Θα σ έχω σαν βασίλισσα

141728
Συγγραφέας: Μοντέρο, Ρόσα
Εκδόσεις: Αλεξάνδρεια
Σελίδες:300
Μεταφραστής:ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟΥ ΒΙΚΗ
Ημερομηνία Έκδοσης:01/06/2002
ISBN:9789602212332


Εξαντλημένο από τον Εκδοτικό Οίκο

Περιγραφή


Μαύρη κωμωδία ή τραγωδία ροζ, τούτο το μυθιστόρημα χορεύει στο ρυθμό του "μπολερό", τραγουδώντας το πάθος και τον πόνο, τη λαχτάρα για τον έρωτα και για ένα "αλλού" λαμπερό, εξωτικό κι ωραίο - μια ελπίδα απατηλή που χαϊδεύει τ' αυτιά και οδηγεί λάγνα τα βήματα. Μα ο χορός έχει γυρίσματα, ο έρωτας είναι καημός και μοναξιά, και η ζωή εγκλωβισμένη σε μια πόλη γκρίζα, σε μια ρουτίνα αδυσώπητη και σε όνειρα σβησμένα.





ΚΡΙΤΙΚΗ



Η σάτιρα της τρέχουσας πραγματικότητας, η έμφαση στην παρωδία και η εστίαση στο παράλογο της καθημερινότητας λειτουργεί για πολλούς σύγχρονους συγγραφείς και ως τρόπος υπονόμευσής της αλλά και ως προβολή άλλων, αναπάντεχων διαστάσεών της. Η Ισπανίδα Ρόσα Μοντέρο, που τη γνωρίσαμε στην Ελλάδα με το μεταγενέστερο έργο της «Η κόρη του κανίβαλου» (1997), φαίνεται πως γνωρίζει καλά την ανατρεπτική δύναμη της παρωδίας -είδος που επιτρέπει την αντίσταση στη σαρωτική κυριαρχία της κοινοτοπίας και των λεκτικών κλισέ-, καθώς μέσα από την υιοθέτηση ενός δήθεν επιφανειακού ύφους επιτυγχάνει την ανατροπή του, ενώ παράλληλα με το σαρκασμό, την υπερβολή, τη σκόπιμη μείωση ή μεγέθυνση των γεγονότων προβάλλει τη ρηχότητα στη γλώσσα και στη σκέψη. Μέσα από τη διογκωμένη προβολή του αβαθούς παρόντος, η παρωδία είναι η αφηγηματική τεχνική που επιτρέπει τη μίμηση του κυρίαρχου λόγου, ενώ ταυτόχρονα αντιστέκεται στα κοινώς αποδεκτά στερεότυπα, στόχους και αξίες.

Ο Μάλκομ Μπράντμπουρι, θεωρητικός της λογοτεχνίας και μυθιστοριογράφος που επέδειξε ιδιαίτερη δεξιοτεχνία στη σάτιρα της πανεπιστημιακής κοινότητας, είχε σημειώσει τη συνεχώς αυξανόμενη τάση πολλών σύγχρονων συγγραφέων να επιδίδονται στο είδος και την είχε αποδώσει στην ανάγκη να ιδωθεί η ανθρώπινη ζωή μέσα από μια νέα οπτική. Ο ίδιος είχε αποκαλέσει τις τεχνικές της σάτιρας και της ειρωνείας «αποκαλυπτικούς φακούς της συνεχώς μεταβαλλόμενης ανθρώπινης εμπειρίας».

Αυτή η νέα οπτική προβάλλει και στο μυθιστόρημα της Μοντέρο, του οποίου ο τίτλος («Θα σ' έχω σαν βασίλισσα», 1983), προέρχεται από έναν στίχο ισπανικού τραγουδιού που ακολουθεί το ρυθμό του μπολέρο και που τραγουδάει τα βράδια η Μπέγια, μια παρακμασμένη τραγουδίστρια ενός εξίσου παρακμασμένου νάιτ κλαμπ μιας κακόφημης συνοικίας, στέκι κάποιων εκκεντρικών και απόβλητων της ζωής. Το τραγούδι υμνεί τον απόλυτο ρομαντικό έρωτα και την προσδοκία της εκπλήρωσής του. Οι κεντρικοί χαρακτήρες της Μοντέρο είναι άνθρωποι που έχουν ήδη περάσει τη νεότητά τους, βρίσκονται στο κατώφλι των γηρατειών, στο μέλλον καραδοκούν η μοναξιά και η εγκατάλειψη, αλλά πασχίζουν να διαφύγουν από την πραγματικότητα μέσα από την προσήλωσή τους σε ανέφικτους έρωτες, προσήλωση που μετριάζει τη σκληρότητα που περιβάλλει τη ζωή τους.

Τρεις γυναίκες και τρεις άντρες είναι οι κύριοι ήρωες που εμφανίζονται στις σελίδες του μυθιστορήματος και πρόκειται για πλάσματα σχεδόν περιθωριακά, που η ζωή τούς έχει προσπεράσει, τα όνειρά τους έχουν διαψευσθεί και η ίδια η πραγματικότητα τους έχει αποστερήσει από κάθε προσδοκία, αφήνοντάς τους μονάχα την ψευδαίσθηση μιας αλλαγής, καθώς γαντζώνονται από όποια τυχαία ελπίδα προβάλλει στον ορίζοντα. Το μεγαλύτερο μέρος της δράσης εκτυλίσσεται στο νάιτ κλαμπ «Ντεζιρέ», με φόντο το φθαρμένο χαρτί στους τοίχους με τα αποχρωματισμένα φοινικόδεντρα και την οσμή της σήψης να κυριαρχεί.

Η ιστορία αρχίζει με ένα ρεπορτάζ εφημερίδας που μας πληροφορεί πως η Μπέγια, που παρουσιάζεται ως «Καπνίστρια δολοφόνος», εισέβαλε στην κατοικία του Αντόνιο Ορτίθ και αφού ακινητοποίησε το θύμα, έσπασε μπροστά στα μάτια του δυστυχή όλα τα μπουκαλάκια με τα εκλεκτά αρώματα που είχε παρασκευάσει, και κάπνισε ένα ολόκληρο πακέτο τσιγάρα, φυσώντας όλο τον καπνό πάνω του, πριν τον ρίξει από τον τέταρτο όροφο στο δρόμο. Στη συνέχεια, μαθαίνουμε την ιστορία του Αντόνιο και της Μπέγιας αλλά και την ιστορία των υπόλοιπων προσώπων που τους περιβάλλουν και που συμμετέχουν σ' αυτή την αλλόκοτη περιπέτεια ακραίων καταστάσεων, που επιφυλάσσει για όλους δραματική κατάληξη (φυλακή, χώμα ή νοσοκομείο).

Ο Αντόνιο, δημόσιος υπάλληλος, που όμως πιστεύει πως είναι προικισμένος με το «χάρισμα» της εξαιρετικής όσφρησης που τον καθιστά ξεχωριστό, πανικόβλητος από την προοπτική των γηρατειών, κάνει συλλογή από ερωτικές περιπέτειες και αρώματα και πασχίζει να παρασκευάσει το τέλειο άρωμα που θα περιέχει την «ανάσα του κόσμου». Ο Αντόνιο δημιουργεί εφήμερες σχέσεις με γυναίκες που θεωρούνται «βασίλισσες, αλλά είναι δυστυχισμένες», όμως, ύστερα από μια υπαρξιακή κρίση που τον κάνει να αμφισβητεί το «χάρισμά» του, κάνει πρόταση γάμου σε μια κοπέλα, νεότερή του κατά τριάντα χρόνια.

Με ευφυείς εναλλαγές, η Μοντέρο, περνάει από το κωμικό στο τραγικό, περιγράφοντας την αγωνιώδη αναζήτηση του έρωτα που καταδυναστεύει άντρες και γυναίκες. Ο έρωτας των γυναικών εξαντλείται στον ίδιο τους το ρομαντισμό, ενώ των αντρών στον ίδιο τον έρωτα και στην κατάκτηση, και οι δύο, όμως, παρουσιάζονται ως θύματα της λανθασμένης εικόνας που έχουν για τον εαυτό τους και βρίσκονται ερωτευμένοι με πλάσματα που ποτέ δεν πρόκειται να κατακτήσουν, είτε λόγω της ηλικιακής διαφοράς είτε λόγω της ονειρικής διάστασής τους. Οριακοί στη συμπεριφορά τους αλλά και απροσδόκητοι, ονειρεύονται συντρόφους με τους οποίους δεν θα συναντηθούν ποτέ, ενώ οι συγκλονιστικότερες στιγμές της αφήγησης είναι όταν διαλύονται οι ψευδαισθήσεις και προβάλλει η πραγματική τους διάσταση. Τότε η πραγματικότητα ραγίζει, η βία της καθημερινότητας τους κυκλώνει και τους βρίσκει άοπλους και αδύναμους σαν παιδιά, καθώς όψιμα διαπιστώνουν την ανεπάρκειά τους και τότε ζητούν απεγνωσμένα την επιβεβαίωση από εκείνους που δεν πρόκειται να τους την προσφέρουν, απόγνωση που εκδηλώνεται και με πράξεις απελπισίας, αναίτιες επιθέσεις και φόνους.

Η συγγραφέας, επίσης, παρουσιάζει με πικρό και ανατρεπτικό χιούμορ τον τρόπο που τα δυο φύλα αντιμετωπίζουν το φόβο των γηρατειών και το φόβο του θανάτου: Οι γυναίκες αρπάζονται από ένα όνειρο και φοβούνται τους άντρες με «έναν φόβο που μεγαλώνει όσο μεγαλώνουν κι αυτές», ενώ οι άντρες ζητούν να ξεχαστούν σε ξένα νιάτα.

Ο άντρας κοντά στη γυναίκα αισθάνεται πως νικάει το θάνατο, αντιθέτως, για τη γυναίκα ο άντρας με την παρουσία του αλλά και με την απουσία του είναι η πηγή των τρομερότερων φόβων της: φόβος της απόρριψης, της εγκατάλειψης, της προδοσίας των υποσχέσεων και κυρίως φόβος της ακύρωσης του πάθους.

Οι ανθρώπινες φιγούρες της Μοντέρο εμφανίζονται σαν μέλη μιας χορογραφίας, όπου οι χορευτές μοιάζουν να κινούνται από μια απελπισμένη πάλη για τη διάψευση αυτών των φόβων, αν και σε κάποιες στιγμές πείθονται πως τα χάρτινα φοινικόδεντρα στους τοίχους μπορεί να γίνουν αληθινά, ο έρωτας τους να πραγματωθεί, η νεότητά τους να επιστραφεί, ανέφικτες προσδοκίες, καθώς χορογράφος είναι η ίδια η ζωή που δεν χαρίζεται σε ονειροπόλους. Η αφήγηση, υπερβαίνοντας τη σατιρική διάθεση, ακολουθεί σταδιακά έναν νοσταλγικό ρυθμό, διαποτισμένο από πάθος και ένταση, για να καταλήξει σε ένα τραγικό κρεσέντο.



ΑΡΓΥΡΩ ΜΑΝΤΟΓΛΟΥ

ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 22/11/2002

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!