0
Your Καλαθι
Στη σκιά της τσιμινιέρας
Έκπτωση
10%
10%

Περιγραφή
Η εγκατάσταση των προσφύγων στις γειτονιές του Πειραιά και η χρησιμοποίησή τους ως φτηνά εργατικά χέρια.
Από το «Χασαπάκι» του Μάρκου και τον «Εργάτη τιμημένο» του Ρούκουνα στη «Λέλα των Βούρλων»
Υπήρχε κάποτε ένα ρέμα που κατέληγε στη θάλασσα. Υπήρχαν παιδιά που έπαιζαν μέσα στο ρέμα κυνηγώντας βατράχια. Κάποτε τα παιδιά αρρώσταιναν με πυρετό και πριν προλάβουν να τα δει ένας γιατρός, έσβηναν, όπως ο ήχος από την μπουρού των καραβιών που χάνονταν στο πέλαγο. Υπήρχαν πολλές παράγκες γύρω από το ρέμα, παραπήγματα με τσίγκους, λαμαρίνες και ξύλα. Όταν έπιανε μπουρίνι και φούσκωνε το ρέμα, ο χείμαρρος παράσερνε τις παράγκες που ταξίδευαν σαν καρυδότσουφλα μέχρι τη θάλασσα. Παράσερνε και τους ανθρώπους που πνίγονταν στα νερά της κι έμεναν για πάντα στην αγκαλιά της.
Κοντά στη θάλασσα υπήρχε ένα μεγάλο πέτρινο εργοστάσιο, υπήρχαν τα Σφαγεία, υπήρχαν και άλλα μεγάλα εργοστάσια, διάσπαρτα εδώ και εκεί, που έμοιαζαν νυσταγμένοι δράκοι, τυλιγμένοι στη σκόνη. Υπήρχαν άνθρωποι που περνούσαν την πύλη του εργοστασίου νύχτα και έβγαιναν έξω πάλι νύχτα. Ήταν άνθρωποι που ήρθαν από μακριά, από μιαν άλλη θάλασσα, που ήρθαν από τα βουνά ή από ξερότοπους και ξερονήσια, άνθρωποι που διέσχισαν τον χώρο, που κουβάλησαν τον χώρο, που τεμάχισαν και αναδημιούργησαν τον χώρο, όλοι τους αθώοι και απελπιστικά αφελείς στη δίνη της προσωπικής τους γεωγραφίας. Άνθρωποι που σου έλεγαν απλώς "θέλω να ζήσω".
Υπήρχαν και παιδιά, που είχαν στραμμένο το βλέμμα πάντα προς τη θάλασσα, άλλοτε μαύρη σαν κατράμι και άλλοτε κόκκινη από το αίμα των Σφαγείων. Υπήρχαν ανήσυχα παιδικά κεφάλια, ανέμελα κάτω από τις θεόρατες τσιμινιέρες που ξερνούσαν σκόνη, καπνό και θάνατο. Κάτω από τη σκιά μιας τσιμινιέρας, τα παιδιά εκείνα άκουγαν τον ήχο από ένα μακρινό ραδιοφωνάκι:
"Μες τη χασάπικη αγορά ένα χασαπάκι με την ελίτσα και τα φρύδια τα σμιχτά όταν με βλέπει και περνώ από μπροστά του τη μαχαιρίτσα του στο κούτσουρο χτυπά".
Από το «Χασαπάκι» του Μάρκου και τον «Εργάτη τιμημένο» του Ρούκουνα στη «Λέλα των Βούρλων»
Υπήρχε κάποτε ένα ρέμα που κατέληγε στη θάλασσα. Υπήρχαν παιδιά που έπαιζαν μέσα στο ρέμα κυνηγώντας βατράχια. Κάποτε τα παιδιά αρρώσταιναν με πυρετό και πριν προλάβουν να τα δει ένας γιατρός, έσβηναν, όπως ο ήχος από την μπουρού των καραβιών που χάνονταν στο πέλαγο. Υπήρχαν πολλές παράγκες γύρω από το ρέμα, παραπήγματα με τσίγκους, λαμαρίνες και ξύλα. Όταν έπιανε μπουρίνι και φούσκωνε το ρέμα, ο χείμαρρος παράσερνε τις παράγκες που ταξίδευαν σαν καρυδότσουφλα μέχρι τη θάλασσα. Παράσερνε και τους ανθρώπους που πνίγονταν στα νερά της κι έμεναν για πάντα στην αγκαλιά της.
Κοντά στη θάλασσα υπήρχε ένα μεγάλο πέτρινο εργοστάσιο, υπήρχαν τα Σφαγεία, υπήρχαν και άλλα μεγάλα εργοστάσια, διάσπαρτα εδώ και εκεί, που έμοιαζαν νυσταγμένοι δράκοι, τυλιγμένοι στη σκόνη. Υπήρχαν άνθρωποι που περνούσαν την πύλη του εργοστασίου νύχτα και έβγαιναν έξω πάλι νύχτα. Ήταν άνθρωποι που ήρθαν από μακριά, από μιαν άλλη θάλασσα, που ήρθαν από τα βουνά ή από ξερότοπους και ξερονήσια, άνθρωποι που διέσχισαν τον χώρο, που κουβάλησαν τον χώρο, που τεμάχισαν και αναδημιούργησαν τον χώρο, όλοι τους αθώοι και απελπιστικά αφελείς στη δίνη της προσωπικής τους γεωγραφίας. Άνθρωποι που σου έλεγαν απλώς "θέλω να ζήσω".
Υπήρχαν και παιδιά, που είχαν στραμμένο το βλέμμα πάντα προς τη θάλασσα, άλλοτε μαύρη σαν κατράμι και άλλοτε κόκκινη από το αίμα των Σφαγείων. Υπήρχαν ανήσυχα παιδικά κεφάλια, ανέμελα κάτω από τις θεόρατες τσιμινιέρες που ξερνούσαν σκόνη, καπνό και θάνατο. Κάτω από τη σκιά μιας τσιμινιέρας, τα παιδιά εκείνα άκουγαν τον ήχο από ένα μακρινό ραδιοφωνάκι:
"Μες τη χασάπικη αγορά ένα χασαπάκι με την ελίτσα και τα φρύδια τα σμιχτά όταν με βλέπει και περνώ από μπροστά του τη μαχαιρίτσα του στο κούτσουρο χτυπά".
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις