0
Your Καλαθι
Ό,τι ανεβαίνει, κατεβαίνει
Έκπτωση
10%
10%

Περιγραφή
«Λογικέψου», είπε η θεία του κοφτά, «οι αστακοί βράζονται πάντα ζωντανοί. Έτσι πρέπει». Έπιασε τον αστακό και τον γύρισε στην πλάτη του. Έτρεμε. «Δεν νιώθουν τίποτα», είπε.
Στα βάθη της θάλασσας, είχε αλιευτεί μ’ εκείνο τ’ αποτρόπαιο δοχείο. Για ώρες, ανάμεσα στους εχθρούς του, ανέπνεε κρυφά. Είχε επιβιώσει απ’ τον γάτο της Γαλλίδας και την απερίσκεπτα σφιχτή συσκευασία. Τώρα πήγαινε ζωντανός σε ζεματιστό νερό. Έτσι έπρεπε. Τake into the air my quiet breath.
Ο Μπελάκουα κοίταξε το γερασμένο δέρμα του προσώπου τής θείας του, γκρι μες στη θαμπή κουζίνα.
«Κάνεις ολόκληρο σαματά», είπε θυμωμένη, «και μ’ αναστατώνεις, ενώ μετά χυμάς να τον φας».
Σήκωσε τον αστακό απ’ το τραπέζι. Του απέμεναν περίπου τριάντα δευτερόλεπτα ζωής.
Λοιπόν, σκέφτηκε ο Μπελάκουα, ας είναι ένας γρήγορος θάνατος κι ο Θεός βοηθός.
Ε, δεν είναι.
Από το ποίημα “Ode to a nightingale” του John Keats (1795-1820): «Πάρε στον αέρα την ήσυχή μου ανάσα».
Στα βάθη της θάλασσας, είχε αλιευτεί μ’ εκείνο τ’ αποτρόπαιο δοχείο. Για ώρες, ανάμεσα στους εχθρούς του, ανέπνεε κρυφά. Είχε επιβιώσει απ’ τον γάτο της Γαλλίδας και την απερίσκεπτα σφιχτή συσκευασία. Τώρα πήγαινε ζωντανός σε ζεματιστό νερό. Έτσι έπρεπε. Τake into the air my quiet breath.
Ο Μπελάκουα κοίταξε το γερασμένο δέρμα του προσώπου τής θείας του, γκρι μες στη θαμπή κουζίνα.
«Κάνεις ολόκληρο σαματά», είπε θυμωμένη, «και μ’ αναστατώνεις, ενώ μετά χυμάς να τον φας».
Σήκωσε τον αστακό απ’ το τραπέζι. Του απέμεναν περίπου τριάντα δευτερόλεπτα ζωής.
Λοιπόν, σκέφτηκε ο Μπελάκουα, ας είναι ένας γρήγορος θάνατος κι ο Θεός βοηθός.
Ε, δεν είναι.
Από το ποίημα “Ode to a nightingale” του John Keats (1795-1820): «Πάρε στον αέρα την ήσυχή μου ανάσα».
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις