0
Your Καλαθι
Ε. Χ. Γονατάς. Μικρές παράξενες ιστορίες
Έκπτωση
10%
10%
Περιγραφή
Σχεδόν είκοσι χρόνια από τον θάνατό του, βλέπω ακόμη τον Ε.Χ. Γονατά να ψάχνει έντρομος στη μεγάλη δερμάτινη τσάντα που πάντα κουβαλούσε, θαρρείς σαν γιατρός, για να βρει το πολύτιμο εργαλείο που θα τον βοηθούσε καλύτερα στην εξερεύνηση του κόσμου: τα γυαλιά του, ένα κολλύριο για τα μάτια, μια φωτοτυπία, ένα απόκομμα εφημερίδας, τα κλειδιά του. Ήταν σαν να προσπαθούσε να θεραπεύσει την αντιφατική και ανησυχητική φύση της πραγματικότητας με ένα ελάχιστο αλλά αναγκαίο «τίποτε», κρυμμένο καλά, μέσα στο μυστικό και ανεξέλεγκτο στριφογύρισμα του χρόνου – ένας γιατρός της ψυχής μας; Ίσως.
Οι κριτικοί της γενιάς του τον είπαν «ονειροποιό», «παραδοξογράφο», «ερημίτη της Κηφισιάς», «αυτοεξόριστο στο εργαστήρι του». Μόνο μετά το 1980 το έργο του άρχισε να γίνεται γνωστό, να συζητιέται, να εμπνέει τους νεότερους, να αποκτά φανατικούς αναγνώστες, να βρίσκει μαθητές, να διασκευάζεται για το θέατρο. Γιατί δεν είναι μυστικό ότι εκείνος ανέδειξε στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό τις αρετές και τη μαγεία της λεγόμενης «μικρής φόρμας», της λογοτεχνικής μινιατούρας. Αυτό το επέτυχε καλλιεργώντας συνειδητά μια πρόζα με ποιητική εμβέλεια. Η πρόζα αυτή, ιδιόμορφη και ανήσυχη, συγγενεύει με το παραδοξογράφημα, τη φανταστική λογοτεχνία, τη «νουβέλα θαυμασίων πράξεων», το «merveilleux» του Μπρετόν, την ονειρική αφήγηση, και έχει προσλάβει τη μορφή της σύντομης και παράξενης ιστορίας.
Tο βιβλίο αυτό άρχισε να γράφεται από παλιότερα. Γεννήθηκε στα χρόνια της φιλίας μου με τον Γονατά, που κράτησε από τη γνωριμία μας το 1980 μέχρι τον θάνατό του. Ένα πρώτο υλικό σχηματίστηκε όταν δίδαξα το έργο του στο πλαίσιο της μεταπολεμικής λογοτεχνίας και των πρωτοποριακών κινημάτων στον Τομέα Φιλολογίας του ΑΠΘ. Η τελική μορφή είναι αποτέλεσμα εντατικής προσπάθειας των τελευταίων χρόνων.
Το πρώτο μέρος του βιβλίου παρακολουθεί τη ζωή και την πνευματική διαμόρφωση του συγγραφέα μέσα από το έργο και την αλληλογραφία του, τη σχέση με τους δασκάλους του, ιδιαίτερα τον Νίκο Εγγονόπουλο, και με τους φίλους του Γιώργο Κοτζιούλα, Γιώργο Μακρή, Μίλτο Σαχτούρη, Δημήτρη Παπαδίτσα, Νίκο Καχτίτση, Αλέξη Ακριθάκη.
Το δεύτερο μέρος περιλαμβάνει «Σημειώματα», στα οποία επανέρχομαι πιο διεξοδικά στους αγαπημένους του συγγραφείς και φίλους και σε ζητήματα-κλειδιά του έργου του.
Φ. Α.
Ο Ε.Χ. Γονατάς (1924-2006) δημοσίευσε το 1945 το πρώτο βιβλίο του, το αιρετικό και στοχαστικό πεζογράφημα Ο Ταξιδιώτης, σε ηλικία 20 χρονών, και συνέχισε με ποιητικά και πεζά κείμενα, την Κρύπτη (1959) και το Βάραθρο (1963). Όμως δεν τον περιέλαβαν σε καμιά ανθολογία ποίησης ή πεζογραφίας από αυτές που κυκλοφόρησαν μέχρι τη δεκαετία του ’70.
Υπήρξε ολιγογράφος και για μεγάλο διάστημα έδρασε στο περιθώριο της λογοτεχνικής ζωής. Μετά το 1980 δημοσίευσε τα βιβλία Ο φιλόξενος καρδινάλιος, Η προετοιμασία και οι Τρεις δεκάρες. Τόσο με τα βιβλία του όσο και με τη σύνολη και σχετικά αφανή δραστηριότητά του –την έκδοση του περιοδικού Πρώτη Ύλη σε δύο τεύχη, του 1959 και του 1961, τις εξαιρετικές μεταφράσεις του του Ιβάν Γκολ, του Κόλριτζ, του Φλομπέρ, του Λίχτενμπεργκ, του Αντόνιο Πόρτσια, κι ακόμη την επίμοχθη προσπάθεια χάρη στην οποία μας έκανε γνωστά τα Γραπτά του Γιώργου Μακρή–, ο Ε.Χ. Γονατάς έδωσε ένα διαφορετικό στίγμα αντίληψης για τη λογοτεχνία σε κρίσιμους καιρούς.
