Η γυναίκα που πετάει

Υπάρχει και μεταχειρισμένο με €6.30
285670
Συγγραφέας: Κουμανταρέας, Μένης
Εκδόσεις: Κέδρος
Σελίδες:402
Ημερομηνία Έκδοσης:01/02/2007
ISBN:9789600431384


Εξαντλημένο από τον Εκδοτικό Οίκο

Περιγραφή


Γυναίκα που πετάει είναι η γιαγιά Αγγελική, που από το στόμα του εγγονού της μαθαίνουμε την ιστορία του άτυχου γάμου της με τον Συνταγματάρχη Αριστείδη.

Με τη φωνή της πετάει και η Μαρία Κάλλας στη σύντομη επίσκεψή της στην Αθήνα το καλοκαίρι του ’57.

Γυναίκες που πετάνε στον ύπνο τους η Μπρόνια, η Ροβένα, η Μάγια και η Ναταλία, οι τέσσερις μετανάστριες που ονειρεύονται τις πατρίδες τους.

Η κυρία Βικτωρία πετάει κι αυτή μαζί με τους μετεωρίτες μιας καλοκαιρινής νύχτας.

Γυναίκα που πέταξε πια, η μάνα του Άρη στο ομότιτλο διήγημα.

Υπάρχουν και άντρες σ’ αυτές τις έντεκα ιστορίες: από τον μυστηριώδη Δανό βιολιστή και τα δίδυμα ανάπηρα αγόρια ως τον ταξιτζή με το χαμένο κινητό. Αυτοί όμως δυσκολεύονται να πετάξουν.

Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου









ΚΡΙΤΙΚΗ



Ανεξάρτητα αν τα καινούργια πεζά γράφτηκαν σε διαφορετικές χρονικές περιόδους, υποθέτουμε εντός της τελευταίας δεκαπενταετίας, και κάποια δημοσιεύτηκαν σε έντυπα ενώ άλλα πρωτοπαρουσιάζονται στο βιβλίο, η γενικότερη εντύπωση είναι αυτή των μεγάλων ανοικτών αφηγήσεων, όπου η μία διαδέχεται τεχνηέντως την άλλη, όπως, καλή ώρα, οι διηγήσεις της Σεχραζάντ, η οποία διέσωζε για χίλιες και μία νύχτες την κεφαλή της κρατώντας αδιάπτωτο το ενδιαφέρον του απειλητικού χαλίφη. Στην προκειμένη περίπτωση, ακόμη απειλητικότερου, αφού πρόκειται για το σημερινό αναγνωστικό κοινό, που θα πρέπει κάποτε να μάθει πως οι ευχάριστες ιστορίες είναι τις περισσότερες φορές, για να μην πούμε πάντοτε, ανούσιες, ενώ οι τρομακτικές έχουν θεραπευτικές ιδιότητες, όπως υποστηρίζει ο Μ. Κουμανταρέας μέσω της ηρωίδας του, της κυρίας Βικτωρίας. Εκείνη αναπτύσσει παραβολικά πώς τα παιδιά αγαπούν τις ιστορίες με δράκους και φαντάσματα γιατί ξορκίζουν τον φόβο χάρη στο άπλωμα και στα πισωγυρίσματα στον χρόνο των παραμυθιών. Οσοι λοιπόν μεγάλοι έχουν φτάσει στην ηλικία όπου κανείς σκιάζεται τη φθορά και τον θάνατο θα γλυκαθούν με τις ιστορίες του Κουμανταρέα που άλλοι, νεότεροι, μπορεί να βρουν και ψυχοπλακωτικές.



Σαν μετέωρες



Δέκα νουβέλες και ένα διήγημα, δέκα, όχι αναγκαστικά οι ίδιες, σε πρώτο πρόσωπο και μία σε τρίτο που εμφανίζονται σαν μετέωρες μεταξύ μυθοποιημένης αυτοβιογραφίας και ρεαλιστικής μυθοπλασίας. Αν και σε αυτό το βιβλίο η αυτοβιογραφική διάσταση χάνεται στα εξωλογοτεχνικά εδάφη που αρέσκονται να ανασκαλεύουν οι φιλοπερίεργοι καθώς τα πρόσωπα συστήνονται μόνο με το μικρό τους όνομα ή τον βαθμό συγγένειας ως προς τον αφηγητή, σε αντίθεση με τα δύο προηγούμενα «ημερολόγια της λογοτεχνίας» του Κουμανταρέα. Π.χ., στο αφήγημα «Η μέρα για τα γραπτά κι η νύχτα για το σώμα», που προτάσσεται στο ομότιτλο βιβλίο του 1999, πρωταγωνιστεί ο Κώστας Ταχτσής, ενώ στο πρόσφατο «Μαραμπού και Χούντα» ένας Κώστας, ο οποίος, για νεότερους αναγνώστες, κυρίως για τους μελλοντικούς των επανεκδόσεων, δεν είναι παρά ένας παρορμητικός ήρωας με ευγένεια ψυχής και εμμονή στα καλά ελληνικά, μέσω του οποίου ο συγγραφέας ζητεί να δείξει πως η αντρίκια συμπεριφορά είναι ανεξάρτητη των όποιων ερωτικών επιλογών. Οσο για το θέμα της αφήγησης και τους 18 συγγραφείς που υπέγραψαν ένα κείμενο διαμαρτυρίας για τη λογοκρισία της χούντας, οι πρεσβύτεροι και κάπως σχετικοί τους συγχέουν με αυτούς των «Δεκαοκτώ κειμένων», όταν οι νεότεροι μετά βίας γνωρίζουν πως πριν από ένα τρίτο του αιώνα υπήρξε ένα δικτατορικό καθεστώς.

Εν τέλει ο Κώστας του «Μαραμπού και Χούντα», όπως και οι ήρωες των άλλων αφηγήσεων, είναι ένας άνθρωπος που στα νιάτα του θέλησε να πετάξει αλλά του έκοψαν τα φτερά, γιατί ο περίγυρος πάντοτε αποθαρρύνει, όταν δεν συνθλίβει, τους ευαίσθητους, ανεξαρτήτως φύλου και εποχής. Μια ευαίσθητη ψυχή και η Αγγελική, η οποία «εφονεύθη, πεσούσα από του εξώστου, εν εκστάσει φρενών», κατά την παπαδιαμάντεια φράση, που ανακαλεί ο αφηγητής, αφού και αυτή πλέει στη μνήμη του σαν τον «Νεκρό Ταξιδιώτη» του Σκιαθίτη. Μάνα της μάνας του, και οι φήμες στην οικογένεια γύρω από τα δεινά της αφήνουν σκοτεινά σημεία που αυτός φωτίζει σκιαγραφώντας με αδρές πινελιές χαρακτήρες και αποπνικτικές καταστάσεις συμβίωσης. Ακόμη μία ιστορία για τις τρυφερές κόρες των καλών οικογενειών, που τη μελαγχολία της συζυγικής στέρησης την αποκάλεσε η ιατρική της εποχής τους παράνοια ενώ ήταν μόνο τρέλα για ζωή. Ανέκαθεν το στίγμα της τρέλας ταλάνιζε τις ελληνικές οικογένειες, που προτιμούσαν να πιστεύουν πως την κουβαλούν στα γονίδιά τους παρά πως τη γεννούν στους παμφάγους κόλπους τους. Ενας άλλος ωραίος τρελός στο βιβλίο που στοιχειώνει τη μνήμη του αφηγητή είναι ο μεγαλύτερος αδελφός του, «Ο Αρης», όπου την ανιστόρηση του βίου του και του άδοξου τέλους του χρωματίζουν με δεξιότητα οι τύψεις όχι τόσο για μια συγκεκριμένη πράξη όσο για την κρυφή δυσφορία που προκαλούν στον οικογενειακό περίγυρο οι μακροχρόνιες ασθένειες. Τελείως διαφορετική η ατμόσφαιρα στην πρώτη διήγηση του βιβλίου «Τα χιόνια του Δεκέμβρη παραμονεύουν πάντα», που ανακαλεί τα Χριστούγεννα του 1944 και την αιχμαλωσία του δεκατριετούς τότε αφηγητή από τους Ελασίτες. Οι σημερινές απόψεις του αφηγητή, μαζί με τη νοσταλγική διάθεση, καθορίζουν την περιγραφή των ανταρτών, που μπορεί να ήταν και της περίφημης ΟΠΛΑ, προβάλλουν όμως σαν δερβίσηδες, ενώ μένει μια σχεδόν ερωτική ανάμνηση από τον αγριωπό μυστακοφόρο που του χάιδεψε τα μαλλιά.



Γερή δόση φαντασίας



Με πρότυπο τον πολλαπλώς μνημονευόμενο Παπαδιαμάντη, που ήθελε τον αφηγητή του να εικάζει εκμεταλλευόμενος τα κενά που αφήνουν οι ανιστορήσεις των συμβάντων, όπως άλλωστε και οι αναμνήσεις, ο Κουμανταρέας πλάθει ιστορίες ανακατώνοντας τη μνήμη και την παρατήρηση με μια γερή δόση φαντασίας. Κυρίως ιστορίες, κι άλλες εγκιβωτισμένες ή κατά παρέκβαση, η καθεμιά με τον δικό της αφηγητή, πέραν του συγγραφικού alter ego, κυρίες της καλής κοινωνίας έως ταξιτζήδες και γκαρσόνια στο ξενοδοχείο της «Μεγάλης Βρεταννίας», μπλέκουν τη σαγήνη παλαιότερων καιρών με την εξαλλοσύνη του 21ου. Το Παρίσι του 1900, το αριστοκρατικό Νέο Φάληρο της δεκαετίας του '20 και την Κεντρική Ευρώπη του Μεσοπολέμου διαδέχονται οι πλατείες Βικτωρίας και Αγίου Παντελεήμονος. Οχι όμως οι υποβαθμισμένες περιοχές που αντικρίζουν οι πολλοί αλλά τα εξωραϊσμένα σκηνικά που στήνει ένας ουτοπιστής της παγκοσμιοποιημένης εποχής μας. Π.χ., στο πιο πρόσφατο πεζό του βιβλίου ο Νικολίν ο Αλβανός προβάλλει στα μάτια του αφηγητή σαν εκείνο το μοναδικό παλικάρι του Στράτη Μυριβήλη, τον Βασίλη τον Αρβανίτη.

Τελικά, ο Κουμανταρέας είναι ένας από τους λιγοστούς έλληνες συγγραφείς που τα βιβλία τους συγκαταλέγονται στα ευπώλητα παραμένοντας στη νησίδα της ελληνικής λογοτεχνίας, όπως την έχουν οριοθετήσει οι παλαιότεροι γηγενείς γραμματολόγοι.



ΜΑΡΗ ΘΕΟΔΟΣΟΠΟΥΛΟΥ

Το ΒΗΜΑ, 29/10/2006




ΚΡΙΤΙΚΗ



Η σχέση του Μένη Κουμανταρέα με το διήγημα είναι από παλαιά δρομολογημένη και μετά τα δύο τελευταία του μυθιστορήματα («Δυο φορές Ελληνας», 2001, και «Νώε», 2003) φαίνεται να μπαίνει σε μια καινούρια τροχιά. Η «Γυναίκα που πετάει» αποτελείται από έντεκα μεγαλύτερα ή μικρότερα κομμάτια, τα οποία έχουν ως κεντρικό τους άξονα την αθηναϊκή ζωή, εξαπλωμένη σε μια μεγάλη χρονική γκάμα: από τα προπολεμικά χρόνια και τη μεταπολεμική περίοδο μέχρι τις μέρες μας. Αθηναιογράφος εκ πεποιθήσεως, ο Κουμανταρέας έχει συχνά μετατρέψει, τόσο στα διηγήματα όσο και στα μυθιστορήματά του, το κέντρο της Αθήνας και, ευρύτερα, το πολύμορφο και πολυάνθρωπο αστικό τοπίο σε βασικό στοιχείο της αφήγησής του, στοιχείο το οποίο κάποτε υπερβαίνει την ατομική μοίρα των ηρώων, για να οδηγήσει τον φύσει περιορισμένο χαρακτήρα του βίου τους σε σαφώς πιο περίπλοκες και κρίσιμες καταστάσεις.



Μεταναστευτικές και άλλες ιστορίες



Θα χώριζα τα διηγήματα του τόμου σε τρεις ευδιάκριτες ομάδες. Στην πρώτη ομάδα υπάγονται τα κομμάτια τα οποία στρέφονται γύρω από το πιο καυτό, ίσως, θέμα της εποχής μας, που δεν είναι άλλο από τους αλματώδεις ρυθμούς με τους οποίους αυξάνει η παρουσία των μεταναστών εν Ελλάδι. Στα «Κουδούνια», ο συγγραφέας στήνει μια σύγκρουση μεταξύ Ελλήνων και ξένων σε μια ψησταριά, υπονομεύοντας κατά την έξοδο της πλοκής αυτήν την ούτως ή άλλως προβληματική διάκριση. Στο «Παντός Ελεήμονος», πάλι, το βλέμμα του αφηγητή είναι περιστροφικό, ανεβάζοντας επί σκηνής έναν πολυπρόσωπο μεταναστευτικό θίασο, στον οποίο πρωταγωνιστικό ρόλο αναλαμβάνουν μανάδες και γιοι, που αγωνίζονται πάση θυσία να επιζήσουν σε έναν ξένο και, ας μην το κρύψουμε, αφιλόξενο και εχθρικό για τους ίδιους τόπο.

Στη δεύτερη ομάδα των διηγημάτων της συλλογής εντάσσονται οι αυτοβιογραφικές αναφορές: τα πρώτα μετακατοχικά χρόνια («Τα χιόνια του Δεκέμβρη παραμονεύουν πάντα»), το δράμα του πολύπαθου αδελφού («Ο Αρης»), η επίσκεψη με τον Κώστα Ταχτσή στο σπίτι του Νίκου Καββαδία μέσα στη δικτατορία, προκειμένου να εξασφαλιστεί η συμμετοχή του σε μια διαμαρτυρία κατά του καθεστώτος των συνταγματαρχών («Μαραμπού και Χούντα») ή οι αναμνήσεις από το γειτονικό περιβάλλον της παιδικής ηλικίας («Τόμπυ και Λόλυ»).

Στην τρίτη ομάδα των κειμένων του, ο συγγραφέας απομακρύνεται από τη θέση του παρατηρητή των μεταναστών ή από την αναδίφηση του βιωματικού του υλικού για να περάσει σε ένα καθαρώς μυθοπλαστικό πεδίο. Οι ήρωές του εδώ μπορεί να πέφτουν κατά τον πλέον αιφνιδιαστικό τρόπο στα δίχτυα της σεξουαλικής επιθυμίας και του έρωτα, όπως συμβαίνει με τον ταξιτζή στο «Ο Διάολος έχασε το κινητό του» ή με τον Δανό βιολιστή στο «Κουαρτέτο», να απολαμβάνουν μέσω των πλέον απροσδόκητων διόδων το μεγάλο δώρο της ζωής, όπως το καταφέρνει η γηραιά κυρία στη «Νύχτα με τους μετεωρίτες», να μεταβάλλονται σε αιώνιους θαυμαστές μιας μεγάλης μουσικής ντίβας, όπως γίνεται με το νεαρό γκαρσόνι της «Μεγάλης Βρεταννίας» και τη Μαρία Κάλλας στο «Θυμάμαι τη Μαρία» ή να πληρώνουν την ευαισθησία τους με τον πιο θλιβερό θάνατο, όπως το κάνει στην πρώτη εικοσαετία του 20ού αιώνα η παρανοϊκή σύζυγος ενός κωνσταντινικού στρατιωτικού, σε ένα διήγημα στο οποίο πνέει φανερά η αύρα της Πηνελόπης Δέλτα.



