Η γαλλική επανάσταση

41626
Συγγραφέας: Furet, Francois
Εκδόσεις: Εστία
Σελίδες:672
Μεταφραστής:ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗΣ ΗΛΙΑΣ - ΜΑΡΓΩΝΗ ΒΑΣΩ
Ημερομηνία Έκδοσης:01/01/1997
ISBN:9789600500561


Εξαντλημένο από τον Εκδοτικό Οίκο

Περιγραφή


Eίναι άραγε δυνατόν να κατανοήσουμε τη Γαλλική Eπανάσταση αν δεν αντιμετωπίσουμε κριτικά τα ταμπού και τους μύθους που γεννήθηκαν μαζί της; Aυτός είναι ο στόχος-πρόκληση του μνημειώδους αυτού βιβλίου που εξακολουθεί να τροφοδοτεί έντονες συζητήσεις και αντιπαραθέσεις μέχρι σήμερα.






ΚΡΙΤΙΚΗ



Η μεγάλη θεωρητική και ιστοριογραφική συζήτηση για τη Γαλλική Επανάσταση αναφέρεται σε όλα σχεδόν τα κρίσιμα ερωτήματα για την προέλευση, το χαρακτήρα και τις προοπτικές της δυτικής νεωτερικότητας. Οταν μιλάμε για το γαλλικό 1789 μιλάμε για επανάσταση, για ισότητα, για ελευθερία, για δημοκρατία, μιλάμε για τον ιακωβινισμό και τις σχέσεις του με τον τρόμο, μιλάμε με άλλα λόγια για πυκνά από θεωρητική και συμβολική άποψη ζητήματα, που έχουν κομβική σημασία για τη γέννηση και την ταυτότητα του νεότερου κόσμου.

Η συζήτηση αυτή άρχισε με τη μορφή της σύγκρισης και της αντιπαράθεσης ανάμεσα στη γαλλική περίπτωση της επαναστατικής ρήξης και της βίαιης ανατροπής των θεσμών του παλαιού καθεστώτος και στην αγγλική περίπτωση του μετριοπαθούς και εξελικτικού εκσυγχρονισμού, που συνδιαλέγεται και συμβιβάζεται με τα εδραιωμένα προνόμια και συμφέροντα. Αργότερα, στην περίοδο μετά την παλινόρθωση, η συζήτηση επικεντρώθηκε στην ασυμφιλίωτη αντίθεση ανάμεσα στον κόσμο του δεσποτισμού και της μοναρχίας και στον κόσμο της ελευθερίας και της δημοκρατίας. Στο διάστημα που είχε μεσολαβήσει είχαν αναδειχθεί πιο καθαρά στο ιστορικό προσκήνιο οι κύριοι πρωταγωνιστές της κοινωνικής σύγκρουσης, οι αστοί, δηλαδή οι κάτοχοι των μέσων παραγωγής και ανταλλαγής από τη μια μεριά, και οι προλετάριοι από την άλλη. Σε αυτές τις νέες κοινωνικές συνθήκες, το νόημα της ρήξης που πραγματοποιήθηκε το 1789 αρχίζει να ταυτίζεται στο συλλογικό φαντασιακό με την άνοδο της αστικής τάξης στην εξουσία. Αρχίζει παράλληλα να διατυπώνεται η υπόθεση μιας επανάστασης μέσα στην επανάσταση, η υπόθεση δηλαδή ενός «λαϊκού» -ή ακόμη και προλεταριακού- κινήματος, που αναπτύχθηκε στο εσωτερικό του ευρύτερου αστικού επαναστατικού ρεύματος. Αυτό το λαϊκό κίνημα ενοχοποιούσαν οι αδιάλλακτοι θεωρητικοί της αντεπανάστασης για το 1793. Για την αντεπαναστατική σκέψη το 1789 δεν ήταν ούτε αναγκαίο ούτε αναπόφευκτο, αλλά από τη στιγμή που υιοθετήθηκε ο επαναστατικός δρόμος και κινητοποιήθηκε το «πληβειακό» λαϊκό στοιχείο ήταν μοιραίο να οδηγηθούμε στο 1793 και στον τρόμο. Οι θεωρητικοί της αντεπανάστασης κατέληγαν έτσι στο συμπέρασμα ότι τα «φώτα» του Διαφωτισμού οδηγούν μοιραία στο χάος και στη βαρβαρότητα, γιατί υπονομεύουν την τάξη και την αυθεντία της θρησκείας και της παράδοσης.

Από την άλλη μεριά, οι μετριοπαθείς φιλελεύθεροι υπερασπίζονται το 1789 και καταδικάζουν το 1793, αρνούμενοι ότι ανάμεσα σε αυτές τις δύο περιόδους υπάρχει μια αναγκαία σχέση αιτίας-αποτελέσματος. Ετσι ο Μπενζαμέν Κονστάν αρνιέται ταυτόχρονα τον απολυταρχισμό του παλαιού καθεστώτος και τον ιακωβίνικο δεσποτισμό και αμφισβητεί τόσο τη ρουσωική αντίληψη περί λαϊκής κυριαρχίας όσο και την τυραννία της πλειοψηφίας. Τα δικαιώματα και οι ελευθερίες του ατόμου είναι, κατά τη γνώμη του, αυτά που καθορίζουν το περιεχόμενο της ελευθερίας των νεότερων σε αντιδιαστολή προς την ελευθερία των αρχαίων.

Ο φιλελευθερισμός της περιόδου της συνταγματικής μοναρχίας περιορίζει την έννοια της egalite σε ισότητα των πολιτών απέναντι στο νόμο, που δεν προϋποθέτει μια συλλογική πολιτική συμμετοχή στα κοινά. Ολος ο φιλελευθερισμός του 19ου αιώνα επεξεργάζεται αρχές και θεωρίες που τείνουν να υπερασπίζονται τις κατακτήσεις του 1789 και να αποδοκιμάζουν την εκτροπή του 1793. Η ελευθερία γίνεται ουσιαστικά αντιληπτή ως οικονομική κυρίως ελευθερία, ενώ η δημοκρατία συνδέεται με το φόβητρο της λαϊκής κυριαρχίας, με την υπερβολική εξουσία της πλειοψηφίας, με το ακέφαλο χάος που προκαλεί η γενικευμένη συμμετοχή των μαζών στη δημόσια ζωή.

Μετά το 1848 ωστόσο, ο φιλελευθερισμός, μονολότι συνεχίζει να μην αγαπά τη δημοκρατία, είναι υποχρεωμένος να αναμετρηθεί με το πρόβλημα των μορφών και των μέσων συμμετοχής των μαζών στην πολιτική ζωή. Ηδη με το έργο του «Η δημοκρατία στην Αμερική» (εκδ. «Στοχαστής», 1996) ο αριστοκράτης Τοκβίλ αναγνώριζε -με μιαν ισχυρή δόση πεσιμισμού- ότι το δημοκρατικό μέλλον είναι αναπόφευκτο, μολονότι περιέχει το σοβαρό κίνδυνο μιας «τυραννίας της πλειοψηφίας».

Στο μεταγενέστερο έργο του «L' Ancien Regime et la Revolution» (1856), ο Τοκβίλ ερμηνεύει τη γαλλική ιστορία ως μακρά διαδικασία διοικητικής συγκεντροποίησης, που άρχισε από τον Λουβοδίκο τον 14ο και συνεχίστηκε μέχρι τα βοναπαρτιστικά καθεστώτα. Το 1789 αντιμετωπίζεται γι' άλλη μια φορά ως μια μυθική όαση ελευθερίας του ατόμου και του πολίτη. Αλλά η μοιραία έλξη που ασκεί στις μάζες το ιδεώδες της ισότητας τείνει να μετατρέπει την ελευθερία σε δεσποτισμό, σε τυραννία της πλειοψηφίας, σε όλο και μεγαλύτερο συγκεντρωτισμό. Μέχρι τον Τοκβίλ, όλοι (θιασώτες της επανάστασης, αντεπαναστάτες και μετριοπαθείς φιλελεύθεροι) έβλεπαν στην επανάσταση μια βαθιά ρήξη σε σχέση με το παλαιό καθεστώς. Ο Τοκβίλ αντίθετα ερμηνεύει πρώτος την επανάσταση ως τη συνέχιση και τη λογική εξέλιξη του έργου που άρχισε η μοναρχία και υπογραμμίζει τη συνέχεια ανάμεσα σε παλαιό καθεστώς και νεότερο συγκεντρωτικό κράτος. Σίγουρα σε αυτή την ταραχώδη μετάβαση υπάρχουν δραματικές στιγμές, ασυνέχειες και τραγικά επεισόδια, αλλά σε κάθε περίπτωση ο παλιός φιλελευθερισμός θα πρέπει να συμφιλιωθεί με το γεγονός ότι οι μάζες θα διεκδικούν στο εξής έναν πρωταγωνιστικό ρόλο στην ιστορική σκηνή.

Από την άλλη μεριά αναπτύχθηκαν ιστοριογραφικές τάσεις που έκαναν ρητή αναφορά στην πάλη των τάξεων, προκειμένου να ερμηνεύσουν τη δυναμική ττης Γαλλικής Επανάστασης. Διόλου τυχαία άλλωστε, ιστορικοί όπως ο Mignet και ο Thiers διαβάστηκαν και εκτιμήθηκαν ιδιαίτερα από τον Μαρξ και τον Ενγκελς. Σύμφωνα με το ερμηνευτικό σχήμα που επεξεργάστηκε ο Thiers, οι επαναστάσεις αρχίζουν από τις πιο φωτισμένες τάξεις αλλά έπειτα, καθώς προκαλούν μιαν ανεξέλεγκτη κινητική ενέργεια που συγκλονίζει όλη την κοινωνική διάταξη, υποκινούν τις ορέξεις, τις διεκδικήσεις και τη συσσωρευμένη αγανάκτηση των κατώτερων τάξεων. Σε αυτό το σημείο δεν είναι πλέον δυνατό να συγκρατηθεί η επαναστατική διαδικασία. Η τάξη που θα θελήσει να αναχαιτίσει το κίνημα γίνεται αμέσως μια νέα (ακόμη πιο ανυπόφορη) αριστοκρατία για τις τάξεις που συνεχίζουν να πιέζουν από τα κάτω. Βρίσκουμε έτσι στον Thiers μια ιδέα που μοιάζει με αυτό που ο Μαρξ θα ορίσει ως διαρκή επανάσταση.

Μετά την καταστολή της Κομμούνας του 1871, η εργατική και σοσιαλιστική αριστερά έβλεπε να επιβεβαιώνεται ο ταξικός χαρακτήρας της αστικής δημοκρατίας και έτεινε να επανερμηνεύει το 1789 ως μιαν αστική επανάσταση, που ήταν το προοίμιο της μελλοντικής προλεταριακής και σοσιαλιστικής επανάστασης. Ο Ζαν Ζορές θα υπογραμμίσει το διπλό και εσωτερικά αντιφατικό χαρακτήρα της Γαλλικής Επανάστασης και θα δει στο 1789 τα σπέρματα της μελλοντικής προλεταριακής και σοσιαλιστικής επανάστασης. Στη διάρκεια της επαναστατικής διαδικασίας, και ιδιαίτερα στα 1793-94, το προλεταριάτο άρχισε να παρεμβαίνει πιο ενεργά και να συνειδητοποιεί πιο καθαρά τα δικά του ιδιαίτερα συμφέροντα. Δύο τάξεις έκαναν επομένως την επανάσταση, η μια για να κατακτήσει αμέσως την εξουσία και η άλλη για να εκπαιδευτεί στον αγώνα και να προετοιμαστεί για τη μελλοντική επικράτηση του σοσιαλισμού.

Ο Albert Mathiez, εκπρόσωπος του μεταγενέστερου μαρξιστικού και νεο-ιακωβίνικου ιστοριογραφικού ρεύματος, θα παραλληλίσει αργότερα τον Λένιν με τον Ροβεσπιέρο. Ο μπολσεβίκος Λένιν είναι ο νέος θεωρητικός της ιακωβίνικης δικτατορίας, που διαδέχεται τον πρόδρομό του πατριώτη ιακωβίνο Ροβεσπιέρο. Το 1917 έδινε νέα πνοή και δύναμη στο 1789 και στο 1793. Ο μπολσεβικισμός αναζωογονούσε τον ιακωβινισμό, για να τον θέσει αυτή τη φορά στην υπηρεσία του εργατικού κινήματος. Μετά το 1917 άλλωστε, κάθε κρίση για τη Γαλλική Επανάσταση παραπέμπει σχεδόν αναπόφευκτα στη συζήτηση για την Οκτωβριανή Επανάσταση.

Η μεγάλη αξία του έργου του Georges Lefebvre «Η Γαλλική Επανάσταση» («Μορφωτικό Ιδρυμα Εθνικής Τραπέζης», 2003) έγκειται στο ότι ρίχνει νέο φως στους κοινωνικούς πρωταγωνιστές της επανάστασης και ιδιαίτερα στον παραγνωρισμένο αγροτικό κόσμο. Ο Lefebvre επεξεργάζεται επίσης την έννοια της «επαναστατικής νοοτροπίας», που του επιτρέπει να εξηγήσει με μοναδικό τρόπο τους βαθύτερους μηχανισμούς που υποκινούν την ανταγωνιστική δράση των διάφορων τομέων του κοινωνικού σώματος. Ο αστικός χαρακτήρας της επανάστασης δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση, αλλά ερευνάται λεπτομερειακά το μεγάλο κοινωνικό μάγμα που ενεργοποιήθηκε στην τελευταία περίοδο του παλαιού καθεστώτος. Ο μαρξισμός του Lefebvre δεν είναι δογματικός και αυτό του επιτρέπει να «αφηγηθεί» και ταυτόχρονα να «στοχαστεί» την επανάσταση.

Στην πρώτη μεταπολεμική περίοδο, στη στιγμή δηλαδή που αντιπροσωπεύει το απόγειο του γαλλικού μαρξιστικού νεο-ιακωβινισμού, αρχίζουν να ακούγονται ορισμένες αιρετικές φωνές. Το 1946, ο Daniel Guerin, θεωρητικός του ελευθεριακού σοσιαλισμού, δημοσιεύει το έργο του «La lutte des classes sous la Premiere Republique», που αντιπροσωπεύει μιαν ευφυή εφαρμογή της θεωρίας της «διαρκούς επανάστασης» στην ιστορία της Γαλλικής Επανάστασης. Ο Guerin αμφισβητεί την απόλυτη ταύτιση επανάστασης και αστικής τάξης. Η θεωρία της διαρκούς επανάστασης τού επιτρέπει να διαπιστώσει την ανάδυση της λαϊκής και προλεταριακής αυτονομίας, να διαγνώσει δηλαδή ότι η αστική επανάσταση δεν διέθετε πάντα τη «λαϊκή» υποστήριξη. Στην πραγματικότητα πίσω από την ταξική σύγκρουση αριστοκρατίας και αστικής τάξης διεξαγόταν ταυτόχρονα και η πάλη ανάμεσα σε αστική τάξη και προλεταριάτο. Η ιακωβίνικη περίοδος δεν ερμηνεύεται από τον Guerin ως η στιγμή της ταύτισης έθνους και λαού και της λαϊκής δικτατορίας, αλλά ως η στιγμή της δικτατορίας πάνω στο λαό. Και γίνεται φανερή η ιστορική αναλογία με το νέο ιακωβίνικο τρόμο που εδραιώθηκε στην εξουσία από το σταλινικό «σοσιαλισμό». Η επίδραση του Κροπότκιν, της Λούξεμπουργκ και του Τρότσκι είναι πρόδηλη. Ο ιακωβινισμός είναι ένα εντελώς αστικό φαινόμενο, με το οποίο κορυφώνεται στο πολιτικό πεδίο η διαδικασία σφετερισμού και χειραγώγησης της επαναστατικής δυναμικής από την αστική τάξη. Η αυτόνομη συγκρότηση του λαού και του προλεταριάτου σε αντιεξουσία είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο απολύτως εχθρικό προς κάθε ιακωβίνικη υπόθεση.

Η συζήτηση για τη Γαλλική Επανάσταση εμπλουτίζεται με πολλά νέα θέματα χάρη στη συμβολή της σχολής των «Annales» και την ανάλυση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής που προτείνει ο Μπροντέλ. Γίνεται μια προσπάθεια να ερμηνευτεί η ιστορία της αστικής τάξης στο φως των εξελίξεων της μακράς περιόδου. Η ίδια η μαρξιστική ιστοριογραφία αποδέχεται άλλωστε ότι η βιομηχανική επανάσταση και η αστική επανάσταση δεν είναι υποχρεωτικά το ίδιο πράγμα και ότι μακροπρόθεσμα είναι η πρώτη αυτή που άλλαξε την οικονομική και επιστημονικο-τεχνική όψη του κόσμου.

Το 1965 δημοσιεύεται το έργο των Francois Furet και Denis Richet «Η Γαλλική Επανάσταση» (εκδ. «Εστία», 1997), που υποκινεί αντιδράσεις και πολεμικές. Οι Furet και Richet αμφισβητούσαν ευρέως αποδεκτές βεβαιότητες γύρω από την αναγκαιότητα της επανάστασης, επομένως και γύρω από τις αιτίες της, καθώς και γύρω από την ίδια την έννοια της «αστικής επανάστασης». Αμφισβητούσαν τέλος τις κυρίαρχες ερμηνείες της εξέλιξης της επαναστατικής διαδικασίας και επιχειρούσαν να διαχωρίσουν το 1789 και να το αποσπάσουν από τον ντετερμινισμό μιας ενιαίας κοινωνικής διαδικασίας. Υποστήριζαν ότι υπήρχε αρχικά μια συναίνεση στο επίπεδο των ελίτ (φιλελεύθερης μερίδας της αριστοκρατίας και τμήματος της αστικής τάξης), οι οποίες εμπνεόμενες από τη φιλοσοφία του Διαφωτισμού συνέκλιναν σε μια κοινή αντίληψη για την πολιτική ισότητα και για την ανάγκη θεμελίωσης μιας νέας κρατικής δομής, βασιζόμενης στη συνταγματική μοναρχία. Οι δύο Γάλλοι ιστορικοί εισήγαγαν παράλληλα τη θέση περί του «εκτροχιασμού» της επανάστασης και της διολίσθησης προς τη βία, που οφειλόταν στην παρεμβολή των λαϊκών μαζών των πόλεων και ενός τμήματος των αγροτών. Εξαιτίας αυτής της παρεμβολής υπήρξε μια ανεπιθύμητη ριζοσπαστικοποίηση, που έσπρωχνε την επαναστατική διαδικασία προς όλο και πιο ακραίες λύσεις.

Το 1971, ο Furet με το δοκίμιό του «Le catechisme revolutionnaire», που δημοσιεύτηκε στα Annales, επιτίθεται μετωπικά εναντίον της νεο-ιακωβίνικης σχολής της γαλλικής ιστοριογραφίας και ιδιαίτερα εναντίον της λαϊκιστικής-λενινιστικής παραλλαγής των Α. Soboul και C. Mazauric, η οποία -κατά τη γνώμη του- έτεινε να εκχυδαΐζει τη μεγάλη παράδοση του Ζορές και του Lefebvre προκειμένου να την ενσωματώσει στον άκαμπτο δογματισμό του γαλλικού μαρξισμού. Ο Furet θυμίζει τη συνηγορία τού Λένιν υπέρ του ιακωβινισμού και μιλάει για το διαρκή παραλληλισμό των δύο επαναστάσεων στη συνείδηση των Ρώσων επαναστατών. Αμφισβητεί τον κοινωνιολογισμό της νεο-ιακωβίνικης σχολής και ιδιαίτερα τη θέση του Soboul, που ερμήνευε το μοναρχικό κράτος σαν παράρτημα της αριστοκρατίας. Ξαναπιάνει το νήμα των αναλύσεων του Τοκβίλ και επαναλαμβάνει ότι η μοναρχία, προκειμένου να διασωθεί, προσπάθησε να προωθήσει την κοινωνική κινητικότητα. Ερμηνεύει τέλος το 1789 σαν μια μεταρρυθμιστική επανάσταση, βαθύτερη αιτία της οποίας ήταν η κρίση της εξουσίας και των ελίτ. Ο Furet επιμένει με άλλα λόγια σε μιαν ιδέα «αυτονομίας του πολιτικού», που απορρίπτει τον ταξικό αναγωγισμό της μαρξιστικής ιστοριογραφικής παράδοσης.

Η πολεμική συνεχίζεται με αμείωτη ένταση. Ο Michel Vovelle αμφισβητεί τη χρησιμότητα της προσφυγής στην έννοια των ελίτ και επαναπροτείνει το παλιό ερμηνευτικό σχήμα της σύγκρουσης μεταξύ αστικής τάξης και αριστοκρατίας. Ο Soboul με τη σειρά του διεκδικεί τη συνέχεια της «προοδευτικής» παράδοσης των Michelet - Jaures - Aulard - Mathiez - Lefebvre και αντικρούει τα επιχειρήματα τόσο του εξτρεμιστή αναρχο-τροτσκιστή Guerin όσο και αυτά των φιλελεύθερων νεοαστών Furet και Richet, υποστηρίζοντας ότι υπήρξε μία και μοναδική επανάσταση, που ήταν αστική και φιλελεύθερη. Οσο για τις υπερβολές της περιόδου της τρομοκρατίας, αυτές ερμηνεύονται ως μια στιγμή ριζοσπαστικοποίησης, που ήταν αναγκαία προκειμένου να εξασφαλιστεί η νίκη πάνω στην αντεπανάσταση, και επομένως η σωτηρία της αστικής επανάστασης.

Ο Furet θα επανέλθει το 1978 με το βιβλίο του «Penser la Revolution francaise» (Gallimard) για να μιλήσει για την ευθύνη που έχει ο επαναστατικός μύθος του 1917 για την ιστοριογραφική μυθοποίηση του 1789 και για να υπογραμμίσει ότι το σταλινικό φαινόμενο απλώνει τις ρίζες του στην ιακωβίνικη παράδοση. Ο Furet επαναπροτείνει την αξία και την επικαιρότητα της σκέψης του Τοκβίλ, ο οποίος για να συλλάβει το νόημα της επανάστασης έδωσε έμφαση στη συνέχεια και στη διάρκεια και όχι μόνο στη ρήξη που εισάγει το επαναστατικό γεγονός. Και γι' άλλη μια φορά προσπαθεί να απαντήσει στο κρίσιμο ερώτημα: γιατί έγινε η επανάσταση; Σύμφωνα με τον Furet, η Γαλλία ήδη από το 1787 ήταν ουσιαστικά μια κοινωνία χωρίς κράτος. Σε αυτό το πελώριο πολιτικό κενό αναδύεται η «αυταπάτη του πολιτικού» (εδώ ο Furet τσιτάρει τον Μαρξ), η ιακωβίνικη πίστη στη δημιουργική παντοδυναμία της πολιτικής βούλησης. Γεννιούνται παράλληλα η δημοκρατική πολιτική και η εθνική ιδεολογία. Ο Furet αναλύει και πάλι το πολιτικό στοιχείο στην αυτονομία του και δεν το ερμηνεύει σαν επιφαινόμενο που κρύβει πάντα πίσω του μια κοινωνική τάξη. Αλλά ενώ ο Furet του 1965 έτεινε να διαχωρίζει το 1789 από το 1793, ο Furet του 1978 εξηγεί την εκτροπή στη βία δίνοντας έμφαση στη συνέχεια του επαναστατικού φαινομένου.

Οι θέσεις αυτές του Furet προκάλεσαν νέες ζωηρότερες αντιδράσεις και πολεμικές. Ο Albert Soboul με το βιβλίο του «Comprendre la Revolution» (Maspero, 1981) υπερασπίστηκε την ερμηνεία της Γαλλικής Επανάστασης από τη σκοπιά της μαρξιστικής θεωρίας της πάλης των τάξεων και της μετάβασης από το φεουδαλισμό στον καπιταλισμό.

Για ορισμένες τάσεις της μαρξιστικής ιστοριογραφίας η αμφισβήτηση του «αστικού» χαρακτήρα του 1789 συνεπάγεται μοιραία και την αμφισβήτηση του «προλεταριακού» χαρακτήρα του 1917. Αν το γαλλικό 1789 εκφράζει ήδη την «αυτονομία του πολιτικού», πώς θα μπορούσε να ερμηνευτεί η Οκτωβριανή Επανάσταση μόνο με βάση τη θεωρία της πάλης των τάξεων;

Το 1989, η επέτειος των διακοσίων χρόνων από τη Γαλλική Επανάσταση συνέπεσε με την κατάρρευση του κοινωνικού και πολιτικού συστήματος που γεννήθηκε από την Οκτωβριανή Επανάσταση.

Το θλιβερό τέλος της κομμουνιστικής «αυταπάτης» -έτσι θα την αποκαλέσει ο Furet στο μεταγενέστερο έργο του «Le passe d' une illusion», Laffont, Galmann-Levy, 1995- φαινόταν από πρώτη άποψη να δικαιώνει ορισμένες από τις θέσεις που υποστήριξε ο «αναθεωρητής» Furet. Η ιστορία έμοιαζε να επιβεβαιώνει και μιαν άλλη ιδέα που ήταν ιδιαίτερα προσφιλής στο Γάλλο ιστορικό: την ιδέα δηλαδή ότι όλες οι επαναστάσεις, με πρώτη τη Γαλλική, περιέχουν τα σπέρματα μιας πιθανής ή και μοιραίας εκτροπής τους προς τον ολοκληρωτισμό και τον τρόμο.

Από το 1989 και έπειτα, ο Furet άρχισε να κινείται στη γαλλική πνευματική σκηνή με το σίγουρο βήμα του νικητή. Ανήκε και αυτός στην πολυάριθμη «φυλή» των διανοουμένων που ήταν πρώην κομμουνιστές, αλλά οι νέες συνθήκες της ευρωπαϊκής ιδεολογικής εξέλιξης στις δεκαετίες του '80 και του '90 -η έκλειψη του μαρξισμού, η ηγεμονία του νεοφιλελευθερισμού, η άνθηση του ιστοριογραφικού αναθεωρητισμού- τον είχαν τώρα αναγορεύσει σε ένα είδος «πάπα» της μετριοπαθούς φιλελεύθερης διανόησης.

Είναι αλήθεια ότι τα βιβλία του Furet αντιπροσώπευαν μιαν ισχυρή πρόκληση και υποχρέωσαν πολλούς μελετητές -ακόμη και θεωρητικούς αντιπάλους του- να επανεξετάσουν με πιο κριτικό πνεύμα την εποποιΐα της Γαλλικής Επανάστασης. Ο Furet επέμενε να θέτει τα πιο «ενοχλητικά» ερωτήματα. Γιατί λ.χ. η Επανάσταση ξέσπασε ακριβώς όταν η μοναρχία άρχισε να προετοιμάζει μεταρρυθμίσεις; Αν το επαναστατικό κίνημα εμπνεόταν από τις ιδέες και τις δημοκρατικές αρχές του Διαφωτισμού, γιατί οι μακροβιότεροι των φιλοσόφων οδηγήθηκαν στην γκιλοτίνα; Γιατί, αφού αυτοπροσδιοριζόταν ως κοσμοπολιτική και ειρηνική, η Γαλλική Επανάσταση κήρυξε τον πόλεμο στη μισή Ευρώπη; Τι ήταν αυτό που μπόρεσε να κάνει τους νέους ιακωβίνους τόσο σκληρούς ώστε να εξοντώσουν δεκάδες χιλιάδες άνδρες, γυναίκες και παιδιά στη Βανδέα;

