0
Your Καλαθι
Λεξικόν της Ερωτικής Γεωγραφίας των Ελλήνων
Έκπτωση
10%
10%
Περιγραφή
Και η αρχαιολογία του έρωτα δεν είναι εύκολη υπόθεση.
Κάτω από το λιοπύρι, μέσα στη βροχή, μετά σε σκοτεινά εργαστήρια κι αραχλιασμένες βιβλιοθήκες ο μοναχικός ταξιδευτής παλεύει με τα θεριά του χρόνου.
Κρατά στα χέρια του ένα αρχαίο όνομα μασκαρεμένο κάτω από τα φκιασίδια του Μεσαίωνα. Πρέπει να ξύσει από πάνω του τις φλούδες με τις οποίες το τύλιξαν καλόγριες και δεσποτάδες, συνταγματάρχες και αστυνομικοί, σύλλογοι τάχαμου εκπολιτιστικοί, ανενεργοί εγκέφαλοι των υπουργείων… Και πάλι δεν είναι σίγουρο πως τούτα θα αρκέσουν.
Η όμορφη Ελλάδα είναι κρυμμένη βαθιά, αλλά είναι παντού! Είναι σαν τη βασιλοπούλα του παραμυθιού που κοιμάται για χρόνια. Το δέρμα της, κεντημένο με ονόματα, περιμένει το δικό μας φιλί για να ξυπνήσει.
Φιλί σε μια κορφή των λόφων της,
είναι φιλί στα στήθη,
φιλί στο ασημένιο το νερό του ποταμιού,
είναι φιλί στα χείλη.
Φιλί σε μία ανεμώνη που ανθεί,
είναι φιλί στην ήβη.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
Τσιμπάτα (νυν Πηγή, Αχαΐα): Προφανώς μία εκ των πολλών ερωτικών προσταγών, κάλεσμα προς τσίμπημα ποθητών σαρκών π.χ. στηθών, μπουτιών. Εκ του τσίμπησέ τα (μου), τσίμπα τα.
Τσιμπουκάτικα (Θεσπρωτία): Εκ του τσιμπούκι (πληθ. τσιμπούκια). Όνομα σχετικό με τσιμπουκώματα, με έφεσιν και ροπήν προς αυτά.
Τσιρίγο (νυν Κύθηρα, Αττική): Γρίφος παραμένει η ερωτική συμπεριφορά των θηλέων από τα Κύθηρα το πάλαι ποτέ. Υπάρχει όμως σοβαρό ενδεχόμενο κάποιες πηδηχτούλες απ’ το Τσιρίγο να το έδιναν ευχαρίστως σε πολύ κόσμο. Ίσως αυτό να έγινε και παράδοση της νήσου και καλώς, εφόσον το συγκεκριμένο νησί θεωρείται ανέκαθεν ιερός τόπος της θεάς Αφροδίτης, νησί των άγιων γαμησιών. Εκ τούτου, προκειμένου ο απλός λαός μας να εκφράσει μία κατάσταση όπου πολλοί μαζί ζητάνε μερτικό από ένα κέρδος, λέγει: τι το κάμαμε; Τσιριγώτικο μουνί;
Τσιρίστρα (Αργολίδα): Γυνή ήτις κατά την διάρκεια των γαμέσευων τσιρίζει. Το τσίριγμα είναι χαρακτηριστικό των γαμούμενων Ιαπωνίδων, πλην όμως από καιρού εις καιρόν ακούγεται και εν Ελλάδι.
Τσουλαίικα (Αργολίδα): Χώρος με τσούλες άφθονες, πουτανοχώρι. Μεγάλη συγκέντρωση από τραβιόλες, κουνιστοκώλες. Εν ολίγοις το πουτανομάζεμα.
Τσουλάρ (νυν Μελίχοβο, Ιωάννινα): Υπερθετικός βαθμός για την τσούλα, το τσουλί. Τσούλα ολκής, καρατσούλα, καραπούτανος.
Τσουναίικα (Αιτωλ/νία): Κατ’ αντιστοιχία με το προηγούμενο, χώρος όπου ανευρίσκεται πλήθος από τσούνες ήτοι από ψωλές, το πουτσοχώρι ή ο οικισμός της πούτσας (υποτιμητ.). Ενδεχομένως πατρίς της παροιμίας: είχαμε ψωλές σακκιά, μας έφεραν κι απ’ τα χωριά.
Κάτω από το λιοπύρι, μέσα στη βροχή, μετά σε σκοτεινά εργαστήρια κι αραχλιασμένες βιβλιοθήκες ο μοναχικός ταξιδευτής παλεύει με τα θεριά του χρόνου.
Κρατά στα χέρια του ένα αρχαίο όνομα μασκαρεμένο κάτω από τα φκιασίδια του Μεσαίωνα. Πρέπει να ξύσει από πάνω του τις φλούδες με τις οποίες το τύλιξαν καλόγριες και δεσποτάδες, συνταγματάρχες και αστυνομικοί, σύλλογοι τάχαμου εκπολιτιστικοί, ανενεργοί εγκέφαλοι των υπουργείων… Και πάλι δεν είναι σίγουρο πως τούτα θα αρκέσουν.
Η όμορφη Ελλάδα είναι κρυμμένη βαθιά, αλλά είναι παντού! Είναι σαν τη βασιλοπούλα του παραμυθιού που κοιμάται για χρόνια. Το δέρμα της, κεντημένο με ονόματα, περιμένει το δικό μας φιλί για να ξυπνήσει.
Φιλί σε μια κορφή των λόφων της,
είναι φιλί στα στήθη,
φιλί στο ασημένιο το νερό του ποταμιού,
είναι φιλί στα χείλη.
Φιλί σε μία ανεμώνη που ανθεί,
είναι φιλί στην ήβη.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
Τσιμπάτα (νυν Πηγή, Αχαΐα): Προφανώς μία εκ των πολλών ερωτικών προσταγών, κάλεσμα προς τσίμπημα ποθητών σαρκών π.χ. στηθών, μπουτιών. Εκ του τσίμπησέ τα (μου), τσίμπα τα.
Τσιμπουκάτικα (Θεσπρωτία): Εκ του τσιμπούκι (πληθ. τσιμπούκια). Όνομα σχετικό με τσιμπουκώματα, με έφεσιν και ροπήν προς αυτά.
Τσιρίγο (νυν Κύθηρα, Αττική): Γρίφος παραμένει η ερωτική συμπεριφορά των θηλέων από τα Κύθηρα το πάλαι ποτέ. Υπάρχει όμως σοβαρό ενδεχόμενο κάποιες πηδηχτούλες απ’ το Τσιρίγο να το έδιναν ευχαρίστως σε πολύ κόσμο. Ίσως αυτό να έγινε και παράδοση της νήσου και καλώς, εφόσον το συγκεκριμένο νησί θεωρείται ανέκαθεν ιερός τόπος της θεάς Αφροδίτης, νησί των άγιων γαμησιών. Εκ τούτου, προκειμένου ο απλός λαός μας να εκφράσει μία κατάσταση όπου πολλοί μαζί ζητάνε μερτικό από ένα κέρδος, λέγει: τι το κάμαμε; Τσιριγώτικο μουνί;
Τσιρίστρα (Αργολίδα): Γυνή ήτις κατά την διάρκεια των γαμέσευων τσιρίζει. Το τσίριγμα είναι χαρακτηριστικό των γαμούμενων Ιαπωνίδων, πλην όμως από καιρού εις καιρόν ακούγεται και εν Ελλάδι.
Τσουλαίικα (Αργολίδα): Χώρος με τσούλες άφθονες, πουτανοχώρι. Μεγάλη συγκέντρωση από τραβιόλες, κουνιστοκώλες. Εν ολίγοις το πουτανομάζεμα.
Τσουλάρ (νυν Μελίχοβο, Ιωάννινα): Υπερθετικός βαθμός για την τσούλα, το τσουλί. Τσούλα ολκής, καρατσούλα, καραπούτανος.
Τσουναίικα (Αιτωλ/νία): Κατ’ αντιστοιχία με το προηγούμενο, χώρος όπου ανευρίσκεται πλήθος από τσούνες ήτοι από ψωλές, το πουτσοχώρι ή ο οικισμός της πούτσας (υποτιμητ.). Ενδεχομένως πατρίς της παροιμίας: είχαμε ψωλές σακκιά, μας έφεραν κι απ’ τα χωριά.
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις
