ο αναγνώστης έχει την αίσθηση ότι βρίσκεται εκεί - σφυρίζουν σφαίρες, πέφτουν οβίδες, βομβαρδίζουν αεροπλάνα, εκρήγνυνται χειροβομβίδες, ρίχνονται φωτοβολίδες, καταφθάνουν ενισχύσεις, σφυροκοπούν οι εχθροί, αντιστέκονται οι Ελληνες, στήνονται ενέδρες και στο τέλος ο Δαπόντε θα σώσει τη ζωή του Σαμαρά. Αλλα κεφάλαια με αξέχαστες σκηνές είναι το «Κι από κει στο Μπεχτσινάρι» καθώς και το τελευταίο «Μπουζούκι με περόνη». Πρόκειται για δύο τρελά γλέντια με ετερόκλητα στοιχεία (μπράβοι, μαυραγορίτες, ρουφιάνοι, μυλεργάτες, λαϊκάντζες, ένας τέως διευθυντής τράπεζας, ένας απόστρατος αξιωματικός, ένας παπάς) με κεντρικό πρόσωπο τον Τσιτσάνη που παίζει για την αντροπαρέα. Το κέφι, η έκσταση, ο χορός, το ποτό, οι εξομολογήσεις, το κουτσομπολιό, το ντουμάνιασμα έχουν ως επακόλουθο το ξέδομα, τη φυγή από τα όσα ζοφερά και ανήκουστα συμβαίνουν γύρω τους.

Ο Σκαμπαρδώνης αφηγείται την ιστορία του με εκπληκτική ωριμότητα και άνεση και μας δίνει εικόνες που νομίζεις ότι είναι βγαλμένες από ασπρόμαυρες ταινίες εποχής του ελληνικού κινηματογράφου. Χρησιμοποιώντας «φλας μπακ» μας δίνει κοντινά πλάνα των ηρώων του με εμμονή στη λεπτομέρεια. Ο έρωτας του Σαμαρά με την Εστρέα αποφεύγει τον ρομαντισμό διότι προέχει το χρέος: η αντίσταση. Σε κάποια στιγμή θα κάνουν έρωτα. Το υπόγειο κρησφύγετό τους όμως στο μαραγκούδικο δεν μετατρέπεται σε ερωτική φωλιά αλλά σε μια συμπαγή απειλή διαποτισμένη από τον τρόμο και τον θάνατο που παραμονεύει - την Εστρέα στο γκέτο της, τον Σαμαρά στο κάθε βήμα του εκτός ουζερί. Ο ερωτικός σπαραγμός τους δεν είναι απόλαυση αλλά ένας επιπλέον τρόμος. Και η Εστρέα δεν θα επιλέξει τον εύκολο δρόμο της φυγής στα βουνά για να γλιτώσει τη ζωή της, αλλά μένει με τους γονείς της και παίρνει μαζί τους το τρένο για την Πολωνία. Η μόνη τρυφερότητα που υπάρχει στη σχέση τους είναι όταν ο Σαμαράς θυμάται μετά από χρόνια την εποχή που πρωτογνώρισε την Εστρέα, στον κινηματογράφο «Απόλλων», στη Βασιλίσσης Ολγας, το απόγευμα μιας Κυριακής του Σεπτέμβρη του '40.

Η γοητευτική τοπογραφία της μεσοπολεμικής Θεσσαλονίκης υπάρχει ως φόντο των γεγονότων και μόνο στα «φλας μπακ» ζωντανεύει, η δε ρεαλιστική αφήγηση είναι διάσπαρτη από τα εφιαλτικά όνειρα, τις φαντασιώσεις και τους οραματισμούς του Σαμαρά ενώ όλοι οι ήρωες του Σκαμπαρδώνη, Ελληνες, Γερμανοί, Εβραίοι, πολιτοφύλακες, αντιστασιακοί, καταδότες, μαυραγορίτες, δεξιοί, αριστεροί είναι τραγικοί και σκληροί. Ολοι αναπνέουν τη φρίκη που τους περιβάλει. Στο Ουζερί Τσιτσάνης, ένα ιστορικό μυθιστόρημα σε ανελέητο ενεστώτα, όλα κινούνται μέσα στην αγριότητα της Ιστορίας, ενώ τα φρικώδη δρώμενα αντιδιαστέλλονται στην εσωτερίκευση του πόνου που βρίσκει λύτρωση στα ρεμπέτικα τραγούδια του Τσιτσάνη. Ο Σκαμπαρδώνης έγραψε ένα σκληρό μυθιστόρημα όπου αναπαριστά με αξιοθαύμαστο τρόπο ένα κομμάτι της ιστορίας της γενέτειράς του.



Ντίνος Σιώτης

ΤΟ ΒΗΜΑ , 28-04-2002

Κριτικές

στο σημερινό νουμερο 22 της Παυλου ΜΕΛΑ δεν υπήρξε ουζερί ΠΟΤΕ
από προέκυψε αυτή η πληροφορίαΗ Ηοικογενειά μου(παππούδες και θείοι)
κατοικούσαν εκεί

Πολύ όμορφο μυθιστόρημα από τον Γ. Σκαμπαρδώνη. Πετυχημένη η ανάπλαση της εποχής της κατοχής στη Θεσσαλονίκη με όχημα τη ζωή και τη καλλιτεχνική δράση του Τσιτσάνη εκείνα τα χρόνια στη συμπρωτεύουσα. Ενδιαφέροντες και ολοκληρωμένοι οι δευτερεύοντες χαρακτήρες του βιβλίου. Ο αναγνώστης πραγματικά μπορεί να αφεθεί στη γοητεία της αφήγησης όπως αυτή αναδύεται δυνατή μέσα από τις σελίδες του μυθιστορήματος και να γνωρίσει πολλά και ενδιαφέροντα πράγματα για τη ζωή του μεγάλου λαϊκού συνθέτη και μουσικού.
Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!