Γιατί ο τρόμος έγινε σύστημα διακυβέρνησης, όταν μάλιστα χάρη στις στρατιωτικές της νίκες η νεογέννητη Δημοκρατία δεν βρισκόταν πλέον σε κίνδυνο;

Σε αυτά τα «ενοχλητικά» ερωτήματα ο Furet έδωσε ορισμένες -κατά τη γνώμη μας- λαθεμένες απαντήσεις. Επέμεινε να εμφανίζει τον Λουδοβίκο τον 16ο σαν ένα θύμα του μεταρρυθμιστικού του ζήλου, ενώ μέχρι το τέλος η μοναρχία αντιτάχθηκε σε κάθε αλλαγή. Υποστήριξε ότι το 1789 περιείχε ήδη το σπέρμα του 1793, ότι οι εξισωτικές επαγγελίες άνοιγαν μοιραία το δρόμο στην τρομοκρατία. Είδε στη Γαλλική Επανάσταση την ιστορική μήτρα του ολοκληρωτισμού του 20ού αιώνα.

Είναι αλήθεια ότι η αναφορά στον Ροβεσπιέρο και στην περίοδο του τρόμου χρησιμοποιήθηκε καταχρηστικά στη δεκαετία του '30 για να προσφέρει ένα είδος «ιστορικού άλλοθι» στις βίαιες σταλινικές εκκαθαρίσεις και στην εξόντωση των άλλων μπολσεβίκων ηγετών. Και αν ο Furet και ορισμένοι άλλοι έτειναν να βλέπουν στον ιακωβινισμό τη μήτρα του σύγχρονου ολοκληρωτισμού, αυτό συνέβαινε και επειδή επί μακρόν το γαλλικό προηγούμενο χρησιμοποιήθηκε για να δικαιολογηθεί το σοβιετικό παράδειγμα.

Μπορούμε να αντλήσουμε από το έργο του Furet το μάθημα της σχετικής αυτονομίας της πολιτικής και να πάψουμε να ερμηνεύουμε την επαναστατική δυναμική μόνο με την ευθεία αναγωγή στη σύγκρουση αριστοκρατίας, αστικής τάξης και προλεταριάτου. Αλλά δεν μπορούμε να ακολουθήσουμε τον Furet στην καταγγελία του για τον ολοκληρωτικό χαρακτήρα της επαναστατικής εμπειρίας. Οι βιαιότητες που διαπράχθηκαν από τις επαναστάσεις δεν πρέπει να επισκιάζουν τις βιαιότητες που γέννησαν τις επαναστάσεις. Η επαναστατική εμπειρία δεν μπορεί να διαχωριστεί από τις ιδέες της απελευθέρωσης και της διεύρυνσης των δικαιωμάτων, οι οποίες εμπνέουν και ωθούν τα άτομα να παλεύουν ενάντια σε όλα όσα εμποδίζουν την υλοποίησή τους. Η Γαλλική Επανάσταση συνέβαλε σε μια πρωτόγνωρη επέκταση των μαζικών βάσεων της πολιτικής. Οι επαναστατικές αρχές της ελευθερίας, της ισότητας, της αδελφότητας δεν αποτέλεσαν μόνον πολιτικές και νομικές διακηρύξεις, αλλά υπήρξαν και ισχυρά κίνητρα για τη δράση των κοινωνικών υποκειμένων.

Πρέπει να αναγνωρίσουμε ωστόσο ότι οι προκλήσεις του Furet ώθησαν άλλους ιστορικούς να επιστρέψουν στις πηγές και να αναζητήσουν τις ορθές απαντήσεις στα «ενοχλητικά» ερωτήματα. Προέκυψαν έτσι σημαντικά έργα, όπως είναι για παράδειγμα εκείνα του Μ. Vovelle «La mentalite revolutionnaire» (Editions Sociales, 1986), «La decouverte de la politique. Geopolitique de la Revolution Francaise» (La Decouverte, 1993), «Les jacobins» (La Decouverte, 1998) κ.ά.

Και η συζήτηση συνεχίζεται.



ΘΑΝΑΣΗΣ ΓΙΑΛΚΕΤΣΗΣ

ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 17/10/2003

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!