Γκαμιανί ή δύο νύχτες παραφοράς

Με 12 γκραβούρες του Deveria
Έκπτωση
30%
Τιμή Εκδότη: 16.45
11.52
Τιμή Πρωτοπορίας
+
141458
Συγγραφέας: Musset, Alfred de
Εκδόσεις: Άγρα
Σελίδες:175
Μεταφραστής:ΣΤΑΙΚΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ
Ημερομηνία Έκδοσης:01/06/2002
ISBN:9789603254317
Διαθεσιμότητα στα βιβλιοπωλεία μας
Αθήνα:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες
Θεσσαλονίκη:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες
Πάτρα:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες

Περιγραφή


«Δεν πιστεύω ότι η μανία των φαλλών, η δίψα της σάρκας, η φωτιά της γυνακείας μήτρας, απεικονίστηκαν ποτέ από άλλη πένα με μεγαλύτερη σφοδρότητα και μεγαλύτερη εμπειρία... Η χυδαιότητα σχεδόν εξαφανίζεται, η λάσπη και το αίμα καίγονται από τη φωτιά του ύφους. Η δύναμη του αποτελέσματος η μαγεία των χρωμάτων, ο οίστρος, η ορμή, η εικόνα που καλπάζει ζωηρή και παθιασμένη, εξαγοράζουν, τρόπον τινά τη βδελυρότητα των δεδομένων»

J.K. Huysmans




Η Γκαμιανί αποτελεί το πιο διάσημο και πολυδιαβασμένο ερωτικό γαλλικό κείμενο καθ' όλο τον 19ο αιώνα. Συνιστά ένα μικρό αριστούργημα της ερωτικής πεζογραφίας. Ο έκλυτος ερωτικός βίος του Αλφρέ ντε Μυσσέ, η ακόλαστη ζωή του, ο δονζουανικός του χαρακτήρας, το αριστοκρατικό του πνεύμα ο σαπφισμός της Γεωργίας Σάνδη, του ενέπνευσαν την πορνογραφική και θανάσιμη ιστορία της κόμισσας Γκαμιανί. Κατέχει τα μεγαλύτερα ποσοστά στις παράνομες εκδόσεις από την εποχή της δημοσίευσής της, το 1833, έως και τα χρόνια του 1930. Αυτό το επιβλητικό φρενήρες μυθιστόρημα, απίστευτης τόλμης για την εποχή του, προαναγγέλλει, χάρη στη στενή δισύνδεση του ερωτισμού με τον θάνατο, τον Ζωρζ Μπατάιγ. Εξάλλου, ο Μυσσέ παραμένει ο μοναδικός ερωτογράφος συγγραφέας του γαλλικού ρομαντισμού.





ΚΡΙΤΙΚΗ



Θρυλείται ότι η Γκαμιανί είναι το αποτέλεσμα ενός στοιχήματος που έβαλε ο Ντε Μυσέ με τους φίλους του σε ένα καφενείο στο Παρίσι, ένα καφενείο της μόδας. Ο Ιζμάν αναφέρεται στο γεγονός: «Είναι γνωστό σε όλους» λέει «ότι ο Ντε Μυσέ, ενώ ένα βράδυ δειπνούσε με ευχάριστη συντροφιά, στοιχημάτισε - την ώρα που άστραφταν οι κρυστάλλινοι δακτύλιοι των κηροπηγίων - αποφεύγοντας κάθε ωμή ή ερωτική έκφραση ότι θα μπορούσε να γράψει, σε αντίθεση με τους Αρχαίους, το βιβλίο όπως θα ονειρευόταν κανείς το ιδανικό βιβλίο του είδους!».

Το στοίχημα κερδήθηκε. Ετσι γράφτηκε το πιο αστραφτερό και το πιο περιζήτητο βιβλίο του 18ου αιώνα, το βιβλίο που διαβαζόταν κρυφά, που χαρακτηριζόταν αριστούργημα του είδους, το οποίο επιτέλους ξαναζεί στα ελληνικά χάρη στις εκδόσεις Αγρα. Ο Μποντλέρ, γνώστης του λογοτεχνικού αυτού είδους, θαύμαζε απεριόριστα το κείμενο, βίαιο και λεπτεπίλεπτο ταυτόχρονα. Πράγματι κανένα ερωτογράφημα, ούτε το Ο θυρωρός της μονής των αναχωρητών ούτε το Η μοναχή του Ντιντερό, ούτε ακόμη το Ιουστίνη και Ιουλιέτα του Μαρκήσιου ντε Σαντ, μέσα στη διαστροφή τους, δεν εμφορείται από παρόμοια χάρη και λεπτότητα. Το κείμενο κυλά απρόσκοπτα, δεν βαραίνει ούτε για μια στιγμή, σε αντίθεση με τα, συχνά πληκτικά, κείμενα του θείου Μαρκήσιου. Η μαγεία του Ντε Μυσέ και η μαγεία του Στάικου - η πρώτη να επινοεί και η δεύτερη να αναβιώνει την ακρίβεια μιας γλώσσας που ούτε για μια στιγμή δεν ξεπέφτει στη χυδαιότητα, ούτε για μια στιγμή δεν παραδίδεται στην ωμή και βρώμικη ονομασία των πραγμάτων. Πού; Σε ένα κείμενο όπου περιγράφονται οι πιο αφόρητες και διεστραμμένες παραβάσεις, οι πιο κολασμένες απολαύσεις, οι πιο σκανδαλώδεις περιπτύξεις.

Η Γκαμιανί, η ακόρεστη κόμισσα, είναι μια πραγματική σεξουαλική καταβόθρα. Μυείται στην ερωτική διαφθορά από μια θεία της, η οποία την παραδίδει σε μια ομάδα ασύστολων μοναχών. Δραπετεύει, βρίσκεται υπό την προστασία της ηγουμένης κάποιου μοναστηριού, την οποία παλαιότερα είχε μυήσει ένας πίθηκος. Η μαθήτρια Γκαμιανί όμως ξεπερνά κατά πολύ και συντομότατα τις επιδόσεις της δασκάλας της. Της χρειάζεται κάτι περισσότερο από το να ικανοποιεί τη φλόγα της. Της χρειάζεται ένας γάιδαρος, ένα ολόκληρο μοναστήρι τριβάδων καλογραιών σε παροξυσμό, τρεις άνδρες ταυτοχρόνως. Η ασίγαστη και ακόρεστη φύση της δεν ικανοποιείται από τίποτα. Οι σκηνές είναι ακραίες. Τις επιζητούσε και η εποχή. Ο ρομαντισμός του τέλους του 19ου αιώνα τις τολμά και τις επικυρώνει. Το μείγμα της ελαφράς αποκοτιάς και της ωμότητας ικανοποιούσε πραγματικά ένα κοινό ρομαντικών δανδήδων και λιμπερτίνων, εξήπτε την αχαλίνωτη φαντασία και τις φαντασιώσεις τους, συνέδεε το παρόν, έπειτα από μισό αιώνα επαναστάσεων και αναταραχών, με τις πιο σκοτεινές και ταραχώδεις στιγμές του κινήματος των λιμπερτίνων της εποχής του Διαφωτισμού.

Επανερχόμαστε στην Γκαμιανί. Πόρνη εκ πεποιθήσεως και για την προσωπική της απόλαυση, η ακόρεστη κόμισσα αναλαμβάνει τη διαφθορά της νεαρότατης και αθώας Φανύ, την οποία ένας ώριμος άνδρας επιχειρεί να την αποσπάσει από τα νύχια της. Θα το κατορθώσει στο τέλος της πρώτης από τις Δύο νύχτες παραφοράς. Αλλά κατά τη διάρκεια της δεύτερης νύχτας η Φανύ θα ξαναβυθιστεί στην κόλαση, θα σκλαβωθεί πάλι, ψυχή τε και σώματι, από την Γκαμιανί.

Η κόμισσα θα μοιραστεί με τη Φανύ την ύψιστη απόλαυση. Θα σταλάξει στο μισάνοιχτο από την ηδονή στόμα της Φανύ ένα ελιξίριο που πριν από λίγες στιγμές έχει δοκιμάσει και η ίδια. Ελιξίριο της ζωής που αποδεικνύεται δηλητήριο το οποίο εξοντώνει τις δύο γυναίκες. Οι δύο ερωμένες κεραυνοβολούνται εν πλήρει οργασμώ. Η Φανύ πεθαίνει πρώτη. Η Γκαμιανί, πιο ανθεκτική, επιβιώνει ακόμη μερικές στιγμές, όσο της χρειάζεται για να γευθεί τον θρίαμβό της... Κατά τον επιθανάτιο σπασμό της που εκφράζει την ηδονή και τον πόνο ξεσπά στον αντίζηλό της που παρακολουθούσε τη σκηνή κρυμμένος πίσω από μια κουρτίνα και απευθύνει την ομολογία της τραγικής αναζήτησής της: «Κατάλαβέ το, ηλίθιε!» του λέει. «Μου απέμενε μόνο να μάθω αν, μέσα στο μαρτύριο του δηλητηρίου, μέσα στην επιθανάτια αγωνία μιας γυναίκας που συγχέεται με τη δική μου αγωνία, αν μπορούσε να υπάρξει αισθησιασμός! Είναι τρομαχτικό! Ακούς; Πεθαίνω από τη λύσσα της ηδονής, από τη λύσσα του πόνου! Χάνομαι..! Αχ..!». Με τούτη την παρατεταμένη κραυγή από τα έγκατα του στήθους η φριχτή Αρπυια πέφτει νεκρή πάνω στο πτώμα του κοριτσιού.

Περίπτυξη θανάτου. Αγωνία φρικτή και θεσπέσια. Ηδονή του θανάτου, ηδονή που δολοφονεί. Αυτή είναι η επίμονη επωδός του έργου, το κλειδί που ανοίγει το σύμπαν του Ντε Μυσέ. Ο συγγραφέας της Εξομολόγησης ενός παιδιού του αιώνα, του Λορεντζάτσιο, του Δεν παίζουν με τον έρωτα μαγεύεται πάντα από τα παιχνίδια του έρωτα και του θανάτου. Παίζει με τον θάνατο, τον προκαλεί, κερδίζοντας ή χάνοντας. Διακατέχεται από την ιδέα των μικρών και καθημερινών θανάτων, προοίμιο του μεγάλου, οριστικού θανάτου. Συμπερασματικά, μια πρόγευση αισθητή της Κόλασης όπου οι καταδικασμένοι παραδίδονται στην πυρά χωρίς να πεθαίνουν. Αιώνια δίψα για τον αδύνατο θάνατο, τιμωρία των καταραμένων.

Ποια είναι η Γκαμιανί; Το είδωλο του ανδρογύνου Ντε Μυσέ; Η Γκαμιανί είναι νεκρή. Σκοτώνεται με τα ίδια της τα χέρια. Ο Ντε Μυσέ θα μείνει μόνος με την οδύνη από τις παρορμήσεις του για τον θάνατο. Ο Ντεβεριά, ο επιστήθιος φίλος και σύντροφος του Ντε Μυσέ στις κραιπάλες, τον οποίο ο ίδιος είχε περιγράψει στις Ιστορίες από την Ισπανία και την Ιταλία, ήταν ο εικονογράφος της πρώτης έκδοσης του βιβλίου. Την ίδια εικονογράφηση ξαναβρίσκουμε στην ελληνική έκδοση χάρη στη συλλογή του Ανδρέα Εμπειρίκου. Τα άνθη της σάρκας αναδύονται από μεταξένια υφάσματα και τάπητες. Λεπτοφυής χάρη του σχεδίου. Επίτευγμα του είδους της λιθογραφίας, στυλιζάρισμα των σωμάτων ως και στις πιο απόκρυφες λεπτομέρειές τους. Μια τέχνη αριστοκρατική, γεμάτη χάρη και διαστροφή, που ταιριάζει τέλεια στην ένταση του ύφους και στην οικονομία της αφήγησης.

Για την Γκαμιανί ξοδεύτηκε πολύ μελάνι. Αδιαμφισβήτητα όμως είναι η πιο αυθεντική αναζήτηση του απόλυτου μέσω της σάρκας και εντός της σάρκας. Θα χρειαστούν τα Ανθη του Κακού για να ξαναβρούμε στον 19ο αιώνα έναν αντάξιο της Γκαμιανί αισθησιασμό, συνδυασμένο με την ίδια απελπισία.



Κατρίν Βελισσάρη (διευθύντρια του Ευρωπαϊκού Κέντρου Μετάφρασης)

ΤΟ ΒΗΜΑ , 22-09-2002






ΚΡΙΤΙΚΗ



Η «Γκαμιανί», το ερωτογράφημα του Αλφρέ ντε Μισέ, ενός από τους κορυφαίους εκπροσώπους του ευρωπαϊκού ρομαντισμού στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα, γεννήθηκε, αν πιστέψουμε τη σχετική λογοτεχνική παράδοση, από ένα στοίχημα: Σε συγκέντρωση φίλων ο Γάλλος ποιητής, πεζογράφος και θεατρικός συγγραφέας στοιχημάτισε ότι μπορεί μέσα σε τρεις μέρες να γράψει ένα ακραίο ερωτικό αφήγημα χωρίς να καταφύγει σε καμία χυδαία έκφραση ή λέξη. Και, ευτυχώς για μας, το κέρδισε.

Ολο το αφήγημα είναι ακριβώς αυτό που δηλώνει το δεύτερο σκέλος της επίτιτλης διάζευξης: δύο νύχτες παραφοράς. Στη διάρκειά τους συμβαίνουν όλων των ειδών οι ακρότητες: ομαδικές συνευρέσεις, λεσβιακοί έρωτες, κτηνοβασίες, σαδομαζοχιστικά συμπλέγματα, όλα όσα ο διαταραγμένος ερωτισμός ενός τόσο παράφορου προσώπου, όπως ο Μισέ, μπορεί να συμπεριλάβει.

Πρωταγωνίστριες είναι η ακόλαστη κόμισσα Γκαμιανί και η -αμύητη στην αρχή, αλλά στο τέλος πιο φανατική των ερωτικών απολαύσεων- ερωτική της σύντροφος, η νεαρή, σχεδόν έφηβη Φανί. Στην πρώτη νύχτα ενεργό ρόλο παίζει και ο Αλσίντ, κατά πάσα πιθανότητα personna του ίδιου του συγγραφέα. Στη δεύτερη παρελαύνουν και άλλα πρόσωπα, που όλα βέβαια έχουν να επιτελέσουν συγκεκριμένο ερωτικό έργο, μοναχές μαινόμενες, εξαντλημένα αρσενικά κ.λπ., με σημαντικότερο ανάμεσά τους τη θεία της κόμισσας, η οποία διέφθειρε την ανιψιά της για να ικανοποιήσει τους άρρωστους πόθους της.

Η νουβέλα αυτή του Μισέ, δημοσιευμένη για πρώτη φορά το 1833, συνιστά, άλλοτε ενσυνειδήτως και άλλοτε χωρίς την επίγνωση του συγγραφέα της, τυπικό δείγμα του ρομαντισμού. Με κυρίαρχα στοιχεία το ανικανοποίητο και το αποσπασματικό, στοιχεία συστατικά της ρομαντικής γραφής, ο συγγραφέας μάς παραδίδει ένα έργο όπου συνυπάρχουν η ερωτική ακρότητα και η επιθυμία για αγνόητα, η ακολασία και το αίτημα για ηθική κάθαρση, οξυμμένο ίσως και από μια χριστιανική, ενοχική συνείδηση. Σε αντίθεση με τους ήρωες στην «Ιουστίνη» και την «Ιουλιέτα» του Σαντ (για να μιλήσουμε για κείμενα συγγενή με την «Γκαμιανί»), οι οποίοι διαχέουν τον εαυτό τους με μοναδικό αυτοσκοπό τους την ερωτική απόλαυση καθώς διέπονται από τη γνωστή αντι-ηθική του «θεϊκού μαρκήσιου», η κόμισσα Γκαμιανί (αλλά και ο Αλσίντ στην Πρώτη Νύχτα) διατυπώνει, μέσα στην ακολασία της, ένα σαφές αίτημα για ηθική κάθαρση και αγνότητα.

Στο τέλος του βιβλίου, της Δεύτερης Νύχτας, η κόμισσα δηλητηριάζει την ερωμένη της, τη Φανί, και με το ίδιο δηλητήριο αυτοκτονεί και η ίδια. Το επίσης χαρακτηριστικό για το ρομαντισμό ζευγάρι «ηδονή-θάνατος» επανεμφανίζεται. Ομως εδώ ο θάνατος, ακραίο αλλά αναγκαίο αποτέλεσμα της αναζήτησης της ηδονής, περιβάλλεται από το ίδιο αίτημα για ηθική ανύψωση. Σε αντίθεση με πολυάριθμους άλλους λογοτεχνικούς θανάτους, η Γκαμιανί και η Φανί πεθαίνουν μελετώντας την επιθανάτια ηδονή και αγωνία, αλλά και θέτοντας ένα παλιό αίτημα της ανθρώπινης ψυχής: Τη λύτρωση μέσω της ηθικής ανάτασης και τελείωσης. Αλλωστε ο Αλσίντ, στην ακροτελεύτια φράση της Πρώτης Νύχτας, κορεσμένος από την πλησμονή της ερωτικής απόλαυσης, αναφωνεί: «Ας φύγουμε... Ας φύγουμε, Φανί, ας εγκαταλείψουμε αυτό το απαίσιο σπίτι...». Ετσι λοιπόν, μέσα στην καρδιά της ακολασίας, αναδύεται ακέραιο και ισχυρό το αίτημα για κάθαρση, προσδίδοντας στην «Γκαμιανί» ένα ακόμη από τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά του ρομαντισμού: την αντιφατικότητά του.

Η ερωτική εμμονή του Μισέ δεν είναι άσχετη μ' ένα άλλο γνώρισμα της ρομαντικής λογοτεχνίας, την υπερβολή, η οποία εδώ φτάνει στο απόγειό της: Οι δύο ακόλαστες νύχτες παρουσιάζουν τον άνθρωπο παραμορφωμένο από το ακραίο σεξουαλικό πάθος, τη λαγνεία, τον τρελό χορό των αισθήσεων. Η παραμόρφωση όμως αυτή δεν έχει μοναδική της πηγή το κείμενο. Είναι γνωστό πως ο Μισέ, μοναδικός ερωτογράφος του γαλλικού ρομαντισμού, υπήρξε ένας εξαιρετικά παράφορος άνθρωπος: εραστής, μεταξύ άλλων, της Γεωργίας Σάνδη, βασανίστηκε πολύ στη ζωή του από την παθιασμένη έλξη του για τις γυναίκες και τις ακραίες εκφράσεις του ερωτισμού του.

Βέβαια, όπως συμβαίνει με όλα τα αμιγή ερωτογραφήματα -από τον Σαντ ώς τον Εμπειρίκο-, δεν μπορεί να γίνει ουσιαστικός λόγος για μυθιστορηματική στρατηγική ή για πραγματικό μυθιστορηματικό υλικό. Στους ερωτογράφους συγγραφείς η ερωτική εμμονή, φαίνεται, είναι τέτοια που δεν επιτρέπει ούτε την ανάδειξη προσώπων ούτε τη δημιουργία του απαραίτητου μυθιστορηματικού αναγλύφου όπου θα τελεστεί ο μυθιστορηματικός λόγος. Σ' αυτό το είδος λογοτεχνίας, όλα -πρόσωπα, πράγματα, καταστάσεις, κάποτε κάποτε και η γλώσσα- γίνονται αφορμή για την επαναλαμβανόμενη ανάδειξη της ερωτικής εμμονής του συγγραφέα.

Ας μην είμαστε όμως άδικοι. Είναι εύκολο, από το βάθρο των αρχών του 21ου αιώνα και πλέοντας πλησίστιοι στο πέλαγος του μεταμοντέρνου, να ασκούμε κριτική στον πνέοντα τα λοίσθια ρομαντισμό του 19ου, όπου ήδη έχουν καταφθάσει, εκκωφαντικοί, οι μεγάλοι Γάλλοι ρεαλιστές. Στην εποχή μας, όπου η αποϊεροποίηση της τέχνης -και όλως ιδιαιτέρως του λογοτεχνικού κειμένου- έχει προ πολλού συντελεστεί, τέτοιου είδους κείμενα, παρά τον ακραίο τους αλλά όχι σκαμπρόζικο ερωτισμό, φαντάζουν αγνά, «ρομαντικά», άκακα προσχέδια μπροστά στο συντελεσμένο έργο της πανταχόθεν χυδαιότητας και του αβάσταχτου λάιτ των ημερών μας.

Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στη μετάφραση του Αντρέα Στάικου. Η «Γκαμιανί» είναι ένα κείμενο με μεγάλες υφολογικές απαιτήσεις, που τις δημιουργεί όχι τόσο η χρονική απόσταση όσο η κλειστοφοβική ατμόσφαιρα και το λεπταίσθητο διανοητικό και γλωσσικό παιχνίδι του Μισέ. Ο Στάικος, προικισμένος μεταφραστής, μεταφράζει αποδίδοντας στο ακέραιο το κλίμα και τη γλώσσα του κειμένου, χωρίς να χυδαιολογεί, κερδίζοντας έτσι, μαζί μ' εκείνο του Μισέ, το δικό του στοίχημα.



ΓΙΩΡΓΟΣ ΞΕΝΑΡΙΟΣ

ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 20/12/2002

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!