Ο πολιτικός του Πλάτωνα

Επτά σεμινάρια στην EHESS
133207
Εκδόσεις: Πόλις
Σελίδες:315
Μεταφραστής:ΚΑΣΤΟΡΙΑΔΗ ΖΩΗ
Ημερομηνία Έκδοσης:01/01/2001
ISBN:9789608132511


Εξαντλημένο από τον Εκδοτικό Οίκο

Περιγραφή


Το βιβλίο αυτό προαναγγέλλει την Ανθρώπινη Δημιουργία, σύνολο έργων που στόχο έχει να συγκεντρώσει τα σεμινάρια του Κορνήλιου Καστοριάδη στην EHESS, η επεξεργασία των οποίων βρίσκεται καθ'οδόν. Ο ίδιος ο συγγραφέας είχε διαβάσει και σχολιάσει τον τόμο αυτό, λίγο πριν τον θάνατό του.




Γνωρίζαμε στο πρόσωπο του Κορνηλίου Καστοριάδη (1922-1997) έναν από τους θεμελιωτές του "Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα", του περιοδικού πού αντιστάθηκε σε κάθε είδους σταλινισμό, διατηρώντας την ιδέα της εργατικής αυτοδιαχείρισης και της κριτικής της γραφειοκρατικής κοινωνίας. Γνωρίζαμε τον φιλόσοφο της Φαντασιακής θέσμισης της κοινωνίας, τον θεωρητικό της ψυχής, τον συγγραφέα της σειράς «Τα σταυροδρόμια του λαβυρίνθου». Γνωρίζαμε ότι ήταν εξοικειωμένος, όντας και ο ίδιος ελληνικής καταγωγής, με τα μεγάλα κείμενα της αρχαίας Ελλάδας από τον Όμηρο έως τον Αριστοτέλη. Δεν τον είχαμε δει ποτέ όμως να αντιμετωπίζει τον μεγαλύτερο των Ελλήνων φιλοσόφων και τον διαυγέστερο εχθρό της δημοκρατίας, τον Πλάτωνα. Ο Κορνήλιος Καστοριάδης αφιέρωσε το σημαντικότερο τμήμα του σεμιναρίου του το 1985-1986 σε ένα κείμενο λιγότερο γνωστό απ' ό,τι η "Πολιτεία" ή οι "Νόμοι", στον "Πολιτικό", έναν διάλογο όπου ο Πλάτων θεωρητικοποιεί την ιδεολογική τρομοκρατία και αντιπαραθέτει το ιδεώδες του φιλοσόφου-βασιλέως στα διάφορα υπαρκτά πολιτεύματα. Ο Πλάτων βρήκε στο πρόσωπο του Κορνηλίου Καστοριάδη έναν αντίπαλο του μεγέθους του.
Πιερ Βιντάλ-Νακέ



ΚΡΙΤΙΚΗ





Το τελευταίο βιβλίο του Κορνήλιου Καστοριάδη δημοσιεύεται στη Γαλλία μετά τον πρόσφατο θάνατό του και κυκλοφορεί τώρα και στα ελληνικά σε καλή μετάφραση της Ζωής Καστοριάδη. Πρόκειται για τη μεταγραφή επτά σεμιναρίων που έδωσε ο Καστοριάδης το 1986 στην Ecole des Hautes Etudes en Sciences Sociales με επίκεντρο τον Πολιτικό του Πλάτωνα. Η μεταγραφή έγινε από το μαθητή του Καστοριάδη Pascal Vernay, και διατηρεί τον προφορικό χαρακτήρα των διαλέξεων, αφού προέκυψε από τη διακριτική παρέμβαση του επιμελητή στο απομαγνητοφωνημένο υλικό των σεμιναρίων. Ο ίδιος ο Καστοριάδης διάβασε την πρώτη μεταγραφή, και κράτησε, όπως φαίνεται από την εισαγωγή του επιμελητή, αμφίθυμη στάση: έκανε κάποια σχόλια, διορθώσεις και προσθήκες, εξέφρασε όμως αμφιβολίες για την ωριμότητα ορισμένων θέσεων, και δεν φάνηκε να αντιμετωπίζει σοβαρά το ενδεχόμενο της δημοσίευσης των διαλέξεων με τη μορφή βιβλίου.

Το βιβλίο ωστόσο εκδόθηκε το 1999 - σε μια έκδοση που πρέπει να τονίσουμε ότι δεν παραπλανά τον αναγνώστη, αφού τον προειδοποιεί για όλες τις ιδιαιτερότητες της σύνταξής του. Ως σύνολο, όπως είναι φυσικό, πάσχει από έλλειψη συνοχής, από συχνές επαναλήψεις, από ανεπαρκή τεκμηρίωση. Χωρίς αμφιβολία, αν ο ίδιος ο Καστοριάδης αποφάσιζε τη δημοσίευσή του, το τελικό κείμενο θα έπαιρνε μια εντελώς διαφορετική μορφή. Ίσως μάλιστα το υλικό των διαλέξεων να αποτελούσε βάση για τη σύνταξη ενός εκτεταμένου άρθρου παρά ενός αυτόνομου βιβλίου, κατά τη συνήθη συγγραφική πρακτική του Καστοριάδη. Από την άλλη ωστόσο πλευρά, οι εμφανείς αδυναμίες της παρούσας έκδοσης αντισταθμίζονται με το παραπάνω από τη σπάνια ευκαιρία που μας δίνει να απολαύσουμε τη ζωτικότητα της σκέψης του Καστοριάδη τη στιγμή της διαμόρφωσής της. Έχω την αίσθηση ότι ακόμη και όσοι δεν έτυχε να παρακολουθήσουν ποτέ διά ζώσης τον Καστοριάδη και γνωρίζουν το έργο του αποκλειστικά από τα γραπτά του, μπορούν να υποψιαστούν ότι στον προφορικό λόγο βρισκόταν στο στοιχείο του, ότι δεν θα είχε αντίρρηση να προσυπογράψει την πλατωνική διακήρυξη ότι η αληθινή φιλοσοφία είναι «ο ζωντανός λόγος, που γράφεται με πραγματική γνώση στην ψυχή όποιου μαθαίνει», ενώ ακόμη και τα καλύτερα φιλοσοφικά γραπτά δεν είναι παρά υπομνήματα που συντάσσονται χάριν παιδιάς (Φαίδρος 276d). Από αυτή την οπτική γωνία, το γραπτό υπόμνημα του Καστοριάδη για τον Πολιτικό του Πλάτωνα έχει το πλεονέκτημα ότι διατηρεί εμφανή επάνω του τα ίχνη της προφορικότητας.

Το βιβλίο όμως είναι και από μια άλλη πλευρά σημαντικό. Παρά τις όποιες επαναλήψεις, είναι γεγονός ότι έχουμε μπροστά μας ένα εκτεταμένο κείμενο, ένα κείμενο τριακοσίων σελίδων, αφιερωμένο σε ένα μείζον έργο της πολιτικής φιλοσοφίας. Απ' όσο γνωρίζω δεν υπάρχει κάτι ανάλογο στα δημοσιευμένα έργα του Καστοριάδη. Βλέπουμε εδώ έναν άγνωστο Καστοριάδη, έναν Καστοριάδη σχολιαστή, και μάλιστα έναν προικισμένο σχολιαστή που καταφέρνει να προβάλλει τη δική του φιλοσοφική ταυτότητα χωρίς να διαστρεβλώνει το αρχαίο κείμενο ή να το χρησιμοποιεί ως πρόσχημα. Για να αντιληφθεί κανείς πόσο αυτόνομος και δημιουργικός σχολιαστής είναι ο Καστοριάδης αρκεί να τον παρακολουθήσει στο τρίτο σεμινάριο όπου, ξεκινώντας από μια παρέκβαση του Πλάτωνα για το ρόλο των Υποδειγμάτων στη γνώση (και για τη σχέση ονείρου και εγρήγορσης), συνδέει εκπληκτικά την πλατωνική θεωρία της ανάμνησης με την κριτική της καντιανής γνωσιολογίας, τη μετασχηματιστική γραμματική και της εξελίξεις στη σύγχρονη γνωσιακή επιστήμη (σσ. 132-75). Η ερμηνευτική προσέγγιση του Καστοριάδη είναι γόνιμη και, κατά τη γνώμη μου, δεν απευθύνεται μόνο στους πολυάριθμους θαυμαστές (ή τους πολυάριθμους κριτικούς) της σκέψης του αλλά πρέπει να διαβαστεί και από τους μελετητές της πλατωνικής φιλοσοφίας. Και έρχεται να διασκεδάσει την αρκετά διαδεδομένη στους ακαδημαϊκούς κύκλους πεποίθηση ότι, ενώ οι αναλύσεις του Καστοριάδη είναι πρωτότυπες, καίριες και εμβριθείς, δεν εδράζονται σε ασφαλή φιλοσοφικά θεμέλια - ότι οι προνομιακοί συνομιλητές του Καστοριάδη είναι οι πολιτικοί στοχαστές, οι ψυχαναλυτές και οι φυσικοί επιστήμονες και όχι οι φιλόσοφοι του παρελθόντος και του παρόντος.

Τα έξι μαθήματα για την πολιτική φιλοσοφία του Πλάτωνα ολοκληρώνουν ένα πρόγραμμα ανάλυσης βασικών κειμένων που άρχισε το 1980 κι έδωσε την ευκαιρία στον Καστοριάδη να αναπτύξει τις ιδέες του για τη γέννηση της δημοκρατίας και της φιλοσοφίας στην αρχαία Ελλάδα. Η πρόσβαση στην πολιτική σκέψη του Πλάτωνα μέσω του Πολιτικού δεν είναι η συνηθισμένη. Θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι το σχετικά προσιτό μέγεθος του Πολιτικού συγκριτικά με την Πολιτεία ή τους Νόμους δίνει τη δυνατότητα πληρέστερου σχολιασμού. Το κέρδος όμως αυτό είναι ελάχιστο, απέναντι στις δυσκολίες που παρουσιάζει ο διάλογος, στα έκδηλα προβλήματα δομής και στην ασάφεια της ίδιας της θεματολογίας του.

Ο Πολιτικός ανήκει στο ύστερο πλατωνικό έργο (μαζί με τον Σοφιστή, τον Τίμαιο, τον Φίληβο και τους Νόμους). Αποτελεί οργανική συνέχεια του Σοφιστή, με τα ίδια πρόσωπα παρόντα και τον ίδιο κύριο πρωταγωνιστή (όχι τον Σωκράτη αλλά τον Ελεάτη Ξένο) και με αντικείμενο τον ορισμό της πολιτικής τέχνης. Είναι γεγονός ότι στους διαλόγους της περιόδου αυτής πιστοποιείται μια συνολική στροφή της πλατωνικής φιλοσοφίας. Εντελώς σχηματικά θα λέγαμε ότι τώρα ο Πλάτων ανοίγεται προς τον πραγματικό κόσμο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι εγκαταλείπει τη θεωρία των Ιδεών. Ασχολείται λοιπόν με θέματα που βρίσκονταν παλαιότερα στο περιθώριο της στόχευσής του: με την κοσμολογία και τη βιολογία (Τίμαιος), με τη σχέση ηδονής και φρόνησης (Φίληβος), με τη δομή της γλώσσας και της σκέψης (Σοφιστής), με τη νομοθεσία των υπαρκτών κοινωνιών (Πολιτικός, Νόμοι). Η πλατωνική φιλοσοφία γίνεται μια μελέτη των αρμονικών «μικτών», αφού όλα τα επίπεδα της πραγματικότητας συλλαμβάνονται πλέον ως αναμίξεις ή ως αναλογίες ενός σταθερού και ενός ακαθόριστου στοιχείου - ο κόσμος προέρχεται από τη μαθηματική μορφοποίηση της άναρχης ύλης, ο ανθρώπινος βίος αποτελεί μίγμα ηδονής και φρόνησης, η σκέψη είναι «συμπλοκή» εννοιών, ταυτότητας και ετερότητας, η πολιτική χαρακτηρίζεται ως «υφαντική» γνωστικών δεξιοτήτων και ψυχικών προδιαθέσεων, οι ίδιες οι Ιδέες ανάγονται σε δύο αντίθετες ανώτερες αρχές.

Θα πρέπει να πω εξαρχής ότι ο Καστοριάδης συλλαμβάνει πολύ σωστά αυτή τη γενικότερη στροφή στην πλατωνική φιλοσοφία, μολονότι ο ίδιος επικεντρώνει την προσοχή του στην ανάλυση της πολιτικής. Επιπλέον, αποφεύγει το συνηθισμένο σφάλμα τόσο των επιδερμικών αναγνωστών του Πλάτωνα όσο και πολλών πλατωνιστών, να αποσυνδέσει δηλαδή το περιεχόμενο από τη μορφή των πλατωνικών διαλόγων -εδώ φαίνεται πόσο καλός σχολιαστής είναι. Η στροφή λοιπόν για την οποία μιλούσαμε δεν είναι μόνο αλλαγή θεματολογίας, αλλά και αλλαγή στη σύλληψη του ίδιου του φιλοσοφικού ερωτήματος, και, ταυτοχρόνως, συνεχής αναζήτηση σχετικά με τους τρόπους έκφρασης της αληθινής φιλοσοφίας. Ο Καστοριάδης κάνει πολλές φορές λόγο για «δεύτερη γέννηση της φιλοσοφίας» από τον Πλάτωνα (υιοθετώντας την καθιερωμένη τοποθέτηση της «πρώτης» γέννησης της φιλοσοφίας στους προσωκρατικούς) κατά την οποία το νέο που γεννιέται δεν είναι πλέον το φιλοσοφικό δόγμα ή σύστημα αλλά ο φιλοσοφικός Λόγος (σ. 31), η «αέναη διερώτηση» επάνω στα ίδια τα θεμέλια της σκέψης, η διαρκής αμφισβήτηση των αποτελεσμάτων της, η αντίληψη ότι «η φιλοσοφία είναι αυτή η ίδια η οδός της αναζήτησης» (σ. 113). Με την έννοια αυτή όλη η φιλοσοφία ήταν και παραμένει πλατωνική - «καταδικασμένη επί είκοσι πέντε αιώνες να γυρίζει πάνω στον πλατωνικό τροχό» (σ. 174). Εμμέσως ο Καστοριάδης υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει σταθερό πλατωνικό φιλοσοφικό σύστημα, ότι θεμελιωμένες φιλσοφικές αλήθειες για τον Πλάτωνα «υπάρχουν και δεν υπάρχουν» (σ. 114), ότι ο Πλάτων στο ύστερο τουλάχιστον έργο του αντιλαμβάνεται ότι «μπορεί κανείς να διαισθανθεί το ον, δεν μπορεί όμως να το εκφράσει, να το πει», οπότε δικαίως επιδίδεται «σε μια καθ' όλους τους τύπους κριτική του λόγου, και κυρίως του γραπτού λόγου, λέγοντας ότι είναι μια ξεθωριασμένη εικόνα, εικόνα ιδιαίτερα παραμορφωμένη της αληθινής γνώμης» (117-18). Αν ακολουθήσουμε τον Καστοριάδη σε αυτή την ανοικτή ανάγνωση της πλατωνικής φιλοσοφίας, αντιλαμβανόμαστε ότι η μορφή του πλατωνικού διαλόγου, το όχημα μετάδοσης των φιλοσοφικών ιδεών μόνο αδιάφορο δεν μπορεί να είναι.

Όσα προηγήθηκαν, όλες αυτές οι θετικές κρίσεις πάνω στην πλατωνική φιλοσοφία ίσως να ξένισαν τους εξοικειωμένους με τα γραπτά του Καστοριάδη αναγνώστες. Ο Πλάτων δεν είναι πάνω απ' όλα ο κύριος εχθρός και ο υπονομευτής της αθηναϊκής δημοκρατίας, ο προπαγανδιστής ενός «θεοκρατικού» πολιτεύματος (σ. 34), αυτός «που έπαιξε εξαιρετικά σημαντικό ρόλο στην καταστροφή του ελληνικού κόσμου» (σ. 33), αυτός που, «στερούμενος της αιδούς του πνεύματος» (σ. 36), αδιαφόρησε για την πόλη που τον ανέθρεψε και στράφηκε εναντίον της αναγάγοντας σε υψηλή τέχνη τις σοφιστικές μεθόδους της πειθούς; Βαριοί χαρακτηρισμοί, που επαναλαμβάνονται και στην έναρξη αυτής της σειράς των παραδόσεων, επιβεβαιώνοντας την πεποίθησή μας ότι στον υπόρρητο μανιχαϊσμό του Καστοριάδη ο Πλάτων ήταν πάντοτε με το μέρος του κακού. Και όμως η αίσθηση που δημιουργείται, καθώς προχωρά το βιβλίο, είναι ότι η οξύτητα των αρνητικών χαρακτηρισμών του Καστοριάδη είναι ευθέως ανάλογη με την έλξη που ασκεί επάνω του ο φιλοσοφικός λόγος του Πλάτωνα. Εδώ εντοπίζεται, κατά τη γνώμη μου, και η πηγή της δικής μας απόλαυσης από την ανάγνωση. Είμαι σίγουρος ότι αν ο Καστοριάδης είχε ο ίδιος επιμεληθεί την έκδοση αυτού του βιβλίου θα είχε τη δυνατότητα να εξομαλύνει την ένταση που αποπνέει το κείμενο, να αποκρύψει τους δικούς του δισταγμούς και τις αντιφάσεις. Τώρα όμως αποκαλύπτεται μπροστά μας όλη η προσπάθειά του να κρατήσει αποστάσεις από μια φιλοσοφία, η οποία στις βασικές της οντολογικές και μεθοδολογικές προκείμενες είναι πολύ κοντά στη δική του, η οποία ωστόσο φαίνεται να προπαγανδίζει ένα πολιτικό σύστημα απωθητικό.

Θα προσπαθήσω όμως να γίνω πιο σαφής. Η κλασική ερμηνεία της πολιτικής σκέψης του Πλάτωνα στηρίζεται σχεδόν αποκλειστικά στις θέσεις που αναπτύσσονται στην Πολιτεία και χαρακτηρίζει το ιδανικό πλατωνικό πολίτευμα ως ένα «κλειστό», αυστηρά ιεραρχικό ή και αντιδραστικό σύστημα διακυβέρνησης, όπου οι κατάλληλα εκπαιδευμένοι φιλόσοφοι κυβερνούν και οι υπόλοιποι πολίτες διοχετεύονται στις δραστηριότητες που αντιστοιχούν στις προδιαθέσεις τους. Στο πολίτευμα αυτό νόμοι δεν χρειάζονται, αφού όλα τα ζητήματα μπορούν να επιλυθούν από την ασφαλή γνώση (την «επιστήμη») που έχουν κατακτήσει οι κυβερνώντες, μετά τη μακρά και επίπονη ανάβασή τους προς τις Ιδέες και το Αγαθό. Η ερμηνεία αυτή προϋποθέτει το μεταφυσικό ρεαλισμό του Πλάτωνα, το ριζικό διχασμό του όντος σε δύο ανισότιμα επίπεδα, όπου μόνο οι Ιδέες αποτελούν αυθεντικές και σταθερές οντότητες, και όπου το χαώδες σύμπαν των αισθητών αποκτά μια ατελή ύπαρξη μέσω της λειτουργίας των Ιδεών ως υποδειγμάτων, ως αξιών και ως αντικειμένων αληθινής γνώσης. Η καθιερωμένη αυτή προσέγγιση δεν είναι όμως απαλλαγμένη από προβλήματα. Αν ο πραγματικός κόσμος, ο κόσμος της πόλεως και των πολιτών, είναι τόσο ασήμαντος και εγγενώς ατελής, τότε γιατί ο Πλάτων παρουσιάζει το φωτισμένο φιλόσοφο του να επιστρέφει στο σκότος του σπηλαίου μετά την κατάκτηση του Αγαθού; Μ' άλλα λόγια, πώς δικαιώνεται η απόφαση του Σωκράτη να πιει το κώνειο; Και, ακόμη, γιατί ο Πλάτων περνά από το πολιτικό σύστημα της Πολιτείας σε αυτό των Νόμων, όπου η εξουσία ασκείται πλέον από εκλεγμένους άρχοντες που κυβερνούν βάσει γραπτής νομοθεσίας;



Ένα αρμονικό μείγμα τεχνών και αρετών



Μια διαφορετική ερμηνεία δεν θα έπαιρνε ως σημείο εκκίνησης το πολιτικό σύστημα του Πλάτωνα αλλά την ίδια την ύστερη πλατωνική οντολογία. Αν θεωρήσουμε ότι ο Πλάτων βαθμιαία στρέφεται προς μια φιλοσοφία όχι του «χωρισμού» αλλά της μείξης, της αναλογίας και του μέτρου, τότε αυτομάτως αναβαθμίζεται και η σημασία του πολιτικού μορφώματος της υπαρκτής πόλης. Ο πραγματικός κόσμος χαρακτηρίζεται από απροσδιοριστία, από την οποία άλλωστε δεν είναι απαλλαγμένες ούτε οι Ιδέες, αλλά είναι και επιδεκτικός σταθερότητας. Και ο καλός πολιτικός, χωρίς να πάψει να είναι «επιστήμων», δικαιώνεται όχι από την προνομιακή του επικοινωνία με τις Ιδέες αλλά από τη σωστή διαχείριση ανθρώπων και πρακτικών μέσα στην πόλη. Γίνεται ο «υφαντής» που θα εξυφάνει ένα αρμονικό (δηλαδή μαθηματικό) μείγμα «τεχνών» και «αρετών» (Πολιτικός 311c). Ο πολιτικός αυτός, συνειδητοποιώντας τα όρια της εποπτείας του, αντιλαμβάνεται ακόμη και την αναγκαιότητα της ύπαρξης των νόμων, αρκεί οι νόμοι αυτοί «να έχουν θεσπιστεί με πολλή εμπειρία» και με τη «συναίνεση του πλήθους» (ό.π. 300b).1 Αυτό φαίνεται να υποστηρίζει ο Πλάτων στον Πολιτικό.

Ποια είναι όμως η θέση του Καστοριάδη; Με δύο λόγια θα έλεγα ότι, ενώ η εσωτερική λογική των αναλύσεών του τείνει σαφώς προς τη δεύτερη κατεύθυνση, υπάρχει και παλινδρόμηση προς το καθιερωμένο σχήμα ερμηνείας. Επιστροφή στο καθιερωμένο σχήμα ερμηνείας θεωρώ όχι μόνο τις ρητορικά επαναλαμβανόμενες αρνητικές κρίσεις για το ρόλο του Πλάτωνα στην κατάλυση της αθηναϊκής δημοκρατίας, αλλά επίσης την καταγγελία του «θεοκρατικού» χαρακτήρα του πλατωνικού πολιτικού συστήματος (βλ. την ανάλυση του μύθου της βασιλείας του Κρόνου σσ. 183-222), όπως και τη σκανδαλώδη, κατά τον Καστοριάδη, «τερατωδία» να ταυτίζεται ο σωστός πολιτικός ανήρ με τον «βασιλικό άνδρα» (σ. 89). Ο θεός όμως στην πλατωνική φιλοσοφία είναι εντελώς ανύπαρκτος· όταν δεν χρησιμοποιείται ως σχήμα λόγου (που παραπέμπει όχι σε ένα υποκείμενο αλλά σε ένα κατηγόρημα, όπως αυτό της τελειότητας), εμφανίζεται μόνο στο πλαίσιο μυθικών αφηγήσεων και έχει πάντοτε μεταφορική σημασία. Όσο για την υιοθέτηση του όρου «βασιλικός ανήρ», υποψιάζομαι ότι άλλοι, ειδικότεροι από εμένα, ίσως θα μπορούσαν να δείξουν ότι κατά τον 4ο αιώνα ένας τέτοιος όρος δεν συνδέεται κατ' ανάγκην συνειρμικά μόνο με τον βασιλέα των Περσών, αλλά μπορεί να λειτουργήσει και ως ισοδύναμος του «άρχων» ή του «ηγεμονικός».2

Αν εξαιρέσει κανείς αυτές τις ρητορικές ενστάσεις, η ουσιαστική κριτική που ασκεί ο Καστοριάδης στην πολιτική φιλοσοφία του Πλάτωνα συνοψίζεται στην απόρριψη δύο αιτημάτων. Στο αξίωμα ότι υπάρχει μία, και μόνο μία, «ορθή πολιτεία». Και στη θέση ότι η πολιτική είναι «επιστήμη» - άρα η ορθή πολιτεία καθορίζεται από ένα και μόνο χαρακτηριστικό, από τη γνώση του διευθύνοντος (σσ. 264 κ.ε.). Δεν χωρά αμφιβολία και ότι και τα δύο αυτά αιτήματα βρίσκονται στον πυρήνα της πλατωνικής θεώρησης.

Το πρώτο είναι ένα αίτημα ενότητας και προσδιορισμού. Ο Πλάτων επιχειρεί να καθηλώσει κατά κάποιον τρόπο τη ρευστή πραγματικότητα, να σταματήσει το χρόνο και την ιστορία, αναζητεί τη σταθερότητα μέσα στην πολλαπλότητα. Αυτός όμως είναι και ο τρόπος του για να μιλήσει με κάποια εγκυρότητα για τον αισθητό κόσμο, για τις πραγματικές ανθρώπινες πολιτείες, χωρίς να καταφύγει (θα λέγαμε εμείς σήμερα) στον ιστορικισμό. Αν όμως ακολουθήσουμε τον Καστοριάδη στην άποψή του ότι ο Πλάτων «απολυτοποιεί την απόσταση ανάμεσα στο αφηρημένο καθόλου και στο συγκεκριμένο επιμέρους» (σ. 269), τότε τι νόημα έχει ο «δεύτερους πλους» του Πολιτικού και των Νόμων όπου δεν συζητείται πλέον η μοναδική «ορθή πολιτεία» αλλά οι καλύτερες δυνατές ρεαλιστικες λύσεις;

Το δεύτερο αίτημα, η πολιτική ως επιστήμη, αποτελεί πάγια θέση του Πλάτωνα και δικαιολογεί τον αποκλεισμό των μαζών από την άσκηση της εξουσίας. Ο Καστοριάδης επιδίδεται σε έντονη κριτική της πλατωνικής θεώρησης, δείχνει την ανεπάρκειά της σε σχέση με τις αντίστοιχες αριστοτελικές αναλύσεις (τη διάκριση επιστήμης, τέχνης και φρονήσεως) και επισημαίνει τα παράδοξα στα οποία οδηγεί. Το κυριότερο παράδοξο: Ο Πλάτων απαιτεί από το σωστό πολιτικό να είναι επιστήμων, χωρίς να προσδιορίζει ποια ακριβώς είναι η απαιτούμενη επιστήμη. Ο Καστοριάδης υποθέτει ότι η επιστήμη αυτή δεν μπορεί να είναι μια ειδική γνώση, αλλά μάλλον είναι η «επιστήμη του όλου», η ανώτερη δυνατή γνώση (σ. 271). Τέτοια όμως απόλυτη γνώση δεν είναι δυνατή, αφού, όπως σωστά υποστηρίζει, κεντρική θέση του Πλάτωνα είναι ότι «υπάρχει ένα τεράστιο τμήμα ακαθοριστίας του όντος» (σ. 272).3 Γιατί όμως είναι αναγκαίο να θεωρήσουμε ότι η επιστήμη του πολιτικού είναι η «επιστήμη του όλου», δηλαδή η απόλυτη, βέβαιη και ανέφικτη γνώση των Ιδεών και του Αγαθού; Αν προσέξουμε όσα μας λέει ο Πλάτων για τον ορισμό του πολιτικού ως υφαντή, θα δούμε ότι η υφαντική τέχνη υπάγεται τελικά στη μήτρα όλων των τεχνών, στη μετρητική, στην τέχνη που μελετά αφ' ενός την αμοιβαία σχέση όλων των μεγεθών και αφ' ετέρου την ίδια την έννοια του μέτρου και τις πραγματώσεις του στο «μέτριον και στο πρέπον και στον καιρόν και στο δέον» (284e). Χωρίς το μέτρο, δεν υπάρχει καμία τέχνη, μας λέει ο Πλάτων· και αν δεν το αντιληφθούμε αυτό, δεν έχει κανένα νόημα να μιλούμε «ούτε για τον πολιτικό ούτε για οποιονδήποτε άλλο περί τας πράξεις επιστήμονα» (284c). Η επιστήμη επομένως της πολιτικής δεν είναι η απόλυτη γνώση του όλου, αλλά η γνώση του μέτρου και του μετρίου· είναι μια μορφή μετρητικής, μια μέθοδος -η «συναγωγή και η διαίρεση κατ' είδη και κατ' αριθμόν», που αναπτύσσεται τόσο στον Πολιτικό όσο και στον Σοφιστή και στον Φίληβο. Το σημείο αυτό είναι ουσιαστικό - τονίζεται μάλιστα ιδιαίτερα στο πλατωνικό κείμενο, και είναι περίεργο ότι χάνεται στην ανάλυση του Καστοριάδη.



Υπερβολικά καχύποπτος



Μια σωστή δόση καχυποψίας είναι σίγουρα απαραίτητο εφόδιο για τον κριτικό αναγνώστη του Πλάτωνα. Μου φαίνεται όμως ότι ο Καστοριάδης σε κάποιες περιπτώσεις υπήρξε υπερβολικά καχύποπτος. Δεν βλέπω γιατί πρέπει να χαρακτηριστεί «ζαβολιά» (σ. 64) και «απάτη» (σ. 178) η παρατήρηση του Πλάτωνα ότι η αναζήτηση του ορισμού του πολιτικού δεν είναι αυτόνομη διαδιασία αλλά εντάσσεται στη γενικότερη διαλεκτική άσκηση (286d). Και όμως η παρατήρηση αυτή γίνεται σε πολύ κρίσιμο σημείο του διαλόγου, στο σημείο όπου εισάγεται η τέχνη του μέτρου και η μέθοδος της διαίρεσης (που δεν αναφέρεται βεβαίως σε «ψείρες ή κατσαρίδες» όπως ισχυρίζεται ο Καστοριάδης) οπότε έχουμε πολύ μεγαλύτερο κέρδος αν την πάρουμε τοις μετρητοίς παρά αν την παρακάμψουμε. Ούτε πάλι προκύπτει από το κείμενο ότι ο ορισμός του πολιτικού ως υφαντή είναι «περιττός» και «άχρηστος» (σ. 83), και ότι σιωπηλά εγκαταλείπεται για να οριστεί τελικά ο πολιτικός ως επιστήμων. Αντιθέτως, το πλατωνικό κείμενο κερδίζει σε συνοχή αν θεωρήσουμε ότι οι δύο ορισμοί ουσιαστικά ενοποιούνται, αφού η δράση του καλού πολιτικού είναι ακριβώς η εξύφανση του πολιτικού συστήματος με «επιστήμη» και με μέτρο.

Αν ο Καστοριάδης είχε απαλλαγεί πλήρως από τις καθηλώσεις της καθιερωμένης ερμηνείας, τότε οι θετικές συμπερασματικές του κρίσεις, όπως αυτή που ακολουθεί, θα προέκυπταν αβίαστα και δεν θα προξενούσαν την έκπληξη που τώρα προξενούν: «Οι συνέπειες του πλατωνικού κειμένου είναι προφανείς: πρόκειται για τη διαρκή δημοκρατική αυτοθέσμιση της κοινωνίας... Δεδομένης της απόστασης ουσίας ανάμεσα στα νεκρά γράμματα (των νόμων) και τη διαρκώς εναλλασσόμενη πραγματικότητα... κάθε νομοθεσία οφείλει να είναι διαρκώς ικανή να μεταβάλλεται. Είναι αυτό που ονομάζω διαρκή αυτοθέσμιση. Οπότε τα υποκείμενα αυτής της διαρκούς αυτοθέσμισης, τα δρώντα και ενεργά υποκείμενα -εάν περιοριστούμε στα στοιχεία που δυνάμει περικλείει το κείμενο- πρέπει να είναι το σύνολο των πολιτών, πρέπει να είναι ο ίδιος δήμος» (σελ. 296-7).





1. Η αποδοχή των γραπτών νόμων αποτελεί λύση ανάγκης, παρά τα εμφανή μειονεκτήματά τους, που συνοψίζονται από τον Πλάτωνα στην ακαμψία τους, στον παραλληλισμό τους με «άνθρωπο αυθάδη και αμαθή» που ό,τι και να του λένε απαντάει με ένα «απαγορεύεται» (294a-b). Ο Καστοριάδης θεωρεί την πλατωνική κριτική απολύτως σωστή, τη θεωρεί πρόδρομο της αριστοτελικής θεωρίας της επιείκειας, και διατείνεται ότι «όλη η θεωρία και όλη η φιλοσοφία του δικαίου είναι βασισμένες σ' αυτές τις δύο παραγράφους του Πολιτικού και στις αναρίθμητες συνέπειές τους» (σ. 293).

2. Καθώς μάλιστα ο Πλάτων σε κανένα κείμενό του δεν φαίνεται να προκρίνει ως παραδεκτό πολίτευμα την κληρονομική μοναρχία - αυτό δηλαδή που αντιπροσωπεύει ο Πέρσης βασιλεύς ή αργότερα ο Αλέξανδρος.

3. Οπως σωστά παρατηρεί ο Καστοριάδης, σε κανέναν από τους ύστερους διαλόγους του δεν προπαγανδίζει ο Πλάτων μια τέτοια γνώση. Στον Τίμαιο εισάγει τη χώρα ως παράγοντα ριζικής απροσδιοριστίας της ύλης και στην 7η Επιστολή αρνείται ρητώς τη δυνατότητα της ασφαλούς γνώσης των πρώτων αρχών.

ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΑΛΦΑΣ, ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 01/03/2002

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!