Γυναίκες από ζάχαρη

Έκπτωση
30%
Τιμή Εκδότη: 10.65
7.45
Τιμή Πρωτοπορίας
Υπάρχει και μεταχειρισμένο με €4.26
+
219986
Εκδόσεις: Καστανιώτης
Σελίδες:165
Ημερομηνία Έκδοσης:01/04/2004
ISBN:9789600336832
Διαθεσιμότητα στα βιβλιοπωλεία μας
Αθήνα:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες
Θεσσαλονίκη:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες
Πάτρα:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες

Περιγραφή


Μ' ένα αστείο, μ' ένα δάκρυ, χέρι με χέρι, κουβέντα την κουβέντα οι Κερκυραίοι αγωνίζονται μετά τον πόλεμο να ξαναβρούν τους ρυθμούς της ζωής όπως παλιά. Η γιαγιά Αμάλια και η τζία Κατίνα, «οι γυναίκες από ζάχαρη», βάζουν σ' ένα κάρο ό,τι λυπήθηκε η φωτικά, από τις εμπρηστικές βόμβες που έριξαν οι Γερμανοί, και ψάχνουν να στήσουν αλλού το σπιτικό τους, ν' ανάψουν τη «στια», να ταΐσουν παιδιά και εγγόνια. «Οι γυναίκες από ζάχαρη» λοιπόν, με κερκυραϊκό σαρκασμό και συνταγές σοφές, ανένταχτες, καθορισμένες κυρίως από τις παραξενιές του χρόνου, στην εποχή των τυποποιημένων γεύσεων σε πακέτα χάρτινα ή πλαστικά μας καλούν στην κουζίνα τους να φάμε σαν άνθρωποι.

Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου







ΚΡΙΤΙΚΗ



Ενα σπαραχτικό χρονικό της γενέθλιας Κέρκυρας από τη στιγμή που φύγανε οι γερμανοί καταχτητές μέχρι «πριν γίνουμε μετανάστες στη Γερμανία, πριν γίνουμε τουριστική βιομηχανία» συνθέτει η Τίνυ Μαρτίνι με τις Γυναίκες από ζάχαρη. Μπαίνοντας στις ζωές των ηρώων της και σκαλίζοντάς τες ευλαβικά, ψάχνει να βρει το μυστικό της αντοχής τους, πώς μπόρεσαν μετά τα τραγικά γεγονότα της Κατοχής να συνεχίσουν, μέσα από μια άλλη λαίλαπα συμβάντων, να ζουν διατηρώντας την αξιοπρέπεια και το ιδιότυπο χιούμορ τους, πώς βάλθηκαν από την αρχή μέσα σε μίζερους και ενάντιους καιρούς να χτίσουν ξανά τη ζωή τους και να κερδίσουν το μέλλον τους. Συγκλονισμένη από τις κακουχίες τους, η συγγραφέας αποτίει φόρο τιμής στους απλούς και συχνά αμόρφωτους εκείνους ανθρώπους, τους συντοπίτες της, που με την ανθρωπιά και το κουράγιο τους διδάσκουν τον αληθινό πολιτισμό. «Αυτό το βιβλίο - γράφει η ίδια στην εισαγωγή της - είναι άρωμα από το κάρβουνο που έκαιγε στη στιά της γιαγιάς μου, είναι προσκύνημα στους καρπούς της γης που μας έθρεψαν. Στους παλιούς ανθρώπους, τους πολύτιμους, που μέσα από τη φτώχια δεν μας πέρασαν μιζέρια, αλλά πολιτισμό, κουράγιο και περηφάνια».



Τσαντσαμινιές και γαλετίνες



H Μαρτίνι ξετυλίγει τρυφερά τη διήγησή της ανάμεσα σε Καμπιέλο και Σπιανάδα, Μποσκέτο και Μπόντε του Μπαβίλη, ξαναστήνοντας μπροστά μας μια Κέρκυρα παλιά αλλά όχι ξεθωριασμένη. Μπαλκόνια πνιγμένα στην τσαντσαμινιά (γιασεμί) και νανουρίσματα πάνω από μωρουδίστικα κρεβατάκια, συνάξεις με φίλες που τρελαίνονται για γαλετίνες (μπισκότα) από το ζαχαροπλαστείο του Παπαγιώργη, σεντόνια από περκάλι και από βατίστα, ριγμένα όπως όπως σε μια βαλίτσα για να γλιτώσουν από τις εμπρηστικές βόμβες των Γερμανών. Το Δημοτικό Θέατρο, μικρογραφία της Σκάλας του Μιλάνου, δεν γλίτωσε. Ούτε το Ιόνιο Πανεπιστήμιο, ούτε και η Ιόνιος Βιβλιοθήκη. Ανάμεσα στα καμένα και πολλά ξενοδοχεία - στολίδια κάποτε του νησιού - όπως η «Μπέλα Βενέτσια». Ομως ο θρήνος δεν ήταν για τα κτίρια αλλά για τους ανθρώπους. Στην Οβριακή δεν έμεινε σχεδόν κανείς. Και οι λιγοστοί Εβραίοι που σώθηκαν γιατί βρίσκονταν αλλού, φορτώθηκαν στα καράβια για το Αουσβιτς. Το Λαζαρέτο - «το πιο γυμνό μνήμα της γης» -, που όσο και να το δενδροφύτευσαν μετά την απελευθέρωση δεν έλεγε να ανθίσει. Το Αχίλλειο, το Ανάκτορο της Ελισάβετ, παιδούπολη για τα ορφανά της Κατοχής και του Εμφυλίου. Το αναμορφωτήριο στον Βίδο που με τις μουσικές και τις φιλαρμονικές του προσπαθούσε να γιατρέψει τις ψυχές των παιδιών. Και οι Φυλακές. Οι σκοτεινές εκείνες φυλακές που μόλις έπεφτε το βράδυ δονούνταν από τις κραυγές των έγκλειστων αριστερών από την ιαχή «Αέρα! Αέρα! Αέρα!». Ηταν εννιά ετών τότε η συγγραφέας και εκείνες οι κραυγές τής έσκιζαν τ' αφτιά. «Κούπωσε τ' αφτιά σου, σκέπασέ τα» της έλεγαν όταν άκουγε έντρομη τις ομοβροντίες των εκτελεστικών αποσπασμάτων που θέριζαν ζωές.



«Τσωπάστε, ωρές!»



Ομως έπρεπε να επιβιώσουν. Κάτι να μπει στην κατσαρόλα και να στρωθεί ένα τραπέζι, έστω και φτωχικό. H ζωή συνεχιζόταν. H Μαρτίνι ανασύρει από το συρτάρι της θύμησής της ιστορίες πότε τρυφερές και πότε σκληρές, από τις προσπάθειες εκείνων των ανθρώπων, των οικείων της, να σταθούν στα πόδια τους, σε έναν κόσμο που τον είχαν ξυρίσει συθέμελα ένας φοβερός πόλεμος και ένας ακόμη αγριότερος εμφύλιος. Και στο τελευταίο μέρος του βιβλίου της, ανακαλώντας τη γευστική πεμπτουσία εκείνης της περιόδου, μας χαρίζει παραδοσιακές συνταγές της Κέρκυρας, από εκείνες που σκάρωνε με τη γιαγιά της, όπως μπακαλιάρο ξερό μπιάνκο και φασόλια με μανέστρα, παστιτσάδο και μπουρδέτο, πολέντα και τούρτα με γαλετίνες, τζαλέτια και φασόλια με παντσέτα χοιρινή, κοτοπουλοκεφτέδες και σοφρίτο, ψευτοεκμέκ και λάχανα κοντσαρισμένα με τυρί. Ανάλογης γευστικής έμπνευσης είναι και πολλές από τις ιστορίες που μας διηγείται. Μία από αυτές: Στα καντούνια της Κέρκυρας, Κυριακή μεσημέρι. Παντού παιδιά με κοντά παντελονάκια και ξυρισμένο κεφάλι, με ένα ταψί στο χέρι. Περπατώντας σαν κουρδιστά παιχνιδάκια, όλα συγκλίνουν στον φούρνο του σιόρ Γεράσιμου με παραγγελιές του τύπου: «Είπε η σιόρα Αγγιολίνα του θέλει στις δύο ιν πούντο» ή «και να ροδίσουν οι πατάτες, γιατί ου άντρας της δεν θα τις φάει αν τις δει χλουμές». Ο σιόρ Γεράσιμος βέβαια είχε για κάθε παραγγελία το τροπάρι του: «Μη σώσει και τσι φάει! Ορσε μου τώρα! Που θα μας κάνει κι ο Νικολέτος ποντίγιο. Αμα δεν τσι φάει, να του φέρει το ταψί στο τσερβέλο». Ομως κάποιος άλλος μικρός φαίνεται πως ξεπέρασε τα εσκαμμένα: «H σιόρα Μερόπη από το καντούνι του Βιανέλου μού είπε να τη συγχουρήσεις που σου στέλνει κυριακάτικα να της ψήσεις μπακαλιάρου με πατάτες...». Κι ο σιόρ Γεράσιμος ξεσπαθώνει πραγματικά: «Και γιατί να τη συγχωρήσω; Από ό,τι έχει κανείς ψήνει. Εγω τσι ψωροπερήφανες δεν μπορώ να υποφέρω. Που κάνουνε τσι σπουδαίες γιατί τρώνε δυο φορές την εβδομάδα κριάς. Και δεν τσου φτάνει που το τρώνε, πάνε και το διατυμπανίζουνε κιόλας! Και δεν βρίσκεται και κανένας να τσου πει "Τσωπάστε, ωρές, τι θα σας κάψει ο Αγιος. Φάτε το, που να σας φάει, που να σας κάτσει στο λαιμό να ησυχάσουμε! Δεν είναι ανάγκη να το βάζετε και κάτω από τη μύτη τση άμοιρης τση Μερόπης, που χήρεψε πριν από είκοσι μέρες και τση άφηκε ο άλλος μισή ντουζίνα παιδιά κι ένα κάρο χρέη"».




ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΟΥΛΙΑΡΑΚΗΣ

ΤΟ ΒΗΜΑ, 17-10-2004

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!