Η υπόθεση Μόρο

142930
Συγγραφέας: Σάσα, Λεονάρντο
Εκδόσεις: Πατάκης
Σελίδες:260
Μεταφραστής:ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ ΣΩΤΗ
Ημερομηνία Έκδοσης:01/11/2002
ISBN:9789601605081


Εξαντλημένο από τον Εκδοτικό Οίκο

Περιγραφή


Η δολοφονία του προέδρου της ιταλικής Χριστιανοδημοκρατίας Άλντο Μόρο τον Μάιο του 1978 ήταν το αποτέλεσμα δύο εγκληματικών πράξεων. Αυτό υποστηρίζει ο Λεονάρντο Σάσα σε αυτό το χρονικό, όπου περιγράφει την ομηρία του Μόρο στη λεγόμενη «φυλακή του λαού» και την αδικαιολόγητα (και ύποπτα) «σκληρή» στάση της ιταλικής κυβέρνησης που αρνείται να τον ανταλλάξει με δεκατρείς κρατούμενους Ταξιαρχίτες: ο Μόρο -ένας μετριοπαθής θρησκευόμενος επαγγελματίας πολιτικός- βλέπει, από τη θέση του αιχμαλώτου, τους φίλους του να τον εγκαταλείπουν, να τον θυσιάζουν και να εκμεταλλεύονται το θάνατό του. Οι αξίες του καταρρέουν: το Βατικανό του γυρίζει την πλάτη και όλοι σιωπούν· ο Μόρο, από πολιτικός ηγέτης γίνεται ένα πλάσμα μοναχικό και ανήμπορο μπροστά στο θάνατο. [...]

Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου







ΚΡΙΤΙΚΗ



Ο Λεονάρντο Σάσα (Ρακαλμούτο 1921 - Παλέρμο 1989), ένας κατ' εξοχήν σικελός συγγραφέας, που υπεράσπισε με τα γραπτά και τη στάση ζωής του τη σικελικότητα (βλ. τα «Βιβλία» της 9ης Ιανουαρίου 2000), γνωστός στη χώρα μας από τα πολιτικά του μυθιστορήματα με την αστυνομική υφή και τις αντίστοιχες ταινίες των Νταμιάνο Νταμιάνι, Ελιο Πέτρι, Φραντσέσκο Ρόζι, στο βιβλίο Η υπόθεση Μόρο ασχολείται με τη γνωστή υπόθεση που συγκλόνισε την Ιταλία στα τέλη της δεκαετίας του '70. Εδώ ο Σάσα δεν γράφει ένα αστυνομικό αφήγημα με πολιτικές αιχμές, δεν περιγράφει τον μικρόκοσμο ενός σικελικού χωριού που καθρεφτίζει ολόκληρη την ιταλική κοινωνία. Δεν συνθέτει ένα ιστορικό βιβλίο, μια μαρτυρία, ένα χρονικό, ένα ρεπορτάζ ή κάτι άλλο που πραγματεύεται την υπόθεση της εκτέλεσης-δολοφονίας του Μόρο, αλλά ένα δοκιμιακού χαρακτήρα κείμενο, όπου προσπαθεί να αναλύσει τους ορατούς και αόρατους μηχανισμούς της εξουσίας, να καταγγείλει αυτή την εξουσία - συγκεκριμένα την ηγεσία του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος -, να δηλώσει τη δυσπιστία του απέναντι στην αστυνομία και κάθε κρατική αρχή, να ψέξει την υποκρισία και τον φαρισαϊσμό που διέπουν μεγάλο τμήμα της Καθολικής Εκκλησίας.