Στο εξώφυλλο: Ο Ε.Χ. Γονατάς, φωτογραφημένος από τον ανιψιό του Λάμπρο Βαλλερά, στα τέλη της δεκαετίας του ’70.
Οι κριτικοί της γενιάς του τον είπαν «ονειροποιό», «παραδοξογράφο», «ερημίτη της Κηφισιάς», «αυτοεξόριστο στο εργαστήρι του». Μόνο μετά το 1980 το έργο του άρχισε να γίνεται γνωστό, να συζητιέται, να εμπνέει τους νεότερους, να αποκτά φανατικούς αναγνώστες, να βρίσκει μαθητές, να διασκευάζεται για το θέατρο. Γιατί δεν είναι μυστικό ότι εκείνος ανέδειξε στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό τις αρετές και τη μαγεία της λεγόμενης «μικρής φόρμας», της λογοτεχνικής μινιατούρας. Αυτό το επέτυχε καλλιεργώντας συνειδητά μια πρόζα με ποιητική εμβέλεια. Η πρόζα αυτή, ιδιόμορφη και ανήσυχη, συγγενεύει με το παραδοξογράφημα, τη φανταστική λογοτεχνία, τη «νουβέλα θαυμασίων πράξεων», το «merveilleux» του Μπρετόν, την ονειρική αφήγηση, και έχει προσλάβει τη μορφή της σύντομης και παράξενης ιστορίας.
Tο βιβλίο αυτό άρχισε να γράφεται από παλιότερα. Γεννήθηκε στα χρόνια της φιλίας μου με τον Γονατά, που κράτησε από τη γνωριμία μας το 1980 μέχρι τον θάνατό του. Ένα πρώτο υλικό σχηματίστηκε όταν δίδαξα το έργο του στο πλαίσιο της μεταπολεμικής λογοτεχνίας και των πρωτοποριακών κινημάτων στον Τομέα Φιλολογίας του ΑΠΘ. Η τελική μορφή είναι αποτέλεσμα εντατικής προσπάθειας των τελευταίων χρόνων.
Το πρώτο μέρος του βιβλίου παρακολουθεί τη ζωή και την πνευματική διαμόρφωση του συγγραφέα μέσα από το έργο και την αλληλογραφία του, τη σχέση με τους δασκάλους του, ιδιαίτερα τον Νίκο Εγγονόπουλο, και με τους φίλους του Γιώργο Κοτζιούλα, Γιώργο Μακρή, Μίλτο Σαχτούρη, Δημήτρη Παπαδίτσα, Νίκο Καχτίτση, Αλέξη Ακριθάκη.
Το δεύτερο μέρος περιλαμβάνει «Σημειώματα», στα οποία επανέρχομαι πιο διεξοδικά στους αγαπημένους του συγγραφείς και φίλους και σε ζητήματα-κλειδιά του έργου του.
Φ. Α.
Ο Ε.Χ. Γονατάς (1924-2006) δημοσίευσε το 1945 το πρώτο βιβλίο του, το αιρετικό και στοχαστικό πεζογράφημα Ο Ταξιδιώτης, σε ηλικία 20 χρονών, και συνέχισε με ποιητικά και πεζά κείμενα, την Κρύπτη (1959) και το Βάραθρο (1963). Όμως δεν τον περιέλαβαν σε καμιά ανθολογία ποίησης ή πεζογραφίας από αυτές που κυκλοφόρησαν μέχρι τη δεκαετία του ’70.
Υπήρξε ολιγογράφος και για μεγάλο διάστημα έδρασε στο περιθώριο της λογοτεχνικής ζωής. Μετά το 1980 δημοσίευσε τα βιβλία Ο φιλόξενος καρδινάλιος, Η προετοιμασία και οι Τρεις δεκάρες. Τόσο με τα βιβλία του όσο και με τη σύνολη και σχετικά αφανή δραστηριότητά του –την έκδοση του περιοδικού Πρώτη Ύλη σε δύο τεύχη, του 1959 και του 1961, τις εξαιρετικές μεταφράσεις του του Ιβάν Γκολ, του Κόλριτζ, του Φλομπέρ, του Λίχτενμπεργκ, του Αντόνιο Πόρτσια, κι ακόμη την επίμοχθη προσπάθεια χάρη στην οποία μας έκανε γνωστά τα Γραπτά του Γιώργου Μακρή–, ο Ε.Χ. Γονατάς έδωσε ένα διαφορετικό στίγμα αντίληψης για τη λογοτεχνία σε κρίσιμους καιρούς.
Στο εξώφυλλο: Ο Ε.Χ. Γονατάς, φωτογραφημένος από τον ανιψιό του Λάμπρο Βαλλερά, στα τέλη της δεκαετίας του ’70.
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις
