Η μακεδονική διαμάχη

Ο εθνικισμός σε έναν υπερεθνικό κόσμο
Υπάρχει και μεταχειρισμένο με €19.90
33382
Συγγραφέας: Ντάνφορθ, Λόρινγκ
Εκδόσεις: Αλεξάνδρεια
Σελίδες:294
Μεταφραστής:ΜΑΡΚΕΤΟΣ ΣΠΥΡΟΣ
Ημερομηνία Έκδοσης:01/01/1999
ISBN:9789602211533


Εξαντλημένο από τον Εκδοτικό Οίκο

Περιγραφή


Το βιβλίο προσεγγίζει τη διαμάχη για τη μακεδονική ταυτότητα υπό το πρίσμα των πρόσφατων θεωρητικών εργασιών για τον εθνοτικό εθνικισμό, την επινόηση της παράδοσης και το ρόλο του κράτους στη διαδικασία της εθνογένεσης. Η διαμάχη τοποθετείται στο ευρύτερο πλαίσιο της βαλκανικής ιστορίας. Προσεγγίζεται δε τόσο στο επίπεδο της εθνικής πολιτικής και ιδεολογίας στα Βαλκάνια όσο και στο επίπεδο της ανθρώπινης εμπειρίας στις κοινότητες της διασποράς στην Αυστραλία.
Όσον αφορά τη διεθνή, γεωπολιτική διάσταση της αναμέτρησης, το βιβλίο εξετάζει δύο θέματα: τη σύγκρουση γύρω από τα ανθρώπινα δικαιώματα της μειονότητας που διεκδικεί τη μακεδονική ταυτότητα στη βόρεια Ελλάδα και την εκστρατεία για τη διεθνή αναγνώριση της πρόσφατα συγκροτημένης πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας. Η διαμάχη δεν συσχετίζεται μόνο με την πρόσφατη διάσπαση της Γιουγκοσλαβίας, αλλά εντάσσεται επίσης στο ευρύτερο πλαίσιο της ιστορίας του μακεδονικού ζητήματος. Ο συγγραφέας παρουσιάζει τις διαφορετικές εκδοχές αυτής της ιστορίας, τις οποίες αξιολογεί από τη δική του επιστημονική και κριτική σκοπιά.
Η Μακεδονική Διαμάχη επίσης ανιχνεύει την υπερεθνική διάσταση στην αναβίωση των βαλκανικών εθνικισμών και ειδικότερα, τον μεγάλο ρόλο που παίζουν οι κοινότητες της διασποράς στον αγώνα για την κατοχύρωση της εθνικής ταυτότητας. Η πιο πρωτότυπη συνεισφορά του έγκειται στην έρευνα που πραγματοποιήθηκε ανάμεσα σε μετανάστες από τη βόρεια Ελλάδα εγκατεστημένους στην Αυστραλία, χώρα που έχει υιοθετήσει ως επίσημη πολιτική της την πολυπολιτισμικότητα. Ο συγγραφέας περιγράφει συστηματικά και σε βάθος πώς συγχωριανοί ή ακόμη και μέλη της ίδιας οικογένειας, που ζουν στη Μελβούρνη, έχουν υιοθετήσει διαφορετικές εθνικές ταυτότητες, καταγράφοντας τους μηχανισμούς της εθνοτικής διαίρεσης και τον λόγο των ίδιων των ανθρώπων. Δείχνει έτσι τη συμβολή της ιδιαίτερης βιογραφίας και εμπειρίας στην κατασκευή της ατομικής ταυτότητας.






ΚΡΙΤΙΚΗ



Το βιβλίο του Loring Danforth μεταφράστηκε στα ελληνικά σε μια στιγμή κατάλληλη για να αρχίσει ένας γόνιμος διάλογος για τον τρόπο με τον οποίο, στην αρχή της δεκαετίας του 1990, οι Ελληνες αντιμετώπισαν τους γείτονές τους αλλά και τον εαυτό τους μπροστά στα νέα δεδομένα. «Η μακεδονική διαμάχη» εκδόθηκε το 1995 και, σύμφωνα με τον συγγραφέα της, στόχο είχε να παρουσιάσει το μακεδονικό ζήτημα από τη σκοπιά του κοινωνικού ανθρωπολόγου αλλά και να ασκήσει ουσιαστική κριτική στον κυρίαρχο ελληνικό λόγο για το θέμα αυτό.

Ξεκινώντας από τη θεωρία του Fredrik Barth, ο συγγραφέας ορίζει τις εθνικές και εθνοτικές ομάδες ως «κατηγορίες χαρακτηρισμού και ταύτισης» τις οποίες χρησιμοποιούν οι άνθρωποι για να ταξινομήσουν τους εαυτούς τους και τους άλλους. Στη βάση αυτή, στο πρώτο κεφάλαιο, παρουσιάζεται μια θεωρητική συζήτηση για τον εθνοτικό εθνικισμό και τον τρόπο με τον οποίο κατασκευάζονται οι εθνικές ταυτότητες. Στο δεύτερο κεφάλαιο παρουσιάζονται οι απόψεις των ελληνικών και σλαβομακεδονικών κύκλων για το Μακεδονικό ενώ στο τρίτο ο συγγραφέας προτείνει μια δική του εκδοχή για την οικοδόμηση της μακεδονικής ταυτότητας.

Στο τέταρτο κεφάλαιο εξετάζεται το φαινόμενο της υπερεθνικότητας μέσα από τη δημιουργία των υπερεθνικών κοινοτήτων Ελλήνων και Σλαβομακεδόνων, το πέμπτο αναλύει την κατάσταση της μακεδονικής μειονότητας στην Ελλάδα, στην περιοχή της Φλώρινας, όπως αυτή παρουσιάζεται από τους ακτιβιστές, ενώ το έκτο αναφέρεται στην κατάσταση στην πΓΔΜ.

Το έβδομο και όγδοο κεφάλαιο, σαφώς τα πιο πρωτότυπα και ουσιαστικά στη γενικότερη θεωρητική συζήτηση, αφορούν την κατασκευή εθνικής ταυτότητας σε ατομικό επίπεδο. Εδώ εντυπωσιακός είναι πραγματικά ο ρόλος που παίζουν η προσωπική επιλογή και οι παράγοντες που την περιορίζουν ανάμεσα στους υπερεθνικούς μετανάστες.

Είναι σαφές ότι η κοινωνική ανθρωπολογία έχει πολλά να προσφέρει στη μελέτη του ζητήματος οικοδόμησης εθνικής ταυτότητας. Η εθνική ταυτότητα δεν είναι κάτι ουδέτερο, υπερβατικό, το οποίο προϋπάρχει αλλά είναι αποτέλεσμα μιας κατασκευής, μιας συγκεκριμένης πολιτικής στρατηγικής. Με τη στροφή στο ατομικό, στο προσωπικό, η κοινωνική ανθρωπολογία μπορεί να φωτίσει νέες, άγνωστες πτυχές της διαδικασίας αυτής. Εκεί όμως βρίσκονται και τα όριά της. Το βασικό πρόβλημα που έχουν οι μελέτες κοινωνικής ανθρωπολογίας είναι η έλλειψη ιστορικού βάθους. Το παρόν βιβλίο είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Τα κεφάλαια 2 και 3, που παρουσιάζουν τη μακεδονική διαμάχη από την πλευρά των δύο ιστοριογραφιών, αλλά και η απόπειρα παρουσίασης μιας «αντικειμενικής» εκδοχής πάσχουν σοβαρά και πολλαπλώς.

Δυστυχώς ο Danforth για να στοιχειοθετήσει το επιχείρημά του ακολουθεί μια προκρούστειο λογική, αφαιρώντας ή απλοποιώντας ό,τι δεν χωράει στο σχήμα του. Στο κεφάλαιο 2 στόχος είναι η παρουσίαση της ελληνικής και σλαβομακεδονικής ιστοριογραφίας για το θέμα. Ενώ όμως παρουσιάζει την εθνικιστική και τη μετριοπαθή μακεδονική άποψη, για την Ελλάδα παρουσιάζει μια ενιαία εθνικιστική άποψη ως τη μόνη που εκφράστηκε στην Ελλάδα, στη βάση κυρίως επισήμων ή ημιεπισήμων πηγών και εφημερίδων όπως ο «Στόχος». Δεν υπάρχει καμία αναφορά στους έλληνες ιστορικούς αλλά και πολιτικούς επιστήμονες που αντιστάθηκαν στο ρεύμα (πέραν της υποσημείωσης 7, σελ. 44-45, όπου παρατίθενται τρία ονόματα) και με σημαντικές μελέτες έδωσαν στην ελληνική θεώρηση του μακεδονικού ζητήματος μια νέα προοπτική.

Αυτό που επίσης δεν κάνει ο συγγραφέας είναι να απαντήσει στο «γιατί». Γιατί η Ελλάδα, με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και τις μεγάλες ανακατατάξεις στην περιοχή, αντέδρασε σπασμωδικά, αμυντικά, νιώθοντας απειλημένη από όλες τις μεριές, και όχι με την αυτοπεποίθηση που θα δικαιολογούσαν η συμμετοχή της στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ και τα 15 και πλέον χρόνια αδιασάλευτης και σταθερής δημοκρατίας. Ο Danforth θεωρεί ότι η ένταση γύρω από το Μακεδονικό οφείλεται στις «ιστορικές διαφορές μεταξύ Ελλήνων και Μακεδόνων». Παραβλέπει όμως την κρίση των πολιτικών ιδεολογιών και αδυνατεί να κατανοήσει το κλίμα της γενικευμένης ανασφάλειας που χαρακτήρισε την ελληνική κοινωνία στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Ουσιαστικά μια τέτοια προσέγγιση παρωδεί μια κατάσταση χωρίς να την εξηγεί.

Παράλληλα, και για λόγους που διαφεύγουν του αναγνώστη, ο συγγραφέας προχωρεί σε μια προσωπική επίθεση εναντίον του Ευάγγελου Κωφού, ιστορικού, πρώην εμπειρογνώμονα του υπουργείου Εξωτερικών, ουσιαστικά θεμελιωτή της μελέτης του μακεδονικού ζητήματος στην Ελλάδα. Βάση όλης της επίθεσης είναι η άρνηση του Κωφού να δεχθεί την ύπαρξη μακεδονικής ταυτότητας σε έργο του 1964(!). Με αυτό ως αφετηρία, συγκρίνεται με τον δικτάτορα Παπαδόπουλο για τη χρήση του όρου «μετάλλαξη» σε άρθρο του 1986, για να περιγράψει την κατασκευή της μακεδονικής ταυτότητας, όρου απολύτως εγκύρου (Ε. Hobsbawm, The Age of Empire, Abacus, 1987, p. 144, «four sets of mutations within political nationalism»). Επιπλέον κατηγορείται για διαστρέβλωση της έννοιας «φαντασιακή κοινότητα» του Anderson σε βιβλίο του 1989 (υποσημείωση 6, σελ. 41). Όλα αυτά και πολλά άλλα επιτυγχάνονται με επιλεκτική χρήση αποσπασμάτων φράσεων που συχνά μεταβάλλουν το περιεχόμενο του επιχειρήματος, διαστρεβλώνοντας τη σκέψη ενός ιστορικού που σε τελική ανάλυση αφιέρωσε όλη του την προσπάθεια στην εις βάθος αρχειακή μελέτη για την εξήγηση ενός πολύπλοκου και πολιτικά βεβαρημένου θέματος.

Και αυτό καθίσταται σαφές όταν στο τρίτο κεφάλαιο αντιπαραθέτει τη δική του εκδοχή για το Μακεδονικό, όπου η έλλειψη πηγών είναι καταφανής. Εδώ ο συγγραφέας προσπαθεί να παρουσιάσει ίσως το πιο σύνθετο βαλκανικό πρόβλημα στη βάση μιας δεκάδας βιβλίων, κινούμενος σε ένα πεδίο που δεν γνωρίζει καλά. Πολλοί μελετητές διατύπωσαν επιφυλάξεις για τις προσπάθειες των κοινωνικών ανθρωπολόγων να εμπλακούν στην ιστορική ανάλυση. Πριμοδοτώντας τη «βιωμένη εμπειρία», τις μνήμες, σίγουρα προσφέρουν μια νέα ματιά στην Ιστορία. Αυτό όμως μπορεί να αποβεί εις βάρος της ιστορικής έρευνας.

Έτσι, εκτός από ιστορικά λάθη (π.χ., σελ. 35, «οι ανταγωνιστικές διεκδικήσεις της Σερβίας, της Βουλγαρίας και της Ελλάδας σχετικά με τη Μακεδονία οδήγησαν στους Βαλκανικούς Πολέμους το 1912» ή, στη σελίδα 144, «τον Νοέμβριο 1989 ήταν η πρώτη φορά από το τέλος του ελληνικού εμφυλίου που η γιουγκοσλαβική κυβέρνηση επανέφερε το μακεδονικό ζήτημα», ξεχνώντας το 1961), η ανάλυσή του δεν περιλαμβάνει την κρίσιμη περίοδο 1940-1990 για την οποία υπάρχει ένα απόλυτο κενό.

Εκεί που πραγματικά αξίζει να σταθεί ο αναγνώστης είναι η σημαντική έρευνα του συγγραφέα μεταξύ της σλαβομακεδονικής Διασποράς, κυρίως στην Αυστραλία. Όπως αναφέρεται, «τα άτομα κατασκευάζουν και ανασκευάζουν ταυτότητες οι οποίες δίνουν νόημα στη ζωή τους» (σ. 263). Αναδεικνύεται πόσο ρευστά είναι τα όρια ανάμεσα στις εθνικές ταυτότητες και πόσο εύκολη η μεταπήδηση από τη μία στην άλλη.

Η έμφαση του συγγραφέα στο ότι οι εθνικές ταυτότητες δεν είναι δοσμένες βιολογικά αλλά κατασκευάζονται κοινωνικά αποκτά νέο περιεχόμενο μέσα από τις ιστορίες του Τεντ Γιάννας και των άλλων που παραθέτει με ιδιαίτερη γλαφυρότητα. Οι ιστορίες αυτές είναι συνταρακτικές γιατί πρόκειται για ανθρώπους που βρέθηκαν ανάμεσα σε αλληλοαποκλειόμενες εθνικές ταυτότητες και αποτελούν διδακτικό παράδειγμα για όποιον θέλει να κατανοήσει την πολυπλοκότητα της Βαλκανικής.

Μαριλένα Κοππά, ΤΟ ΒΗΜΑ, 01-08-1999

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!