0
Your Καλαθι
Λευκό Χαρτί
και άλλες ιστορίες εφηβικών ονείρων
Έκπτωση
10%
10%

Περιγραφή
Πώς ξεκινάς να γράφεις, όταν μέσα σου όλα έχουν ήδη τελειώσει; Από την επιβλητικότητα του Μαϊάμι μέχρι τις γραφικές γειτονιές της Αθήνας, ο Άλκης αφηγείται τη μοναχική του διαδρομή ανάμεσα σε παρελθόν και παρόν, έρωτα και φυγή, γονείς απόντες και λόγια που δεν ειπώθηκαν ποτέ. Σελίδες που στάζουν ενοχή, ανάσες που χάνονται στην υγρασία της Φλόριντα, ψίθυροι και ουρλιαχτά που γράφονται σε ένα λευκό χαρτί. Μια ιστορία για το πένθος, την αγάπη, την ξενιτιά και τον αβάσταχτο έρωτα. Ένα βιβλίο για τους ξενιτεμένους της ψυχής· για όσους φεύγουν, χωρίς να το θέλουν. Και για όσους μένουν, χωρίς να ξέρουν γιατί.
«Αιθεροβάμων.
Στιγμιαίες, καταστροφικές απολαύσεις και μια διάχυτη απληστία
που τη γεύτηκα σαν τον διάολο σε βήμα παράφορο.
Είμαι έτοιμος να μου επιτεθώ».
[...]Η μέρα που έφευγα, ήταν η τελευταία φορά που την είδα. Έσκυψα και την αγκάλιασα, και κάτι μέσα μου ούρλιαζε «Μείνε!», μα εγώ έκανα πως δεν καταλαβαίνω και του απαντούσα «Σκάσε, εσύ δεν ξέρεις. Για καλύτερα πάω εκεί και μόλις τα στρώσω όλα, θα γυρίσω». Την αγκάλιαζα και σκεφτόμουν με τι τρόπο θα μπορούσα να την πάρω μαζί μου. Να μη νιώθει παρατημένη στα εβδομήντα της, μετά από όλα όσα έκανε για μένα, μετά από τη μάνα που υπήρξε για μένα, προστάτης και αρχηγός των πάντων μου, να παίρνει αποφάσεις, να μου δίνει εφόδια, να με προστατεύει, να μ' αγαπά, να έχει διλήμματα, να παλεύει μόνη, χωρίς σύντροφο, σε μια κοινωνία που τη δαχτυλόδειχνε «η χωρισμένη με τον γιο», μια κοινωνία που απέρριπτε το σωστό για χάρη του καθωσπρέπει. Και κανείς ποτέ να μην τη ρωτά:
«Είσαι καλά, Χαρούλα;».[...]
«Αιθεροβάμων.
Στιγμιαίες, καταστροφικές απολαύσεις και μια διάχυτη απληστία
που τη γεύτηκα σαν τον διάολο σε βήμα παράφορο.
Είμαι έτοιμος να μου επιτεθώ».
[...]Η μέρα που έφευγα, ήταν η τελευταία φορά που την είδα. Έσκυψα και την αγκάλιασα, και κάτι μέσα μου ούρλιαζε «Μείνε!», μα εγώ έκανα πως δεν καταλαβαίνω και του απαντούσα «Σκάσε, εσύ δεν ξέρεις. Για καλύτερα πάω εκεί και μόλις τα στρώσω όλα, θα γυρίσω». Την αγκάλιαζα και σκεφτόμουν με τι τρόπο θα μπορούσα να την πάρω μαζί μου. Να μη νιώθει παρατημένη στα εβδομήντα της, μετά από όλα όσα έκανε για μένα, μετά από τη μάνα που υπήρξε για μένα, προστάτης και αρχηγός των πάντων μου, να παίρνει αποφάσεις, να μου δίνει εφόδια, να με προστατεύει, να μ' αγαπά, να έχει διλήμματα, να παλεύει μόνη, χωρίς σύντροφο, σε μια κοινωνία που τη δαχτυλόδειχνε «η χωρισμένη με τον γιο», μια κοινωνία που απέρριπτε το σωστό για χάρη του καθωσπρέπει. Και κανείς ποτέ να μην τη ρωτά:
«Είσαι καλά, Χαρούλα;».[...]
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις