0
Your Καλαθι
Λόγος ανυπεράσπιστος
25 επιστολές του Δημήτρη Χατζή στη Λεία Χατζοπούλου- Καραβία και 1 μελέτη για το έργο του
Έκπτωση
10%
10%
Περιγραφή
Στο βιβλίο, που εντάχθηκε στη σειρά του ΕΑΤΤ «Εξ αρχείων», παρουσιάζονται και σχολιάζονται 25 χειρόγραφες επιστολές του εκπατρισμένου για πολιτικούς λόγους λογοτέχνη και διανοούμενου Δημήτρη Χατζή προς τη συγγραφέα και μεταφράστρια Λεία Χατζοπούλου-Καραβία, 12 εσώκλειστες καρτ ποστάλ προς τον Στέλιο, τον πρωτότοκο γιο της, σταλμένες όλες από τη Βουδαπέστη το διάστημα 1963-1975 και ένα δακτυλόγραφο κείμενο της Χατζοπούλου με το χρονικό της γνωριμίας της με τον εξόριστο συγγραφέα.
Όταν ξεκινά η αλληλογραφία τους, το 1963, ο Χατζής είναι πενήντα ετών και ζει στη Βουδαπέστη, όπου διδάσκει ελληνική γλώσσα και λογοτεχνία στο πανεπιστήμιο. Η Χατζοπούλου είναι τριάντα ενός ετών, ήδη γνωστή ποιήτρια, και συνεργάτιδα, όπως και ο αλληλογράφος της, του περιοδικού Επιθεώρηση Τέχνης. Στις επιστολές διαγράφεται η πορεία μιας φιλίας που ξεκίνησε με την αποστολή, ύστερα από σύσταση του Γιάννη Ρίτσου, όπως η ίδια η Χατζοπούλου μας πληροφορεί, των έργων της στον εξόριστο συγγραφέα. Με την άνεση που παρέχει η απόσταση σύντομα δημιουργείται κλίμα οικειότητας και εμπιστοσύνης μεταξύ τους. Η γραφή του Χατζή γίνεται σταδιακά εξομολογητική και ο λόγος του «ανυπεράσπιστος»: γράφει για τη μοναξιά της υπερορίας, την προσωπική του ζωή, τη λαχτάρα επικοινωνίας με την πατρίδα και την ελπίδα του επαναπατρισμού όλων των πολιτικών προσφύγων. Η μόνη, αλλά συχνή, αναφορά στο έργο του αφορά το διήγημα «Ανυπεράσπιστοι» και την ομότιτλη συλλογή του, επιμένοντας κυρίως στη βάσανο της γραφής και εκφράζοντας την ανησυχία του για τη διαδικασία της έκδοσης και της υποδοχής της. Τέλος, με συνήθως θετική ή υπερθετική και σπάνια με αρνητική, αλλά πάντα αιτιολογημένη άποψη, αναφέρεται στο έργο της Χατζοπούλου. Οι δύο αλληλογράφοι θα γνωριστούν από κοντά και προσωπικά μόνο το 1974, έπειτα από έντεκα χρόνια αλληλογραφίας, όταν ο Χατζής θα μπορέσει, μετά την πτώση της δικτατορίας των συνταγματαρχών, να επιστρέψει στην Ελλάδα.
Κριτική του Αλέξη Ζήρα, δημοσιεύτηκε στις 7 Ιουλίου 2025 στο Διάστιχο:
Κάθε έκδοση ή δημοσίευση σχετική με τον Δημήτρη Χατζή μ’ ενδιαφέρει. Εκτός από φίλος, υπήρξε μεγάλος μάστορας της αφήγησης και θεωρώ ότι πολλά από τα διηγήματά του συγκροτούν την ελλείπουσα γέφυρα, η οποία με άλλους όρους και συνθήκες θα συνένωνε την άξια, παλαιότερη πεζογραφική μας παράδοση με τον μεταπόλεμο. Γέφυρα, πέρα από τα γραμματολογικά, που θα αποκαθιστούσε κυρίως τη θραυσμένη εμπιστοσύνη ενός μεγάλου μέρους των αναγνωστών της λογοτεχνίας, οι οποίοι ματαίως ζητούσαν την αναγνώριση ενός οικείου «εαυτού» στη συχνότατα άνευρη και φλύαρη διηγηματογραφία και μυθιστοριογραφία της δημαρικής γενιάς του ’30. Ο Χατζής από την πλευρά αυτή, συνομήλικος με τους μεσοπολεμικούς,[1] έμεινε ένα λαμπρό ενδεχόμενο που δεν μπόρεσε, για πολλούς λόγους, να ολοκληρώσει ό,τι έδειχνε στα χρόνια του ’50 και του ’60 πως είχε τη δυνατότητα να κάνει. Ένας από τους λόγους ήταν η αμυντική του αβεβαιότητα, η υποχωρητικότητά του στις μεγάλες συζητήσεις της αριστεράς εν καιρώ υπερορίας. Μα και το ότι προτίμησε τη στάση του αφανούς συμβιβαστικού. Για ένα μεγάλο διάστημα, θεωρούσε ότι μπορεί να υπηρετήσει με τα πεζά ή και τα πολιτικά του κείμενα τις δυο αντίπαλες «αλήθειες», την επιβαλλόμενη πολιτική/ιδεολογική και αυτήν της καρδιάς και της τέχνης του. Με αποτέλεσμα τόσο ο ίδιος να είναι κατ’ επανάληψη αναγκασμένος να πειθαρχεί τελικά στις άνωθεν εντολές, όσο και οι δυο κορυφαίες συλλογές του, Το τέλος της μικρής μας πόλης (1963) και Ανυπεράσπιστοι (1966) –κυρίως η πρώτη– να κόβονται και να ράβονται στο σκοτάδι της ιδεολογικής λογοκρισίας, για να προσαρμοστούν στο αξιακό σύστημα της υποτιθέμενης σοσιαλιστικής ηθικής. Ακόμα όμως και έτσι, τα διηγήματά του είναι ό,τι καλύτερο γράφτηκε στο είδος μεταξύ 1945-1980, ενώ δεν θυμάμαι να ασχολήθηκαν τόσοι για ένα μυθιστόρημα, για το θέμα, την τεχνική, τη γλώσσα του, με τόσο αντιτιθέμενες απόψεις και οξύτατες αντιγνωμίες, όσοι για Το διπλό βιβλίο (1976) – και μάλιστα για αρκετά χρόνια μετά την πρώτη έκδοσή του.
