Ιστορία του γερασμένου παιδιού

223726
Συγγραφέας: Έρπενμπεκ, Τζέννυ
Εκδόσεις: Ίνδικτος
Σελίδες:147
Μεταφραστής:ΚΥΠΡΙΩΤΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ
Ημερομηνία Έκδοσης:01/06/2004
ISBN:9789605181710


Εξαντλημένο από τον Εκδοτικό Οίκο

Περιγραφή


«Έτσι όπως άλλοι πασχίζουνε να δραπετεύσουν από μια περίφραχτη περιοχή, από φυλακή, στρατόπεδο εργασίας, τρελοκομείο ή στρατώνα, ακριβώς αντίθετα το κορίτσι τρύπωσε σε μια τέτοια περίφραχτη περιοχή, σ' ένα ίδρυμα για παιδιά δηλαδή, και δεν υπάρχει ούτε καν μία πιθανότητα να έρθει σε κάποιον η ιδέα να τ' οδηγήσει και πάλι από την πύλη έξω, να το πετάξει στον κόσμο πίσω».

Η Ιστορία του γερασμένου παιδιού αποτέλεσε το λογοτεχνικό ντεμπούτο (1999) της Τζέννυ Έρπενμπεκ. Έγινε δεκτή με θερμότατες κριτικές, την έχρισε υποψήφια για το λογοτεχνικό βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα της ZDF και γενικότερα της χάρισε περίοπτη θέση στη χορεία των γερμανών λογοτεχνών. Η Ιστορία του γερασμένου παιδιού έχει ήδη μεταφραστεί σε εννέα γλώσσες, ενώ το 2003 διασκευάστηκε για το θέατρο. Ο σκληρός, προκλητικός λόγος της μόλις 37 ετών Τζέννυ Έρπενμπεκ με την κατευναστική, υπόγεια ευαισθησία του εξυψώνει την Ιστορία σε ένα συγκλονιστικό ρέκβιεμ της παιδικής αθωότητας, σε μια αλληγορική ελεγεία για την λυτρωτική επιστροφή στην αγκαλιά της μητέρας.


«Υπάρχουν θαυμάσιες προτάσεις που όμοιές τους δεν έχουμε διαβάσει σε κανένα άλλο βιβλίο. Ένα αξομνημόνευτο ντεμπτούτο».

Matthias Schreiber, Der Spiegel




«Σκηνοθέτις και συγγραφέας best-seller: η Τζέννυ Έρπενμπεκ είναι παιδί-θαύμα και πολυτάλαντη συγχρόνως».

Annegret Stein, Handelsblatt







ΚΡΙΤΙΚΗ



Το ερωτηματικό στον τίτλο του άρθρου δηλώνει φυσικά το αποτέλεσμα μιας αμφισημίας, μια ανακλαστική αντίδραση απέναντι σε αυτό το διφορούμενο που υπάρχει στη νουβέλα της εξαιρετικής πρώην Ανατολικογερμανίδας πεζογράφου και σκηνοθέτιδος του μουσικού θεάτρου Τζένι Ερπενμπεκ (1967), χαρακτηρίζοντας το όλο εγχείρημά της. Εννοώ το παιχνίδι που κάνει η συγγραφέας, αναγκάζοντάς μας να προσλάβουμε το κείμενό της διχασμένοι: κινούμενοι μεταξύ του κλίματος της πολιτικής αλληγορίας και αυτού της απλής δραματικής εξιστόρησης μιας ατομικής περίπτωσης.

Ασυζητητί προτιμώ τη δεύτερη εκδοχή και όχι εκείνη που θέλει το σπαρακτικό αυτό βιβλίο να είναι και ένα σχόλιο (ή μόνον αυτό) πάνω στην περιπέτεια της άλλοτε διαιρεμένης και σχετικά πρόσφατα επανενωμένης Γερμανίας. Από μόνη της η γραφή της Ερπενμπεκ, έτσι κι αλλιώς, είναι τόσο διαπεραστική στη διεκτραγώδηση της υπαρξιακής μοναξιάς, και δή ενός παρεκκλίνοντος παιδιού, ώστε να σου αφαιρεί τη δυνατότητα πολιτικών και άλλων αναγωγών, οι οποίες σε τελευταία ανάλυση ίσως σε αποδυνάμωση του συνολικού αισθητικού αποτελέσματος να συντελούν, σε τίποτα παραπάνω.

Εν πάση περιπτώσει, η δαιμόνια αυτή Γερμανίδα με την εξουθενωτική πρόζα της ξέρει να προσφέρει τις πιο πικρές και οξείες γεύσεις ενός ψυχισμού που ηττάται πριν καν σκεφθεί όχι μόνο πάνω στην ύπαρξη της ανθρώπινης αρένας αλλά και όσον αφορά τον ίδιο του τον εαυτό. Που μεταφέρει εντός του αυτό το πρωθύστερο σαν μία οιονεί συνθήκη με αόρατες δυνάμεις που τον καθιστούν ένα περιττό σφάγιο, μία ετοιμόρροπη λεπτομέρεια ενός θολού, συλλογικού πίνακα.

Τι κι αν ο καλλιτεχνικός οικτιρμός διασώσει την περίπτωση ανάμεσα σε άλλες; Η «λευκή», «προνοησιακή» αυτή οντότητα, το δεκατετράχρονο, χοντρό κορίτσι που βρίσκεται δίκην Κάσπαρ Χάουζερ, όχι πλέον στα τευτονικά δάση, αλλά εγκαταλελειμμένο σε κεντρικό σημείο μιας πόλης, είναι καταδικασμένο να γεράσει πρόωρα στο σύγχρονο ίδρυμα/οικοτροφείο. Και όχι από τη γνωστή εξωτερική αρρώστια που συρρικνώνει τη σάρκα με ταχείς ρυθμούς, αλλά εξαιτίας ενός άλλου σκοτεινού συνδρόμου, κάποιου τρελού ιού, γνωστού σε όλους μάλλον και απωθημένου. Υπαινίσσομαι κάτι ανισόρροπο που σχετίζεται με τη βιολογία μας.

Το παράδοξο είναι ότι το παθητικό αυτό πλάσμα καταποντίζεται, σχεδόν ευτυχισμένο, στο κενό μεταξύ αυτογνωσίας και περιέργειας για τους άλλους. Ζητά να ψαύσει, όσο δύναται σε αυτή την ηδονική ασφυξία, τόσο τα συναισθήματά του όσο και τα περίεργα σχήματα του πέριξ κόσμου: ό,τι τέλος πάντων καταλαβαίνει από αυτές τις ακατανόητες τροχιές μέσα και γύρω της, που τη ζαλίζουν ευχάριστα καθώς βυθίζεται μέσα στην παρακμή του κορμιού της και σε ένα αίσθημα ευγνωμοσύνης, αόριστα ηδονικής, και μαζί σε μια βασανιστική απορία για όλα.

Απλουστεύοντας κάπως τα πράγματα, θα λέγαμε ότι η απορφανισμένη μικρή δεν είναι απλώς το αντίστροφο, πολιτικό σύμβολο του ήρωα στο «Ταμπούρλο» του Γκίντερ Γκρας (εκείνος ο μικρομέγαλος, ως γνωστόν, αρνείται να ανδρωθεί αληθινά, διαμαρτυρόμενος ενσυνείδητα), είναι πιο κοντά στον ντοστογιεφσκικό Μίσκιν. Μάλλον πιο «ανώριμη» από αυτόν, προγλωσσική με τον τρόπο της. Εκείνη δεν απορεί αγαθά όπως ο ήρωας του «Ηλίθιου», δεν βασανίζεται από την αδυναμία των άλλων να επικοινωνήσουν μέσω ενός παραδείσιου λεξιλόγιου. Τα διερωτήματά της απευθύνονται σε έναν καθρέφτη ο οποίος δεν την εικονίζει αποκλειστικά: περισσότερο το κάτοπτρο μοιάζει με διαφανές κρύσταλλο, όπου αντανακλάται ταυτόχρονα ο εαυτός της και όσα συμβαίνουν στους έξω, πίσω απ' αυτό. Θέλω να πω ότι το εγώ και το άλλο λειτουργούν με περίεργη χημεία. Ετσι, η συνολική εικόνα που εισπράττει είναι ένα αμάλγαμα εντυπώσεων, κάνοντάς τη να νιώθει μια γλυκιά ουδετερότητα, μια χαύνωση, από την εξομοίωση ψυχρού και θερμού, σαν να έχει τα χέρια ταυτόχρονα μέσα σε παγωμένο και καυτό νερό.

Το θέμα, λοιπόν, είναι ότι αν και εγκαταλελειμμένη, γιατί όλοι την αγνοούν ή και περιφρονούν, η μικρή αντιλαμβάνεται την κατάσταση ως μια φυσική δωρεά ή μάλλον ως μια ιστορία δίκαιη στο βαθμό που της επιτρέπει να υπάρχει εντός του σώματός της, θεατής όμως και αυτού. Μάρτυρας μιας γρήγορης ωρίμανσης η οποία οφείλεται σε ένα έλλειμμα αληθινής επαφής με τα πάντα, από τη στέρηση μιας αιμοδοσίας που δεν της χορηγούν, αν και εκείνη, είπαμε, επειδή δεν έχει μάθει να επιθυμεί, υφίσταται τις συνέπειες με ευτυχισμένη απάθεια.

Η Ερπενμπεκ δεν βαφτίζει το βιβλίο της «Ιστορία...» τυχαία, δηλαδή χωρίς άρθρο. Μας μιλάει, μάλλον, για την πρόσφατη κατάσταση του σύγχρονου ανθρώπου, που προεκτείνοντας τραγικά -και όχι ιλαρά- τον μπεκετικό κλόουν, εμφανίζεται ως μια μάσκα παθητική: που απολαμβάνει -κι εδώ είναι το αξιοσημείωτο- χωρίς (και) να θρηνεί, τη βιολογική καταρράκωσή του.

Και φθάνουμε στη γραφή αυτήν καθεαυτήν τούτου τού τόσο αινιγματικού, μέσα στην αιχμηρότητά του, κειμένου, ενός μορφώματος που οι ακμές του σε εμποδίζουν να το κρατήσεις έστω κατ' ελάχιστον. Γλιστερό και ακανθώδες, καυτό σαν πάγος, λυγμικό και σκληρό, απαθές και τρυφερό, αποστασιακό και συμμετοχικό, προτείνει ένα σύνολο που δεν αφομοιώνεται, σε κρατά σφιχτά ενώ ταυτόχρονα σε απωθεί, και γι' αυτό κερδίζει το στοίχημα.

Και κάτι άλλο: μέσω μιας πρόζας σαν της Ερπενμπεκ, ο πιο θυμικός, νότιος αναγνώστης, συνειδητοποιεί ότι η σπουδαία μαγειρική της βόρειας ποιητικής στηρίζεται και σε παιχνίδια ορίων, όπου η ψυχρότητα, το μεταλλικό, είναι βασικό στοιχείο της συνταγής. Μπορείς να ψαύσεις το νήμα που συνδέει πρόζες όπως του Μαν με αυτή του Μούζιλ, του Μπρεχτ, του Χάντκε, του Βάλζερ, της Γέλινεκ και πάει λέγοντας.

Η νεαρή συγγραφέας μας κατηγορήθηκε, διαβάζω, για ένα άλλο, πρόσφατο, σημαντικό βιβλίο της, το «Σιβηρία», ακριβώς για ένα στιλ κάπως αφαιμαγμένο, εγκεφαλικό. Αυτή η πληροφορία ίσως οδηγεί σε κάποιες ανάλογες σκέψεις για τη γραφή της «Ιστορίας...». Οι οποίες δεν οδηγούν, βέβαια, σε αμφιβολίες για την όλη χειρονομία· είπαμε, εδώ οι σταθμίσεις έχουν γίνει με αέρινα μέσα. Ομως κάπου αντιλαμβάνεσαι ότι η Ερπενμπεκ δεν ορρωδεί προ ουδενός, έχει ματιά σκοτεινή, που κατεβάζει αδίστακτα τη θερμοκρασία σε βαθμό παράλυσης. Ο αέρας υπονοεί φορμόλη, η ευσπλαχνία χαμογελά με γυμνό στόμα, σωτηρία δεν υπάρχει...

Η ίδια η συγγραφέας λέει κάπου ότι οι χαρακτήρες που παρουσιάζει αποσιωπούν τα περισσότερα από όσα θα είχαν να πουν, και ότι οι περιγραφές της περιορίζονται στους τοίχους των χώρων φιλοξενίας των προσώπων. Ναι, στην «Ιστορία...» αυτό το τελευταίο είναι εμφανές και απόλυτα λειτουργικό. Ο λόγος γλιστρά βελούδινα όσο και αμείλικτα πάνω σε επιφάνειες για να καταλήξει στον πυθμένα, σε κάτι παλλόμενα σκληρό, που σε εξουθενώνει. Το βλέμμα του αφηγητή, ακολουθώντας μια φυγόκεντρο, δείχνει να αγνοεί την ουσία, την οποία, όμως, συνέχεια υποδεικνύει. Το μειονεκτικό κορίτσι με την ηλικία όλων μας δανείζεται τη γλώσσα της απρόβλεπτα από διαφορετικές πηγές προκαλώντας ανομοιογενείς ήχους, οι οποίοι παρ' ολ' αυτά εναρμονίζονται στην κόψη.

Δεν εκπλήσσει το γεγονός ότι η γερμανική κριτική πριν από πέντε χρόνια εντυπωσιάστηκε με τη γραφή της Ερπενμπεκ.. Επαίνους μόνον για την απόδοση του Αλέξανδρου Κυπριώτη που μετρονόμησε ευαίσθητα τη σκληρή, «πυρηνική» μουσική του βιβλίου αυτού.



ΤΑΣΟΣ ΓΟΥΔΕΛΗΣ

ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 30/07/2004

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!