Η συγκρότηση των κρατών στα Βαλκάνια 19ος αιώνας ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΕΝΟ

Τρεις και μία περιπέτειες
Έκπτωση
18%
Τιμή Εκδότη: 23.05
19.00
Τιμή Πρωτοπορίας
+
629569
Συγγραφέας: Κοππά, Μαριλένα
Σελίδες:410
Ημερομηνία Έκδοσης:01/03/2002
ISBN:2229601405573

Περιγραφή


Το βιβλίο αποτελεί μια συγκριτική μελέτη της διαδικασίας οικοδόμησης κράτους κατά το 19ο αιώνα σε τρεις χώρες, τη Σερβία, τη Βουλγαρία και την Ελλάδα, διαδικασία η οποία αντιπαραβάλλεται με την αντίστοιχη ρουμανική εμπειρία. Τονίζοντας σε κάθε περίπτωση τη μοναδικότητα της καθεμιάς ιστορικής διαδρομής, η συγγραφέας προσπαθεί να αναδείξει τα κοινά στοιχεία, τα κοινά διλήμματα και συχνά τις κοινές αγκυλώσεις που χαρακτήρισαν τη δύσκολη πορεία εκσυγχρονισμού σε αυτή την περιοχή της Ευρώπης.





Το βιβλίο στηρίζεται στη διδακτορική διατριβή της συγγραφέα «La formation des systemes partisans dans le Balkans (etude comparative)», που υποστηρίχθηκε στο Πανεπιστήμιο Paris X-Nanterre, το 1991. Το βάρος έπεσε κυρίως στην ανάδειξη της διαδικασίας οικοδόμησης κράτους της Ελλάδας, της Σερβίας και της Βουλγαρίας, χωρών με κοινά χαρακτηριστικά στο παρελθόν. Ποια είναι αυτά; Κατά την προοθωμανική περίοδο υπέστησαν πολύ έντονα τη βυζαντινή επιρροή. Σε όλη τη διάρκεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας παρέμειναν υπό την κηδεμονία του Πατριαρχείου και παρατηρείται εξαφάνιση των τοπικών αριστοκρατοριών και εμφάνιση της αγροτικής τάξης. Το σύστημα των millets συνέβαλε στην εμφάνιση μιας τοπικής ολιγαρχίας, που αναπαράγεται ως κληρονομική κάστα ακόμα και μετά την ανεξαρτησία. Ο 20ός αιώνας θα τις βρει να έχουν ασθενή μεσαία στρώματα, αγροτική οικονομική βάση, κατατεμαχισμό των αγροτικών ιδιοκτησιών, καθυστερημένη εκβιομηχάνιση και αλυτρωτισμό. Η συγγραφέας έκανε τρεις υποθέσεις εργασίας: Πρώτη υπόθεση αποτελεί η ιδέα ότι οι σχέσεις εξουσίας στις τρεις χώρες, αλλά και στη Ρουμανία, που εξετάζεται ξεχωριστά, καθορίζονται από τη θέση των αντίστοιχων λαών στην οθωμανική δομή. Εξού και η εκσυγχρονιστική προσπάθεια δεν παρουσιάζεται ως μια πλήρης ρήξη με το παρελθόν, αλλά μάλλον αποτελεί αντανάκλαση μιας συνέχειας σε σχέση με την παραδοσιακή, προνεωτερική τάξη. Δεύτερη υπόθεση είναι ότι οι ολιγαρχικές βαλκανικές ελίτ, χρησιμοποιώντας εκσυγχρονιστικά συνθήματα και τους συνταγματικούς-κοινοβουλευτικούς θεσμούς, κατάφεραν να οδηγήσουν σε αποτυχία κάθε απόπειρα εγκαθίδρυσης απολυταρχικών καθεστώτων και πέτυχαν να θεμελιώσουν ένα καθεστώς περιορισμένου κοινοβουλευτισμού. Τρίτη υπόθεση είναι ότι το πέρασμα από την ολιγαρχική πολιτική στην πολιτική των μαζών καθορίζεται από το ρόλο των αγροτών στο πολιτικό σύστημα. Μέσω ενός σύγχρονου κόμματος, που τελικώς αναπαράγει το πελατειακό σύστημα (Ελλάδα), μέσω ενός ριζοσπαστικού κόμματος που εκφυλίζεται (Σερβία) ή μέσω ενός γνήσιου, αυτόνομου αγροτικού κινήματος (Βουλγαρία). Στη Ρουμανία, αντιθέτως, δεν θα υπάρξει ενσωμάτωση, γεγονός που θα οδηγήσει στην αγροτική εξέγερση το 1907. Θα έλθει αργότερα, κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, πρωτοστατούντος του φασιστικού κόμματος. Συστατικό του λαϊκού φαντασιακού -αναφέρει η συγγραφέας-, αλλά κι εργαλείο σταθεροποίησης του εύθραυστου πολιτικού συστήματος, ο βαλκανικός εθνικισμός, γεμάτος μεσσιανικές εξάρσεις, ο οποίος θα συμβάλει στην είσοδο του στρατού στην πολιτική ζωή.



ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 12/07/2002





ΚΡΙΤΙΚΗ



Από μόνη της η εισαγωγή σύγχρονων θεσμών σε μια κοινωνία δεν επιφέρει εκσυγχρονισμό. Πιο συχνά συμβαίνει οι επείσακτοι θεσμοί να προσαρμόζονται στις παραδοσιακές κοινωνικές δομές και να αλλοιώνονται, παρά το αντίστροφο. Αυτή η υπόθεση εργασίας, οικεία στην κοινωνική ιστορία και στην κοινωνιολογία των οργανώσεων, έχει συζητηθεί και στη δική μας επιστημονική κοινότητα, με αφορμή την εισαγωγή φιλελεύθερων πολιτικών θεσμών σε μια κατά βάση προβιομηχανική κοινωνία, όπως ήταν η Ελλάδα του 19ου αιώνα.

Η Μαριλένα Κοππά, επίκουρος καθηγήτρια πολιτικής επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, γνωστή για τις εργασίες της για το πολιτικό σύστημα της ΠΓΔ της Μακεδονίας και για τις μειονότητες στα σημερινά Βαλκάνια, εξετάζει την ανωτέρω υπόθεση συγκριτικά σε τέσσερις χώρες κατά τον 19ο αιώνα, στην Ελλάδα, στη Σερβία, στη Βουλγαρία και στη Ρουμανία. Το βιβλίο της είναι έργο συγκριτικής πολιτικής ανάλυσης που αντλεί από ορισμένες πρωτογενείς αγγλικές και γαλλικές πηγές και από πλήθος δευτερογενών πηγών στα ελληνικά, στα αγγλικά, στα γαλλικά και στα σερβικά. Πρόκειται για έργο συνθετικό που λίγοι πολιτικοί επιστήμονες ή ιστορικοί θα αποτολμούσαν. Προσωπικά, θεωρώ τέτοια βιβλία γενναία γιατί σχοινοβατούν ανάμεσα στην τάση της πολιτικής επιστήμης για ανακουφιστικές - για τον απορούντα ερευνητή - γενικεύσεις και στην τάση της Ιστορίας για λεπτές αποχρώσεις.

Η Συγκρότηση των κρατών στα Βαλκάνια, αν και αφορά τον προπερασμένο αιώνα, δεν είναι βιβλίο ιστορίας. Σκοπός του είναι να ελέγξει τρεις υποθέσεις εργασίας του μεταπολεμικού εκσυγχρονιστικού ρεύματος της πολιτικής επιστήμης (modernization theory με κύριους εκπρόσωπους τους Κ. Μπλακ, Ντ. Απτερ, Σ. Ν. Αϊζενσταντ κ.ά.). Η πρώτη υπόθεση εργασίας είναι ότι στα νέα κράτη που δημιουργήθηκαν με την αποσύνθεση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας οι σχέσεις εξουσίας διαμορφώθηκαν από την ισχύ και τους πόρους που διέθεταν οι κοινωνικές τάξεις και ελίτ κατά την οθωμανική περίοδο. Η δεύτερη υπόθεση είναι ότι στα παραπάνω τέσσερα νέα κράτη οι ολιγαρχικές ελίτ κατόρθωσαν να περιορίσουν τους μονάρχες και να χρησιμοποιήσουν τους νέους κοινοβουλευτικούς θεσμούς, όχι για την προαγωγή της δημοκρατίας, αλλά για την αναπαραγωγή της δικής τους πολιτικής δύναμης. Και η τρίτη υπόθεση είναι ότι όταν, μετά τα μέσα του 19ου αιώνα, ήρθε η στιγμή να ενταχθούν οι μάζες στο πολιτικό σύστημα, η ενσωμάτωσή τους πραγματοποιήθηκε με τρόπο πολύ διαφορετικό από χώρα σε χώρα και εξαρτήθηκε από τον τρόπο πολιτικής συμμετοχής των αγροτών. Στην Ελλάδα η ενσωμάτωση έγινε μέσω του πελατειακού συστήματος, στη Βουλγαρία μέσω ενός λαϊκιστικού κινήματος, στη Σερβία μέσω ενός ριζοσπαστικού κινήματος, ενώ στη Ρουμανία η ενσωμάτωση επιτεύχθηκε μόλις μετά τον Α/ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Οι υποθέσεις εργασίας εξετάζονται διαδοχικά, η πρώτη στα δύο πρώτα μέρη του βιβλίου, η επόμενη στο τρίτο μέρος και η τελευταία στο τέταρτο μέρος. Το πέμπτο μέρος, που είναι και το συντομότερο, είναι αφιερωμένο στη Ρουμανία. Οπως δηλώνει και ο υπότιτλος του βιβλίου, η περίπτωση αυτή διαφέρει αρκετά από τις υπόλοιπες. Προστέθηκε μαζί με νέες πηγές, πολύ μετά την εκπόνηση της διδακτορικής διατριβής (Πανεπιστήμιο Paris Χ, Nanterre), στην οποία στηρίζεται το βιβλίο. Η έμφαση του βιβλίου έγκειται στην ανάδυση, στις πολιτικές νίκες και στην παρακμή των βαλκανικών ολιγαρχιών, δηλαδή στην εξέταση της δεύτερης υπόθεσης εργασίας. Μου φαίνεται ότι οι άλλες δύο υποθέσεις επισκιάζονται από αυτήν. Το πλήθος των στοιχείων και η κομψότητα των επιχειρημάτων που προσφέρει η Κοππά σχετικά με την υποδοχή και τη χρήση των φιλελεύθερων θεσμών από τις εκάστοτε ολιγαρχίες γαιοκτημόνων, γραφειοκρατών ή τοπικών προυχόντων, πείθουν ότι και στις τέσσερις χώρες «έχουμε ένα δυϊσμό, μια απόσταση ανάμεσα στον τύπο και την ουσία του συστήματος» (σελ. 360). Πολλές διατάξεις του Συντάγματος ήταν κενό γράμμα, το δικαίωμα ψήφου ασκείτο από σχετικά λίγους, η εκλογική βία και η νοθεία ήταν συνήθεις.

Στην καλύτερη ώρα της, η συγγραφέας αναλύει με πληρότητα τις πολιτικές διαιρετικές τομές γύρω από τους θεσμούς και τις κοινωνικές ρίζες των πολιτικών φατριών και κομμάτων και απομυθοποιεί, κυρίως στα μέρη που αφορούν την Ελλάδα, πολλά στερεότυπα. Η συγκρότηση κράτους με τη στενή έννοια του όρου (φορολογία, εκπαίδευση, στρατολογία, συγκοινωνίες, οργάνωση της κυβέρνησης και της διοίκησης) φυσικά απασχολεί την Κοππά, αλλά με τρόπο συμπληρωματικό του κύριου ενδιαφέροντός της που, κατά τη γνώμη μου, είναι η πολιτική έκφραση των κοινωνικών διαμαχών ανάμεσα στους υποστηρικτές του θρόνου, στην κοινωνικοοικονομική ολιγαρχία και στις μάζες της υπαίθρου. Ετσι η συγγραφέας θα μπορούσε να επιμείνει περισσότερο στις ανωτέρω συγκεκριμένες όψεις οικοδόμησης οποιουδήποτε νέου κράτους. Μια δεύτερη αντίρρηση που θα είχα αφορά τις θεωρητικές αναφορές του βιβλίου. Η μεταπολεμική αμερικανική σχολή του εκσυγχρονισμού δεν μπορεί να μας προσφέρει πλέον πολλά πράγματα, καθώς η σημερινή προβληματική έχει μετατοπιστεί σε ζητήματα πολιτικών ταυτοτήτων και ιδεολογίας. Τούτο φαίνεται να αναγνωρίζει εμμέσως η Κοππά στα ολιγόλογα συμπεράσματά της, όπου, σε αντίθεση με το κύριο σώμα του βιβλίου, συζητεί την εθνική ιδέα και τον ρομαντικό ιστορικισμό, παραπέμποντας σε σύγχρονους θεωρητικούς του εθνικισμού. Υποθέτω ότι η απάντησή της θα ήταν ότι στα Βαλκάνια ο εθνικισμός αποτέλεσε το όχημα προς τον εκσυγχρονισμό και τη συγκρότηση κράτους. Αυτό όμως είναι μια άλλη ιστορία. Προς το παρόν, συγκρατώ την εύστοχη παρατήρησή της για την «εξαιρετική ανθεκτικότητα των παλαιών δομών» (σελ. 370), ως καθοδηγητική αρχή για τη μελέτη των Βαλκανίων.

Η έκδοση είναι πολύ προσεγμένη, ιδιαίτερα ως προς το εξώφυλλο και το χαρτί. Η γλώσσα είναι φροντισμένη και τα λάθη έχουν περιοριστεί στις υποσημειώσεις. Θα ήταν χρήσιμο να περιληφθούν στο βιβλίο ένας χάρτης των Βαλκανίων, ένα ευρετήριο κύριων ονομάτων και ένα γλωσσάρι ξένων, σλαβικών και τουρκικών, όρων. Σε κάθε περίπτωση, για όσους μεσήλικους ή μεγαλύτερους έχουν να διαβάσουν νεοελληνική και βαλκανική ιστορία από την εποχή του λυκείου, το βιβλίο αυτό θα λειτουργήσει ως πηγή προβληματισμού για όσα είχαμε μάθει να θεωρούμε αυτονόητα σχετικά με την Ελλάδα και τους άλλους βαλκανικούς λαούς.



Δημήτρης Α. Σωτηρόπουλος (επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης)

ΤΟ ΒΗΜΑ , 25-08-2002

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!