Ο Λόγος ανυπεράσπιστος, με σχολιασμό του Χρήστου Παπάζογλου, εισαγωγή και επίμετρο της Κατερίνας Κωστίου, είναι μια έκδοση κάπως λαβυρινθώδης. Για παράδειγμα, ένας αναγνώστης που δεν είναι προϊδεασμένος δεν ξέρω αν θα καταλάβει ότι τα αφθονότατα, εκτενή και περισσότερο από επαρκή για την περίπτωση, σχόλια, έχουν γίνει από τον Χ. Παπάζογλου.[2] Έπειτα, συνυπάρχουν σ’ αυτήν την έκδοση κείμενα που ασφαλώς προέρχονται από το αρχείο εγγράφων και δημοσιευμάτων της Λ. Χατζοπούλου-Καραβία στο ΕΑΤΤ, όμως μερικά από αυτά, όπως οι παιδικές καρτ-ποστάλ ή το τμήμα με τις «υποτιθέμενες» (με άλλη γραφή) κρίσεις του Χατζή για βιβλία της, θα μπορούσαν, όπως ορθά σημειώνει ο Παπάζογλου (σελ. 153) να αποτελέσουν υλικό άλλης έκδοσης. Όπως και να έχει, το κυρίως σώμα του βιβλίου καταλαμβάνουν οι είκοσι πέντε (από πολλές πλευρές ενδιαφέρουσες) επιστολές του Χατζή στη Χατζοπούλου, γραμμένες μεταξύ 1963-1975, με την τελευταία από αυτές να έχει σταλεί από τη Βουδαπέστη τον Φεβρουάριο 1975, στις λίγες μέρες όπου επέστρεψε εκεί, για να τακτοποιήσει εκκρεμότητες προκειμένου να εγκατασταθεί οριστικά στην Ελλάδα. Απουσιάζουν όμως οι επιστολές της Χατζοπούλου προς τον Χατζή, που θα ήταν νομίζω πολύ διαφωτιστικές ή, έστω, ενημερωτικές για τον τρόπο που μια νέα γυναίκα, μητέρα, σύζυγος, συγγραφέας, με αρκετή δοτικότητα και εκρηκτική ιδιοσυγκρασία, στη μάλλον συντηρητική δεκαετία του ’60 –ελεγχόμενη, όπως λέει ή ίδια (σελ. 91)– αποφασίζει να επικοινωνήσει με έναν γηραιότερο (και εξόριστο) πεζογράφο, που ήδη με το δεύτερο βιβλίο του είχε γίνει μύθος στους κύκλους της αριστερής διανόησης. Δεν ξέρω αν υπήρξε προσπάθεια από το ΕΑΤΤ να βρεθούν τα γράμματα –γιατί όχι στο ουγγρικό πανεπιστήμιο όπου εργαζόταν ο Χατζής;– αν και μου μοιάζει απίστευτο το ότι δεν σώθηκαν πρόχειρα σχέδια επιστολών, σχόλια ή άλλα σχετικά στο αρχείο της Λ. Χατζοπούλου – μη αποκλείοντας, βέβαια, παλαιότερη απόφασή της να το ελαφρύνει από πιθανά «επιβαρυντικά» τεκμήρια.
Επέμεινα κάπως ιδιαίτερα σ’ αυτό το ζήτημα των άφαντων γραμμάτων, διότι η ανάπτυξη, με συνεχείς διακυμάνσεις της συναισθηματικής έως και εκ του μακρόθεν τρικυμιώδους «ερωτικής σχέσης» των αλληλογράφων, είναι το ένα από τα τρία βασικά θέματα που διακρίνουμε. Η εξοικείωση μεταξύ τους ήταν ταχύτατη, η προσδοκία θέρμαινε τη φαντασία του «ερωτόπληκτου» Χατζή, που αναρωτιέται στην τέταρτη επιστολή του: «Το δικό σου-το γράμμα είναι άλλο: το χέρι τρέμει για μια στιγμή […] ύστερα από τόσα γράμματα που ξεχάστηκαν-μήπως αυτό [το γράμμα] θάναι επιτέλους!-εκείνο που δεν ήταν ποτές ως τα τώρα!...» (σελ. 63). Πάθος, θυμός, θλίψη, αναστάτωση, απογοήτευση, διαδέχονται με φρενήρη ρυθμό τη μια κατάσταση μετά την άλλη, και στις πιο πολλές επιστολές ο έκπληκτος σημερινός αναγνώστης παρακολουθεί συναισθηματικές εκρήξεις (αλλά επί χάρτου) τόσο ακραίες, ώστε να περνάει ενδεχομένως από τον νου του ότι η υπερβολή στα γραφόμενα του Χατζή, όπως και η διαφαινόμενη ένθερμη υποδοχή στα απόντα γράμματα της Χατζοπούλου, θυμίζει μάλλον τις αντιδράσεις μιας βυρωνικής ρομαντικής και στο έπακρο εξημμένης διάθεσης. Απέναντι στον κάπως υπερτονισμένο σπαραγμό του Χατζή, έρχονται οι ζυγισμένες υποδαυλίσεις της Χατζοπούλου, οι απειλές της για μοιραίες άμεσες φυγές στην εξωτική Ασία, στο Χονγκ-Κονγκ, στην Αυστραλία, στη Σιγκαπούρη, στη Νέα Ζηλανδία. Αναρωτιέμαι, πόσο μπορούν όλα αυτά να συντηρήσουν την ιδέα ενός αγνού «αριστερού ρομάντσου», που αντιμετωπίζεται με άκρα σοβαρότητα στην έκδοση; Και ακόμα, διαφαινόμενες υποσχέσεις ότι θα ταξιδέψει εκείνη ως τη Βουδαπέστη – ή μήπως μπορεί να τον συναντήσει κάπου αλλού, στο Παρίσι λ.χ., όπου ζει η φίλη της, Ζιζέλ Πράσινου; Λανθάνουσες ερωτικές «αψιμαχίες» που κανείς από τους αλληλογράφους δεν μοιάζει να τις παίρνει στα σοβαρά. Και στο τέλος, άλλωστε, τίποτε από αυτά δεν πραγματοποιείται.
Νομίζω ότι δεν είναι απλώς εντύπωσή μου, αλλά σχεδόν βεβαιότητα, ότι ως λόγος γραπτός η επιστολογραφία του Χατζή προς τη Λεία Χατζοπούλου είναι από την πλευρά του ένα περίτεχνο κέντημα ειρωνικής γλώσσας. Μια άσκηση άλλοτε αποτραβηγμένη και άλλοτε εμπαθής, που όμως σε ένα στοχαστικότερο πεδίο δίνει συνεχώς την εντύπωση ενός μελετημένου με μεγάλη ευφορία «σκηνικού δρώμενου». Είναι τυχαίο ότι σε μεγάλο βαθμό οι επιστολές του Χατζή (και όχι μόνο αυτές) είναι υποδειγματικά λογοτεχνικά κείμενα; Προς τι, τότε, η μεγάλη κειμενική φροντίδα του: οι παύλες, οι επαναλήψεις, οι παρενθέσεις, τα θαυμαστικά, οι μελετημένες δευτερεύουσες προτάσεις? όλα τα τερτίπια που κατατείνουν σ’ έναν λόγο μαλακό, εύπλαστο, υποβλητικό, όπως ακριβώς είναι η συντακτική δομή των διηγημάτων και των άλλων πεζών του;
Αλλά υπάρχουν και τα άλλα θέματα σ’ αυτήν τη μονή ή κολοβή αλληλογραφία, όπως οι παρατηρήσεις, οι προτάσεις βελτίωσης, οι συμβουλές,[3] οι επιπλήξεις του Χατζή στη Χατζοπούλου, τα φιλικά νεύματα του μακρινού «θείου Τάκη» στον μεγαλύτερο γιο της. Νομίζω όμως ότι αυτά είναι περισσότερο εναύσματα για εκείνον, προκειμένου να κρατήσει ζωντανή την προοπτική ενός πάθους. Έστω και αν πρόκειται για ένα πάθος της φαντασίας περισσότερο. Για εκείνον ή εκείνην. Ωστόσο, ως αναγνώστη του Χατζή, το ενδιαφέρον μου τράβηξαν οι αναφορές του (γνωστές όμως και από τις έρευνες του Νίκου Γουλανδρή, του Γιώργου Βραζιτούλη και του Μιχάλη Πάτση) στην καθημερινή ζωή του στην Ουγγαρία και για μια πενταετία (1957-1962) στην Ανατολική Γερμανία. Εκεί όπου έπειτα από θερμές συστάσεις του Ούγγρου νεοελληνιστή Ιούλιου Μοράβτσικ, τον δέχτηκε με στοργή και φιλία, δημιουργώντας γύρω του μια ζώνη προστατευμένη, ο διευθυντής του Ινστιτούτου Ελληνορωμαϊκών Σπουδών (και υψηλόβαθμο στέλεχος της Στάζι) βυζαντινολόγος Γιοχάννες Ίρμσερ. Στις επιστολές του υπάρχουν μερικά νευραλγικά σημεία όπου περιγράφει τις ψυχικές μεταπτώσεις του, την πλήξη από την οποία είναι συχνά κυριευμένος, την αίσθηση φθοράς, προπάντων όμως την έγγαμη μοναξιά και ερημία του,[4] που μας «προετοιμάζει» για τη μοναξιά του Κώστα στο γερμανικό Άουτελ του Διπλού βιβλίου.[5] Επιπλέον, οι επιστολές αυτές προς τη Χατζοπούλου, όπως και γενικότερα οι επιστολές του Χατζή, είναι ένας καλός οδηγός για το πώς έβαζε σε κίνηση την προσφιλή τακτική των υπαινιγμών – βασικό στοιχείο της γραφής του. Είναι γραμμένες πάνω σε μια τροχιά συναισθηματικής αυξομείωσης, με άκρα προσοχή, με τη φροντίδα κάποιου που έχει επιλέξει να κρατά αποστάσεις, ζώντας σ’ έναν κόσμο όπου οι θεσμικοί μηχανισμοί μπορεί ξαφνικά να γίνουν απειλητικοί ή τιμωρητικοί, χωρίς όμως ο συντριμμένος άνθρωπος να απαντά αλλιώς, παρά μόνο με τη θλίψη του. Αντιδρά αμυντικά, δεν προχωρά σε πολλές λεπτομέρειες και εκμυστηρεύσεις, δεν θέλει να κάνει κρίσεις για πρόσωπα γνωστά που δεν του είναι συμπαθή, κρατά την προσωπική του ζωή στο ημίφως. Όμως έτσι ήταν η ζωή πολλών ανθρώπων της εποχής εκείνης, ένθεν κακείθεν, και αυτές ήταν οι συνθήκες της καθημερινότητας ενός μεγάλου μέρους από όσους βρέθηκαν μετεμφυλιακά στις δυο πλευρές των εμπολέμων.
Τέλος, θα ήταν άδικο αν σχολιάζοντας τις επιστολές Χατζή, άφηνα πίσω μου το μελέτημα (σσ. 163-217) με το οποίο κλείνει η έκδοση. Παράκαμψη που είναι εσκεμμένα συχνότατη στους ανά την επικράτεια κριτικούς, καθώς αποφεύγουν να μνημονεύουν ιδιαιτέρως τις εισαγωγές ή τα επίμετρα, από όπου οι ίδιοι όμως προτιμούν να «δανείζονται» έτοιμες πληροφορίες για τα δικά τους κείμενα. Επί του προκειμένου, το επίμετρο στον Λόγο ανυπεράσπιστο, «Η “έλλογη κατασκευή”: ο Καβάφης και η ποιητική του Δημήτρη Χατζή» της Κατερίνας Κωστίου, υποθέτω ότι προέρχεται από μια εύστοχη σύζευξη: από το ότι η Κωστίου τα τελευταία χρόνια ασχολείται ιδιαίτερα με τον Καβάφη, αλλά και με το ότι είδε πως χρειαζόταν στην έκδοση των επιστολών ένα κείμενο ενισχυτικό για να «δέσει» καλύτερα το βιβλίο. Στο μελέτημά της ερευνά αναλυτικά τα πραγματολογικά, τα ιστορικά, τη γλώσσα, τη σύνταξη, αλλά και την υποδοχή δυο διηγημάτων από τα προσφιλή του Χατζή, του «Άι-Γιώργη» και της «Ώρας της φυρονεριάς», ενταγμένων στους Ανυπεράσπιστους (1966) – από όπου μάλλον προήλθε γενετικά και ο τίτλος της έκδοσης, Λόγος ανυπεράσπιστος. Να υπογραμμίσω ότι για μένα η κειμενική και εν πολλοίς συγκριτολογική ανάλυση της Κ. Κωστίου είναι υποδειγματική. Χειρουργικής ακρίβειας. Ιδίως στα ζητήματα της προσφυούς χρήσης από τον Χατζή της αντωνυμίας, της τεχνικής της επανάληψης ως βασικού οργάνου της συγγραφικής του ιδιοσυστασίας, αλλά και της ειδικής σημασίας του συμπυκνωμένου νοήματος που αποκτά σχεδόν πάντοτε η εσκεμμένα μεμονωμένη (και απογυμνωμένη) λέξη του συγγραφέα μέσα στη φράση.
Επειδή όμως η Κωστίου συνδέει κατ’ επανάληψη τον Χατζή με την ποιητική του Καβάφη, θέλω να σημειώσω ότι διατηρώ μερικές επιφυλάξεις ως προς το κατά πόσο υπήρξε η καβαφική ποίηση σε απόλυτο βαθμό επιδραστική για την αφηγηματική τέχνη του Χατζή, σε τέτοιο σημείο, ώστε να θεωρείται μεταξύ άλλων και η επανάληψη στοιχείο που δανείστηκε «διυλισμένο από τη δική του συγγραφική ιδιοπροσωπία» (σελ. 196). Δεν μπορώ να ορίσω με ακρίβεια πότε ο Χατζής άρχισε ως λόγιος να επιλέγει τους προπάτορές του, τον Σεφέρη αλλά όχι τον Ελύτη, τον Ρίτσο αλλά όχι τους υπερρεαλιστές, τον Καβάφη αλλά όχι (σύμπασα) την πεζογραφία της γενιάς του ’30,[6] όμως υποθέτω ότι αυτό έγινε στη Βουδαπέστη, μετά τον Εμφύλιο, και μετά την άσχημη τροπή που είχε πάρει η πρώτη εγκατάσταση του Χατζή στη Ρουμανία. Τη συγγραφική ταυτότητά του πάντως έχει αρχίσει να τη συναρμόζει αρκετά πιο πριν. Θα έλεγα από τη Φωτιά ακόμα και τη λαχανιασμένη-επική αφήγησή της, αλλά με την ταχεία απόσπαση του συγγραφέα από την πειθώ του αναγκαστικού μηνύματος, τα πράγματα γίνονται ευκρινέστερα στα περισσότερα από τα όσα ακολούθησαν. Στα ιδιότυπα στοιχεία του ύφους του και της σύνταξής του, στην ειρωνεία, στην αποστασιοποίηση, στην ανακύκληση των περιγραφών, στα πεζά δηλαδή που έγραψε, αν και ημιτελή τα περισσότερα,[7] ως την έναρξη του Εμφυλίου, στα Ελεύθερα Γράμματα και αλλού. Και, για να περάσω σ’ ένα άλλο ζήτημα, σχετικό πάλι με τον Καβάφη αλλά και με τις θέσεις του Χατζή για τον ρεαλισμό, τον οποίον ως τεχνική τον συνέδεε ο ίδιος με την καβαφική αφήγηση. Δεν αμφιβάλλω ούτε στιγμή για το ότι είχε η ποιητική του Καβάφη ιδιαίτερη σημασία για τη διαμόρφωση του Χατζή – και πώς αλλιώς, αφού τόσο στη Βουδαπέστη όσο και στα σεμινάρια της Γενεύης τον δίδασκε ως ακρογωνιαίο λίθο των αντιλήψεων που είχε και ο ίδιος για τον ελληνισμό.[8] Όμως, από το άλλο μέρος, ομολογώ ότι δεν μου είναι απολύτως κατανοητή η κάπως μηχανιστική και απόλυτη θέση του ότι ο Καβάφης τον βοήθησε, ως αντιρομαντικός και ρεαλιστής ποιητής, να αναπτύξει καλύτερα τις δικές του ανάλογες πεποιθήσεις στο πεδίο της πεζογραφικής δημιουργίας. Μήπως ο Χατζής περισσότερο επινοεί (αναζητώντας στηρίγματα) παρά διαπιστώνει την παρουσία ενός Καβάφη ρεαλιστή και αντιρομαντικού;
Πράγματι, σύμφωνα με όσα ανέφερε σε ραδιοφωνική συζήτηση που μεταδόθηκε τον Φεβρουάριο του 1981, ο Χατζής διευκρινίζει ότι «αν ήταν να πω δυο λόγια και για τη δική μου την τεχνική, θα έλεγα πολύ απλά πως προέρχεται και ορίζεται από έναν εσωτερικό […] συνειδητό αντιρωμαντισμό», συνδέοντας με τον αντιρομαντισμό του την πρόταση πως «ο Καβάφης μπορεί για την πεζογραφία να είναι ο μεγάλος δάσκαλος της αντικειμενικότητας, της “αντικειμενοποίησης” του αισθήματος, της αίσθησης γενικά. Αντιρωμαντισμός, λοιπόν, μπορεί να είναι το κλειδί της τεχνικής μου – και αν το αντίθετο του ρωμαντισμού είναι ο ρεαλισμός, μπορείτε σε αυτό να αποδώσετε τη σύζευξη αυτή αισθήματος και πραγματικότητας».[9] Υπήρξε όμως όντως ο Καβάφης αντιρομαντικός; Με αυτόν τον απόλυτο τουλάχιστον τρόπο, όχι. Αν υπήρξε, ο αντιρομαντισμός του θα πρέπει να εκφράστηκε ως άρνηση των αρχικών καταβολάδων του, ως επισήμανση της στροφής του από την πολίτικη, πεποιημένη φαναριώτικη παράδοση των Σούτσων, του Βασιλειάδη και του Ραγκαβή, που είχε όντως κάποια επίδραση στα πρώτα του ποιήματα ως το 1890. Στην ωριμότητά του, υπήρξε ένας ποιητής που ανασκεύασε κυριολεκτικά την ελληνιστική περίοδο, προβάλλοντας τους γοητευτικούς ιστοριογραφικούς μύθους της ως διηνεκή ηθικά πρότυπα. Ο ρεαλισμός άλλωστε είναι ένας τρόπος αφήγησης, ένας τρόπος αναπαράστασης? δεν είναι με κανέναν τρόπο το αντίθετο του ρομαντισμού, πολύ περισσότερο αν φέρει μαζί του την εξιδανίκευση μιας εποχής, όπως την έφερε ο Καβάφης, εξιδανικεύοντάς τη μάλιστα ή και νοσταλγώντας τη φαντασίωσή της, λόγω της ερωτικής της ελευθεριότητας.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Δυο χρόνια νεότερος του επίσης μεσοπολεμικού Στρατή Τσίρκα, και τρία του Ανδρέα Καραντώνη.
[2] Με την ευκαιρία, ας κάνω μια αναγκαία διόρθωση στην υποσημείωση 7 (σελ. 149), στην επιστολή της 2ας Φεβρ. 1975. Εκεί (σελ. 145) ο Χατζής ζητά από τη Λεία Χατζοπούλου να του στείλει τις Τομές, το περιοδικό του Δημήτρη Δούκαρη. Υποθέτω, το πρώτο τεύχος, αφού οι Τομές άρχισαν να βγαίνουν τον Ιανουάριο του 1975, και όχι, όπως από παραδρομή θεωρεί ο Χρ. Παπάζογλου, τον Ιανουάριο του 1976.
[3] Την οποία Χατζοπούλου τη θεωρούσε ο Χατζής περισσότερο ποιήτρια παρά πεζογράφο, κάνοντας την εξής παρατήρηση σε επιστολή του εκείνης της εποχής προς τον Πέτρο Φρυδά, στο Παρίσι: «Η ποιητική της φύση, ο αυτοματισμός του αισθήματος, είναι μια παγίδα για την πεζογραφία». Παρατήρηση εν μέρει σωστή εν μέρει απλοϊκή, διότι η ποίηση συχνότατα εγγράφεται ως μεταίσθημα.
[4] Να προσθέσω στα πληροφοριακά του Χ. Παπάζογλου για τον έγγαμο βίο του Χατζή ότι, αν και από νωρίς η σχέση του με την Έρζη Βιτκό, την Ουγγαρέζα σύζυγό του από το 1957, είχε νεκρωθεί, την έφερε μαζί του στην Ελλάδα τον Ιούνιο του 1975, αλλά όχι για πολύ.
[5] Υπ’ όψιν ότι το Διπλό βιβλίο άρχισε να γράφεται στη Βουδαπέστη.
[6] Αλέξης Ζήρας, «Συζήτηση με τον Δημήτρη Χατζή», περ. Γράμματα και Τέχνες, τχ. 3, Μάρτιος 1982.
[7] Και ασυγκέντρωτα ακόμα.
[8] Όπως έχει γραφεί κατ’ επανάληψη, ο Χατζής, λίγο μετά την οριστική επάνοδό του στην Ελλάδα, έκανε μια μνημειώδη και εν πολλοίς αυτοαναφορική ομιλία στην αίθουσα του συλλόγου «Τέχνη» (Θεσσαλονίκη, 5 Νοεμβρίου 1975). Βλ. «Στο εργαστήρι του καλλιτέχνη», Μικρό νεοελληνικό όργανο. Εκλογή κειμένων 1947-1975 του Δημήτρη Χατζή για το Νέο Ελληνισμό. Επιλογή, σημειώσεις, μεταγραφή Νίκος Γουλανδρής. Αθήνα. Εκδόσεις Εξάντας 1995, σσ. 271-288.
[9] Βλ. Νίκος Γουλανδρής, Βιβλιογραφικό μελέτημα (1930-1989) Δημήτρη Χατζή. Αθήνα. Εκδόσεις Γνώση 1991, σσ. 775-776.
Όταν ξεκινά η αλληλογραφία τους, το 1963, ο Χατζής είναι πενήντα ετών και ζει στη Βουδαπέστη, όπου διδάσκει ελληνική γλώσσα και λογοτεχνία στο πανεπιστήμιο. Η Χατζοπούλου είναι τριάντα ενός ετών, ήδη γνωστή ποιήτρια, και συνεργάτιδα, όπως και ο αλληλογράφος της, του περιοδικού Επιθεώρηση Τέχνης. Στις επιστολές διαγράφεται η πορεία μιας φιλίας που ξεκίνησε με την αποστολή, ύστερα από σύσταση του Γιάννη Ρίτσου, όπως η ίδια η Χατζοπούλου μας πληροφορεί, των έργων της στον εξόριστο συγγραφέα. Με την άνεση που παρέχει η απόσταση σύντομα δημιουργείται κλίμα οικειότητας και εμπιστοσύνης μεταξύ τους. Η γραφή του Χατζή γίνεται σταδιακά εξομολογητική και ο λόγος του «ανυπεράσπιστος»: γράφει για τη μοναξιά της υπερορίας, την προσωπική του ζωή, τη λαχτάρα επικοινωνίας με την πατρίδα και την ελπίδα του επαναπατρισμού όλων των πολιτικών προσφύγων. Η μόνη, αλλά συχνή, αναφορά στο έργο του αφορά το διήγημα «Ανυπεράσπιστοι» και την ομότιτλη συλλογή του, επιμένοντας κυρίως στη βάσανο της γραφής και εκφράζοντας την ανησυχία του για τη διαδικασία της έκδοσης και της υποδοχής της. Τέλος, με συνήθως θετική ή υπερθετική και σπάνια με αρνητική, αλλά πάντα αιτιολογημένη άποψη, αναφέρεται στο έργο της Χατζοπούλου. Οι δύο αλληλογράφοι θα γνωριστούν από κοντά και προσωπικά μόνο το 1974, έπειτα από έντεκα χρόνια αλληλογραφίας, όταν ο Χατζής θα μπορέσει, μετά την πτώση της δικτατορίας των συνταγματαρχών, να επιστρέψει στην Ελλάδα.
Κριτική του Αλέξη Ζήρα, δημοσιεύτηκε στις 7 Ιουλίου 2025 στο Διάστιχο:
Κάθε έκδοση ή δημοσίευση σχετική με τον Δημήτρη Χατζή μ’ ενδιαφέρει. Εκτός από φίλος, υπήρξε μεγάλος μάστορας της αφήγησης και θεωρώ ότι πολλά από τα διηγήματά του συγκροτούν την ελλείπουσα γέφυρα, η οποία με άλλους όρους και συνθήκες θα συνένωνε την άξια, παλαιότερη πεζογραφική μας παράδοση με τον μεταπόλεμο. Γέφυρα, πέρα από τα γραμματολογικά, που θα αποκαθιστούσε κυρίως τη θραυσμένη εμπιστοσύνη ενός μεγάλου μέρους των αναγνωστών της λογοτεχνίας, οι οποίοι ματαίως ζητούσαν την αναγνώριση ενός οικείου «εαυτού» στη συχνότατα άνευρη και φλύαρη διηγηματογραφία και μυθιστοριογραφία της δημαρικής γενιάς του ’30. Ο Χατζής από την πλευρά αυτή, συνομήλικος με τους μεσοπολεμικούς,[1] έμεινε ένα λαμπρό ενδεχόμενο που δεν μπόρεσε, για πολλούς λόγους, να ολοκληρώσει ό,τι έδειχνε στα χρόνια του ’50 και του ’60 πως είχε τη δυνατότητα να κάνει. Ένας από τους λόγους ήταν η αμυντική του αβεβαιότητα, η υποχωρητικότητά του στις μεγάλες συζητήσεις της αριστεράς εν καιρώ υπερορίας. Μα και το ότι προτίμησε τη στάση του αφανούς συμβιβαστικού. Για ένα μεγάλο διάστημα, θεωρούσε ότι μπορεί να υπηρετήσει με τα πεζά ή και τα πολιτικά του κείμενα τις δυο αντίπαλες «αλήθειες», την επιβαλλόμενη πολιτική/ιδεολογική και αυτήν της καρδιάς και της τέχνης του. Με αποτέλεσμα τόσο ο ίδιος να είναι κατ’ επανάληψη αναγκασμένος να πειθαρχεί τελικά στις άνωθεν εντολές, όσο και οι δυο κορυφαίες συλλογές του, Το τέλος της μικρής μας πόλης (1963) και Ανυπεράσπιστοι (1966) –κυρίως η πρώτη– να κόβονται και να ράβονται στο σκοτάδι της ιδεολογικής λογοκρισίας, για να προσαρμοστούν στο αξιακό σύστημα της υποτιθέμενης σοσιαλιστικής ηθικής. Ακόμα όμως και έτσι, τα διηγήματά του είναι ό,τι καλύτερο γράφτηκε στο είδος μεταξύ 1945-1980, ενώ δεν θυμάμαι να ασχολήθηκαν τόσοι για ένα μυθιστόρημα, για το θέμα, την τεχνική, τη γλώσσα του, με τόσο αντιτιθέμενες απόψεις και οξύτατες αντιγνωμίες, όσοι για Το διπλό βιβλίο (1976) – και μάλιστα για αρκετά χρόνια μετά την πρώτη έκδοσή του.
Ο Λόγος ανυπεράσπιστος, με σχολιασμό του Χρήστου Παπάζογλου, εισαγωγή και επίμετρο της Κατερίνας Κωστίου, είναι μια έκδοση κάπως λαβυρινθώδης. Για παράδειγμα, ένας αναγνώστης που δεν είναι προϊδεασμένος δεν ξέρω αν θα καταλάβει ότι τα αφθονότατα, εκτενή και περισσότερο από επαρκή για την περίπτωση, σχόλια, έχουν γίνει από τον Χ. Παπάζογλου.[2] Έπειτα, συνυπάρχουν σ’ αυτήν την έκδοση κείμενα που ασφαλώς προέρχονται από το αρχείο εγγράφων και δημοσιευμάτων της Λ. Χατζοπούλου-Καραβία στο ΕΑΤΤ, όμως μερικά από αυτά, όπως οι παιδικές καρτ-ποστάλ ή το τμήμα με τις «υποτιθέμενες» (με άλλη γραφή) κρίσεις του Χατζή για βιβλία της, θα μπορούσαν, όπως ορθά σημειώνει ο Παπάζογλου (σελ. 153) να αποτελέσουν υλικό άλλης έκδοσης. Όπως και να έχει, το κυρίως σώμα του βιβλίου καταλαμβάνουν οι είκοσι πέντε (από πολλές πλευρές ενδιαφέρουσες) επιστολές του Χατζή στη Χατζοπούλου, γραμμένες μεταξύ 1963-1975, με την τελευταία από αυτές να έχει σταλεί από τη Βουδαπέστη τον Φεβρουάριο 1975, στις λίγες μέρες όπου επέστρεψε εκεί, για να τακτοποιήσει εκκρεμότητες προκειμένου να εγκατασταθεί οριστικά στην Ελλάδα. Απουσιάζουν όμως οι επιστολές της Χατζοπούλου προς τον Χατζή, που θα ήταν νομίζω πολύ διαφωτιστικές ή, έστω, ενημερωτικές για τον τρόπο που μια νέα γυναίκα, μητέρα, σύζυγος, συγγραφέας, με αρκετή δοτικότητα και εκρηκτική ιδιοσυγκρασία, στη μάλλον συντηρητική δεκαετία του ’60 –ελεγχόμενη, όπως λέει ή ίδια (σελ. 91)– αποφασίζει να επικοινωνήσει με έναν γηραιότερο (και εξόριστο) πεζογράφο, που ήδη με το δεύτερο βιβλίο του είχε γίνει μύθος στους κύκλους της αριστερής διανόησης. Δεν ξέρω αν υπήρξε προσπάθεια από το ΕΑΤΤ να βρεθούν τα γράμματα –γιατί όχι στο ουγγρικό πανεπιστήμιο όπου εργαζόταν ο Χατζής;– αν και μου μοιάζει απίστευτο το ότι δεν σώθηκαν πρόχειρα σχέδια επιστολών, σχόλια ή άλλα σχετικά στο αρχείο της Λ. Χατζοπούλου – μη αποκλείοντας, βέβαια, παλαιότερη απόφασή της να το ελαφρύνει από πιθανά «επιβαρυντικά» τεκμήρια.
Επέμεινα κάπως ιδιαίτερα σ’ αυτό το ζήτημα των άφαντων γραμμάτων, διότι η ανάπτυξη, με συνεχείς διακυμάνσεις της συναισθηματικής έως και εκ του μακρόθεν τρικυμιώδους «ερωτικής σχέσης» των αλληλογράφων, είναι το ένα από τα τρία βασικά θέματα που διακρίνουμε. Η εξοικείωση μεταξύ τους ήταν ταχύτατη, η προσδοκία θέρμαινε τη φαντασία του «ερωτόπληκτου» Χατζή, που αναρωτιέται στην τέταρτη επιστολή του: «Το δικό σου-το γράμμα είναι άλλο: το χέρι τρέμει για μια στιγμή […] ύστερα από τόσα γράμματα που ξεχάστηκαν-μήπως αυτό [το γράμμα] θάναι επιτέλους!-εκείνο που δεν ήταν ποτές ως τα τώρα!...» (σελ. 63). Πάθος, θυμός, θλίψη, αναστάτωση, απογοήτευση, διαδέχονται με φρενήρη ρυθμό τη μια κατάσταση μετά την άλλη, και στις πιο πολλές επιστολές ο έκπληκτος σημερινός αναγνώστης παρακολουθεί συναισθηματικές εκρήξεις (αλλά επί χάρτου) τόσο ακραίες, ώστε να περνάει ενδεχομένως από τον νου του ότι η υπερβολή στα γραφόμενα του Χατζή, όπως και η διαφαινόμενη ένθερμη υποδοχή στα απόντα γράμματα της Χατζοπούλου, θυμίζει μάλλον τις αντιδράσεις μιας βυρωνικής ρομαντικής και στο έπακρο εξημμένης διάθεσης. Απέναντι στον κάπως υπερτονισμένο σπαραγμό του Χατζή, έρχονται οι ζυγισμένες υποδαυλίσεις της Χατζοπούλου, οι απειλές της για μοιραίες άμεσες φυγές στην εξωτική Ασία, στο Χονγκ-Κονγκ, στην Αυστραλία, στη Σιγκαπούρη, στη Νέα Ζηλανδία. Αναρωτιέμαι, πόσο μπορούν όλα αυτά να συντηρήσουν την ιδέα ενός αγνού «αριστερού ρομάντσου», που αντιμετωπίζεται με άκρα σοβαρότητα στην έκδοση; Και ακόμα, διαφαινόμενες υποσχέσεις ότι θα ταξιδέψει εκείνη ως τη Βουδαπέστη – ή μήπως μπορεί να τον συναντήσει κάπου αλλού, στο Παρίσι λ.χ., όπου ζει η φίλη της, Ζιζέλ Πράσινου; Λανθάνουσες ερωτικές «αψιμαχίες» που κανείς από τους αλληλογράφους δεν μοιάζει να τις παίρνει στα σοβαρά. Και στο τέλος, άλλωστε, τίποτε από αυτά δεν πραγματοποιείται.
Νομίζω ότι δεν είναι απλώς εντύπωσή μου, αλλά σχεδόν βεβαιότητα, ότι ως λόγος γραπτός η επιστολογραφία του Χατζή προς τη Λεία Χατζοπούλου είναι από την πλευρά του ένα περίτεχνο κέντημα ειρωνικής γλώσσας. Μια άσκηση άλλοτε αποτραβηγμένη και άλλοτε εμπαθής, που όμως σε ένα στοχαστικότερο πεδίο δίνει συνεχώς την εντύπωση ενός μελετημένου με μεγάλη ευφορία «σκηνικού δρώμενου». Είναι τυχαίο ότι σε μεγάλο βαθμό οι επιστολές του Χατζή (και όχι μόνο αυτές) είναι υποδειγματικά λογοτεχνικά κείμενα; Προς τι, τότε, η μεγάλη κειμενική φροντίδα του: οι παύλες, οι επαναλήψεις, οι παρενθέσεις, τα θαυμαστικά, οι μελετημένες δευτερεύουσες προτάσεις? όλα τα τερτίπια που κατατείνουν σ’ έναν λόγο μαλακό, εύπλαστο, υποβλητικό, όπως ακριβώς είναι η συντακτική δομή των διηγημάτων και των άλλων πεζών του;
Αλλά υπάρχουν και τα άλλα θέματα σ’ αυτήν τη μονή ή κολοβή αλληλογραφία, όπως οι παρατηρήσεις, οι προτάσεις βελτίωσης, οι συμβουλές,[3] οι επιπλήξεις του Χατζή στη Χατζοπούλου, τα φιλικά νεύματα του μακρινού «θείου Τάκη» στον μεγαλύτερο γιο της. Νομίζω όμως ότι αυτά είναι περισσότερο εναύσματα για εκείνον, προκειμένου να κρατήσει ζωντανή την προοπτική ενός πάθους. Έστω και αν πρόκειται για ένα πάθος της φαντασίας περισσότερο. Για εκείνον ή εκείνην. Ωστόσο, ως αναγνώστη του Χατζή, το ενδιαφέρον μου τράβηξαν οι αναφορές του (γνωστές όμως και από τις έρευνες του Νίκου Γουλανδρή, του Γιώργου Βραζιτούλη και του Μιχάλη Πάτση) στην καθημερινή ζωή του στην Ουγγαρία και για μια πενταετία (1957-1962) στην Ανατολική Γερμανία. Εκεί όπου έπειτα από θερμές συστάσεις του Ούγγρου νεοελληνιστή Ιούλιου Μοράβτσικ, τον δέχτηκε με στοργή και φιλία, δημιουργώντας γύρω του μια ζώνη προστατευμένη, ο διευθυντής του Ινστιτούτου Ελληνορωμαϊκών Σπουδών (και υψηλόβαθμο στέλεχος της Στάζι) βυζαντινολόγος Γιοχάννες Ίρμσερ. Στις επιστολές του υπάρχουν μερικά νευραλγικά σημεία όπου περιγράφει τις ψυχικές μεταπτώσεις του, την πλήξη από την οποία είναι συχνά κυριευμένος, την αίσθηση φθοράς, προπάντων όμως την έγγαμη μοναξιά και ερημία του,[4] που μας «προετοιμάζει» για τη μοναξιά του Κώστα στο γερμανικό Άουτελ του Διπλού βιβλίου.[5] Επιπλέον, οι επιστολές αυτές προς τη Χατζοπούλου, όπως και γενικότερα οι επιστολές του Χατζή, είναι ένας καλός οδηγός για το πώς έβαζε σε κίνηση την προσφιλή τακτική των υπαινιγμών – βασικό στοιχείο της γραφής του. Είναι γραμμένες πάνω σε μια τροχιά συναισθηματικής αυξομείωσης, με άκρα προσοχή, με τη φροντίδα κάποιου που έχει επιλέξει να κρατά αποστάσεις, ζώντας σ’ έναν κόσμο όπου οι θεσμικοί μηχανισμοί μπορεί ξαφνικά να γίνουν απειλητικοί ή τιμωρητικοί, χωρίς όμως ο συντριμμένος άνθρωπος να απαντά αλλιώς, παρά μόνο με τη θλίψη του. Αντιδρά αμυντικά, δεν προχωρά σε πολλές λεπτομέρειες και εκμυστηρεύσεις, δεν θέλει να κάνει κρίσεις για πρόσωπα γνωστά που δεν του είναι συμπαθή, κρατά την προσωπική του ζωή στο ημίφως. Όμως έτσι ήταν η ζωή πολλών ανθρώπων της εποχής εκείνης, ένθεν κακείθεν, και αυτές ήταν οι συνθήκες της καθημερινότητας ενός μεγάλου μέρους από όσους βρέθηκαν μετεμφυλιακά στις δυο πλευρές των εμπολέμων.
Τέλος, θα ήταν άδικο αν σχολιάζοντας τις επιστολές Χατζή, άφηνα πίσω μου το μελέτημα (σσ. 163-217) με το οποίο κλείνει η έκδοση. Παράκαμψη που είναι εσκεμμένα συχνότατη στους ανά την επικράτεια κριτικούς, καθώς αποφεύγουν να μνημονεύουν ιδιαιτέρως τις εισαγωγές ή τα επίμετρα, από όπου οι ίδιοι όμως προτιμούν να «δανείζονται» έτοιμες πληροφορίες για τα δικά τους κείμενα. Επί του προκειμένου, το επίμετρο στον Λόγο ανυπεράσπιστο, «Η “έλλογη κατασκευή”: ο Καβάφης και η ποιητική του Δημήτρη Χατζή» της Κατερίνας Κωστίου, υποθέτω ότι προέρχεται από μια εύστοχη σύζευξη: από το ότι η Κωστίου τα τελευταία χρόνια ασχολείται ιδιαίτερα με τον Καβάφη, αλλά και με το ότι είδε πως χρειαζόταν στην έκδοση των επιστολών ένα κείμενο ενισχυτικό για να «δέσει» καλύτερα το βιβλίο. Στο μελέτημά της ερευνά αναλυτικά τα πραγματολογικά, τα ιστορικά, τη γλώσσα, τη σύνταξη, αλλά και την υποδοχή δυο διηγημάτων από τα προσφιλή του Χατζή, του «Άι-Γιώργη» και της «Ώρας της φυρονεριάς», ενταγμένων στους Ανυπεράσπιστους (1966) – από όπου μάλλον προήλθε γενετικά και ο τίτλος της έκδοσης, Λόγος ανυπεράσπιστος. Να υπογραμμίσω ότι για μένα η κειμενική και εν πολλοίς συγκριτολογική ανάλυση της Κ. Κωστίου είναι υποδειγματική. Χειρουργικής ακρίβειας. Ιδίως στα ζητήματα της προσφυούς χρήσης από τον Χατζή της αντωνυμίας, της τεχνικής της επανάληψης ως βασικού οργάνου της συγγραφικής του ιδιοσυστασίας, αλλά και της ειδικής σημασίας του συμπυκνωμένου νοήματος που αποκτά σχεδόν πάντοτε η εσκεμμένα μεμονωμένη (και απογυμνωμένη) λέξη του συγγραφέα μέσα στη φράση.
Επειδή όμως η Κωστίου συνδέει κατ’ επανάληψη τον Χατζή με την ποιητική του Καβάφη, θέλω να σημειώσω ότι διατηρώ μερικές επιφυλάξεις ως προς το κατά πόσο υπήρξε η καβαφική ποίηση σε απόλυτο βαθμό επιδραστική για την αφηγηματική τέχνη του Χατζή, σε τέτοιο σημείο, ώστε να θεωρείται μεταξύ άλλων και η επανάληψη στοιχείο που δανείστηκε «διυλισμένο από τη δική του συγγραφική ιδιοπροσωπία» (σελ. 196). Δεν μπορώ να ορίσω με ακρίβεια πότε ο Χατζής άρχισε ως λόγιος να επιλέγει τους προπάτορές του, τον Σεφέρη αλλά όχι τον Ελύτη, τον Ρίτσο αλλά όχι τους υπερρεαλιστές, τον Καβάφη αλλά όχι (σύμπασα) την πεζογραφία της γενιάς του ’30,[6] όμως υποθέτω ότι αυτό έγινε στη Βουδαπέστη, μετά τον Εμφύλιο, και μετά την άσχημη τροπή που είχε πάρει η πρώτη εγκατάσταση του Χατζή στη Ρουμανία. Τη συγγραφική ταυτότητά του πάντως έχει αρχίσει να τη συναρμόζει αρκετά πιο πριν. Θα έλεγα από τη Φωτιά ακόμα και τη λαχανιασμένη-επική αφήγησή της, αλλά με την ταχεία απόσπαση του συγγραφέα από την πειθώ του αναγκαστικού μηνύματος, τα πράγματα γίνονται ευκρινέστερα στα περισσότερα από τα όσα ακολούθησαν. Στα ιδιότυπα στοιχεία του ύφους του και της σύνταξής του, στην ειρωνεία, στην αποστασιοποίηση, στην ανακύκληση των περιγραφών, στα πεζά δηλαδή που έγραψε, αν και ημιτελή τα περισσότερα,[7] ως την έναρξη του Εμφυλίου, στα Ελεύθερα Γράμματα και αλλού. Και, για να περάσω σ’ ένα άλλο ζήτημα, σχετικό πάλι με τον Καβάφη αλλά και με τις θέσεις του Χατζή για τον ρεαλισμό, τον οποίον ως τεχνική τον συνέδεε ο ίδιος με την καβαφική αφήγηση. Δεν αμφιβάλλω ούτε στιγμή για το ότι είχε η ποιητική του Καβάφη ιδιαίτερη σημασία για τη διαμόρφωση του Χατζή – και πώς αλλιώς, αφού τόσο στη Βουδαπέστη όσο και στα σεμινάρια της Γενεύης τον δίδασκε ως ακρογωνιαίο λίθο των αντιλήψεων που είχε και ο ίδιος για τον ελληνισμό.[8] Όμως, από το άλλο μέρος, ομολογώ ότι δεν μου είναι απολύτως κατανοητή η κάπως μηχανιστική και απόλυτη θέση του ότι ο Καβάφης τον βοήθησε, ως αντιρομαντικός και ρεαλιστής ποιητής, να αναπτύξει καλύτερα τις δικές του ανάλογες πεποιθήσεις στο πεδίο της πεζογραφικής δημιουργίας. Μήπως ο Χατζής περισσότερο επινοεί (αναζητώντας στηρίγματα) παρά διαπιστώνει την παρουσία ενός Καβάφη ρεαλιστή και αντιρομαντικού;
Πράγματι, σύμφωνα με όσα ανέφερε σε ραδιοφωνική συζήτηση που μεταδόθηκε τον Φεβρουάριο του 1981, ο Χατζής διευκρινίζει ότι «αν ήταν να πω δυο λόγια και για τη δική μου την τεχνική, θα έλεγα πολύ απλά πως προέρχεται και ορίζεται από έναν εσωτερικό […] συνειδητό αντιρωμαντισμό», συνδέοντας με τον αντιρομαντισμό του την πρόταση πως «ο Καβάφης μπορεί για την πεζογραφία να είναι ο μεγάλος δάσκαλος της αντικειμενικότητας, της “αντικειμενοποίησης” του αισθήματος, της αίσθησης γενικά. Αντιρωμαντισμός, λοιπόν, μπορεί να είναι το κλειδί της τεχνικής μου – και αν το αντίθετο του ρωμαντισμού είναι ο ρεαλισμός, μπορείτε σε αυτό να αποδώσετε τη σύζευξη αυτή αισθήματος και πραγματικότητας».[9] Υπήρξε όμως όντως ο Καβάφης αντιρομαντικός; Με αυτόν τον απόλυτο τουλάχιστον τρόπο, όχι. Αν υπήρξε, ο αντιρομαντισμός του θα πρέπει να εκφράστηκε ως άρνηση των αρχικών καταβολάδων του, ως επισήμανση της στροφής του από την πολίτικη, πεποιημένη φαναριώτικη παράδοση των Σούτσων, του Βασιλειάδη και του Ραγκαβή, που είχε όντως κάποια επίδραση στα πρώτα του ποιήματα ως το 1890. Στην ωριμότητά του, υπήρξε ένας ποιητής που ανασκεύασε κυριολεκτικά την ελληνιστική περίοδο, προβάλλοντας τους γοητευτικούς ιστοριογραφικούς μύθους της ως διηνεκή ηθικά πρότυπα. Ο ρεαλισμός άλλωστε είναι ένας τρόπος αφήγησης, ένας τρόπος αναπαράστασης? δεν είναι με κανέναν τρόπο το αντίθετο του ρομαντισμού, πολύ περισσότερο αν φέρει μαζί του την εξιδανίκευση μιας εποχής, όπως την έφερε ο Καβάφης, εξιδανικεύοντάς τη μάλιστα ή και νοσταλγώντας τη φαντασίωσή της, λόγω της ερωτικής της ελευθεριότητας.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Δυο χρόνια νεότερος του επίσης μεσοπολεμικού Στρατή Τσίρκα, και τρία του Ανδρέα Καραντώνη.
[2] Με την ευκαιρία, ας κάνω μια αναγκαία διόρθωση στην υποσημείωση 7 (σελ. 149), στην επιστολή της 2ας Φεβρ. 1975. Εκεί (σελ. 145) ο Χατζής ζητά από τη Λεία Χατζοπούλου να του στείλει τις Τομές, το περιοδικό του Δημήτρη Δούκαρη. Υποθέτω, το πρώτο τεύχος, αφού οι Τομές άρχισαν να βγαίνουν τον Ιανουάριο του 1975, και όχι, όπως από παραδρομή θεωρεί ο Χρ. Παπάζογλου, τον Ιανουάριο του 1976.
[3] Την οποία Χατζοπούλου τη θεωρούσε ο Χατζής περισσότερο ποιήτρια παρά πεζογράφο, κάνοντας την εξής παρατήρηση σε επιστολή του εκείνης της εποχής προς τον Πέτρο Φρυδά, στο Παρίσι: «Η ποιητική της φύση, ο αυτοματισμός του αισθήματος, είναι μια παγίδα για την πεζογραφία». Παρατήρηση εν μέρει σωστή εν μέρει απλοϊκή, διότι η ποίηση συχνότατα εγγράφεται ως μεταίσθημα.
[4] Να προσθέσω στα πληροφοριακά του Χ. Παπάζογλου για τον έγγαμο βίο του Χατζή ότι, αν και από νωρίς η σχέση του με την Έρζη Βιτκό, την Ουγγαρέζα σύζυγό του από το 1957, είχε νεκρωθεί, την έφερε μαζί του στην Ελλάδα τον Ιούνιο του 1975, αλλά όχι για πολύ.
[5] Υπ’ όψιν ότι το Διπλό βιβλίο άρχισε να γράφεται στη Βουδαπέστη.
[6] Αλέξης Ζήρας, «Συζήτηση με τον Δημήτρη Χατζή», περ. Γράμματα και Τέχνες, τχ. 3, Μάρτιος 1982.
[7] Και ασυγκέντρωτα ακόμα.
[8] Όπως έχει γραφεί κατ’ επανάληψη, ο Χατζής, λίγο μετά την οριστική επάνοδό του στην Ελλάδα, έκανε μια μνημειώδη και εν πολλοίς αυτοαναφορική ομιλία στην αίθουσα του συλλόγου «Τέχνη» (Θεσσαλονίκη, 5 Νοεμβρίου 1975). Βλ. «Στο εργαστήρι του καλλιτέχνη», Μικρό νεοελληνικό όργανο. Εκλογή κειμένων 1947-1975 του Δημήτρη Χατζή για το Νέο Ελληνισμό. Επιλογή, σημειώσεις, μεταγραφή Νίκος Γουλανδρής. Αθήνα. Εκδόσεις Εξάντας 1995, σσ. 271-288.
[9] Βλ. Νίκος Γουλανδρής, Βιβλιογραφικό μελέτημα (1930-1989) Δημήτρη Χατζή. Αθήνα. Εκδόσεις Γνώση 1991, σσ. 775-776.
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις
