Η χαμένη βιβλιοθήκη του Δημητρίου Μόστρα

Έκπτωση
30%
Τιμή Εκδότη: 17.04
11.93
Τιμή Πρωτοπορίας
+
293287
Εκδόσεις: Καστανιώτης
Σελίδες:306
Ημερομηνία Έκδοσης:01/04/2007
ISBN:9789600344134
Διαθεσιμότητα στα βιβλιοπωλεία μας
Αθήνα:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες
Θεσσαλονίκη:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες
Πάτρα:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες

Περιγραφή


Στις αρχές του 19ου αιώνα ο Δημήτριος Μόστρας, ένας παθιασμένος Έλληνας βιβλιόφιλος, είχε δημιουργήσει στην Ιταλία μια πολύτιμη βιβλιοθήκη γεμάτη κώδικες, χειρόγραφα και σπάνια βιβλία.
Έναν ανεκτίμητο θησαυρό που χάθηκε στο χρόνο και παρέμεινε ένα αξεδιάλυτο μυστήριο. Πολλά χρόνια αργότερα, ένας ανάπηρος συλλέκτης κι ένας Ελληνοϊταλός έμπορος βιβλίων πιστεύουν
ότι έχουν βρει το κλειδί για τους χαμένους τόμους.

Όμως, το κακό κινείται γύρω τους με τους δικούς του ρυθμούς, τους δικούς του κανόνες και τους δικούς του ανθρώπους. Μια σειρά από ομιχλώδη ερωτήματα παρασύρει από την αρχή τους ήρωες σ' ένα αδιάκοπο κυνηγητό: Τι κρύβεται πίσω από το αίνιγμα της χαμένης βιβλιοθήκης; Ποιος είναι ο άνθρωπος σκιά; Τι συνδέει τα μοναδικά χειρόγραφα με τις ανεξήγητες εξαφανίσεις αποφυλακισμένων δολοφόνων; Ποια μοίρα ενώνει και χωρίζει την πανέμορφη Ντανιέλα και την αινιγματική Μονίκ;

Οι απαντήσεις και οι λύσεις καραδοκούν στους δρόμους της βροχερής Ρώμης και στα κανάλια της Βενετίας, σ' ένα βιβλιοφιλικό θρίλερ ποτισμένο από άρωμα παλαιού βιβλίου.





ΚΡΙΤΙΚΗ



Ποιος να το έλεγε στον Δημήτριο Μόστρα, ο οποίος έζησε στη σκιά του διαπρεπούς ιεράρχη και ένθερμου Φιλικού Ιγνατίου, Μητροπολίτη Αρτης και Ναυπακτίας και κατόπιν Ουγγροβλαχίας, πως κάποτε θα μνημονευόταν ως ξεχωριστή προσωπικότητα, με ίδιον έργο, ακόμη και πέραν της οικονομικά ισχυρής ηπειρωτικής οικογενείας των Μοστραίων. Και μάλιστα δύο φορές σε χρόνους συμπτωματικά γι' αυτόν επετειακούς. Το πρώτον, το 1987, 210 συναπτά έτη από της γεννήσεώς του, ως αντικείμενο ενδελεχούς ιστορικού μελετήματος, και το δεύτερον, εφέτος, κατά τη συμπλήρωση 230 χρόνων, αν όχι ως κεντρικός ήρωας μυθιστορήματος, τουλάχιστον ως ο κινητήριος μοχλός της πλοκής. Και αυτό γιατί ο Μόστρας, αν και ξεκίνησε στη γενέτειρά του, την Αρτα, ως δάσκαλος, διατηρώντας διά βίου την έφεση για μόρφωση, δεν έγινε συγγραφέας ή μεταφραστής, παρεκτός για τις ανάγκες των βιβλίων του Ιγνατίου, όπου έκανε μικροσυμπληρώσεις και τις τυπογραφικές διορθώσεις, καθ' όσον γραμματικός του, εξελίχθηκε όμως σε μέγα συλλέκτη. Ιδιότητα που σήμερα τιμούμε υπέρμετρα, πόσο μάλλον όταν πρόκειται για συλλέκτη σπανίων βιβλίων και χειρογράφων. Η βιβλιοθήκη του, λέγεται πως κίνησε το ενδιαφέρον ακόμη και του «γέροντα» Κοραή. Γιατί όχι λοιπόν και ενός νεότερου συγγραφέα των αρχών του 21ου αιώνα, που θηρεύει πανταχόθεν ιδέες ώστε να αντεπεξέλθει σε έναν ικανοποιητικό εκδοτικό ρυθμό, ει δυνατόν, ανά διετία.

Ειδικευόμενος ο Δ. Μαμαλούκας στα περιπετειώδη αναγνώσματα που εξελίσσονται σε θρίλερ, με κοσμοπολίτικο αέρα και γερές δόσεις βίας και σεξ, αποφάσισε στο τέταρτο μυθιστόρημά του να εμπλέξει τον συνονόματό του. Ο Δημήτριος Μόστρας και η βιβλιοθήκη του είναι ο τίτλος του παλαιότερου μελετήματος της ιστορικού Λουκίας Δρούλια, Η χαμένη βιβλιοθήκη του Δημητρίου Μόστρα εκείνος του μυθιστορήματος, όπου το όνομα ενός βιβλιόφιλου λογίου των αρχών του 19ου αιώνα δίνει ευθύς εξαρχής καινούργια ώθηση στον κοινό μυθιστορηματικό τόπο των βιβλιοθηκών και δη των απολεσθεισών. Και αυτό το μυθιστόρημα του Μαμαλούκα διαδραματίζεται στην Ιταλία, μοιρασμένο μεταξύ Ρώμης και Βενετίας, ακολουθώντας δοκιμασμένους από τα προηγούμενα βιβλία του αφηγηματικούς τρόπους. Και πάλι η κυρίως πρωτοπρόσωπη αφήγηση εναλλάσσεται με μια βραχύτερη παράπλευρη, σε τρίτο πρόσωπο, ώστε αφενός μεν να διευθετηθούν οι ταυτοχρόνως εκτυλισσόμενες ιστορίες αλλά και να δικαιολογηθεί μια λεκτικά περιορισμένη, κάπως αγοραία γλώσσα.

Στον κορμό του μυθιστορήματος δύο ιταλοί φίλοι, μανιώδεις συλλέκτες παλαιών βιβλίων, έχουν κάνει όνειρο ζωής την ανεύρεση της χαμένης βιβλιοθήκης του Μόστρα. Συγκεκριμένα, κατά τη μυθοπλασία, χαμένη δεν λογαριάζεται ολόκληρη η βιβλιοθήκη του αλλά μόνο ένα κομμάτι της, γύρω στα χίλια βιβλία, ό,τι πιο σπάνιο, που ο Μόστρας κατά τον επαναπατρισμό του φημολογείται πως άφησε στην Ιταλία. Ετσι κι αλλιώς, τω όντι, ο Μόστρας διαχώριζε το κυρίως σώμα της βιβλιοθήκης του, που προόριζε για τις παιδευτικές ανάγκες των συμπατριωτών του, από τα πολύτιμα, που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν οικονομικά. Οσον αφορά τη μυθοπλασία, κατά τα ειωθότα, μια γυναίκα θα διαλύσει τη φιλία των δύο ανδρών μετατρέποντάς τους σε άσπονδους εχθρούς. Ανάμεσά τους θα βρεθεί ένας τρίτος, «μπάσταρδος», όπως και ο αφηγητής του προηγούμενου βιβλίου του Μαμαλούκα, αυτή τη φορά, όχι συγγραφέας, ούτε όμως συλλέκτης, αλλά κληρονόμος συλλέκτη, που εξασφαλίζει τα προς το ζην μοσχοπουλώντας τις σπάνιες εκδόσεις.

Το μυθιστόρημα, παρά τον βιβλιοφιλικό του χαρακτήρα, πόρρω απέχει ενός μυθιστορήματος ιδεών καθώς υπερισχύει η πλευρά του αστυνομικού. Ανεξάρτητα και παράλληλα με την αναζήτηση της χαμένης βιβλιοθήκης λαμβάνουν χώρα φόνοι κατά συρροήν νεαρών γυναικών μετά βιασμού. Οπότε για τη διαλεύκανσή τους ανακατώνεται η Ασφάλεια, που έρχεται αντιμέτωπη όχι μόνο με μαφιόζους αλλά και με μια σπείρα ιδιότυπων τιμωριών. Χάρη σε ευρηματικές συμπτώσεις πληθαίνουν οι σκηνές δράσης, ενώ πολλαπλασιάζονται οι ανατροπές μέχρι και της υστάτης σελίδος. Μόνο που για να επιτευχθεί το περίπλοκο δέσιμο των συμβάντων οι ήρωες εμφανίζονται υπερβολικά εύπιστοι ως και απερίσκεπτοι δοκιμάζοντας τα όρια της αληθοφάνειας. Πάντως η πεμπτουσία βρίσκεται στη χαμένη βιβλιοθήκη, που, αν ο Μόστρας στέγασε σε ένα συνηθισμένο σπίτι της Πίζας, ο μυθιστορηματικός ευρέτης της είχε τη φαεινή ιδέα να εγκαταστήσει σε έναν χώρο όμοιο με το Πανοπτικόν του Τζέρεμι Μπένταμ. Ανεξάρτητα αν ο Μπένταμ είχε κατά νου την ιδεατή φυλακή και όχι βιβλιοθήκη. Πέραν αυτών, ο βίος του Μόστρα διαφοροποιείται προσαρμοζόμενος στις μυθοπλαστικές απαιτήσεις. Μεταξύ άλλων, επισπεύδεται ο θάνατός του, τοποθετούμενος το 1837 αντί του 1850, όπως και αυτός της αδελφής του Κωνσταντίνου, εμπόρου και βασικού χρηματοδότη του. Μάλιστα ο Μαμαλούκας πρωτοτυπεί ως προς τη συνήθεια ενσωμάτωσης ντοκουμέντων παραθέτοντας αντί γνησίων ένα προσφυώς χαλκευμένο. Δεν συντρέχει όμως λόγος ανησυχίας όσον αφορά τις μορφωτικές παρενέργειες του μυθιστορήματος, μια και ο συγγραφέας έχει προβλέψει για τη βιβλιογραφική ενημέρωση του φιλοπερίεργου κοινού.



ΜΑΡΗ ΘΕΟΔΟΣΟΠΟΥΛΟΥ

Το ΒΗΜΑ, 17/06/2007

Κριτική:


Δημήτρης Μαμαλούκας: δύο ιστορίες σε μία, που... αυτοϋπονομεύεται

Ο τιμωρός πίσω από τα ράφια


Ο Δημήτρης Μαμαλούκας σκιαγραφεί γλαφυρά τον χαρακτήρα ενός ήρωα ανεπρόκοπου και χαραμοφάη ο οποίος αναπάντεχα γίνεται βιβλιόφιλος


ΟΤΑΝ ΤΕΛΕΙΩΣΑ ΤΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΜΑΜΑΛΟΥΚΑ
Η «ΧΑΜΕΝΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΜΟΣΤΡΑ»
ΕΙΠΑ ΜΕΣΑ ΜΟΥ, ΔΟΞΑ ΤΩ ΘΕΩ ΠΟΥ ΤΟ ΠΑΘΟΣ ΓΙΑ
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΤΟΣΟ ΣΥΧΝΟ ΟΣΟ ΤΟ ΕΡΩΤΙΚΟ ΠΑΘΟΣ.
ΦΟΒΑΜΑΙ ΠΩΣ ΘΑ ΘΡΗΝΟΥΣΑΜΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΘΥΜΑΤΑ.


Ο ήρωας του Δημήτρη Μαμαλούκα ονομάζεται Νικόλαος Μιλάνος. Ο Μιλάνος είναι ένας μπάσταρδος, όπως δηλώνει ο ίδιος στην αρχή του μυθιστορήματος. Γιος Έλληνα διπλωμάτη και μιας φτωχιάς Ρωμαίας, μαθαίνει την ταυτότητα του πατέρα του μόλις μετά την αυτοκτονία της μητέρας του. Στον Νικόλαο Μιλάνο επαληθεύεται η αγαπημένη ρήση του αείμνηστου Δημήτρη Δεσποτίδη: «Η κατάστασις επιδεινουμένη βελτιούται». Η κατάσταση του Νικόλαου Μιλάνου βελτιώνεται διά της επιδείνωσής της. Χάνει τη μητέρα του, αλλά αυτός ο θάνατος τον οδηγεί στον πατέρα του. Εκείνος δεν τον θέλει, αλλά του αυξάνει το επίδομα για να τον αφήνει ήσυχο και έτσι ο Μιλάνος ζει καλύτερα. Μετά, ο πατέρας χάνει τη νόμιμη γυναίκα και τον γιο του σε τροχαίο. Η τραγωδία του πατέρα είναι η ευτυχία του γιου, καθ΄ ότι ο πατέρας επαναπατρίζεται στην Ελλάδα και αφήνει στον γιο ένα τεράστιο ανάκτορο στη Ρώμη και μια εξίσου τεράστια βιβλιοθήκη, που αξίζει μια αμύθητη περιουσία.
Έτσι ο Νικόλαος Μιλάνος μπαίνει από το παράθυρο στον χώρο των παλαιών και σπάνιων βιβλίων και γίνεται βιβλιόφιλος παρά τη θέλησή του. Επειδή όμως δεν είναι μόνο μπάσταρδος αλλά και ανεπρόκοπος, συνδυάζει τη βιβλιοφιλία με το βιβλιεμπόριο και ξεπουλάει μεγάλο μέρος της βιβλιοθήκης του πατέρα του, για να απολαμβάνει την άνετη ζωή του χαραμοφάη.

Εν τούτοις, το ξεπούλημα παλαιών, πολύτιμων βιβλίων είναι εκείνο που μπλέκει τον ήρωα του Δημήτρη Μαμαλούκα σε μια θανατηφόρο περιπέτεια. Μία ημέρα ο Νικόλαος Μιλάνος δέχεται την επίσκεψη δύο αναπήρων. Ο άνδρας, ονόματι Άλντο Φερέτι, είναι καθισμένος σε αναπηρικό καροτσάκι που το σπρώχνει η σύντροφός του Μονίκ, η οποία πάλι, όπως θα φανεί στη συνέχεια, είναι ερωτικά ανάπηρη. Η ερωτική αναπηρία της Μονίκ είναι το κλειδί για την εξέλιξη του μυθιστορήματος.

Μανιακοί συλλέκτες


Ο Φερέτι ζητάει να αγοράσει από τον Μιλάνο ένα σπάνιο σύγγραμμα που πιστεύει ότι ανήκει στη βιβλιοθήκη του Δημητρίου Μόστρα, που τα ίχνη της χάθηκαν στη Βενετία όταν ο ιδιοκτήτης της γύρισε στην Κέρκυρα και πέθανε εκεί. Το κακό είναι πως την ίδια βιβλιοθήκη ψάχνει και ένας Έλληνας συλλέκτης, ο Σαράντης Σκούρας, που είναι τέως φίλος του Άλντο Φερέτι και νυν άσπονδος εχθρός του. Αιτία του μίσους δεν είναι κάποιο συλλεκτικό βιβλίο αλλά ένα συλλεκτικό αντικείμενο του πόθου: η ερωτικά ανάπηρη Μονίκ.
Και επειδή το αίμα νερό δεν γίνεται, όπως λέει η λαϊκή παροιμία, ο ήρωας του Μαμαλούκα, ο Νικόλαος Μιλάνος, ανακαλύπτει και στον εαυτό του το πάθος του πατέρα του για τα παλαιά βιβλία και βρίσκεται μεταξύ δύο πυρών, του Φερέτι και του Σκούρα.
Ο Δημήτρης Μαμαλούκας πρέπει να έκανε εξονυχιστική έρευνα στον βιβλιοσυλλεκτικό χώρο, για να στήσει ένα μυθιστόρημα με ωραία πλοκή, με ζωντανούς χαρακτήρες, με δύο μανιακούς συλλέκτες έτοιμους για όλα και με την προσωπικότητα του Νικόλαου Μιλάνου να σκιαγραφείται γλαφυρά μέσα από την αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο.

Βιαστές και τιμωρία


Αν Η Χαμένη Βιβλιοθήκη του Δημητρίου Μόστρα είχε τελειώσει εδώ, ο αναγνώστης θα έκλεινε το βιβλίο με την ηδονή του καλοφαγά ύστερα από ένα ωραίο γεύμα. Δυστυχώς όμως, το μυθιστόρημα δεν τελειώνει με την ιστορία του Νικόλαου Μιλάνου. Ή, για να είμαι ακριβής, η ιστορία του Νικόλαου Μιλάνου δεν είναι η μοναδική στο βιβλίο. Παράλληλα αναπτύσσεται μια ιστορία αυτοδικίας με μια ομάδα από vigilantes αμερικανικού τύπου, που τιμωρούν όσους βίασαν ανήλικα κορίτσια, έχουν εκτίσει την ποινή τους και κυκλοφορούν ελεύθεροι, άρα μπορούν να ξαναχτυπήσουν. Οι vigilantes είναι καθ΄ όλα ευυπόληπτοι πολίτες: αξιωματικοί της Αστυνομίας, εισαγγελείς, νοικοκυρές και μικροεπαγγελματίες.

Αυτό το κομμάτι του μυθιστορήματος, ο Μαμαλούκας το αφηγείται σε τρίτο πρόσωπο. Η ιστορία της αυτοδικίας δεν έχει σχέση με τη βιβλιοσυλλεκτική, αναπτύσσεται παράλληλα και αυτόνομα, ενώ ο αναγνώστης έχει την αίσθηση ότι διαβάζει δύο διαφορετικά μυθιστορήματα στο ίδιο βιβλίο. Αυτό έχει, δυστυχώς, την άκρως αρνητική συνέπεια να διακόπτουν εναλλάξ η μία ιστορία τη ροή της άλλης χωρίς ουσιαστικό αντίκρυσμα. Το κακό ενισχύεται από το γεγονός ότι, ενώ η πρώτη ιστορία, αυτή με τη χαμένη βιβλιοθήκη, κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη, η δεύτερη είναι το άλλο άκρο: μια ιστορία αδιάφορη, τετριμμένη, κυρίως από την κατάχρησή της στο σινεμά, την οποία ο συγγραφέας αφηγείται, δυστυχώς, σαν ένα είδος Β-movie.

Πέτρος Μάρκαρης, Τα Νέα, 5/8/2007

Κριτικές

Μυστήριο, ίντριγκα, δολοφονίες, αναζήτηση και ολίγο...σεξ σε ένα ελαφρύ ανάγνωσμα κατάλληλο για στιγμές χαλάρωσης. Αρκετά καλό μείγμα περιπετειώδους γραφής με μεγάλο χαμένο τη λογοτεχνικότητα του κειμένου γιατί το γλωσσικό ύφος του συγγραφέα είναι στεγνό και διεκπεραιωτικό και αυτό στοιχίζει στην τελική αξιολόγηση του βιβλίου. Για όσους δεν έχουν ιδιαίτερες απαιτήσεις από τη λογοτεχνία είναι ό,τι πρέπει...
Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!