Του χρόνου κυνήγια

Έκπτωση
30%
Τιμή Εκδότη: 11.22
7.85
Τιμή Πρωτοπορίας
+
271462
Συγγραφέας: Παπαμόσχος, Ηλίας
Εκδόσεις: Κέδρος
Σελίδες:147
Ημερομηνία Έκδοσης:01/09/2005
ISBN:9789600428452
Διαθεσιμότητα στα βιβλιοπωλεία μας
Αθήνα:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες
Θεσσαλονίκη:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες
Πάτρα:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες

Περιγραφή


Οικογενειακές αναμνήσεις, καθημερινές ιστορίες, αθέατα δράματα και ηχηρές συγκινήσεις διασχίζουν τους δρόμους της Καστοριάς. Διηγήματα σαν βότσαλα ξεπλυμένα στην υπόσχεση μιας άπιαστης ευτυχίας ή στο βάρος ενός ανείπωτου καημού· όπου θύμηση και επιθυμία ενώνονται· όπου χρόνος, όλος ο χρόνος μας, παρελθόν, παρόν και μέλλον συνυπάρχουν· εκεί αρχίζουν τα κυνήγια, του χρόνου τα κυνήγια.





ΚΡΙΤΙΚΗ



Τα διηγήματα του Ηλία Παπαμόσχου αρδεύονται από τη λίμνη της Καστοριάς, από τοπία και ανθρώπους της γενέτειρας. Οι δεκαέξι ιστορίες της πρόσφατης συλλογής έρχονται να προστεθούν στις δεκαπέντε της προηγούμενης («Καλό ταξίδι κούκλα μου...»), για να σχηματοποιήσουν ένα προσωπικό φωτογραφικό αρχείο. Φωτογραφικός φακός η γλώσσα η οποία εκδίπλωσε την ευθυβολία της και το μελωδικό της ηχόχρωμα ήδη από την πρώτη συγγραφική εμφάνιση. Η γλώσσα είναι μνήμη και τον Παπαμόσχο κατοικούν οι ήχοι που σμίλευσαν τα νεανικά του χρόνια. Οι ήχοι αποτελούν το όχημα περιήγησης στην ιδιαίτερη χρονική διάσταση κατά την οποία γίνονται «οι μνήμες χθες». Ο συγγραφέας αναπαλαιώνει το γενέθλιο τόπο, αναβιώνει τους οικείους του και βηματίζει μαζί τους μέσα σε νεκραναστημένα σκηνικά. Η γλώσσα του κουβαλά ακέραια όσα θρυμμάτισε ο χρόνος. Γι' αυτό και στα δύο βιβλία του η ρυθμικότητα, μουσικότητα της γραφής, μπολιασμένη με ιδιωματισμούς, κατισχύει της αναπόλησης. Τα κείμενά του, μολονότι μπορεί να εκληφθούν σαν μεταθανάτιο κάλεσμα ή επιμνημόσυνη έκκληση, δεν βουλιάζουν στη βαρυθυμία. Αντιθέτως, η γραφή του διαποτίζεται από γλυκύτητα, από ήπια θλίψη, από τον πόνο του νοσταλγού που οραματίζεται την επιστροφή, συνειδητοποιώντας το ατελέσφορο αυτού του ονειροπολήματος. Στην παρούσα συλλογή ξαναβρίσκουμε τις φιγούρες που μνημόνευε ο Παπαμόσχος στο προηγούμενο βιβλίο του, φιγούρες νεκρές, βορά του χρόνου, των οποίων η ανάκληση εκλύει αταλάντευτα ένα αίσθημα γαλήνης.



Ο θάνατος στις λεπτομέρειες



Η υλική φθορά, η αποκαρδιωτική θέα χαλασμάτων, ακατοίκητων πια, ρημαγμένων σπιτιών, οι εικόνες της εγκατάλειψης τις οποίες συλλέγει ο συγγραφέας κατά την περιπλάνησή του στη γενέτειρα, προδίδουν ανθρώπινες απώλειες. Σε κάθε διήγημα υπάρχει το αποτύπωμα του θανάτου. Λιπόσαρκες μορφές ηλικιωμένων, παιδιά με νοητική υστέρηση, οι αποδιοπομπαίοι τρελοί του χωριού, παιδικά εσώρουχα θαμμένα στο χώμα, γονείς που πενθούν τα παιδιά τους ή ακόμα και ένας εξαντλημένος έρωτας, κάθε στιγμιότυπο ενέχει την έννοια του τέλους. Ολες οι ιστορίες του Παπαμόσχου ηχούν πένθιμες καθώς εξιστορούν γεγονότα και συνήθειες από καιρό τελειωμένα και τελεσίδικους αποχωρισμούς. Ακόμα και όταν ο αφηγητής-πρωταγωνιστής ανατρέχει σε θανάτους προσώπων άγνωστων σε εκείνον, το κάνει μόνο για να ανακαλέσει δικές του απώλειες, και πρωτίστως εκείνες των γονιών του και της αδελφής του. Αρκετά διηγήματα -και της πρώτης συλλογής- επανέρχονται σ' αυτό το βαρύ προσωπικό κόστος. Στον «Αθέατο», ένα από τα ομορφότερα κείμενα του τόμου, η κηδεία του πατέρα ανακαλείται πλαγίως, μέσα από την αναδρομή του αφηγητή στο βουβό πένθος της γιαγιάς του για τον πρωτότοκο γιο της. Ο Παπαμόσχος δεν θηρεύει την οδύνη, παρά μόνο λεπτομέρειες. Στην απόδοση γυναικείων ποδιών, για παράδειγμα, υποκρύπτεται πάντοτε κάτι το εύθρυπτο, το ευάλωτο. «Οπως ήταν λευκά τα πόδια της, τα γόνατά της που τρίβονταν στις φούστες και στα κομπινεζόν για χρόνια ήτανε σαν το χιόνι, κι οι επιγονατίδες έμοιαζαν σαν το τσόφλι του αυγού, κι όλο φοβόμουνα μη σπάσουν έτσι που σύρριζα περνούσε η μία δίπλα στην άλλη, καθώς τα βήματά της εναλλάσσονταν». Μια εικόνα σχεδόν αισθησιακή, αλλοιώνεται από την υπόμνηση της φθοράς. Στα «Σημάδια» δύο χαρακτηριστικές σωματικές λεπτομέρειες επικουρούν στην αναγνώριση πτωμάτων. Αλλού, η ευδιαθεσία και η ενεργητικότητα μασκαρεύουν την εξάντληση. Η δυσεξήγητη όρεξη του ετοιμοθάνατου πατέρα στις «Σαρδέλες» απαλύνει με συγκρατημένη ιλαρότητα το γεγονός της αύξουσας κατάρρευσής του, ενώ στο ομότιτλο της συλλογής διήγημα το πάθος του για το κυνήγι μένει αξόδευτο καθώς οι δυνάμεις του φυραίνουν. Αλλά και πάλι ο θάνατός του που πλησιάζει, αντανακλάται στην απώλεια ενός αγαπημένου κυνηγόσκυλου. Ο συγγραφέας φιλοτεχνεί από θραύσματα τα πορτρέτα των νεκρών του. Σκιά και ο ίδιος σε έναν φασματικό κόσμο, ακολουθεί από διακριτική απόσταση βήματα και αδιόρατες κινήσεις συγγενικών του προσώπων στον τόπο του. Παρ' ότι τα περισσότερα διηγήματα εκφέρονται σε πρώτο πρόσωπο, δημιουργείται η αίσθηση ότι ο αφηγητής απουσιάζει από τη δράση ή τουλάχιστον ότι η συμμετοχή του είναι εξαιρετικά ασθενής. Δεν είναι μόνο παρατηρητής αλλά και παρείσακτος. Περιπατητής αλλά και καταπατητής ενός χώρου όπου κυβερνά η απουσία. Εύγλωττος ο εφιάλτης στις «Πέτρες». Η μητέρα γκρεμίζει το τοιχίο που χτίζει μες στη νύχτα με πέτρες ο αφηγητής, ο οποίος, γνωρίζοντας την κατάληξη της κατασκευής του, το ξαναχτίζει. Ο Παπαμόσχος δεν θα μπορούσε να επινοήσει πιο υποβλητική μεταφορά για το θάνατο που υψώνει αδιαπέραστα οχυρά και τη μνήμη που πασχίζει, επί ματαίω, να ακυρώσει, να γκρεμίσει το τείχος της απόστασης. Λίθοι ενάντια στη λήθη. Η οξύτητα της συναισθηματικής αναστάτωσης μπροστά στο τετελεσμένο υποδεικνύεται έμμεσα και στα «Τζιτζίκια», όπου ο πρωταγωνιστής τη στιγμή που πληροφορείται το θάνατο του παππού του, συνειδητοποιεί το επερχόμενο τέλος της ερωτικής του σχέσης. Αξιοσημείωτη είναι η δεξιότητα του συγγραφέα στο να κεντρίζει τη συγκίνηση με απαράμιλλη λιτότητα και υποδειγματική λεπτότητα.

Κάποια διηγήματα ξεφεύγουν από το στενό οικογενειακό κλοιό. Ξεχωρίζω το «Μυστικό» για την πραγματικά αναπάντεχη τελευταία παράγραφο, η οποία δίνει έναν εντελώς διαφορετικό, ζοφερό τόνο στο κείμενο. Πιο αδύναμο το «Ανακολουθία νεκρώσιμος ήτοι εις ζωντανούς», το αναφέρω διότι αποκλίνει αισθητά από τα υπόλοιπα πεζά, τόσο ως προς τη γλώσσα όσο και ως προς το ύφος. Οπως διαφαίνεται από τον τίτλο, εδώ πρωτοστατούν η ειρωνεία και η λόγια γραφή προς ενίσχυση του σαρκασμού. Ενας τύπος δεν αφήνει κηδεία για κηδεία προκειμένου να βυθομετρήσει την υποκριτική και συχνά χθαμαλή συμπεριφορά των τεθλιμμένων. Κάτι ανάλογο πράττει και ο ίδιος ο συγγραφέας, στοιχειοθετεί, δηλαδή, μια πινακοθήκη φυσιογνωμιών, επισκεπτόμενος την αδειασμένη από αγαπημένες μορφές γενέτειρα, οπωσδήποτε όχι με διάθεση επίκρισης. Το «Καμπαναριό», εγγύτερα των συγγραφικών προθέσεων, μοιάζει με το απόσταγμα και των δύο συλλογών του Παπαμόσχου, στο μέτρο που η συναίρεση των διηγημάτων του δεν απολήγει παρά σε μια ανάσταση συγγενών και οικείων.



Εντυπωτικά επιμύθια



Τα λαμπρότερα στολίδια των διηγημάτων βρίσκονται στην κατακλείδα τους. Οι τελευταίες παράγραφοι αποτελούν αδιαμφισβήτητα τα πιο μεστά σημεία των κειμένων, πυκνοϋφασμένα επιμύθια. Η συμπύκνωση της θεματικής συντονίζεται απόλυτα με τη γλωσσική πυκνότητα και χάρη σ' αυτόν ακριβώς το συγκερασμό, οι περισσότερες ιστορίες αφήνουν ισχυρές εντυπώσεις. Οπως ήδη επεσήμανα για το «Μυστικό», ορισμένα κλεισίματα συνοδεύονται, πέρα από το δεξιοτεχνικό γράψιμο, και από απρόσμενες φανερώσεις, συνηθέστερα μακάβριες. Χαρακτηριστική η υπέροχη μινιατούρα, το «Ιντερλούδιο», μόλις δύο σελίδες. Ο αφηγητής παρακολουθεί έναν πλανόδιο πωλητή, ο οποίος, παρά τα γλίσχρα εισοδήματά του, γεμίζει δώρα την κόρη του. Αφού αναφερθούν οι ποικιλόχρωμες προσφορές, μεταξύ των οποίων ένα καναρίνι, ο συγγραφέας σημειώνει: «Κι είναι το σμίξιμό τους τόσο στριμωχτό που διόλου πια δεν φαίνεται της κόρης του ο τάφος, μήτε και τ' όνομά της στο μαρμαρένιο επιτύμβιο». Αλλά το διήγημα δεν τελειώνει εδώ. Στις τελευταίες φράσεις ο αφηγητής αναρωτιέται σχετικά με το δικό του καναρίνι: «Κι όπως τη σιγαλιά που στάζει το φεγγάρι θα κόβει η λαλιά του, μέχρι της αδερφής μου και της μάνας μου το μνήμα, άραγε, θ' ακούγεται;»

Η ποιητικότητα της γλώσσας -η οποία ουδέποτε εκφυλίζεται σε γλυκερούς συναισθηματισμούς- ευεργετημένη από τους ζωτικούς χυμούς της λαϊκής ομιλίας και αφτιασίδωτους τρόπους, συνιστά τη σημαντικότερη αρετή των κειμένων. Η γραφή συχνά υπερβαίνει τις απεικονίσεις της. Οπως, επίσης, εξισορροπεί κάποιες κουραστικές επαναλήψεις μοτίβων του πρώτου βιβλίου. Πιστεύω ότι αν στην επόμενη δουλειά του ο Παπαμόσχος κατορθώσει να αποδράσει ή έστω να απομακρυνθεί λίγο από την προβληματική της νοσταλγίας, θαυμάσια υποστηριγμένης στις δύο διηγηματογραφικές συλλογές του, θα επικυρώσει τη συγγραφική του συγκρότηση. Μέχρι στιγμής, έχει επιτύχει κάτι σπουδαίο, να καταθέσει μία πολύ ξεχωριστή γλωσσική ταυτότητα, με πρόδηλες οφειλές στους Βορειοελλαδίτες τεχνίτες του λόγου.

«Στα χέρια βαστάω τη γραφομηχανή μου, η οποία, όσο προχωρώ, αλλάζει σχήμα, μεγαλώνει, ώσπου μεταμορφώνεται σε μια οθόνη τηλεόρασης, που την ακουμπάω κάτω και την κοιτώ παραξενεμένος». Περιμένουμε ανυπόμονα την επόμενη προβολή.



ΛΙΝΑ ΠΑΝΤΑΛΕΩΝ

ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 09/12/2005

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!