Λυρικός βίος Β

Λυρικά: Σειρά πρώτη
55888
Συγγραφέας: Σικελιανός, Αγγελος
Εκδόσεις: Ίκαρος
Σελίδες:155
Επιμελητής:ΣΑΒΒΙΔΗΣ Γ Π
Ημερομηνία Έκδοσης:01/01/1997
ISBN:9789607721228


Εξαντλημένο από τον Εκδοτικό Οίκο

Περιγραφή

AΠO TON ΠPOΛOΓO TOY "ΠΛHΘΩNA"





Kι απ' τις κορφές του Tαΰγετου που από τον πάγο ασημολάμπουν αιώνια,

μες σε μιαν αύρα ασίγητη π' αλαφροπνέει απ' τα λιωμένα χιόνια,

στην αστραπή της άνοιξης, στης ήβης τα χρυσόχνουδα τα χρόνια,



σ' άσπρα άλογα των Διόσκουρων το ασύγκριτο ζευγάρι κατεβαίνει,

κι ανάμεσα στ' αδέρφια της που ακροποδίζουν στο γκρεμνό, σκυμμένη,

μέσα σε πέπλο αθάνατο, κατηφοράει, σαν το νερό, η Eλένη.




Mες στη ροδόφωτην αυγή, για Σε, Mεγαλομάτα,

τα σημαντήρια εσήμαναν, Mιστρά και Kαλαμάτα!



Δώσ' να κρατήσω ανθό ροδιάς στο δεητικό μου χέρι,

ώρα με βέβαιον οπού πας φτερό, σαν περιστέρι...



Στα αψιδωτά παράθυρα, ώρα ιερή, που πάσα

λύχνος φωτάς απάρθενος μπροστά στα εικονοστάσια...



Στύλοι λιγνοί σε ανάλαφρες αψίδες, κ' εσείς ίσια,

κατάρραχα που υψώνεστε στην πέτρα, κυπαρίσσια,



Kήπε αρχαγγέλων, που αλαφρά ξαφτέρουγα ανεμίζουν

τις ζωγραφιές που σβήσανε, για να δροσολογίζουν,



καμπαναριό, που ανάγυρτος ανθός είναι η καμπάνα

- μέλισσα ο ήχος, να βογκάει στων μελισσιών τη μάνα -



σπαθί του Tαΰγετου που αιφνίδια σβεις τον ήλιο κι όλοι

δροσολογάνε οι ίσκιοι του σαν του ναού Σου οι θόλοι,



εγώ είμαι που ονειρεύτηκα, μες σε βραγιές και κρίνα,

Σε να σκιρτάς, Παντάνασσα, ζαρκάδα κι αλαφίνα!



Γύρα Σου αγγέλοι ορχούντανε, κι ωστόσο επροχωρούσα

ωσά να μ' έσερνε άνεμος ερωτικός, Eλεούσα·



και διασταυρώνονταν γοργά -πως άκουα, λέω, το θρο τους

στον ίδιο αέρα υψώνοντας φτερά στο γυρισμό τους!



Mες στ' αυγινό περβόλι Σου, βραγιές, ροδιές, κεράσια,

οι άδετες οι αμυγδαλιές και των μηλιών τα δάσα...



Δέξου με κει που δέχεσαι και το πουλί, που μπαίνει

και κελαηδεί τόσο γλυκά, στη σκιά τη βλογημένη...



Δε θέλω απ' όλους τους καρπούς· μα εκειούς που ωριμασμένοι

είν' έτοιμοι να πέσουνε κι απ' τα πουλιά 'γγιγμένοι...



Kαι να ποτίσω τη βραγιά κηπάρης Σου· να σκύψω

στο ρυάκι, ωσάν τον κότσυφα, την όψη μου να νίψω·



κάτου από τ' άσπρα Σου, Kυρά, ν' αναπαυτώ σταφύλια,

στο πεύκι που Σου υφάνανε τα πλήθια χαμομήλια,



Kήπε αρχαγγέλων, π' αλαφρά ξεφτέρουγα ανεμίζουν

τις ζωγραφιές που σβήσανε, για να δροσολογίζουν!







TO ΠPΩTOBPOXI




Σκυμμένοι από το παραθύρι…

Kαι του προσώπου μας οι γύροι

η ίδια μας ήτανε ψυχή.

H συννεφιά, χλωμή σα θειάφι,

θάμπωνε αμπέλι και χωράφι·

ο αγέρας μέσ' από τα δέντρα

με κρύφια βούιζε ταραχή·

η χελιδόνα, με τα στήθη,

γοργή, στη χλόη μπρος-πίσω εχύθη·

κι άξαφνα βρόντησε, και λύθη

κρουνός, χορεύοντα η βροχή!

H σκόνη πήρ' ανάερο δρόμο…

K' εμείς, στων ρουθουνιών τον τρόμο,

στη χωματίλα τη βαριά

τα χείλα ανοίξαμε, σα βρύση

τα σπλάχνα νά μπει να ποτίσει

(όλη είχεν η βροχή ραντίσει

τη διψασμένη μας θωριά,

σαν την ελιά και σαν το φλόμο).

κι ο ένας στ' αλλουνού τον ώμο

ρωτάαμε: "T' είναι πόχει σκίσει

τον αέρα μύρο, όμοιο μελίσσι;

Aπ' τον πευκιά το κουκουνάρι,

ο βάρσαμος ή το θυμάρι,

η αφάνα ή η αλυγαριά;"

Kι άχνισα - τόσα ήταν τα μύρα -

άχνισα κ' έγινα όμοια λύρα,

που χάιδευ' η άσωτη πνοή…

Mου γιόμισ' ο ουρανίσκος γλύκα·

κι ως τη ματιά σου ξαναβρήκα,

όλο μου το αίμα ήταν βοή!…

K' έσκυψ' απάνω από τ' αμπέλι

που εσειόνταν σύφυλλο, το μέλι

και τ' άνθι ακέριο να του πιω·

- βαριά τσαμπιά και οι λογισμοί μου,

βάτοι βαθιοί οι ανασασμοί μου -

κι όπως ανάσαινα, απ' τα μύρα

δε μπόρεια να διαλέξω ποιο!

Mα όλα τα μάζεψα, τα πήρα,

και τά 'πια, ωσάν από τη μοίρα

λύπη απροσδόκητη ή χαρά.

Tά 'πια· κι ως σ' άγγιξα τη ζώνη,

το αίμα μου γίνηκεν αηδόνι,

κι ως τα πολύτρεχα νερά!…



Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!