Τέσσερις εποχές - Λεπτομέρεια

260053
Συγγραφέας: Κονομάρα, Λίλα
Εκδόσεις: Μεταίχμιο
Σελίδες:144
Ημερομηνία Έκδοσης:01/11/2004
ISBN:9789603757375


Εξαντλημένο από τον Εκδοτικό Οίκο

Περιγραφή


Τέσσερις εποχές διαδέχονται η μία την άλλη, συμπυκνώνοντας το άρωμα μιας ολόκληρης ζωής: ένα τεράστιο πιάνο που δεν παίζει ποτέ και εκατόν είκοσι οχτώ ζευγάρια παπούτσια κρυμμένα σ' ένα δωμάτιο. Μπροστά στο παράθυρο, βαθυκόκκινες ντάλιες μεγαλώνουν μέρα με τη μέρα, αφύσικα θα 'λεγε κανείς.
Τρεις φωνές ξεδιπλώνουν την ιστορία τους: μια γυναίκα, ένας άντρας, ένας αφηγητής ή μήπως ο ίδιος ο άντρας που ξαναγράφει τα γεγονότα; Παρελθόν και παρόν αναδύονται μέσα από παράλληλους μονολόγους και σιωπές. Παύσεις. Διαχωριστικές παύλες. Ζωές που σκάλωσαν πάνω σε μια λεπτομέρεια. Και μυστικά. Πολλά, ανομολόγητα. Άξαφνα, εμφανίζονται δύο απρόσκλητοι επισκέπτες. Ο κόσμος μετατοπίζεται. Οι σιωπές καταρρέουν. Αρχίζει η υπέρβαση.



Δέσμιοι ενός χρόνου αβέβαιου, κυκλικού και ανέκκλητου, οι ήρωες μοιάζουν να αναζητούν διαρκώς τη φωνή τους, την ίδια τους την ύπαρξη σαν ανθρώπινες φιγούρες, αλλά και σαν πρόσωπα ενός κειμένου που επαναδιαπραγματεύεται τη μορφή της σύγχρονης μυθιστορίας.






ΚΡΙΤΙΚΗ



Οι πρωτοεμφανιζόμενοι συγγραφείς είναι ο πονοκέφαλος των βιβλιοκριτικών. Τους χαϊδεύεις με επιφύλαξη, τους μαλώνεις με επιείκεια, σε κάθε περίπτωση προσπαθείς να τους ενθαρρύνεις στο μέτρο που στο πρωτόλειό τους διακρίνεις κάποιες μελλοντικές εγγυήσεις. Ακόμα και οι ενθουσιώδεις υποδοχές μετριάζονται (συνήθως) από την πιθανότητα επικείμενης διάψευσης. Και οι διαψεύσεις έρχονται από εκεί που δεν το περιμένεις. Υπάρχουν πρόσφατα παραδείγματα και ήδη επισημασμένα σε κριτικά άρθρα. Στο δεύτερο βήμα τους πολλοί παινεμένοι νιώθουν το χάδι να γίνεται χαστούκι. Σχετικά εύκολα εκτιμάται το έργο ενός πρωτοεμφανιζόμενου, καθώς δεν εντάσσεται σε μια δημιουργική πορεία, αλλά παράλληλα η έλλειψη μιας κατατοπιστικής, ενδεικτικής εικόνας για τους τρόπους του δημιουργού μπορεί να παρασύρει σε εσφαλμένες κρίσεις, είτε στο διογκωμένο έπαινο είτε στην αυστηρή επίκριση. Αν και οι αδικίες και τα λάθη της κριτικής δεν πρέπει να μεταλλάσσονται σε απολογίες των απογοητευτικών βιβλίων. Βέβαια, υποψιάζομαι ότι η σκληρότερη αντιμετώπιση ενός συγγραφέα είναι η αποσιώπηση, η αδιαφορία. Η Λίλα Κονομάρα, αντιθέτως, όταν εμφανίστηκε στην πεζογραφία, όχι μόνο δεν αγνοήθηκε, αλλά διαβάστηκε από ειδικευμένο και μη κοινό, επιδοκιμάστηκε δεόντως, ανεπιφύλακτα σχεδόν, και επιλέχθηκε παμψηφεί από την επιτροπή κριτικών των Λογοτεχνικών Βραβείων τού «διαβάζω» (2003) για το σχετικό βραβείο. Στις δύο νουβέλες της, συστεγασμένες στο «Μακάο», δικαιολογημένα αντιληφθήκαμε μια πολλά υποσχόμενη φωνή, την οποία όμως δυσκολευόμαστε πολύ να ακούσουμε στο παρόν μυθιστόρημα.



Η δυσκολία της κοινοτοπίας



Δεν ξέχασε ούτε ξέμαθε να γράφει η Κονομάρα. Η ικανότητα γραφής όμως συνιστά την ελάχιστη απαίτηση από έναν συγγραφέα. Το δεύτερο βιβλίο μαρτυρεί πράγματα και για το πρώτο. Φανερώνει, για παράδειγμα, το συμπτωματικό ή την επίμοχθη μεθόδευση της επιτυχίας. Επί του προκειμένου, οι προσδοκίες που γέννησε το «Μακάο» νεκρώθηκαν με τις «Τέσσερις εποχές - Λεπτομέρεια». Μολονότι η κοινοτοπία του θέματος και η απλοϊκή δομή δείχνουν το αντίθετο, το βιβλίο αποδεικνύεται αρκετά φιλόδοξο. Διότι, μάλλον διαθέτει, αν μη τι άλλο, μεγάλη αυτοπεποίθηση ένας σχετικά αδοκίμαστος συγγραφέας που θεωρεί ότι μπορεί να στηρίξει ένα σύντομο, έστω, αφήγημα με μια πληκτική (όχι και χωρίς ερεθίσματα) θεματική. Ασφαλώς δεν υπάρχουν καλά και κακά θέματα. Ισως να υπάρχουν δύσκολα και εύκολα. Πάντως απαιτείται ιδιαίτερη δεξιοτεχνία, ευρύτητα και ωριμότητα σκέψης και πλούτος ιδεών για να χειριστείς με γόνιμο αποτέλεσμα την κοινοτοπία, για να αποστάξεις από το τετριμμένο το πολύτιμο. Η Κονομάρα δεν προείδε τις δυσκολίες του εγχειρήματός της, δεδομένου του ότι έπεσε σε όλες τις παγίδες του. Δύο ηλικιωμένοι, ένας άντρας και μία γυναίκα, αναγκασμένοι στη συμβίωση επί εκατόν σαράντα σελίδες, ερίζουν πάνω από χυμένο γάλα, πάνω δηλαδή στον ξοδεμένο χρόνο. Ψυχικό ρήμαγμα, ανεπανόρθωτα σφάλματα, καταλυτικές επιλογές, απωθημένοι φόβοι, ανομολόγητες επιθυμίες και καταπιεστικές ανάγκες, επιδεινωμένα από την ακούσια είσοδο στον προθάλαμο του θανάτου, συνθέτουν τους «πρωτόγνωρους» απολογισμούς τους. Οι ρόλοι τους σαφώς οροθετημένοι. Εκείνος τύραννος, εκείνη υποτακτική. Οι ρόλοι τους προβλέψιμα αντιστρέψιμοι επίσης. Εκείνος ενδόμυχα ευάλωτος, εκείνη ενδόμυχα εξουσιαστική. Δύο συνηθισμένα πρόσωπα που αναμασούν τα μέτρια, χλιαρά τους βιώματα και απολαμβάνουν να τσακίζουν και να στυλώνουν πάλι ο ένας το ηθικό του άλλου.


Αν θυμηθούμε τις υπερλογικές εξιστορήσεις του προηγούμενου βιβλίου διαπιστώνουμε πως η Κονομάρα έχει μετατοπιστεί ελάχιστα θεματικά. Και εδώ ξαναβρίσκουμε τον προβληματισμό πάνω στον τερματισμό της ζωής, τη βαρύτητα του παρελθόντος όπου υποκρύπτονται οι απαντήσεις των τωρινών αδιεξόδων, τις αγιάτρευτες πικρίες και τα άγχη που σταλάζει εσωτερικά ο βιωμένος χρόνος, τη σύμπλευση μικρών ευτυχιών και δυστυχιών, την κυκλική τροχιά των στιγμών της ζωής. Στο «Μακάο» όμως αυτές οι τόσο φθαρμένες από την κατάχρηση σκέψεις έφεραν την αχλή του μυστηριώδους καθώς πρόβαλαν μέσα από υπερφυσικές, ρευστές συνθήκες, έντονα θελκτικές. Τώρα η συγγραφέας παραθέτει τις ανησυχίες των δύο πρωταγωνιστών της με τρόπο απολύτως συμβατικό και απλουστευτικό, ενώ η επινοητικότητά της εξαντλείται στην αλληλοδιαδοχή τριών θεωρήσεων της ίδιας ιστορίας. Ο άντρας, η γυναίκα και ένας τριτοπρόσωπος αφηγητής εναλλάσσουν τις φωνές τους, προσκομίζοντας σε σπαράγματα πληροφορίες για ένα ομιχλώδες συμβάν. Η τελική αποκάλυψη του βαρύνοντος επεισοδίου επιφέρει την απαραίτητη ανατροπή. Μαζί με τον ερχομό της άνοιξης το ζευγάρι των ηλικιωμένων καλωσορίζει την εισβολή ενός κοριτσιού κι ενός νεαρού που φέρονται ως μακρινοί συγγενείς του άντρα. Με συνοπτικές διαδικασίες, προκύπτουν δύο σφοδροί έρωτες, παρά τις ηλικιακές αποκλίσεις (ή και ακριβώς γι' αυτές), εν συνεχεία το πάθος εξαερώνεται και έπονται οι χρηματικές αξιώσεις, από τους ισχυρότερους στη θέση, τους νέους, τα υπαρξιακά δράματα οξύνονται μέχρι που αναλαμβάνει η αυτοδικία και θανατώνει τους απατεώνες εραστές. Ενας εκκεντρικός σχολιασμός του χάσματος των γενεών και πολλές αφορμές για να τεντωθεί στα όριά του το γνωστό δίπολο ηδονή-οδύνη.


Ακόμα κι αν η απόδοση της δυσβάσταχτης, μες στην ανία της και την ψυχολογική της βία, καθημερινότητας των δύο συγκατοίκων αναπόφευκτα θα άγγιζε κάποτε το απώτατο άκρο της πλήξης, η προσθήκη αυτού του εξωφρενικού περιστατικού απλώς χειροτερεύει τα πράγματα. Οπωσδήποτε, όπως ήδη ανέφερα, δεν ευθύνεται η επιλογή του θέματος για τις συγγραφικές αστοχίες. Με επιτήδειους χειρισμούς η συγγραφέας θα είχε αποσπάσει τη δραματική ένταση της ανιστορούμενης συνθήκης. Αν δεν είχε μείνει στα αυτονόητα και εφησυχάσει με τα οφθαλμοφανή. Οι θρυμματισμένες ρήξεις των δύο ηλικιωμένων προσφέρουν, ωστόσο, ενδιαφέρον υλικό. Αφ' ενός, καταδεικνύουν ότι κανείς δεν μπορεί να διαχειριστεί με νηφαλιότητα την αγωνία, το θυμό και την πικρία της προοπτικής του τέλους· και αφ' ετέρου, φανερώνουν ότι η ασφάλεια της συντροφικότητας διασφαλίζεται με συμβιβασμούς, υποχωρήσεις και αδιόρατους αλλά επώδυνους ακρωτηριασμούς του εγωισμού.



Μικρές και σοβαρές αστοχίες



Δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε την καλή γραφή της Κονομάρα. Το γράψιμό της απορρέει από προσεκτική, επιμελή δουλειά. Πολλές φράσεις της φωτίζουν ποιητικές αποχρώσεις, ενώ το ύφος της διακρίνει μια λεπταίσθητη γλυκύτητα. Γενικά, η γραφή της είναι χαμηλόφωνη, διακριτική. Ενώ όμως οι ήπιοι τόνοι ευεργετούσαν τις ζοφερές, υποβλητικές, ανησυχαστικές ιστορίες του «Μακάο», εδώ καθιστούν την αφήγηση κουραστικά υποτονική. Σημειώνω πρόχειρα κάποιες αδεξιότητες στη γραφή, όπως: τις εξάρσεις λογιότητας και μερικές εξεζητημένες λέξεις («αμεθεξία», «οξύληκτους», «λίχνισμα»), οι οποίες ζημιώνουν την καλλιέπεια· λιγοστές άτεχνες διατυπώσεις («σαν μικρή, τρομαγμένη αχιβάδα»)· άχρηστες επαναλήψεις («με φώναξες;») για να υπογραμμιστεί η επιτηδευμένη δουλικότητα της γυναίκας· τις εύκολες αλληγορίες με τα χαμένα πορτοφόλια, την κατάρρευση του γεφυριού, την απώλεια του παιδικού ποδηλάτου, το ολοκαύτωμα του σαλεμένου μαθηματικού μαζί με το σπίτι του, για να προβληθούν η ψυχοφθόρα συμβίωση και τα εσωτερικά τραύματα. Σαφώς πιο ενοχλητική από αυτά είναι η δυσεξήγητη λειτουργία του τριτοπρόσωπου αφηγητή. Ενα τρίτο, αδιευκρίνιστο, πρόσωπο παρεμβάλλεται σποραδικά ανάμεσα στις πρωτοπρόσωπες εκμυστηρεύσεις των δύο ηρώων για να επεκταθεί πάνω στα λεγόμενά τους. Επεξηγεί, δηλαδή, τα πλέον ευνόητα, με συνέπεια τα αφηγούμενα να επιβαρύνονται με πλατειασμούς και άσκοπες αναλύσεις πάνω σε ξεκάθαρες, ούτως ή άλλως, ψυχολογικές καταστάσεις. Επίσης, οι τρεις φωνές δεν διαφοροποιούνται μεταξύ τους παρά μόνο στο σημείο όπου αλλάζουν οι παράγραφοι. Ο προσεγμένος λόγος του ανώνυμου αφηγητή ταυτίζεται σχεδόν με αυτόν του άντρα, ενώ η γυναικεία φωνή υπερτονίζει την ατημελησία της προσφεύγοντας σε ένα ενδεές, καθημερινό λεξιλόγιο. Η ομοιομορφία των αφηγήσεων ισοδυναμεί, εν ολίγοις, με αβαθή ψυχογραφήματα. Η συγγραφέας, σε αρκετά σημεία του βιβλίου της, υπαινίσσεται ότι αδυνατούμε να έχουμε μια συνολική εποπτεία των αποφάσεών μας, των συνεπειών τους, των ευμετάβλητων συναισθημάτων μας, της ζωής μας εντέλει, και ότι εμμένουμε σε λεπτομέρειες. Αυτές μας προσανατολίζουν και μας μορφώνουν. Ωστόσο, η διαφαινόμενη πρόθεσή της ακυρώνεται καθώς καμία λεπτομέρεια δεν αφήνεται ανέγγιχτη από τη φλυαρία των τριών αφηγητών της.


Η Κονομάρα πριν από δύο χρόνια απέδειξε ότι κατέχει την τέχνη της αφήγησης μιας συναρπαστικής ιστορίας. Με το δεύτερο πεζογραφικό της βήμα, όμως, υπέπεσε σ' ένα σύνηθες λογοτεχνικό πταίσμα. Κάλυψε με το φροντισμένο γράψιμό της την έκταση ενός μικρού βιβλίου, χωρίς να έχει κάτι ουσιώδες να αφηγηθεί. «Λες να έχουμε αρχίσει να επαναλαμβανόμαστε;» αναρωτιέται κάπου ο ήρωας, αλλά όχι και η συγγραφέας.



ΛΙΝΑ ΠΑΝΤΑΛΕΩΝ

ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 14/01/2005

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!