Ο δικτάτορας και η αιώρα

Έκπτωση
30%
Τιμή Εκδότη: 17.70
12.39
Τιμή Πρωτοπορίας
+
278780
Συγγραφέας: Πενάκ, Ντανιέλ
Εκδόσεις: Ψυχογιός
Σελίδες:424
Μεταφραστής:ΠΑΡΛΑΛΟΓΛΟΥ ΓΙΩΡΓΟΣ
Ημερομηνία Έκδοσης:01/03/2006
ISBN:9789604530076
Διαθεσιμότητα στα βιβλιοπωλεία μας
Αθήνα:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες
Θεσσαλονίκη:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες
Πάτρα:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες

Περιγραφή


Ο Μανουέου Περέιρα ντε Πόντε Μαρτίνς, γιος ενός πλούσιου γαιοκτήμονα κάπου στη Λατινική Αμερική, σπουδάζει στο εξωτερικό, σταδιοδρομεί στο στρατό, σκοτώνει το δικτάτορα της χώρας του και παίρνει τη θέση του. Αρχίζει, όμως, να βασανίζεται από εφιάλτες ότι το πλήθος που τώρα τον λατρεύει κάποτε θα τον λιντσάρει. Προσλαμβάνει, λοιπόν, ένα σωσία για να κάνει τη δουλειά του κι αυτός φεύγει για μια άλλη ζωή που ονειρεύεται. Μα ο σωσίας παίζει τόσο καλά το ρόλο του που φτάνει κι αυτός στο ίδιο σημείο: να προσλάβει ένα δεύτερο σωσία και να φύγει μακριά... Αυτή είναι η ιστορία ενός αγοραφοβικού δικτάτορα που προσλαμβάνει ένα σωσία. Είναι η ιστορία του σωσία που προσλαμβάνει κι αυτός με τη σειρά του ένα σωσία. Το κυριότερο: είναι η ιστορία του συγγραφέα που ονειρεύεται δικτάτορες και σωσίες ξαπλωμένος στην αιώρα του. Και είναι και μια ελεγεία για την αιώρα, αυτό το κομμάτι υφάσματος που αιωρείται στον ουρανό και στο χρόνο. Ένα μυθιστόρημα εξαιρετικό σε σύλληψη και φαντασία!


Διαβάστε ένα απόσπασμα από το βιβλίο:


Θα ήταν η ιστορία ενός δικτάτορα ο οποίος πάσχει από αγοραφοβία. Δεν έχει σημασία η χώρα. Αρκεί να φανταστούμε μία από κείνες τις
μπανανίες με υπέδαφος αρκετά πλούσιο, για να θελήσει
κάποιος να αναλάβει την εξουσία, και με έδαφος
αρκετά άγονο, ώστε να ευδοκιμούν οι επαναστάσεις.
Ας πούμε ότι η πρωτεύουσά της λέγεται Τερεζίνα,
όπως η πρωτεύουσα του Πιάουι, στη Βραζιλία. Το
Πιάουι είναι μια πολιτεία πάρα πολύ φτωχή για να
αποτελέσει πλαίσιο μιας μυθοπλασίας περί την εξουσία,
αλλά το Τερεζίνα είναι αποδεκτή ονομασία για μία
πρωτεύουσα.

Και το Μανουέου Περέιρα ντα Πόντε Μάρτινς θα
ήταν αληθοφανές όνομα για ένα δικτάτορα.
Θα ήταν λοιπόν η ιστορία του Μανουέου Περέιρα
ντα Πόντε Μάρτινς, ενός δικτάτορα αγοραφοβικού.
Το Περέιρα και το Μάρτινς είναι τα δύο επίθετα που
φοριούνται περισσότερο στη χώρα του. Εξ ου και η
κλίση του να γίνει δικτάτορας· όταν έχεις δυο ονόματα
τόσο κοινά, η εξουσία σού ανήκει δικαιωματικά. Αυτό
λέει στον εαυτό του από τότε που άρχισε να σκέφτεται.
Αργότερα θα τον ονομάζουν απλώς Περέιρα, από
το όνομα του πατέρα του. Θα μπορούσαν επίσης να
τον αποκαλούν Μάρτινς, από το όνομα της μητέρας
του, πλην όμως ο πατέρας του είναι ο Περέιρα του
Πόντε (το Πόντε είναι τρεις μέρες δρόμος με το άλογο
από την Τερεζίνα), η μεγαλύτερη οικογένεια τσιφλικάδων
στη χώρα. Έχουμε γη, έχουμε όνομα, έχουμε χρήμα,
θα έχουμε και την εξουσία — μία από τις πρώτες
σκέψεις του Περέιρα, στ’ αλήθεια, και σίγουρα μάλιστα
η πρώτη του σκέψη, μια σκέψη μυστική και καυτή,
μια φωτιά κρυμμένη σε ένα σιωπηλό παιδί. Βέβαια,
απαιτείται και κάποια μόρφωση. Πρέπει να ξέρεις
αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά. Πρέπει να ξέρεις αριθμητική
και γεωγραφία. Πρέπει να μυηθείς στις ουτοπίες,
για να ξεπερνάς κάθε απειλή. Πρέπει να ξέρεις
από όπλα και χορό, από κατασκοπεία και πρωτόκολλο.
Για να τα μάθει όλα αυτά, ο Περέιρα φεύγει από
το Πόντε στα οχτώ του χρόνια, μεγαλώνει ως τα δεκαπέντε
του στους Ιησουίτες της Τερεζίνα (λαμπρός
και μυστικοπαθής μαθητής, αμείλικτος σκακιστής), μετά
πηγαίνει να ολοκληρώσει την εκπαίδευσή του στο
εξωτερικό —στην Ευρώπη— και επιστρέφει στα είκοσι
δύο του, για να μπει στη στρατιωτική ακαδημία. Εξακολουθεί να επιθυμεί την εξουσία, αλλά έμαθε να ζει αλλού. Ωραία η Ευρώπη. Η Ιταλία, λόγου χάρη ακόμα
κι εκείνος ο μικροσκοπικός βράχος του Μονακό που το
καζίνο του σου ανοίγει τις αγκάλες και η πριγκίπισσά
του —έτσι πιστεύει εκείνος— σου κάνει τα γλυκά μάτια.
Θα ήταν λοιπόν η ιστορία ενός δικτάτορα ο οποίος
πάσχει από αγοραφοβία, ενώ θα ήθελε ταυτόχρονα
και το ένα και το άλλο, και την εξουσία και να είναι αλλού.
Αρχίζει ως ορντινάντσα του Στρατηγού Προέδρου
και πηγαίνει να αναλάβει τα καθήκοντά του. Ο Στρατηγός
Πρόεδρος αμέλησε τη δική του εκπαίδευση. Κυκλοφορεί
ένα σύντομο ανέκδοτο στα σαλόνια της Τερεζίνα:

«Έγινε απόπειρα κατά του Στρατηγού Προέδρου· του έριξαν ένα λεξικό». Είναι αστείο. Διακριτικά
γελάκια πίσω από βεντάλιες. Ο Στρατηγός Πρόεδρος
δεν προσβάλλεται. Κάμποσες από τις φράσεις του αρ-
χίζουν με λόγια όπως: «Περέιρα, εσύ που ξέρεις να διαβάζεις…»
Ο Στρατηγός Πρόεδρος δεν έχει σε μεγάλη εκτίμηση
την παιδεία. Γι’ αυτόν η παιδεία είναι «για να περνάνε
την ώρα τους οι μουνούχοι». «Εγώ τον έμαθα τον
άνθρωπο», λέει. Και του αρέσει να προσθέτει: «Γι’ αυτό
προτιμώ το άλογο».

Ο Στρατηγός Πρόεδρος διακρίθηκε στον πόλεμο εναντίον
της Παραγουάης και, εν συνεχεία, με τη σφαγή των
αγροτών του βορρά. Οι αγρότες του βορρά είχαν αρ-
χίσει τις απαιτήσεις: πρώτα με παρακάλια, αλλά χωρίς
καμιάν ανταπόκριση, μετά βάλθηκαν να ζητούν δειλά,
δεν είχαν όμως εισακουστεί. Ικέτεψαν εις μάτην. Και να
που κατέληξαν να απαιτούν. Καθοδηγούμενοι από τους
ιερείς τους, οι αγρότες του βορρά βάδισαν προς την Τερεζίνα.
Η πόλη απειλήθηκε με εισβολή των αγροτών. Ο
Στρατηγός Πρόεδρος είχε επιστρατεύσει τους ευέλπιδες
της στρατιωτικής ακαδημίας. Ιππικό, σπαθιά, πολυβόλα,
ύστερα το πυροβολικό, στα χωριά του βορρά
όπου είχαν αναδιπλωθεί οι αγρότες. Με τις ευλογίες του
επισκόπου, ο Στρατηγός Πρόεδρος είχε στήσει στο εκτελεστικό
απόσπασμα τους ιερείς.

Ο πατέρας του Περέιρα, ο γερο-ντα Πόντε, είχε
αποδοκιμάσει τη σφαγή. Ο Ντα Πόντε, πατήρ, εφάρμοζε
τη χριστιανική φιλανθρωπία. Τάιζε δωρεάν στα
μαγειρεία του τους αγρότες οι οποίοι, μες στην αφέλειά
τους, λιμοκτονούσαν στις φαζέντας του. Ως γιατρός,
θεράπευε στο νοσοκομείο του την αφυδάτωση
των πεδιάδων του και τους καλόγερους που έβγαζαν
τα βουνά του. Άκουγε τους πεινασμένους, τους διψασμένους,
τους αρρώστους και τους συγγενείς των αρρώστων.
Ο γερο-ντα Πόντε έλεγε: «Από έναν άνθρωπο
που ακούει δε ζητάς τίποτα».

Όταν ο Περέιρα γύρισε από το εξωτερικό φορτωμένος
με πτυχία, ο Στρατηγός Πρόεδρος είχε κλείσει τέσσερα
χρόνια στην εξουσία. Τον σκότωσε στην αυγή του πέμπτου έτους. Ήταν
σχεδόν μια παρόρμηση. Είχε νιώσει ότι ήταν η κατάλληλη
στιγμή. Παρουσιάστηκε ενώπιον του συμβουλίου
και είπε: «Σκότωσα αυτόν τον ηλίθιο». Και πρόσθεσε:

«Τίθεμαι στη διάθεσή σας, ως ένοχος ή ως Πρόεδρος».
Είχε ανά χείρας το παραμπέλουμ που ακόμα κάπνιζε^
ήταν ένας Περέιρα ντα Πόντε, τον έκαναν πρόεδρο.
Από τον επίσκοπο, ο οποίος τον είχε κρατήσει πάνω
από την κολυμπήθρα, ζήτησε: «Νονέ, ευλογήστε με».
Στην ολιγαρχία δήλωσε: «Δεν αλλάζουμε τίποτα μα
τίποτα! Απλώς θα βάλω λίγη εξυπνάδα».

Στους αγρότες ανήγγειλε: «Σκότωσα το χασάπη του
βορρά».

Και σε όλο το λαό: «Θα είμαι το αυτί σας».
Ήταν μια σιβυλλική φράση —ένα αυτί ακούει, αλλά
και κρυφακούει— όμως κανένας δεν το πρόσεξε, τόσο
μεγάλη ανάγκη είχαν να εισακουστούν.

Θα ήταν λοιπόν η ιστορία του Μανουέου Περέιρα
ντα Πόντε Μάρτινς, δικτάτορα αγοραφοβικού ο οποίος,
ένα πρωί, θα καταλάμβανε την εξουσία από διαίσθηση,
έτσι, γιατί αυτό ονειρευόταν ως σιωπηλό παιδί.
Σύμφωνοι, αλλά γιατί να πάσχει από αγοραφοβία;

Προτού καταλάβει την εξουσία, ο Περέιρα
δεν έπασχε διόλου από αγοραφοβία. Ήταν
σιωπηλός, σύμφωνοι, κλειστός χαρακτήρας,
σύμφωνοι, ωστόσο δεν έπασχε από αγοραφοβία, όχι.
Δε φοβόταν ούτε τις άδειες πλατείες ούτε τους έρημους
δρόμους ούτε τις μακριές λεωφόρους, και ακόμα
λιγότερο τα πλήθη που τις περιδιάβαζαν. Όχι ότι του
άρεσε ιδιαίτερα η μάζα, αλλά την είχε συνηθίσει. Τα
εξαθλιωμένα πλήθη της παιδικής του ηλικίας, στο Πόντε,
μπροστά στα μαγειρεία του πατέρα του ή στους
διαδρόμους του νοσοκομείου, τα πλήθη των πιστών τα
Χριστούγεννα και στη σταύρωση της Μεγάλης Παρασκευής,
τα πλήθη των αγροτών σε όλα τα πανηγύρια
των πολιούχων όπου η οικογένεια ντα Πόντε θεωρούσε
καθήκον της να παρίσταται, τα πλήθη στους γάμους
και στις κηδείες, τα πλήθη στις αγορές και στις γιορτές,
τα πλήθη των μεθυσμένων στα ολονύχτια ξεφαντώματα,
όταν τα πυροτεχνήματα φωτίζουν τις μάσκες
ανάμεσα στις εκρήξεις, όχι, ποτέ του δεν είχε φοβηθεί
τέτοια πλήθη. Αν το καλοσκεφτούμε, μάλιστα,
πέρα από τα οικογενειακά γεύματα, τις παρτίδες σκάκι
και τα μοναχικά του διαβάσματα, μπορούμε να πούμε
ότι ο Περέιρα είχε ζήσει πάντα αγεληδόν· στην Τερεζίνα,
στους Ιησουίτες, με τα σμήνη από παιδιά στη
διάρκεια των διαλειμμάτων, στην Ευρώπη, με τα μεταξοφορεμένα
πλήθη στους μεγάλους χορούς, τα αναριγούντα
πλήθη στις εξόδους των θεάτρων, τα παράνομα
πλήθη στις συνοικίες με τις γυναίκες, τα τσιτωμένα
πλήθη στους ιπποδρόμους, και ακόμα, στο Παρίσι,
με τα πλήθη των απεργούντων εργατών… Πόσος
κόσμος κατά βάθος! Ο Περέιρα θα μπορούσε να καταμετρήσει
τις ώρες της μοναξιάς του. Όχι, αλήθεια,
δεν είχε φοβηθεί ποτέ του το πλήθος. Ούτε τις μεγάλες
άδειες πλατείες.

Τότε γιατί έπασχε από αγοραφοβία;
Εξαιτίας μιας φράσης που την είχε προφέρει ένας
άλλος Μανουέου: ο Μανουέου Καλάντο Κρέσπο, ο επικεφαλής
των διερμηνέων ο οποίος τα έλεγε σταράτα
και ήταν εξαιρετικά καλλιεργημένος. Σχετικά με το μακαρίτη
Στρατηγό Πρόεδρο, ο Μανουέου Καλάντο Κρέσπο
είχε δηλώσει: «Αυτός ο μαλάκας πέθανε από το
μοιραίο χέρι».

«Που σημαίνει;» ρώτησε ο Περέιρα ο οποίος περνούσε
από κει και δε θα ’πρεπε να είχε ακούσει αυτά
τα λόγια.

«Που σημαίνει ότι αυτό τον μαλάκα τον είχαν προειδοποιήσει,
κύριε Πρόεδρε».

«Μα ποιος; Αφού μόλις δυο λεπτά πριν τραβήξω
τη σκανδάλη, ούτε εγώ ήξερα ότι θα τον σκότωνα!»

«Η Μάε Μπράνκα», απάντησε ο Καλάντο. «Μόνο
που εκείνος ο μαλάκας δεν ήξερε ούτε να διαβάζει ούτε
να ακούει».

«Τι θα πείτε για μένα μετά το θάνατό μου, Καλάντο;
» ρώτησε δευτερευόντως ο Περέιρα.

«Ό,τι μου εμπνεύσει η ζωή σας, κύριε Πρόεδρε, και
θα κάνετε το ίδιο αν έρθετε εσείς στην κηδεία μου. Δεν
υπάρχει τίποτα το μεμπτό σ’ αυτό. Ο Στρατηγός ήταν…
Είδατε τη στολή του; Καλά, ειλικρινά, αποτελεί τη σύνοψη
της ζωής ενός μαλάκα· και το λέω αυτό με τρυφερότητα
σχεδόν».

Η Μάε Μπράνκα (η Λευκή Μάνα) ήταν μια Βραζιλιάνα
μάγισσα που είχε έρθει από τη Σεαρά.* Μια λευκή
μάγισσα, κατ’ αντιδιαστολή προς τις μαύρες μάγισσες.
Δεν ήταν θέμα δέρματος αλλά μαγείας. Η μαύρη
μάγισσα (που το δέρμα της μπορεί να είναι λευκό) κάνει
κακά μάγια. Η λευκή μάγισσα (που μπορεί να είναι
μαύρη) περιορίζεται στην προφητεία και τη λύση της
μαγγανείας. Όλοι συμβουλεύονται τη Μάε Μπράνκα:
για τον έρωτα, για την οικογένεια, την υγεία, τα λεφτά,
την καριέρα… Μάλιστα, εθεάθη διάσημος ανθρωπολόγος
να συμβουλεύεται μια λευκή μάγισσα για να μάθει
αν θα κέρδιζε την έδρα ανθρωπολογίας της θρησκείας
στο Πανεπιστήμιο της Τερεζίνα κι αν θα έκανε συνέδρια
ανά τον κόσμο. Ο ίδιος καθηγητής πήγε μετά σε
μία μαύρη μάγισσα, για να εξουδετερώσει τους ανταγωνιστές
του. Είναι γεγονός πάντως ότι οι συνάδελφοί
του του παραχώρησαν μυστηριωδώς τη θέση και ότι,
ακόμα και σήμερα, σε βαθύ γήρας, είναι ο μοναδικός
αναγνωρισμένος σπεσιαλίστας στον τομέα του. (Αυτό
όμως είναι μια άλλη ιστορία.)

Τις παραμονές ενός πραξικοπήματος οι μαθητευόμενοι
δικτάτορες συμβουλεύονται βεβαίως τη Μάε
Μπράνκα ακόμα και στις δημοκρατίες, οι υποψήφιοι
πρόεδροι, τις παραμονές των εκλογών. Ο Περέιρα αντιλήφθηκε
αίφνης ότι δεν το είχε κάνει αυτό. Στην Ευρώπη
είχε διαβάσει Ογκίστ Κοντ και δεν πίστευε πια
σε τέτοια πράγματα. Κι όπως όλοι αυτοί που δεν πίστευαν,
ο Περέιρα πήγε να δει την αγία από περιέργεια.
Ήταν μια μικροσκοπική γυναίκα (λευκή), αδύνατη
και κουτσή, που είχε το στέκι της στα προάστια της
Τερεζίνα. Ο Περέιρα πήγε εκεί μόνος, ινκόγκνιτο, νύχτα,
χωρίς να το πει σε κανέναν, οπλισμένος με το παραμπέλουμ
του, που δεν το άφηνε ποτέ. Πέταξε πετραδάκια
στα παντζούρια της αγίας. Την πλήρωσε προκαταβολικά
και τη ρώτησε δύο πράγματα: πρώτον, τι
είχε πει στο Στρατηγό Πρόεδρο.

«Του είπα ότι αν δε διάβαζε τον Λορεντζάτσιο, θα
κατέληγε σαν το δούκα Αλέξανδρο».
(Επρόκειτο για καθαρή μαντεία. Ήταν αγράμματη
και αγνοούσε παντελώς αυτό το θεατρικό έργο.)

«Κι εγώ, πώς θα καταλήξω;»
Ήταν η δεύτερη ερώτηση του Περέιρα. Η Μάε
Μπράνκα ασκούσε τη μαντεία διά ραντίσματος με άρωμα.
Βουτούσε το χέρι της σε ένα μεγάλο φιαλίδιο γεμάτο
με βετιβέρ* και έραινε γύρω της το δωμάτιο. Το
άρωμα τη ζάλιζε, άρχιζε να μουρμουρίζει στριφογυρίζοντας
γύρω από τον εαυτό της, όλο και πιο γρήγορα,
μέχρι που γινόταν σωστή σβούρα. Μετά σταματούσε
απότομα κι οι βολβοί των ματιών της γύριζαν
ανάποδα. Μόνο τότε επικαλούνταν τους αγίους του
καντομπλέ. Της έπαιρνε κάμποση ώρα, γιατί αυτές
οι βραζιλιάνικες θεότητες είναι πολλές, κι ακόμα περισσότεροι
οι πρόγονοί τους από τη Γουινέα και τα βλαστάρια
τους από την Καραϊβική. Με το άδειο φιαλίδιο
στο χέρι, η Μάε Μπράνκα έτρεμε σύγκορμη.

Ο Περέιρα βαρέθηκε, όπως στη λειτουργία. Το βετιβέρ
τού θύμιζε την παιδική του ηλικία, τότε που, μόλις
έπεφτε η νύχτα, η μητέρα του ψέκαζε μ’ αυτό τα
δωμάτια, για να διώχνει τα κουνούπια. Τελικά, στο απόγειο
της έκστασής της, η Μάε Μπράνκα πέταξε την
πληροφορία: «Θα καταλήξεις κομματιασμένος απ’ το
πλήθος».

«Τι είδους πλήθος;»

«Του είδους αγρότες».
Ο Περέιρα τη σκότωσε δίνοντάς της μια με τη λαβή
του όπλου του και επέστρεψε στο προεδρικό μέγαρο.
Πίστεψαν ότι πέθανε από πτώση. Την είχε πληρώσει
αρκετά για να της κάνουν μιαν αξιοπρεπή κηδεία.
Ένα τεράστιο πλήθος συνόδευσε το φέρετρο. Αστοί,
αλλά και πολλοί αγρότες από όλη τη χώρα. Ο Περέιρα
χώθηκε ανάμεσά τους, με τη μεγάλη του στολή,
για να αποδείξει σε όλους ότι συμμεριζόταν τις πεποιθήσεις
του λαού, και στον εαυτό του ότι η μαγεία δεν
υφίσταται. Εννοείται ότι επέστρεψε ζωντανός από
την κηδεία. Ζωντανός και ανεβασμένος στην εκτίμηση
του λαού του.

Τότε γιατί έπασχε από αγοραφοβία;

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!