Τα κανόνια του αποχαιρετισμού

118679
Συγγραφέας: Ο'' Μπράιαν, Πάτρικ
Εκδόσεις: Ψυχογιός
Σελίδες:270
Μεταφραστής:ΣΠΑΝΔΩΝΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ
Ημερομηνία Έκδοσης:01/03/2001
ISBN:9789602744192


Εξαντλημένο από τον Εκδοτικό Οίκο

Περιγραφή


Ο γιατρός Στίβεν Ματούριν, με την ιδιότητα του μυστικού πράκτορα, καλείται να ταξιδέψει τώρα στο νοτιότερο άκρο της Ασίας, όπου οι Γάλλοι κατάσκοποι προσπαθούν να επιβάλουν τους δικούς τους κανόνες του παιχνιδιού.
Πλάι του, ο πλοίαρχος Τζακ Όμπρι οδηγεί τη φρεγάτα του σε κόσμους εξωτικής όμορφιάς, όπου οι ίντριγκες εναλλόσονται με τη μαγεία του ανατολίτικου πολιτισμού και οι σκληρές εθιμικές συνήθειες δίνουν τη θέση τους σε ονειρικές περιγραφές ενός τόπου μαγευτικού.
Τούτη η συναρπαστική εναλλαγή γεγονότων, συναισθημάτων, χρωμάτων σε στεριά και θάλασσα, αποτελεί το «σήμα κατατεθέν» του βιβλίου που κρατάτε. Ένας Πάτρικ Ο' Μπράιαν ακόμη πιο γοητευτικός!





Διαβάστε το Κεφάλαιο 7



«Σας ζητάω συγνώμη που σας ενοχλώ τέτοια ώρα», είπε ο Στίβεν, «αλλά έχω απόλυτη ανάγκη να μάθω πώς λέγεται στα μαλαισιανά το σουμπλιμέ, το νιτρικό στρόντιο και το αντιμόνιο».

«Το πρώτο λέγεται πεντόκ και το τελευταίο ντατάνγκ», του απάντησε ο Βαν Μπιούρεν. «Το στρόντιο δεν το έχουν ανακαλύψει ακόμα σε τούτα εδώ τα μέρη. Έχει κάποια θεραπευτική αξία;».

«Απ' όσο ξέρω, όχι. Το θέλω για πυροτεχνήματα, επειδή βγάζει ένα πολύ ωραίο κόκκινο».

«Όσο γι' αυτό, υπάρχουν τρεις τουλάχιστον Κινέζοι κατασκευαστές πυροτεχνημάτων στην άλλη όχθη του ποταμού, που διαθέτουν τα πάντα. Λένε πως ο καλύτερος είναι ο Λάο Τουνγκ. Θα ερχόμουν μαζί σας, αλλά όπως σας εξήγησα και στο σημείωμα που σας έστειλα, φεύγω το μεσημέρι και μέχρι τότε πρέπει να έχω τελειώσει με τούτο εδώ το πλάσμα».

«Μα βέβαια... Σας ευχαριστώ πολύ για τον Λάο Τουνγκ. Θα δεξιωθούμε το σουλτάνο απόψε, ξέρετε, με την ευκαιρία των γενεθλίων της πριγκίπισσας Σοφίας. Σκέφτηκα λοιπόν πως ένας λαμπρός βασιλικός κανονιοβολισμός προς τιμήν της όχι μόνο θα ευχαριστήσει το σουλτάνο αλλά και θα υπογραμμίσει τη δική πίστη, σε αντίθεση με την ανοιχτή προδοσία του Λέντουορντ. Ο Φοξ συμφωνεί... Αλήθεια, έχω δίκιο να υποθέσω ότι η υψηλότητά του είναι παιδεραστής;».

«Α, ναι. Δε σας το είχα πει; Αυτά τα πράγματα είναι τόσο συνηθισμένα εδώ, όσο ήταν και στην αρχαία Αθήνα. Ο ευνοούμενος της στιγμής είναι κάποιος Αμπντούλ. Δεν έχω ξαναδεί πιο αποκτηνωμένο άνθρωπο».

«Οπωσδήποτε είναι πολύ όμορφος νέος... Κάτι άλλο τώρα· χτες βράδυ είχα μια πολύ ικανοποιητική συνάντηση με τον υπάλληλο απ' την Ποντισερί».

«Το γραμματέα του Ντουπλεσί;».

«Ακριβώς. Λέγεται Λεζιέρ. Η οικογένειά του έχει ένα μικρό οίκο εισαγωγών-εξαγωγών στην Ποντισερί, και σε αντάλλαγμα της καλής θέλησης και της βοήθειας της Εταιρείας των Ινδιών και κάποιου χρηματικού ποσού, δέχτηκε να μου φέρνει όσες πληροφορίες μπορεί. Σήμερα λοιπόν μου έστειλε τούτο εδώ. Είναι προσχέδιο των εγγραφών στο επίσημο ημερολόγιο του Ντουπλεσί, που το καθαρογράφει ο Λεζιέρ».

Ο Βαν Μπιούρεν σκούπισε τα χέρια του και πήρε τα χαρτιά με έκδηλο ενδιαφέρον. Εκεί που τα διάβαζε όμως, ο Στίβεν έβαλε τις φωνές:

«Θεέ και Κύριε! Είχα ραντεβού με τον πλοίαρχο Όμπρι στις εννιά και είκοσι και τώρα είναι δέκα παρά τέταρτο! Κι αυτός γίνεται θηρίο αν τον αφήσεις να περιμένει έστω και μισή ωρίτσα! Θα σας δείξω άλλη ώρα τα χαρτιά. Συγνώμη και καλό ταξίδι. Πω πω πω! Δεν το κατάλαβα πώς πέρασε η ώρα!».

Ο Τζακ με τον ταμία του πλοίου, το γραμματικό του, τον Κίλικ και τον Μπόντεν, είχαν πάει στου Λιου Λιανγκ, ύστερα από σύσταση του ίδιου του Στίβεν για να κάνουν προμήθειες για τη βραδινή δεξίωση· τους εξυπηρετούσε ο ίδιος ο Λιου Λιανγκ. Με το που εμφανίστηκε ο Στίβεν στο μαγαζί, τον υποδέχτηκαν με σουφρωμένα χείλη, παγερούς χαιρετισμούς και ματιές όλο υπονοούμενα προς την κινέζικη κλεψύδρα που κρεμόταν δίπλα στα αποξηραμένα φίδια. Ο Λιου Λιανγκ, αντίθετα, ήταν πάρα πολύ ευγενικός, και μόλις συσκεύασε τα ψώνια τους, έδωσε εντολή σ' ένα βοηθό του να τους οδηγήσει στον κατασκευαστή των πυροτεχνημάτων.

Οι περισσότεροι από τους άντρες του πληρώματος του Aρτεμη που έπλητταν και βαριόνταν καθώς που το πλοίο τους ήταν αραγμένο εκεί πέρα, περίμεναν με χαρά την επίσκεψη του σουλτάνου. Ήταν, φυσικά, επιφορτισμένοι με τον ευπρεπισμό της φρεγάτας· έπρεπε να φροντίσουν για πολλά: από τις γαλέτες -τα σφαιροειδή διακοσμητικά στις κορφές των ιστών- μέχρι τους κιλλίβαντες των κανονιών· κι αφού ετοίμασαν και τέσσερις πολύ κομψούς στόχους, σφυροκοπούσαν τη στιγμή εκείνη τις μπάλες των κανονιών τους, έτσι ώστε να φύγουν ανωμαλίες και γρέζια που μπορεί να γίνονταν αιτία να μην πετάνε ευθύβολα.

Τα πάντα ήταν απολύτως έτοιμα αρκετά πριν από την καθορισμένη ώρα, αν και όλοι ήταν σίγουροι πως ο σουλτάνος -όπως κάθε ξένος επίσημος- θα αργούσε. Κι έτσι, ντυμένοι με τα καλά τους, είχαν βολευτεί από δω κι από κει κι απολάμβαναν το αεράκι που φυσούσε από τη στεριά. Η έκπληξή τους όμως ήταν μεγάλη, όταν είδαν ένα πρόα [πολυνησιακό παραδοσιακό σκάφος τύπου καταμαράν*] με διπλό κύτος και μεγάλο υπόστεγο στο κέντρο, να «αποσπάται» από την ακτή σαράντα λεπτά πριν από την καθορισμένη ώρα και να κατευθύνεται προς το μέρος τους, και το πλήρωμά του, με τρομπέτες και μεγάλα κοχύλια στα χέρια, να παίζει άγριες, ηγεμονικές φανφάρες.

Ο Φοξ, που ήταν ο μόνος σχεδόν ο οποίος δεν είχε τελειώσει τον καλλωπισμό του, καθώς στεκόταν στην κουπαστή κι έκανε σκοποβολή με τα κυνηγετικά όπλα του, έτρεξε αμέσως κάτω για να φορέσει τη μεγάλη στολή του κι ο Τζακ εξωτερίκευσε τη σκέψη του στον ύπαρχό του:

«Κάποιος, φαίνεται, τους συμβούλεψε να έρθουν νωρίς για να μας βρουν με τα πανταλόνια κατεβασμένα και να μας φέρουν σε δύσκολη θέση».

Ο Φίλντινγκ κοίταξε ανήσυχος μια μπρος, μια πίσω, όλα όμως έδειχναν εντάξει: η τέντα πάνω απ' το κάσαρο [η κατασκευή στο κέντρο του σκάφους σαν καμπίνα*] στη θέση της, τα μπρούντζα ν' αστραφτοκοπάνε σαν σε βασιλικό πλοιάριο, οι πάντες ξυρισμένοι και με καθαρά πουκάμισα, όλα τα σκοινιά τεντωμένα στη θέση τους. Γύρισε λοιπόν και είπε στον πλοίαρχο Όμπρι:

«Χτυπάω ξύλο, κύριε, και λέω με σιγουριά πως αυτός ο κάποιος θα απογοητευτεί. Μπορούμε να υποδεχτούμε τους πάντες χωρίς να κοκκινίσουμε από ντροπή. Καλού-κακού όμως, θα πάω κάτω να θυμίσω στον δόκτορα Ματούριν να φορέσει το σακάκι και την περούκα του».

Ο πρώτος που ανέβηκε στο πλοίο ήταν ο ίδιος ο σουλτάνος, που, όπως όλοι οι Μαλαισιανοί, σκαρφάλωσε σαν αληθινός θαλασσινός, χωρίς καμιά βοήθεια. Πίσω του ανέβηκαν ο βεζίρης του, πολλά μέλη του συμβουλίου του κι ο οινοχόος του. Συνάντησαν τη μεγαλοπρέπεια μιας ναυτικής υποδοχής, αν και με αρκετά συγκρατημένο τρόπο, με τα κανόνια να βροντάνε, τις σφυρίχτρες να σφυρίζουν και τους πάντες να τους χαιρετούν.

Για τέτοιες περιστάσεις, ο Φοξ και οι συνάδελφοί του ήταν ό,τι έπρεπε. Οδήγησαν τους καλεσμένους τους κάτω από την τέντα, τους έβαλαν να καθίσουν, τους δρόσισαν με αναψυκτικά ενισχυμένα με τζιν και κονιάκ, ανάλογα με τα νοήματα που τους έκαναν και βοήθησαν τον Τζακ και τον Φίλντινγκ να τους ξεναγήσουν στο πλοίο. Του Τζακ του έκανε μεγάλη εντύπωση το ενδιαφέρον του σουλτάνου -που το εκδήλωνε με ευφυείς παρατηρήσεις- για όλα όσα έβλεπε, ο τρόπος με τον οποίο συλλάμβανε τις αρχές της ναυπηγικής στην πολύ προχωρημένη μορφή τους. Μάλιστα, όταν τα άψογα μαλαισιανά του Φοξ αποδείχτηκαν ανεπαρκή στη ναυτική ορολογία, ο σουλτάνος έπιασε αμέσως το νόημα του σχεδίου που έκανε ο Τζακ με κιμωλία στο κατάστρωμα και το ερμήνευσε με χειρονομίες. Κι εκείνο, βέβαια, που συνάρπασε και το σουλτάνο και την ακολουθία του ήταν τα πυροβόλα: τα κανόνια των εννιά κιλών και οι καρονάδες με τις φαρδιές μπούκες που διέλυαν τα πάντα από κοντά. Ακόμα και του βεζίρη το καλοσυνάτο κι έξυπνο γέρικο πρόσωπο πήρε μιαν αρπακτική έκφραση.

«Θα ήθελε μήπως ο υψηλότατος να τα δει σε ώρα δράσης;» ρώτησε τότε ο Τζακ.

Ο υψηλότατος το ήθελε πολύ, κι έτσι γύρισαν όλοι πίσω στο κάσαρο. Ο μόνος που δεν έδειχνε ευχαριστημένος ήταν ο Αμπντούλ. Παρ' όλο που ο απεσταλμένος του βασιλέα της Αγγλίας, γνώστης πια της κατάστασης, του είχε προσφέρει ένα ωραίο δώρο, ο Αμπντούλ δυστροπούσε από την αρχή της επίσκεψης. Κι όταν σέρβιραν τα ποτά, είχε αρπάξει την καράφα από τα χέρια του Κίλικ με τέτοια αγένεια που θα του εξασφάλιζε ένα γερό χαστούκι αν τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Τη στιγμή εκείνη, έχοντας αντιληφθεί πως οι άντρες του Αρτεμη δεν τον συμπαθούσαν και πολύ, συμπεριφερόταν μ' έναν τόσο προκλητικό τρόπο, που έκανε ακόμα και παλιούς «επαγγελματίες» σοδομίτες σαν το μάγειρα και το σηματωρό, να κουνάνε αποδοκιμαστικά το κεφάλι τους. Ο ίδιος ο σουλτάνος αναγκάστηκε να τον εμποδίσει να τραβήξει το κορδόνι που πυροδοτούσε ένα από τα κανόνια του κάσαρου. Και την ώρα που ρυμουλκούσαν τους στόχους στις θέσεις τους, ο νεαρός οινοχόος είχε βαλθεί να περιφέρεται ένα γύρω με πολύ προσβλητικό τρόπο και να φέρεται αισχρά στον Αλή, στον Αχμέτ και στους άλλους Μαλαισιανούς υπηρέτες. Ήταν πραγματική ανακούφιση για όλους το άκουσμα της σφυρίχτρας που καλούσε το πλήρωμα να κάνει πανιά· το πλοίο ζωντάνεψε μονομιάς και η προσοχή Μαλαισιανών και Αγγλων αποσπάστηκε από την απρεπή στάση του οινοχόου.

Στο Πραμπάνγκ, φυσούσε σταθερά ο ίδιος άνεμος κάθε απόγευμα. Κι εκείνο το βράδυ λοιπόν, φύσηξε όπως πάντα κατά μήκος μιας νοητής γραμμής από τα δυτικά προς τα ανατολικά. Οι στόχοι είχαν ρυμουλκηθεί στα βόρεια και στα νότια αυτής της νοητής γραμμής, δύο προς τα δεξιά και δύο προς τα αριστερά, σε απόσταση τετρακοσίων μέτρων οι μεν από τους δε.

Το Αρτεμη άνοιξε τα κορυφαία πανιά του και τα στερέωσε έτσι ώστε να γίνεται εκμετάλλευση του σταθερού ανέμου. Ανέπτυξε αξιοπρόσεκτη ταχύτητα κι ο Τζακ απευθύνθηκε στον κύριο Γουόρεν που κουμαντάριζε το πλοίο: «Κρατήστε την στους πέντε κόμβους, παρακαλώ».

Θα έριχναν μόνο με τα έντεκα μπροστινά πυροβόλα της κεντρικής πυροβολαρχίας της κάθε πλευράς. Σ' αυτά, ο Φίλντινγκ είχε συγκεντρώσει όλα τα «ταλέντα» της φρεγάτας και θα επέβλεπε ο ίδιος στις βολές, μαζί με τον Ρίτσαρντσον και τους τέσσερις περισσότερο υπεύθυνους δόκιμους του πλοίου. Τα πληρώματα των πυροβόλων ήταν πια αρκετά έμπειρα και το Αρτεμη, πλοίο καινουργιοφτιαγμένο, καλοκατασκευασμένο και γερό, θα άντεχε μια χαρά τον κραδασμό μιας διπλής ομοβροντίας, που είναι και η πιο θεαματική. Ωστόσο, όλοι ήξεραν πως δεν υπήρχαν περιθώρια για σφάλματα και πως τους παρακολουθούσαν έμπειρα μάτια. Οι περισσότεροι από τους άντρες είχαν βγάλει τα πουκάμισά τους (τα καλά τους πουκάμισα με τα κεντήματα στις ραφές), τα είχαν ακουμπήσει διπλωμένα προσεκτικά σε κάποιες γωνιές και αρκετοί έδειχναν κάποια νευρικότητα. Κι όπως ο Τζακ προτιμούσε τη σιγουριά της θρυαλλίδας από τον κίνδυνο της αφλογιστίας που υπέκρυπτε η χρήση της τσακμακόπετρας, ο καπνός από τα αναμμένα φιτίλια κυμάτιζε πάνω από το κατάστρωμα, ξυπνώντας αμέτρητες αναμνήσεις.

Η φρεγάτα έφτανε στο ύψος του πρώτου στόχου, με το νερό να αφρίζει στα πλευρά της.

«Φτάνουμε», μουρμούρισε ο Μπόντεν.

«Πυρ!» ούρλιαξε ο Φίλντινγκ, κι όλα τα κανόνια εκπυρσοκρότησαν μαζί, μ' ένα μακρόσυρτο μπουμπουνητό, «ξερνώντας» έντεκα πίδακες φωτιάς με μαύρο πυρήνα. Και πριν ο καπνός κρύψει από τα μάτια τους τη θάλασσα, αυτοί που βρίσκονταν ψηλά στο κάσαρο είδαν το στόχο να τινάζεται ψηλά, μαζί με μια κολόνα αφρισμένου νερού, ενώ μια μπάλα μόνο έκανε «ψαράκια» στην επιφάνεια της θάλασσας, μέχρι που πήγε και χτύπησε στη βραχώδη ακτή. Το πρόσωπο του σουλτάνου είχε φωτιστεί από μιαν άγρια χαρά. Χτύπησε τη δεξιά γροθιά του στην αριστερή παλάμη του σε μια εκφραστική χειρονομία και φώναξε στο βεζίρη του, του οποίου τα μάτια πετούσαν αστραπές. Στο μεταξύ, τα πληρώματα έσερναν μέσα τα πυροβόλα τους, τα σκούπιζαν, τα ξαναγέμιζαν, τα τάπωναν και τα ξανάβγαζαν στην μπουκαπόρτα τους μ' έναν έντονο γδούπο.

Το Αρτεμη πλησίασε το δεύτερο στόχο μέσα σε νεκρική σιγή. Οι πυροβολητές έδειχναν να έχουν τρομερή αυτοσυγκέντρωση, κάνοντας μικροαλλαγές στο ύψος της σκόπευσής τους. Κι ο σουλτάνος με τους άντρες του στέκονταν αραδιασμένοι στα ρέλια, σιωπηλοί, ακίνητοι, εντελώς απορροφημένοι.

«Φτάνουμε», μουρμούρισε πάλι ο Μπόντεν, και πάλι ο Φίλντινγκ, σκύβοντας να κοιτάξει ίσια μπροστά, πάνω από την κάννη του πυροβόλου, φώναξε: «Πυρ!» Τούτη τη φορά δεν αστόχησε ούτε μία μπάλα και ο σουλτάνος γέλασε δυνατά.

«Μεταβολή!» διέταξε ο Τζακ και η φρεγάτα ακινητοποιήθηκε σχεδόν αμέσως, σαν να είχε φρένα. Τα πληρώματα των πυροβόλων ίσιωσαν για μια στιγμή τις πλάτες τους ανεβάζοντας τα πανταλόνια τους και φτύνοντας τις χούφτες τους. Ήταν πια σε τέλεια φόρμα· έσκυψαν και πάλι στα κανόνια τους και διέλυσαν με σιγουριά τους δυο τελευταίους στόχους. Το Αρτεμη γύρισε ξανά στο αγκυροβόλιό του κι έδεσε δίπλα στο σουλτανικό πρόα, δώδεκα λεπτά μετά την αναχώρησή του.

Ο Τζακ και ο ύπαρχός του αντάλλαξαν βλέμματα ανακούφισης. Το τόλμημά τους περιέκλειε κινδύνους αλλά το πλοίο τους τα είχε καταφέρει πολύ καλά, σύμφωνα και με τα πιο αυστηρά κριτήρια.

«Μα την αλήθεια, κύριε», ακούστηκε δίπλα στον καπετάνιο ο Φοξ, «το θέαμα ήταν εντυπωσιακό. Ο σουλτάνος επιθυμεί να σας πω ότι δεν έχει ξαναδεί κάτι όμοιο μ' αυτό».

Ο Τζακ κι ο σουλτάνος υποκλίθηκαν ο ένας προς τον άλλον κι ο πρώτος, κοιτάζοντας τον ήλιο που έδυε, είπε στον κύριο Φοξ:ω
«Πείτε, παρακαλώ, στην υψηλότητά του ότι σε μερικά λεπτά ελπίζω να του δείξω κάτι που να ξεπερνάει ακόμα και τα προηγούμενα· ως έκφραση αφοσίωσης τουλάχιστον. Με το πρώτο χτύπημα της καμπάνας αυτής της βάρδιας, θα ρίξουμε χαιρετιστήριους κανονιοβολισμούς προς τιμήν των γενεθλίων της πριγκίπισσας Σοφίας».

Μόλις η καμπάνα σήμανε μια φορά, το τροπικό απόβραδο είχε μεταβληθεί σε τροπικό σκοτάδι. Ο αρχιπυροβολητής, με την καλή του στολή, εμφανίστηκε κρατώντας έναν αναμμένο δαυλό και μ' ένα βοηθό του πίσω του να κουβαλάει ένα μαγκάλι. Κι όπως αξιωματικοί, πεζοναύτες και πλήρωμα στέκονταν προσοχή, ακούμπησε τον αναμμένο δαυλό του στην οπή πυροδότησης του πρώτου πυροβόλου του κάσαρου, απ' όπου μονομιάς ξεπετάχτηκε μια φαρδιά γλώσσα κατακόκκινης φωτιάς, κάνοντας έναν παράξενα τσιριχτό κρότο.

«Ω!» φώναξε ασυναίσθητα ο σουλτάνος. Κι ο αρχιπυροβολητής προχώρησε στο επόμενο κανόνι. Ένας πίδακας ζαφειρένιου μπλε ξεπήδησε απ' αυτό κι όλη η αυλή άφησε να της ξεφύγει ένα δυνατό «Αααα!» Ακολούθησαν μια λευκή έκρηξη, μια πράσινη, μια ρόδινη, μια βιολετιά, μέχρι που ο αρχιπυροβολητής έφτασε και στον πίσω καρονά -που ήταν γεμάτος μ' ένα μίγμα από «πεντόκ», «ντατάνγκ» και κολοφώνιο- που τύφλωσε και κούφανε τους πάντες.

Ο Στίβεν είδε να τον χαιρετάει από μακριά το φως από το παράθυρο του Βαν Μπιούρεν· δρασκέλισε τον πύθωνα που διέσχιζε το μονοπάτι και πέρασε από την πόρτα του κήπου.

«Πόσο χαίρομαι που σας ξαναβλέπω!» είπαν σχεδόν ταυτόχρονα οι δύο άντρες, κι αφού ο Βαν Μπιούρεν του περιέγραψε το ταξίδι του που ήταν κάπως κουραστικό και χωρίς φυσιοδιφικό ενδιαφέρον, ο Στίβεν του είπε:

«Αλήθεια, έξω στο δρομάκι σας ήταν ένας πύθωνας».

«Δικτυοειδής, υποθέτω...»

«Ναι, έτσι μου φάνηκε, αν και δεν υπήρχε φως ούτε χρόνος για να τον εξετάσω καλά. Ήταν γύρω στα εφτά μέτρα μακρύς και αρκετά χοντρός».

«Μάλιστα. Τον βλέπω κάπου κάπου. Λένε πως οι πύθωνες έχουν άγριες διαθέσεις αλλά αυτός δε μου φάνηκε κακός. Αν και μάλλον δε θα είναι σώφρον να κάθεστε κάτω από το δέντρο του. Πείτε μου όμως, πώς πάνε τα άλλα ζητήματα;».

«Οι επίσημες διαπραγματεύσεις άρχισαν καλά. Τώρα όμως φτάσαμε στα δύσκολα και γίνεται συνεχώς αναδιατύπωση».

«Πρέπει να ξέρετε ότι αυτό θα γίνεται για πολύ καιρό ακόμη. Σε τούτα τα μέρη, η γρήγορη ολοκλήρωση σημαίνει απώλεια αξιοπρέπειας. Έβαλα τα κόκαλα του τάπιρου να τα καθαρίσουν τα μικρά κόκκινα μυρμήγκια, για να τα στείλετε στον Κουβιέ. Είμαι σίγουρος πως θα έχουν γίνει κατάλευκα πολύ προτού αναχωρήσετε για την Αγγλία».

«Ω, εμένα χαρά μου είναι να μένω εδώ. Μόλις που άρχισα να μελετάω τα κολεόπτερα, κι ακόμα δεν έχω δει ούτε ένα χιμπατζή. Με στενοχωρεί όμως κάτι· αν και με τις ανεκτίμητες συμβουλές σας και τη βοήθεια του αξιαγάπητου Ουάν Ντα απέσπασα την καλή προαίρεση του βεζίρη και του μεγαλύτερου μέρους του συμβουλίου, ιδίως μάλιστα των συγγενών της σουλτάνας Χάφσα, κάθε φορά που ο Φοξ κάνει κάποια πρόοδο, ο σουλτάνος προβάλλει βέτο κι ο βεζίρης είναι υποχρεωμένος να τα ανατρέψει όλα, μερικές φορές με κάτι προφάσεις που δεν μπορεί κανείς να προσποιηθεί καν πως τις πιστεύει. Τόσο ο Φοξ όσο κι εγώ, είμαστε πεπεισμένοι ότι αυτό είναι δάκτυλος του Αμπντούλ».

«Μα τι συμφέρον μπορεί να έχει στην περίπτωση αυτή ο Αμπντούλ;».

«Έχετε γνωρίσει τον Λέντουορντ, το διαπραγματευτή της γαλλικής πλευράς;».

«Τον έχω δει μια-δυο φορές. Έχει ωραία κορμοστασιά αλλά δείχνει πρόστυχος».

«Ο άνθρωπος είναι πολύ καλός διαπραγματευτής και ικανός ρήτορας που ανατρέπει εύκολα τα επιχειρήματα του Φοξ, είναι όμως και εραστής του Αμπντούλ».

«Ω! Τι λέτε!» έκανε ο Βαν Μπιούρεν. «Αυτός ο νεαρός παίζει με τη φωτιά. Η Χάφσα τον μισεί και η οικογένειά της είναι πολύ ισχυρή. Κι αυτή η ίδια είναι πολύ αποφασιστική. Όσο για το σουλτάνο, η ζηλοτυπία του είναι απερίγραπτη».

«Έχω την πεποίθηση», μίλησε ύστερα από ολιγόλεπτη σιωπή ο Στίβεν, «πως ο Λέντουορντ έκανε τον Αμπντούλ να πιστέψει ότι οι Γάλλοι, αν βεβαίως φτάσουν στα άκρα, πέρα από την επιχορήγηση, τους μαραγκούς και τα πολεμοφόδια που υποσχέθηκαν εξαρχής, θα δώσουν και τη φρεγάτα τους με τα κανόνια της. Τα χρήματά τους χάθηκαν όλα... Τα έχασε ο Λέντουορντ στα χαρτιά και στα ζάρια. Είναι μανιώδης και μονίμως άτυχος παίκτης, το ίδιο και ο σύντροφός του ο Ρέι».

«Μα σε τι θα ωφελήσει τον Λέντουορντ αν σας κάνει να το πιστέψετε αυτό το πράγμα;».

«Τι να πω... Ίσως θέλει να κάνει τον Φοξ να απελπιστεί μπροστά σε μια τόσο μεγάλη προσφορά και να σηκωθεί να φύγει. Δεν ξέρω...».

Εκείνη τη στιγμή άνοιξε η πόρτα και μπήκε η κυρία Βαν Μπιούρεν. Ήταν κοντούλα, λίγο παραπάνω από ένα και πενήντα, αλλά τα κατάφερνε να δείχνει κομψή, έξυπνη και πάνω απ' όλα κεφάτη, σε αντίθεση με τις περισσότερες Μαλαισιανές, που μετά το γάμο τους γίνονταν σκυθρωπές. Ο Στίβεν τη συμπαθούσε πολύ και τη χαιρέτησε χαμογελαστός. Ύστερα, εκείνη στράφηκε προς τον άντρα της. «Καλέ μου, το δείπνο είναι έτοιμο».

«Δείπνο;» φώναξε κατάπληκτος ο Βαν Μπιούρεν.

«Ναι, καλέ μου, δείπνο. Το τρώμε κάθε βράδυ τέτοια ώρα, δεν το θυμάσαι; Έλα, γιατί θα κρυώσει το φαγητό».

«Α», έκανε ο Βαν Μπιούρεν ενώ κάθονταν στο τραπέζι. «Παραλίγο να το ξεχάσω. Όταν γύρισα, με περίμεναν εδώ μερικά γράμματα και περιοδικά. Τίποτα ενδιαφέρον. Ανάμεσα στα άλλα όμως, διάβασα μετά λύπης μου ότι το Σίτι βρίσκεται σε αναταραχή κι ότι οι τράπεζες του Λονδίνου βαράνε κανόνι. Ελπίζω να μη σας βλάψει εσάς αυτή η κατάσταση».

«Ας είστε καλά, εγώ όμως δεν έχω χρήματα», αποκρίθηκε ο Στίβεν. Θυμήθηκε όμως αμέσως τη νέα οικονομική κατάστασή του και διόρθωσε τη φράση του: «Για πολλά χρόνια, ξέρετε, η ζωή μου ήταν μοναχική και φτωχή... Τόσο άσχημη, που η μοναξιά και η φτώχεια είχαν γίνει δεύτερη φύση για μένα· εξακολουθώ λοιπόν να θεωρώ αδέκαρο τον εαυτό μου. Τώρα όμως, η κατάστασή μου έχει αλλάξει. Πήρα μια μεγάλη κληρονομιά, που τη διαχειρίζεται ένας τραπεζικός οίκος αναμφισβήτητης ακεραιότητας, και πάνω απ' όλα, δεν είμαι πια μόνος. Έχω σύζυγο, και μέχρι να επιστρέψω ελπίζω να έχω και κόρη».

Οι Βαν Μπιούρεν εκδήλωσαν τη χαρά τους με συγκινητικό τρόπο, ήπιαν στην υγεία της κυρίας Ματούριν και του μωρού της, κι όταν εξάντλησαν όλες τις προπόσεις, η κυρία Βαν Μπιούρεν πήρε το λόγο:

«Έχω κι εγώ χαρούμενα νέα να σας αναγγείλω. Η σουλτάνα Χάφσα είναι δύο μηνών έγκυος, αυτό είναι απολύτως σίγουρο. Κι ο σουλτάνος θα πάει για προσκύνημα στο Μπιλιόνγκ για να σιγουρευτεί ότι θα γεννηθεί αγόρι. Θα υποσχεθεί να χρυσώσει το θόλο του τζαμιού αν αποκτήσει κληρονόμο».

«Πόσο θα κρατήσει αυτό το προσκύνημα;» ρώτησε με ενδιαφέρον ο Στίβεν.

«Ταξίδι, εξαγνισμοί και καθάρσεις θα πάρουν οχτώ μέρες· ίσως και εννιά, μια που θα πάει μαζί του το μισό συμβούλιο. Εδώ θα μείνει μόνον ο βεζίρης με λιγοστούς συμβούλους, για να τηρεί την τάξη και να δικάζει τις τρέχουσες υποθέσεις», του απάντησε ο Βαν Μπιούρεν. «Φοβάμαι πως οι διαπραγματεύσεις σας θα διακοπούν για μια βδομάδα το λιγότερο».

«Λοιπόν, κι εγώ θα πάω στο Κουμάι!» έκανε λάμποντας ολόκληρος από χαρά ο Στίβεν.

Καθώς επέστρεφε στον οίκο (της απωλείας...) όπου κατοικούσε, ο δόκτωρ Ματούριν αποφάσισε ότι η καλή συμπεριφορά τού επέβαλλε να καλέσει και τον Φοξ στην εκδρομή του. Εκεί λοιπόν που συνέθετε μέσα στο μυαλό του ένα μήνυμα πολιτισμένο αλλά όχι ιδιαιτέρως πιεστικό, διέκρινε τους Ριντ και Χάρπερ που κάθονταν στο «σαλόνι» συντροφιά με μερικές μεσήλικες γυναίκες. Τα κοντά ποδαράκια των νεαρών ήταν ανεβασμένα σε καρέκλες (αναλογούσαν από τρεις στον καθένα) και κρατούσαν από ένα μικρό πούρο κι ένα ποτήρι αράκ (αρωματικό οινοπνευματώδες ποτό, σαν το ούζο, που το πίνουν σε όλη την Ασία, από τη Μέση Ανατολή μέχρι τη Θάλασσα της Κίνας) σε κάθε χέρι. Το όμορφο, στρογγυλό κι αγγελικό πρόσωπο του Ριντ ήταν κατακόκκινο και του Χάρπερ είχε ένα χρώμα ανάμεσα στο γκρι και στο πράσινο. Ο Στίβεν απόρησε για μια στιγμή που τους έβλεπε εκεί, ύστερα όμως θυμήθηκε πως θα τους έστελναν στη στεριά για να μη σοκαριστούν όταν θ' ανέβαιναν στο πλοίο τα κορίτσια για τις ανάγκες του πληρώματος... Οι νεαροί δεν τον είδαν, καθώς είχαν καρφωμένα τα μάτια τους στον αισθησιακό και τολμηρό χορό που εκτελούσαν κάποιες χορεύτριες στη μέση του δωματίου, κι ο Στίβεν τους προσπέρασε κι ανέβηκε τις σκάλες.

Έφτασε στο δωμάτιό του, έγραψε το σημείωμα για τον Φοξ και ύστερα κατέβηκε και πλησίασε στο τραπέζι τους. Όταν οι δύο νεαροί κατάφεραν να εστιάσουν το βλέμμα τους πάνω του, έκαναν να σηκωθούν όρθιοι. Ο Χάρπερ αναψοκοκκίνισε μονομιάς, ενώ ο μικρός Ριντ χλόμιασε σαν φάντασμα κι έπεσε με το κεφάλι μπροστά. Ο Στίβεν τον πρόλαβε πριν σωριαστεί στο πάτωμα και είπε στον δεύτερο της παρέας:

«Κύριε Χάρπερ, εσύ είσαι καλά, ε; Κάνε μου λοιπόν τη χάρη να παραδώσεις αυτό στην εξοχότητά του, όσο μπορείς πιο γρήγορα». Στράφηκε ύστερα προς τον επιστάτη του σπιτιού και συνέχισε: «Χαλίμ Σαχ, φρόντισε, παρακαλώ, να κουβαλήσουν τον άλλο νεαρό κύριο στην κατοικία του κυρίου Φοξ».

Η απάντηση στο σημείωμά του ήρθε με την ανατολή του ήλιου κι ο Στίβεν χάρηκε μόλις την έλαβε. Ο Φοξ λυπόταν, λυπόταν πάρα πολύ αλλά ο σουλτάνος τον είχε καλέσει να πάει μαζί του στο Μπιλιόνγκ, για να τον παρηγορήσει που ο Λέντουορντ τον είχε συνοδέψει στο Καουάνγκ. Κι ο διπλωματικός απεσταλμένος θεωρούσε ότι, για χάρη της συνθήκης που επιδίωκε, πρωταρχικό καθήκον του ήταν να πάει με το σουλτάνο -κι ας του κόστιζε πάρα πολύ αυτό. Αν όμως ο Ματούριν του έκανε τη χάρη να πάρει πρωινό μαζί του, ο Φοξ, που ήταν υπέρ της εξάπλωσης του βουδισμού, θα μπορούσε να υποδείξει στον ευφυέστατο δόκτορα τα αξιοθέατα και αξιοθαύμαστα του Κουμάι και τα μέτρα που θα έπρεπε να λάβει στο ναό του. Θα πήγαινε κι ο Όμπρι για το πρόγευμα κι έτσι θα είχαν καλή παρέα.

«Ήρθες, Στίβεν!» του φώναξε με χαρά ο Τζακ, καθώς έμπαινε στου Φοξ. «Καλή σου μέρα, φίλε μου! Μέρες έχουμε να ιδωθούμε. Πάω να μαστιγώσω αυτά τα μικρά κτήνη και θα γυρίσω. Να και ο εξοχότατος!».

«Παρ' όλο που εμάς μας χαλάει τα σχέδια», παρατήρησε ο Στίβεν όταν αυτός κι ο Φοξ κάθισαν να φάνε το ινδικό πιλάφι τους, «πρέπει να παραδεχτείτε ότι αυτή η πρόσκληση για το Μπιλιόνγκ αποτελεί μεγάλο διπλωματικό επίτευγμα. Υποθέτω ότι δε θα πάει κανένας από τη γαλλική αποστολή. Σωστά;»

«Σωστά. Αυτό είναι η μόνη μου παρηγοριά».

Μίλησαν γι' αυτό το ταξίδι το οποίο, παρ' όλο που δεν ήταν βεβαίως το μεγάλο προσκύνημα στη Μέκκα, είχε πολλά στοιχεία απ' τους αυστηρούς κανονισμούς του, τις νηστείες και την αγνεία:

«Όταν πάνε να δώσουν τέτοιους όρκους», του εξήγησε ο Φοξ, «ούτε παλλακίδες παίρνουν μαζί τους ούτε αγόρια. Ο Αμπντούλ θα μείνει εδώ».

«Ιδού και ο δίκαιος Σαδδουκαίος», έκανε μπαίνοντας ο Τζακ. «Οφείλω να σας πω, κύριε, ότι σίγουρα είστε σπουδαίος διπλωμάτης αλλά για παιδαγωγός δεν αξίζετε τίποτα».

«Ποτέ δε σκέφτηκα πως θα τους έμπαιναν τέτοιες ιδέες», αποκρίθηκε κατσούφικα ο Φοξ. «Ιερόδουλες και πόρνες! Εγώ στην ηλικία τους ούτε που τα σκεφτόμουν αυτά!».

Ο Τζακ κι ο Στίβεν δεν έκαναν κανένα σχόλιο στα λόγια του απεσταλμένου, και ύστερα από λίγο ο Φοξ, αφού ζήτησε συγνώμη από τον Όμπρι, άρχισε να υποδεικνύει στον Ματούριν τι έπρεπε να προσέξει να δει στο ναό του Κουμάι. Κι ο Τζακ είπε στο φίλο του:

«Μια που μέχρι ένα σημείο είναι δυνατόν να πάνε άλογα, θα έρθω μαζί σου ως εκεί. Δυστυχώς, δεν μπορώ να εγκαταλείψω για πολύ το πλοίο. Θα σου στείλω όμως κάποιο δόκιμο με άλογα να σε περιμένει να γυρίσεις».

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!