Διπλή αυτοβιογράφηση



Διαβάζω ξανά τα διηγήματα του βιβλίου, χωρίς καμία πλέον σειρά και τάξη, και έχω έντονα την εντύπωση πως ο Κουμανταρέας, μετά το ομολογουμένως μεγάλο εξομολογητικό άνοιγμα το οποίο επιχείρησε με τον «Νώε», προχωρεί τώρα σε μια διττού τύπου αυτοβιογράφηση: από τη μία πλευρά, εκθέτει πραγματικά περιστατικά της εμπειρίας του, λιγότερο ή περισσότερο συγκαλυμμένα (αν και η τάση του είναι κυρίως προς την αποφυγή της συγκάλυψης) ενώ, από την άλλη, μοιάζει να θέλει να μας ξεναγήσει στα θεμελιώδη μοτίβα της σαρανταπεντάχρονης πεζογραφίας του. Σκέφτομαι, για παράδειγμα, πως τα μεταναστευτικά του κομμάτια παραπέμπουν σε μορφές που έχουμε συναντήσει στο «Αρμένισμα» (1967), στον «Ωραίο λοχαγό» (1983) ή στο «Η μυρωδιά τους με κάνει να κλαίω» (1996), οι προσωπικές του μνήμες φέρνουν στην επιφάνεια γεγονότα που έχουμε εντοπίσει στον «Πλανόδιο σαλπιγκτή» (1989) ή στο «Η μέρα για τα γραπτά και η νύχτα για το σώμα» (1999), ενώ οι μυθοπλαστικές του συνθέσεις ανακινούν πρόσωπα και περιστάσεις που έχουμε δει στα «Χερουβείμ και Σεραφείμ» (1981) ή, και πάλι, στο «Αρμένισμα» (μια πολύ πιο συστηματική σύγκριση προς αυτή την κατεύθυνση δοκιμάζει η Λίνα Πανταλέων στην κριτική της για τη «Γυναίκα που πετάει», που δημοσιεύτηκε στο τεύχος Δεκεμβρίου 2006 της «Νέας Εστίας»).

Διαγράφοντας την πορεία του προς τα πίσω, ο Κουμανταρέας αναμετριέται κατ' ανάγκην με το παρελθόν του και σε κάποιες περιπτώσεις αποδεικνύεται οπωσδήποτε ισχνότερός του. Μερικές από τις πιο αδύναμες στιγμές του βιβλίου του αντιμετωπίζουμε, φέρ' ειπείν, στο «Τα χιόνια του Δεκέμβρη παραμονεύουν πάντα», στο «Ο Διάολος έχασε το κινητό του», στη «Νύχτα με τους μετεωρίτες» και στο «Θυμάμαι τη Μαρία», όπου οι πρωταγωνιστές εμφανίζονται εντελώς άψυχοι εν σχέσει προς τους φόβους ή και τα καταλυτικά πάθη τα οποία τους συγκλονίζουν, στο πλαίσιο μιας εμφανούς αναντιστοιχίας μεταξύ των αντικειμενικών βιοτικών τους συνθηκών και της ατομικής τους ψυχολογίας.

Μας ανταμείβουν, παρ' όλα αυτά, στον τόμο κείμενα όπως τα «Τόμπυ και Λόλυ» (σίγουρα, το κορυφαίο της συλλογής), «Μαραμπού και Χούντα», «Κουαρτέτο» και «Η γυναίκα που πετάει», για τους ατμοσφαιρικούς τους χώρους, τη ζωηράδα των αντιδράσεων των ηρώων, τους γνήσια παρακμιακούς τους τόνους ή τη βαθύτερη απόγνωση, η οποία διαπερνά και τις πιο ασήμαντες πράξεις των πρωταγωνιστών. Και σε διηγήματα, όμως, όπως ο «Αρης», τα «Κουδούνια» και το «Παντός Ελεήμονος», όπου το στρογγύλεμα ή η αιχμηρότητα των καταστάσεων ξεπερνούν, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, την ενδεδειγμένη δόση συγκίνησης, ο Κουμανταρέας βρίσκει τον δρόμο για να ερεθίσει (τουλάχιστον μέχρις ενός ορισμένου σημείου) την προσοχή και τη φαντασία μας, δίνοντάς μας εντέλει ένα βιβλίο το οποίο δεν διαψεύδει, όπως κι αν το ζυγίσουμε ή το υπολογίσουμε, τη συγγραφική του ταυτότητα.



ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 26/01/2007

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!