Το βιβλίο που γράφτηκε εν θερμώ, αμέσως μετά τα γεγονότα, και ολοκληρώθηκε στο Ρακαλμούτο τον Αύγουστο του 1978, δηλαδή προτού συλληφθούν οι εκτελεστές των Ερυθρών Ταξιαρχιών και πριν από την εξάρθρωση της οργάνωσης, έχει όλες τις αρετές ενός λογοτεχνικού βιβλίου. Αρχίζει με μια μικρή αναδρομή στην παιδική ηλικία του συγγραφέα, στις αναμνήσεις του που συνδέονται με τον αδελφικό του φίλο Πιερ Πάολο Παζολίνι, ο οποίος σε ένα κείμενό του υπερασπιζόταν τις εξαφανισμένες εξαιτίας της μόλυνσης του περιβάλλοντος και του νερού πυγολαμπίδες εν ονόματι των οποίων ήθελε να κάνει μήνυση στην κυβέρνηση, και τελειώνει με ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Χόρχε Λουίς Μπόρχες Μυθοπλασίες. Θεωρώντας ότι η υπόθεση Μόρο αποτελεί ένα πλήρες λογοτεχνικό έργο, που ζει πλέον στο απυρόβλητο της τελειότητάς του, ο Σάσα επιχειρεί να την αφηγηθεί παρωδώντας με τον τρόπο του Μπόρχες: «Στις 16 Μαρτίου 1978, μερικά λεπτά πριν από τις εννιά, ο αξιότιμος Μόρο, πρόεδρος της Χριστιανοδημοκρατίας, βγήκε από την πόρτα του αριθμού 19 της οδού Φόρτε Τριονφάλε. Μπροστά στην είσοδο τον περίμενε η μπλε λιμουζίνα του - μια Fiat 130 - και το αυτοκίνητο συνοδείας, μια άσπρη Alfetta. Ο πρόεδρος πρέπει να περάσει πρώτα από το Κέντρο Χριστιανοδημοκρατικών Μελετών και στη συνέχεια στις δέκα η ώρα να βρίσκεται στο Κοινοβούλιο, όπου ο αξιότιμος Αντρεότι θα παρουσιάσει την καινούργια κυβέρνηση και θα εκθέσει το πρόγραμμά της». Ο Μόρο όμως απάγεται από μια ομάδα των Ερυθρών Ταξιαρχιών (ο οδηγός, οι σωματοφύλακες και οι αστυνομικοί της συνοδείας του σκοτώνονται επί τόπου), κλείνεται σε μια «φυλακή του λαού» και (αφού καταδικάζεται από «λαϊκό δικαστήριο») εκτελείται, επειδή η πολυκομματική κυβέρνηση, το ευρισκόμενο στην αντιπολίτευση (αλλά με φιλοδοξίες συμμετοχής στην κυβέρνηση) Κομμουνιστικό Κόμμα και η Καθολική Εκκλησία αρνούνται τις διαπραγματεύσεις.

Η άρνηση για διαπραγματεύσεις και η αδιαλλαξία όλων των υπευθύνων απέναντι στους τρομοκράτες που οδήγησαν στην εκτέλεση ήταν που παρακίνησαν τον Σάσα στο γράψιμο του βιβλίου του. Χρησιμοποιώντας τις επιστολές που έστελνε o Μόρο στους κρατικούς λειτουργούς και στους «φίλους» του ζητώντας διάλογο με τους απαγωγείς του («Η θυσία αθώων, στο όνομα μιας αφηρημένης αρχής νομιμότητας, τη στιγμή που μια αδιαφιλονίκητη κατάσταση ανάγκης θα έπρεπε να αναλάβει τη σωτηρία τους, είναι απαράδεκτη»), οι οποίοι απαιτούσαν την απελευθέρωση 13 συντρόφων τους, και τις προκηρύξεις-ανακοινωθέντα των ερυθροταξιαρχιτών (ο Σάσα τους κατηγορεί ως σταλινικούς, αιμοσταγείς και ανελέητους, που «σκοτώνουν χωρίς δίκη τους υπηρέτες του ιμπεριαλισμού και με δίκη τους ιθύνοντες») ο συγγραφέας αποδίδει ευθύνες στην ιταλική κυβέρνηση για την κατάληξη της απαγωγής. Μάλιστα καταλογίζει ευθύνες και στους Αμερικανούς οι οποίοι υποστήριζαν, αν δεν ενθάρρυναν, την αδιάλλακτη στάση της Ρώμης έναντι των τρομοκρατών. Η δικαίωση του Σάσα ήρθε αργότερα, όταν νεότερα στελέχη της Χριστιανοδημοκρατίας, όπως η Τίνα Ανσέλμι, απέδωσαν την έκβαση της υπόθεσης Μόρο σε ακροδεξιά συνωμοσία, ήτοι στη δράση της μασονικής στοάς Ρ2, μέλος της οποίας υπήρξε και ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι.

Εκτός από το υψηλού επιπέδου κείμενο για την υπόθεση, το βιβλίο περιέχει και την «Αναφορά της μειοψηφίας, όπως παρουσιάστηκε από τον βουλευτή (του Ριζοσπαστικού Κόμματος) Λεονάρντο Σάσα», που συνέταξε ο συγγραφέας στην Κοινοβουλευτική Επιτροπή Ερευνας «για τη σφαγή της οδού Φάνι, την απαγωγή και την εκτέλεση του Αλντο Μόρο, τη στρατηγική και την τακτική των τρομοκρατών» τον Ιούνιο του 1982. Στο τέλος του βιβλίου δημοσιεύεται το «χρονολόγιο της υπόθεσης Μόρο», το οποίο δίνει στον αναγνώστη τα βασικά στοιχεία του ζητήματος για να τον διευκολύνει στη γνωριμία με τα πρόσωπα του δράματος και την εξοικείωση με τα γεγονότα που άρχισαν στις 16 Μαρτίου 1978 με την απαγωγή του Μόρο και τελείωσαν στις 10 Μαΐου του ίδιου χρόνου με την κηδεία του σε κλειστό κύκλο στο νεκροταφείο του χωριού Τορίτα Τιμπερίνα και τη νεκρώσιμο τελετή στο Λατερανό, όπου λειτούργησε ο πάπας Παύλος Στ' (τελετάρχης ήταν ο καρδινάλιος Πολέτι, αυτός που ο Μόρο ήλπιζε πως θα μεσολαβούσε στο Βατικανό για να τον σώσει). Ολοι οι άνδρες της εξουσίας, διαβάζουμε, ήταν παρόντες. Ελειπαν η σύζυγος και τα παιδιά του Μόρο που δεν άκουσαν την υποκριτική φράση του Πάπα «Εσύ, ω Κύριε, δεν εισάκουσες τις ικεσίες μας».

Η εξαίρετη μετάφραση αυτού του σπουδαίου βιβλίου έγινε από τη Σώτη Τριανταφύλλου, η οποία έγραψε και το λίαν ενδιαφέρον σημείωμα σχετικά με το θέμα καθώς και τις υποσελίδιες σημειώσεις που βοηθούν τον αναγνώστη στην κατανόηση των ιταλικών πολιτικών πραγμάτων.



Φίλιππος Φιλίππου (συγγραφέας)

ΤΟ ΒΗΜΑ , 13-10-2002





ΚΡΙΤΙΚΗ



Ξέρουμε, από τη μακρινή εποχή του Αντώνιου, του Οκτάβιου και του Λέπιδου, τι ρόλο παίζει η λεπίδα κάτω από το μανδύα στις συζητήσεις για τη νομή της εξουσίας. Και ξέρουμε, αν και όχι τόσο καλά όσο θα έπρεπε, το ρόλο που διαδραματίζουν η πλαστοποίηση, το θέαμα, το ψέμα, ως αδέλφια του τεχνικού και αστυνομικού ελέγχου, στη διακυβέρνηση των σύγχρονων κρατών. Ξέρουμε, επίσης, ότι η Ιταλία υπήρξε το μεγάλο εργαστήρι του σύγχρονου καπιταλισμού, μετά την εποχή που αυτός δέχτηκε κάποια καίρια πλήγματα (Μάιος 1968) και ήταν αναγκασμένος να ανασυνταχθεί παντοιοτρόπως. Η λεγόμενη «υπόθεση Μόρο» ήταν η τραγικότερη, από πολλές απόψεις, στιγμή μιας διαδικασίας περίπλοκης και σκοτεινής σε μεγάλο μέρος, μιας διαδικασίας που σκοπούσε, όχι στην ανατροπή του καπιταλισμού (όπως την έχουν εμφανίσει), αλλά απεναντίας στη σωτηρία, τη διατήρηση και την πάση θυσία ενδυνάμωσή του.

Ο Λεονάρντο Σάσα (1921-1989), ευρυμαθέστατος και δεινός συγγραφέας, επιχείρησε μία πρώτη σοβαρή αποτίμηση της υπόθεσης, με θαρραλέες νύξεις για τη διαλεύκανση του μυστηρίου της. Η υπόθεση διαδραματίστηκε ανάμεσα στις 16 Μαρτίου του 1978 (ημέρα της «απαγωγής» -και χρησιμοποιούμε τα εισαγωγικά διότι το ίδιο κάνει/προτείνει ο Σάσα- του Αλντο Μόρο) έως τις 9 Μαΐου του ίδιου έτους, οπότε και βρέθηκε νεκρός ο Μόρο σε μια Renault 4 (ακόμη και για το χρώμα της οποίας υπάρχουν δύο εκδοχές!). Ταλάνισε, και εξακολουθεί να ταλανίζει, την πολιτική ζωή της Ιταλίας -και σύνολης της Ευρώπης- με τις συνέπειες και τις πολυποίκιλες προεκτάσεις αυτών των συνεπειών. Ακόμη και σήμερα, δεν έχει πλήρως εξιχνιαστεί το μυστήριο, όχι μονάχα αυτής καθαυτής της υπόθεσης Μόρο, αλλά εν γένει του «φαινομένου της τρομοκρατίας». Η βιβλιογραφία επί του θέματος είναι αχανής, οι εμβριθείς εικασίες εναλλάσσονται με παρανοϊκά σενάρια και ελάχιστες είναι έως σήμερα οι νηφάλιες και συγκροτημένες απόψεις για το ζήτημα.

