Σχήματα ΙΙΙ

Ο λόγος της αφήγησης: δοκίμιο μεθοδολογίας και άλλα κείμενα
290473
Συγγραφέας: Genette, Gerard
Εκδόσεις: Πατάκης
Σελίδες:360
Επιμελητής:ΚΑΨΩΜΕΝΟΣ ΕΡΑΤΟΣΘΕΝΗΣ
Μεταφραστής:ΛΥΚΟΥΔΗΣ ΜΠΑΜΠΗΣ
Ημερομηνία Έκδοσης:01/01/2007
ISBN:9789601617602


Εξαντλημένο από τον Εκδοτικό Οίκο

Περιγραφή


Το βιβλίο αυτό (που πρωτοκυκλοφόρησε στα γαλλικά το 1972, στο πλαίσιο της περίφημης σειράς «Ποιητική», υπό τη διεύθυνση του συγγραφέα και του Tzvetan Todorov) είναι, ανάμεσα στα έργα του Gerard Genette, εκείνο που αφορά περισσότερο από κάθε άλλο το ευρύ κοινό. Γιατί περιλαμβάνει την περίφημη μελέτη του «Ο λόγος της αφήγησης: Δοκίμιο μεθοδολογίας», που αποτελεί έναν από τους μεγάλους σταθμούς στη συγκρότηση της σύγχρονης αφηγηματολογίας και προσφέρει ένα εύληπτο κι εύχρηστο εργαλείο για την ανάλυση των αφηγηματικών κειμένων.[...]

Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου


Κριτική:


Αφαιρώντας (από) τον Προυστ


Το εκκρεμές του αφηγηματολόγου


Τριάντα πέντε χρόνια μετά την πρώτη του έκδοση στο Παρίσι (1972), κυκλοφορεί και στα ελληνικά ένα βιβλίο που συστηματοποιεί -ως προς τη ρητορική παρουσίασή της- τη θεωρία ενός από τους σημαντικότερους σύγχρονους θεωρητικούς και κριτικούς της λογοτεχνίας, μια θεωρία που ήδη από τη δεκαετία του 1980 είχε καθιερωθεί διεθνώς ως μία από τις πιο έγκυρες μεθόδους έρευνας και ερμηνείας των φαινομένων του αφηγηματικού λόγου. Το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου του Gerard Genette (σ. 79-339) καταλαμβάνει η περίφημη μελέτη «Ο λόγος της αφήγησης: Δοκίμιο μεθοδολογίας», που αποτελεί έναν από τους μεγάλους σταθμούς στη συγκρότηση της αφηγηματολογίας και προσφέρει ένα πολύ αξιόπιστο εργαλείο για την ανάλυση των αφηγηματικών κειμένων. Ο τόμος συμπληρώνεται με τέσσερα μικρότερα κείμενα, «Κριτική και ποιητική», «Ποιητική και ιστορία», «Η συρρίκνωση της ρητορικής» και «Μετωνυμία στον Προυστ», αλλά το κύριο ενδιαφέρον βρίσκεται στον «Λόγο της αφήγησης» που θα μας απασχολήσει στη συνέχεια.


Η εγγενής παραδοξότητα της γνώσης


Ο Genette, αφού θέσει ορισμένα κριτήρια στρατηγικής σημασίας -όπως η διάκριση μεταξύ αφηγηματικής πράξης, αφηγημένης ιστορίας και αφηγηματικού κειμένου (α-φηγήματος) ή μεταξύ τού «ποιος λέει» (αφηγητής) και «ποιος βλέπει» (εστιαστής)-, οργανώνει τη μελέτη των φαινομένων του αφηγηματικού λόγου σε τρία επίπεδα: των χρονικών δομών, των αφηγηματικών τρόπων ή εγκλίσεων, της φωνής του αφηγητή. Με αντικείμενο αναφοράς το «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο» του Μαρσέλ Προυστ, κινείται ανάμεσα στη θεωρία και στην ανάλυση των κειμένων, επιχειρώντας την ανάδειξη του γενικού μέσα από το ειδικό, ενώ παράλληλα προσφέρει ένα υπόδειγμα εφαρμογής της θεωρίας στην κριτική.


Η πρόθεση της αναγωγής από το ειδικό στο γενικό σημαδεύει τη στροφή του συγγραφέα από το κριτικό δοκίμιο (που είναι το προτιμώμενο είδος στην πρώτη συγγραφική του περίοδο) προς τη μονογραφία, και γίνεται φανερή ήδη στον τίτλο της μελέτης όπου δεν αναφέρεται το μυθιστόρημα του Προυστ, καθώς και στον υπότιτλο: «Δοκίμιο μεθοδολογίας». Ο ίδιος στον πρόλογο θίγει αυτό το θέμα, και αποδίδει τη σχετική επιλογή του όχι σε φιλαρέσκεια ή στην πρόθεση να δώσει στο θέμα πληθωρικό χαρακτήρα, αλλά στο πρόβλημα των σχέσεων ανάμεσα στην κριτική και στη λογοτεχνική θεωρία και, στη συγκεκριμένη περίπτωση, στη θεωρία της αφήγησης ή την αφηγηματολογία. Θα μπορούσε να ξεκαθαρίσει αυτή τη διφορούμενη κατάσταση είτε θέτοντας το ειδικό αντικείμενο στην υπηρεσία του γενικού στόχου, και την κριτική ανάλυση στην υπηρεσία της θεωρίας, είτε, αντιθέτως, να υπαγάγει την ποιητική στην κριτική, και τις προτεινόμενες έννοιες, τις ταξινομήσεις και τις διαδικασίες να τις υποβιβάσει σε όργανα που έχουν ως αποκλειστικό σκοπό την ακριβέστερη περιγραφή της προύστειας αφήγησης.


Δηλώνει, ωστόσο, την απέχθειά του ή την αδυναμία του να επιλέξει ανάμεσα σε αυτά τα δύο φαινομενικώς ασύμβατα υπερασπιστικά συστήματα. Αν επέλεγε την υπαγωγή της κριτικής ανάλυσης στη θεωρία, θα έπρεπε να πραγματευθεί το «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο» ως απλό παράδειγμα της αφήγησης, αλλά η ιδιαιτερότητα της προύστειας αφήγησης είναι τόσο καθοριστική ώστε κάθε γενίκευση θα αποτελούσε μεθοδολογικό σφάλμα. Από την άλλη όμως πλευρά, η ιδιαιτερότητα αυτή είναι δυνατό να επιμεριστεί σε χαρακτηριστικά στοιχεία που είναι κοινά στα αφηγηματικά έργα, οπότε η ιδιαιτερότητα δεν είναι παρά αποτέλεσμα του τρόπου σύνθεσης των κοινών στοιχείων. Τελικώς ο Genette προτιμά να μείνει μέσα σε αυτόν τον «φαύλο» κύκλο θεωρίας και κριτικής, αναγνωρίζοντας το αναπόφευκτο της αμοιβαίας εξάρτησης αλλά και τη γονιμότητά της: πιστεύει πως προτείνει μια μέθοδο ανάλυσης, οπότε πρέπει να αναγνωρίσει πως αναζητώντας το ειδικό, βρίσκει το γενικό, και ότι θέλοντας να θέσει τη θεωρία στην υπηρεσία της κριτικής, κάνει παρά τη θέλησή του το αντίστροφο. Παρηγορείται, ωστόσο, από το γεγονός πως αυτή η παραδοξότητα χαρακτηρίζει κάθε γνωστική λειτουργία, η οποία διχάζεται ανάμεσα στις δύο κοινοτοπίες: ότι δεν υπάρχουν παρά μόνο επιμέρους αντικείμενα και ότι δεν υπάρχει γνώση παρά μόνο του γενικού.


Θεωρητική εφαρμογή ή υπέρβαση της κριτικής;


Οσο πιο επιτυχημένη είναι μια θεωρία τόσο μεγαλύτερο είναι το επιστημολογικό ενδιαφέρον που παρουσιάζει η αντοχή ή, αλλιώς, η διάρκειά της, επειδή η θεωρία, που είναι σε σημαντικό βαθμό αποτελεσματική, δεν παγώνει, όπως θα πίστευε κάποιος, τη διαδικασία των αλλαγών στον αντίστοιχο τομέα, αλλά την επιταχύνει. Αυτό συμβαίνει επειδή δεν αποθαρρύνει τους ερευνητές, αλλά λειτουργεί σαν ένα κέντρισμα που τους ενεργοποιεί. Παρότι, όμως, η επιτυχία μιας θεωρίας μπορεί να εκτιμηθεί από την αποτελεσματική ενεργοποίηση της διαδικασίας υπέρβασής της, η ίδια λειτουργεί με έναν τρόπο ανάλογο του ενστίκτου της βιολογικής επιβίωσης, διεκδικώντας μια όσο γίνεται μεγαλύτερη μακροβιότητα.


Δείγμα μιας τέτοιας στάσης αποτελεί το βιβλίο που ο Genette εξέδωσε έντεκα χρόνια μετά το «Σχήματα ΙΙΙ», με τον τίτλο «Νέος λόγος της αφήγησης» (1983), το οποίο παρότι εμφανίζεται σαν ένα σχόλιο στην αρχική μελέτη, διορθώνοντας, επαυξάνοντας, ανανεώνοντας, στην πραγματικότητα ασχολείται κυρίως με την υπεράσπιση του συγγραφέα και της θεωρίας του. Η ανάγκη αυτή παρουσιάστηκε επειδή στο μεταξύ είχαν εμφανιστεί ενδιαφέρουσες αντιδράσεις «ενεργοποιημένων» αφηγηματολόγων: Ντόριτ Κον, Μίκε Μπαλ, Σλόμιθ Ρίμον, Αν Μπάνφιλντ.


Οσο πιο συστηματική είναι μια θεωρία τόσο περισσότερο ακριβής είναι η χαρτογράφηση της διανοητικής περιοχής που της αντιστοιχεί. Αλλά όσο μεγαλύτερη είναι η ακρίβεια της θεωρίας τόσο περισσότερα είναι τα κενά που αποκαλύπτει στη διάσταση του υπαρκτού: αυτά τα κενά, σε ό,τι αφορά τη θεωρία του Genette, αντιστοιχούν στην περιγραφή (και τη σχετική τυπολογία) συνδυασμών οι οποίοι θεωρούνται μεν δυνατοί, αλλά δεν είναι δυνατό να εντοπιστούν σε κάποιο υπαρκτό λογοτεχνικό κείμενο. Κάτι τέτοιο παρατηρείται, για παράδειγμα, στο περιγραφόμενο από αυτόν πλέγμα των σχέσεων που είναι δυνατό να αναπτυχθούν ανάμεσα στον αφηγηματικό «τρόπο» και στη «φωνή» του αφηγητή, αναγκάζοντάς τον να εκφράσει την ελπίδα πως η αφηγηματολογία θα μπορούσε να εμπνεύσει καινοτομίες στη λογοτεχνική πρακτική!


Η περιγραφή, επομένως, καταστάσεων που δεν υφίστανται στη διάσταση του υπαρκτού αποτελεί τη μια περιοχή των αδυναμιών μιας θεωρίας - μια περιοχή που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «υπέρβαση του υπαρκτού». Αλλά υπάρχει και η αντικρινή περιοχή των αδυναμιών, οι οποίες δεν είναι απλώς υπονομευτικές της θεωρίας, αλλά καταλυτικές γι' αυτήν, γιατί αφορούν περιγραφές του υπαρκτού που δεν μπορούν να ανταποκριθούν στην πολυπλοκότητά του. Σχετικό παράδειγμα αποτελεί η περιγραφή της εστίασης, κατά την οποία χρησιμοποιείται ο ίδιος όρος για την κάλυψη δύο διαφορετικών λειτουργιών της: της εστίασης μέσω ενός μυθιστορηματικού χαρακτήρα, αλλά και της εστίασης πάνω σε έναν χαρακτήρα. Ανάλογα παραδείγματα αποτελούν οι περιγραφές του ελεύθερου πλάγιου λόγου, των τρόπων έκθεσης, της προσωπικής αφήγησης, της αφηγηματικής αυθεντίας, των μεταδιηγητικών σημείων. Οι αδυναμίες προκάλεσαν αντίστοιχες βελτιώσεις από τους αφηγηματολόγους, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε πως πολλές, αν όχι όλες οι σχετικές βελτιώσεις, υφάνθηκαν πάνω στον καμβά της θεωρίας της αφήγησης του Genette.


Το έσχατο, πάντως, θεμελιώδες ερώτημα δεν αφορά τον βαθμό στον οποίο αυτή η θεωρία έχει υποκατασταθεί, αλλά τη χρησιμότητα της τυπολογικής ανάλυσης στη λογοτεχνική κριτική: Πώς μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε στην κριτική ανάλυση με τρόπο ερμηνευτικά αποτελεσματικό τον Genette; Η προσπάθεια του ίδιου να διατηρήσει μια ισορροπία λειτουργική ανάμεσα στη θεωρία και την κριτική δίνει κάποια απάντηση, η οποία όμως δεν είναι ιδιαίτερα σαφής...


ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΣ,
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 07/03/2008

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!