Όλα εδώ πληρώνονται

Έκπτωση
40%
Τιμή Εκδότη: 16.96
10.18
Τιμή Πρωτοπορίας
+
122784
Συγγραφέας: Βάσκο, Χούστο
Εκδόσεις: Όπερα
Σελίδες:249
Μεταφραστής:ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ ΚΡΙΤΩΝ
Ημερομηνία Έκδοσης:01/07/2001
ISBN:9789607073716
Διαθεσιμότητα στα βιβλιοπωλεία μας
Αθήνα:
Άμεσα διαθέσιμο
Θεσσαλονίκη:
Περιορισμένη διαθεσιμότητα
Πάτρα:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες

Περιγραφή


«... ξαναπιάνω το καμάκι που έχει καρφωθεί σ' ένα στρώμα από κοράλια, και καθώς τραβάω δυνατά για να το βγάλω, το κοράλι κάνει πλαφ και σπάει. Ανοίγει σαν να ήταν πήλινο τσουκάλι, και τι βλέπω, μια τρομερή λάμψη, μια στοίβα χρυσά νομίσματα, χείμαρρος, να κυλάνε το ένα πάνω στ' άλλο. Σου φαίνεται απίστευτο, ε; Μόλις τα είδα, βγήκα έξω να πάρω ανάσα, κι όταν ξανακατέβηκα, έχωσα στο σακί μόνο τα νομίσματα. Αφησα τα ψάρια για την άλλη μέρα. Ναι, στην αρχή μάζεψα πενήντα και κάτι. Ναι, τόσα σε μέγεθος, αχά, και το ίδιο απόγευμα έβγαλα και τα υπόλοιπα, σύνολο ογδόντα δύο. Ναι, όλα τα ίδια. Φυσικά, πήγα κι έμαθα αμέσως. Εδώ, στην Κούβα, η Τράπεζα πληρώνει ένα τσουβάλι δολάρια, πάνω από πέντε χιλιάδες το καθένα, όμως έξω μπορεί να πιάσουν περισσότερα. Ναι, πούλησα ήδη μερικά. Τι είπες; Φυσικά, κορίτσι μου! Εσύ κι εγώ μπορούμε να κάνουμε βαρβάτες μπίζνες.»





ΚΡΙΤΙΚΗ



Το «noir» αυτό μυθιστόρημα είναι προϊόν συνεργασίας δύο σχετικά νέων δημιουργών, που καλλιεργούν το συγκεκριμένο είδος αστυνομικής λογοτεχνίας (αυτής που πολύ ελεύθερα ονομάζουν οι Αγγλοσάξονες «crime book»), του πολύ γνωστού μας Ουρουγουανού, πολιτικού εξόριστου στην Κούβα, Ντανιέλ Τσαβαρία και του Κουβανού Χούστο Βάσκο (κατοίκου Ισπανίας). Στην Ελλάδα έχουν κυκλοφορήσει πέντε βιβλία του πρώτου, ενώ του Βάσκο κανένα.

Ένα πολύ συνηθισμένο, όσο και ενδιαφέρον, πρόβλημα που τίθεται στον αποδέκτη ενός καλλιτεχνικού έργου, όταν αυτό έχει προκύψει από την ένωση δυνάμεων δύο ή περισσότερων δημιουργών, αφορά, βέβαια, την ...ποσοστιαία κατανομή της ευθύνης των συντελεστών στο τελικό αποτέλεσμα. Σε ποιο βαθμό και έκταση, δηλαδή, ανήκει η πατρότητα του προϊόντος που έχουμε μπροστά μας σε καθέναν από τους εταίρους. Επειδή, φυσικά, δεν μπορεί να περιμένει κανείς απάντηση πάνω σ' αυτό το γοητευτικό αίνιγμα, το θέμα τίθεται ως απορία μη ανακοινώσιμη. Γιατί στην αντίθετη περίπτωση, εν τέλει, το όλο ζήτημα θα αναδειχθεί ψευδεπίγραφος και ανόητος γρίφος: δεν είναι δυνατόν να ρωτάμε π.χ. ποιος από τους δύο αδελφούς Γκριμ στη λογοτεχνία ή ποιος από τους δύο αδελφούς Ταβιάνι στον κινηματογράφο είναι ο κινητήριος νους ή όχι στη διαδικασία της παραγωγής των έργων τους. Οπωσδήποτε, ένας εκ των δύο υπολείπεται και ο έτερος υπερτερεί, αλλά ουδείς τρίτος δύναται να το αποδείξει και έτσι πρέπει να κρατάει τις υποψίες του άρρητες.

Εν προκειμένω, ο ενήμερος Έλληνας αναγνώστης θα ψηλαφίσει πιθανόν στιλιστικά στοιχεία του Τσαβαρία σε πολλές σελίδες του «Όλα εδώ πληρώνονται». Διότι τόσο η πληθωρική γραφή όσο και ορισμένα θεματικά μοτίβα του βιβλίου θυμίζουν άλλα κείμενα του αξιανάγνωστου αυτού συγγραφέα (όπως π.χ. το «Χαιρετίσματα στο θείο»). Όμως αγνοώντας το ύφος τού -κυρίως μεταφραστή στο επάγγελμα- Χούσκο Βάσκο (όπως ο γράφων, που δεν έχει διαβάσει το γνωστότερο μυθιστόρημα του Βάσκο, το «Mirando Espero») χάνουμε την πιθανότητα να κάνουμε θεωρητικά τις δικές μας υποθέσεις για το μέγεθος της συνεισφοράς του τελευταίου κατά τη συγγραφή του βιβλίου.

Εν πάση περιπτώσει, το «Όλα εδώ πληρώνονται», είναι ένα «σκληρό» («hard boiled») αστυνομικό ανάγνωσμα, που εκτυλίσσεται, κυρίως, στη σύγχρονη Κούβα του Κάστρο και διαθέτει, μέσα στα πολλά του προτερήματα, μία νευρώδη περιγραφή του κοινωνικού περίγυρου, που εγκλωβίζει τους ήρωες και τους εξουθενώνει. Καμία γραφικότητα και ωραιοποίηση δεν περισσεύει για τις «χαμένες ψυχές», τους losers, που έχουν στο θεματολογικό τους επίκεντρο οι δύο συγγραφείς. Βέβαια, το αμερικανικό αυτό «κόκκινο» νησί πάντα προσφέρεται για ποικίλες μυθοποιήσεις, λόγω του ιδιόρρυθμου καθεστώτος του, των καπνών και της μουσικής του, αλλά και της παλιάς του μυθιστορηματικής αίγλης, που ενδιαφέρει πάντα όσους έχουν διαβάσει τα εκεί αλιευτικά κατορθώματα του Χεμινγουέι και έχουν δει χουλιγουντιανά φιλμ περί μαφίας επί Μπατίστα.

Τα πράγματα με το «Όλα εδώ πληρώνονται» έχουν έτσι στο βαθμό που η αφήγηση επικεντρώνεται στον ένα εκ των δύο βασικών ηρώων, τον Τόνι Σάντα Κρους. Αλλά και όσον αφορά τον άλλο χαρακτήρα, τη «δυτική» Μάργκαρετ, παρ' ότι οι συγγραφείς αποδίδουν τον αρνητικό της χαρακτήρα σε ψυχολογικά, σκοτεινά αίτια, λανθάνει στη βυθομέτρησή τους αυτή μία δογματική απόρριψη του «δυτικού» ανθρώπου... Τέλος πάντων...

Οι δύο συνδημιουργοί υποψιάζεσαι ότι μοιάζουν να ξέρουν το ενδιαφέρον του ξένου αναγνώστη για λεπτομέρειες ζωής της ημιαποκλεισμένης κουβανικής κοινωνίας, ιδιαίτερα για τις υποκοσμικές της πλευρές, τις οποίες και φωτογραφίζουν με μεγάλη πιστότητα, τραβώντας το δημαγωγικό παραβάν της καστρικής προπαγάνδας. Παρ' όλα αυτά, θα μπορούσε να αντιτείνει κανείς ακριβώς το αντίθετο: ότι σκοπός τους είναι να καταγγείλουν όσους ζουν με τις αξίες του «american way of life» και επιζητούν να καταφύγουν στις παραλίες της Φλώριδας για καλύτερη τύχη, σκιτσάροντάς τους με γκρι χρώματα.

Ξεκινώντας το σχολιασμό του βιβλίου περίπου ιδεολογικώ τω τρόπω, ο γράφων έχει την εξής δικαιολογία: αν και από τυπική άποψη το μυθιστόρημα είναι αστυνομικό, εντούτοις προσφέρεται και γι' αυτού του είδους την προσέγγιση. Η εξήγηση ήδη δόθηκε αφού στηρίχθηκε σε έναν βασικό συντελεστή: στην τόσο εμφατική παρουσία πέριξ των χαρακτήρων του κοινωνικού παράγοντα, ο οποίος επιβάλλει στην ερμηνεία μια ανάλογη οπτική. Με άλλα λόγια, τα πράγματα μας αναγκάζουν να τοποθετήσουμε το μυθιστόρημα και σε μια βάση πολιτική: εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με το αμερικανικό «hard boiled» μυθιστόρημα που κρύβει τον κοινωνικοπολιτικό του χαρακτήρα άλλοτε επιμελώς και άλλοτε ελάχιστα (βλέπε Τσάντλερ, Χάμετ κ.ά.). Τα κοινωνικά συμφραζόμενα μας προσανατολίζουν σε μία ανάγνωση σχετική, που δεν έχει να κάνει με τη «λογοτεχνία του Κακού» στην οποία από κάποιο σημείο της αφήγησης και μετά μας στρέφουν οι συγγραφείς του βιβλίου απογυμνώνοντας τη ματιά τους απέναντι σε έναν κόσμο κυνικό, ενστικτώδη και βίαιο. Κάνοντας ένα μικρό μνημόσυνο στον πρόσφατα εκλιπόντα κοινωνικό συγγραφέα της Βραζιλίας Χόρχε Αμάντο, θα έλεγα ότι οι συστάσεις του ενός εκ των κεντρικών ηρώων του βιβλίου, του Τόνι, γίνονται με όλους τους κριτικούς ρεαλιστικούς έως νατουραλιστικούς τρόπους της κλασικότροπης αφηγηματικής παράδοσης, της οποίας εξέχων θεράπων ήταν ο απελθών σοσιαλρεαλιστής πεζογράφος: ο νεαρός είναι ένα ενστικτικό άτομο των κατώτερων τάξεων, που αναγκάζεται να δουλέψει από μικρός ως οδοκαθαριστής και παράνομος αλιέας στις ακτές της Αβάνας. Ορφανός από πατέρα, ζει με τη θρησκόληπτη μητέρα του και προσπαθεί να «πιάσει την καλή». Μεταξύ φυλακής και καθημερινής εσωτερικής μέθης ως προς την πιθανότητα να διαφύγει στον πολιτισμό της Βόρειας Αμερικής, αναλώνει τον καιρό του κάνοντας τον ρατέ και το μεγάλο δύτη. Η αφήγηση παίζει με διάφορους εκφωνητές συλλαμβάνοντας τα δρώμενα κάτω από αιφνίδιες οπτικές γωνίες, οι οποίες υπάρχουν σε ποικιλία για να υπηρετούν καλειδοσκοπικά την εσωτερική ζωή των εξιστορουμένων. Ο Τόνι σκιαγραφείται ως μία προσωπικότητα ...θετική εξ αποκλεισμού, δηλαδή ως ένας δυνάμει θετικός ήρωας, στον οποίο δεν δόθηκαν οι κατάλληλες ευκαιρίες. Έτσι, η ηθική του απόσταση από το Κακό δεν τηρείται με σταθερούς κανόνες και στο συνολικό του προφίλ συμπυκνώνονται οι πιο ακραίες ιδιότητες. Οι συγγραφείς δείχνουν να καταφάσκουν στο «χαμένο» ήρωά τους, που προσφέρεται ως σφάγιο στα κοινωνικά δεδομένα.

Το στόρι θυμίζει αμέτρητες αφηγήσεις περιπετειωδών και αστυνομικών παραλογοτεχνημάτων: ο ήρωας σε μία κατάδυσή του γίνεται κύριος σπάνιων ισπανικών νομισμάτων της Αναγέννησης, κοπής επί βασιλείας του Φιλίππου του Γ', και προσπαθεί εκμεταλλευόμενος την αγοραστική αξία των ευρημάτων του να διαφύγει στη Φλώριδα. Διάφοροι τυχοδιώκτες συνωστίζονται δίπλα του για να τον εκμεταλλευθούν, αλλά επί ματαίω. Στο μόνο άτομο που ενδίδει (δηλαδή χωρίς να το υποψιαστεί) είναι η ωραία και μοιραία Μάργκαρετ, μία αδίστακτη Αγγλίδα, με εγκληματικό παρελθόν, αποφασισμένη να του πάρει το θησαυρό. Ως γνήσιος χαρακτήρας «femme fatale» του «μαύρου» αφηγήματος πράττει τα ανάλογα: προσποιείται την ερωτευμένη με τον ωραίο Κουβανό και τον παγιδεύει.

Το μυθιστόρημα είναι δομημένο έξυπνα, ντεκουπαρισμένο σαν σενάριο, με την αφήγηση να προωθείται μέσα από διάφορες οπτικές προσώπων που συμμετέχουν κεντρικά ή περιφερειακά στη δράση. Η μέθοδος αυτή βοηθάει σε μία πολυποίκιλη ανίχνευση του σκηνικού τοπίου, με άλλα λόγια σε μία ασφυκτική περικύκλωση του θέματος και των πρωταγωνιστών του, δίνοντας τις απαραίτητες αποχρώσεις στα σημαίνοντα. Πολλά και χαρακτηριστικά πρόσωπα περνούν μπροστά από το «φακό» και καταθέτουν τη μαρτυρία τους για τα συμβάντα. Οι δύο ήρωες δεν αφηγούνται πρωτοπρόσωπα, αφήνουν άλλους να μιλήσουν γι' αυτούς, συγγενείς και φίλους. Το πρώτο μέρος του βιβλίου καλύπτει το τόξο της δράσης του Τόνι μέχρι την προδοσία της Μάργκαρετ. Στο δεύτερο μέρος ανατρέχουμε στο μπρουτάλ βιογραφικό της αμοραλίστριας Μάργκαρετ και επανερχόμαστε στο παρόν με την περιγραφή της ωμής κατακλείδας. Εδώ, επιτρέψτε μου να πω, με τη μορφή παρακινδυνευμένης εξομολόγησης, ότι αναγνώρισα το ύφος του Τσαβαρία στο «Χαιρετίσματα στο θείο». Αν και ενοχλεί κάποια ηθικοληψία που υφέρπει, καθώς και μια απλοϊκή ερμηνεία της «ορμής του θανάτου», η εμμονή της ανάδειξης της λεπτομέρειας σε κύριο συστατικό της αφήγησης κυριαρχεί αφήνοντας πίσω του όλα τα άλλα διηγηματικά στοιχεία. Ετσι, οι δύο συγγραφείς, μέσα από την κατάδειξη συμπεριφορών, αποφεύγουν το σκόπελο της μονότροπης κατεύθυνσης προς ένα δημαγωγικό πεδίο εντυπώσεων, που καθορίζεται από έναν μανιχαϊσμό (από εδώ οι καλοί από εκεί οι αντίθετοί τους). Ο Τόνι είναι ένας καθαρόαιμος, τελικά, ήρωας «μαύρου» μυθιστορήματος, που σύρεται στην απόκλιση εκών άκων. Για τη Μάργκαρετ δεν το συζητάμε: έχει πίσω της δεκάδες μοντέλα μοιραίων ομοφύλων της σε λογοτεχνία και οθόνη.

Μία παρατήρηση: οι δύο συνεργάτες δεν αρνούνται την τελευταία μόδα που κατακλύζει το σύγχρονο «σκληρό» αστυνομικό μυθιστόρημα όσον αφορά την κατάδειξη της ωμής πλευράς των πραγμάτων. Αυτό που αναζητά ο αναγνώστης, ο υπερκορεσμένος από τις βίαιες εικόνες της εξωαισθητικής (και όχι μόνο) πραγματικότητας, είναι η μαγεία της υποβολής. Εκεί, νομίζω, παίζεται το στοίχημα της έκφρασης: στον υπαινιγμό, στην άρνηση της καταδήλωσης. Μόνο ο «Χρυσός Οδηγός» του ΟΤΕ τα «λέει όλα», ενώ η τέχνη (πρέπει να) φροντίζει για την απόκρυψη...

Ο Κρίτων Ηλιόπουλος είναι πλέον μία εγγυημένη υπογραφή στη μεταγραφή ισπανόγλωσσων κειμένων. Το κείμενο ρέει με μία εξαιρετική αίσθηση αναλογιών μεταξύ των δύο γλωσσών: εν προκειμένω επιτυγχάνεται αυτό που ονομάζει η μεταφραστική θεωρία ως «αναπαράσταση της πολιτισμικής ταυτότητας του πρωτοτύπου».

ΤΑΣΟΣ ΓΟΥΔΕΛΗΣ, ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 24/08/2001

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!