Ο Σάσα συνθέτει το βιβλίο του μετερχόμενος πολλά τεχνάσματα της μυθιστοριογραφίας, αλλά και τεχνικές του δοκιμίου, της πολιτικής ανάλυσης και του χρονικού, χρησιμοποιώντας ευρέως αποσπάσματα επιστολών του Αλντο Μόρο προς τη σύζυγό του αλλά και προς επιφανή στελέχη της ιταλικής Χριστιανοδημοκρατίας. Καταφέρνει έτσι να υπερβεί το είδος του πολιτικού θρίλερ (εύπεπτο, συνήθως, και προορισμένο απλώς να συναρπάσει και να καθηλώσει τον αναγνώστη) και να προσφέρει ένα πολιτικό έργο, μία ανατομία και, συνάμα, κριτική του κρατικού μηχανισμού, ιδίως μιας δολοπλόκου εξουσιαστικής ομάδας, ανάλγητης και πωρωμένης, στο εσωτερικό του κόμματος που υπηρέτησε πιστά ο Μόρο και που δεν δίστασε να τον προδώσει άσπλαχνα.

Οι καλύτερες στιγμές του Σάσα είναι όταν σχολιάζει τις επιστολές του Μόρο, ενός τραγικού, εκείνη την περίοδο, ανθρώπου, που αρχικά διαισθάνεται και κατόπιν αντιλαμβάνεται με κρυστάλλινη, απεγνωσμένη διαύγεια ότι είναι θύμα ενός μηχανισμού που ο ίδιος εν πολλοίς έστησε, μιας εξουσίας που ο ίδιος εν πολλοίς συντήρησε, ενός τέρατος που ο ίδιος εν πολλοίς εξέθρεψε.

Οι προδοσίες των στενών συνεργατών του ήταν πολλές, με σπαρακτικότερη και απεχθέστερη αυτή καμιά πενηνταριά «φίλων απ' τα παλιά» του Ιταλού πολιτικού, οι οποίοι συνυπέγραψαν και διένειμαν στις εφημερίδες ένα κείμενο όπου, ούτε λίγο ούτε πολύ, διατείνονται πως ο Μόρο δεν είναι πια αυτός που ήταν. «Δεν είναι αυτός ο άνθρωπος που γνωρίζουμε, με το πνευματικό, πολιτικό και δικαστικό του όραμα, το οποίο συνέβαλε και ενέπνευσε το δημοκρατικό μας Σύνταγμα». Και αυτό τη στιγμή που ο Μόρο κάνει μίαν ύστατη, απονενοημένη έκκληση για συνδιαλλαγή του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος με τις λεγόμενες «Ερυθρές Ταξιαρχίες». Ο Σάσα σχολιάζει: το κείμενο είναι τερατώδες, πρόκειται για μια απολίτιστη καταγγελία, για απάρνηση, για «επίθεση κατά του Μόρο επειδή δεν είναι όπως πίστευαν ότι είναι. 'Η καλύτερα, επειδή δεν είναι όπως τους βόλευε να είναι». Στην πλάτη του απαχθέντος θα παιχτούν παιχνίδια εξουσίας, απίστευτα σε όποιον δεν είναι εξοικειωμένος με το έργο του Σέξπιρ, του Χέγκελ, του Μαρξ. Πιστευτά, απεναντίας, σε όσους ξέρουν πώς συνηθίζει να λειτουργεί η εξουσία όταν βρίσκεται σε κρίση.

Θα μπορούσε να ειπωθεί, και ο Σάσα δεν διστάζει να προχωρήσει ώς εκεί, ότι τα άμεσα θύματα αυτής της ιστορίας είναι κάποιοι αφελείς «Ερυθροταξιαρχίτες» (που δεν έχουν συνείδηση του τι ακριβώς κάνουν και ποια ακριβώς υπόθεση υπηρετούν) και ο ίδιος ο Αλντο Μόρο, ο οποίος θα φτάσει στο σημείο να μιλήσει, στην τελευταία του επιστολή προς τη σύζυγό του, μία επιστολή που οφείλουμε να διαβάσουμε και ως διαθήκη, για «μια σφαγή με ηθικό αυτουργό το κράτος». Σε μία άλλη επιστολή θα γράψει: «Δεν θέλω γύρω μου κανέναν άνθρωπο της εξουσίας», συνειδητοποιώντας περί ποίου ακριβώς μηχανισμού πρόκειται. «Κι επιτέλους», σχολιάζει ο Σάσα, «να η λέξη που γράφεται για πρώτη φορά στην πιο απαίσια γυμνότητά της: η λέξη που πήρε τελικά αποκαλυπτικές διαστάσεις και σημασίες: "εξουσία". "Δεν θέλω γύρω μου κανέναν άνθρωπο της εξουσίας". Στο προηγούμενο γράμμα είχε μιλήσει για τους ιθύνοντες του κράτους, για τα στελέχη του Κόμματος: αλλά τώρα χρησιμοποιεί τη λέξη-κλειδί, το φρικτό όρο εξουσία».

Σήμερα, δυόμισι δεκαετίες μετά την «υπόθεση Μόρο», ολοένα και περισσότερα στοιχεία βλέπουν το φως της δημοσιότητας. Εχει επισημανθεί ο ρόλος των ΗΠΑ (υποστήριξη της αδιάλλακτης στάσης των χριστιανοδημοκρατών, συναινούντων και των κομμουνιστών βεβαίως, απέναντι στους απαγωγείς του Μόρο), έχουν διατυπωθεί αρκετά πειστικές εικασίες περί ακροδεξιάς συνωμοσίας, σε συνεργασία με τη διαβόητη μασονική στοά Ρ2.

Αξίζει να σημειώσουμε ότι είναι πολύ καλή η μετάφραση της Σώτης Τριανταφύλλου, συνοδευόμενη από ένα σημείωμά της για το βιβλίο του Σάσα και κάποιες εξελίξεις μετά την έκδοσή του (το 1978), και να μην αντισταθούμε στον πειρασμό να υπενθυμίσουμε την τοποθέτηση του Γκι Ντεμπόρ για την «υπόθεση Μόρο», μια τοποθέτηση που, όσο περνάει ο καιρός, τόσο πιο διαυγής, διαλεκτική και, συνεπώς, πειστική φαίνεται.

«Ηταν μια μυθολογική όπερα με μεγαλόπρεπα τεχνάσματα, όπου ήρωες τρομοκράτες μεταμορφώθηκαν σε αλεπούδες για να παγιδέψουν το θύμα τους, σε λιοντάρια για να μη φοβούνται τίποτε από κανέναν όσο καιρό το κρατούσαν, και σε αρνάκια, ώστε να βλάψουν έτσι στο ελάχιστο το καθεστώς που προσποιούνταν ότι προκαλούσαν. Μας λένε ότι ήταν τυχεροί γιατί είχαν να κάνουν με την πιο ανίκανη αστυνομία και επιπλέον είχαν καταφέρει να διεισδύσουν χωρίς κόπο στις ανώτερες βαθμίδες. Αυτή η εξήγηση δεν είναι διόλου διαλεκτική. Μια επαναστατική οργάνωση που θα κατάφερνε να φέρει ορισμένα από τα μέλη της σε επαφή με τις κρατικές υπηρεσίες ασφαλείας... θα έπρεπε να έχει υπόψη της την πιθανότητα χειραγώγησης των ίδιων των χειραγωγών. Και επομένως δεν θα είχε αυτή την ολύμπια σιγουριά της ατιμωρησίας που χαρακτηρίζει τον αρχηγό του επιτελείου των "Ερυθρών Ταξιαρχιών". Αλλά το ιταλικό κράτος έκανε κάτι καλύτερο, με την ομόφωνη συναίνεση των υποστηρικτών του. Σκέφτηκε, όπως θα έκανε και κάθε άλλο, να βάλει πράκτορες των ειδικών του υπηρεσιών στα παράνομα τρομοκρατικά δίκτυα, όπου θα μπορούσαν εύκολα στη συνέχεια να εξασφαλίσουν μια γρήγορη εξέλιξη ώς την ηγεσία, εξουδετερώνοντας κατ' αρχάς τους ανωτέρους τους» (Γκι Ντεμπόρ, «Πρόλογος στην τέταρτη ιταλική έκδοση της Κοινωνίας του Θεάματος»).



ΓΙΩΡΓΟΣ-ΙΚΑΡΟΣ ΜΠΑΜΠΑΣΑΚΗΣ

ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 15/11/2002

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!