Πλωτώ

Έλληνες καραβοκύρηδες και εφοπλιστές από τα τέλη του 18ου αιώνα έως τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο.
146744
Συγγραφέας: Μπενέκη, Ελένη
Εκδόσεις: Ε.Λ.Ι.Α
Σελίδες:463
Ημερομηνία Έκδοσης:01/12/2002
ISBN:9789602011614


Εξαντλημένο από τον Εκδοτικό Οίκο

Περιγραφή

Το Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο (Ε.Λ.Ι.Α.) ξεκίνησε πριν από πέντε περίπου χρόνια τη συστηματική καταγραφή και μελέτη της ελληνόκτητης ναυτιλίας, με σκοπό την ανάδειξη της ιστορίας της μέσα από πρωτογενή έρευνα και εντοπισμό σχετικού αρχειακού και εικονογραφικού υλικού. Στο πλαίσιο της συστηματικής ενασχόλησής του με τον κλάδο της ναυτιλίας, έχει καταρτίσει μεγάλη αρχειακή συλλογή που αφορά στην ελληνόκτητη ναυτιλία και τους έλληνες ναυτικούς κατά την περίοδο 1860-1918. [...]
Το ανά χείρας λεύκωμα με τον τίτλο Πλωτώ, έρχεται να σκιαγραφήσει την πορεία των ελληνικών ναυτιλιακών επιχειρήσεων, αποτυπώνοντας τις "ταυτότητες" των κυριότερων ναυτιλιακών οικογενειών ανά ναυτότοπο, από τα τέλη του 18ου αιώνα έως τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο.





ΚΡΙΤΙΚΗ



Η Ελλάδα, χώρα της ναυτιλίας, με τις όποιες πραγματικότητες και τους μύθους της, δεν είχε μέχρι σήμερα αναδείξει, σ' όλες τις πτυχές της, τον εργασιακό χώρο του ξύλινου ή σιδερένιου πλοίου, τη ναυτιλιακή επιχείρηση, τις οικογένειες των καραβοκύρηδων κι εφοπλιστών, τους νηογνώμονες, τις ναυπηγήσεις και τα αρχεία που συνδέονται με τη ζωή της θάλασσας. Τα τελευταία τέσσερα χρόνια το Ε.Λ.Ι.Α. ανέλαβε ένα σημαντικό και μοναδικό στο είδος του ερευνητικό πρόγραμμα με την υποστήριξη του Ιδρύματος «Σταύρος Σ. Νιάρχος»: Να καταγράψει την εξέλιξη της ιστιοφόρου και ατμήρους ναυτιλίας, κατά ναυτότοπο, πλοιοκτήτη και πλοίο, για το διάστημα 1750-1950. Προηγήθηκε ήδη η «Ποντοπόρεια», που πήρε το όνομά της από τη Νηρηίδα της ελληνικής μυθολογίας. Πρόκειται για έναν ιστορικό νηογνώμονα στον οποίο έχουν καταγραφεί τα ελληνικά ιστιοφόρα και ατμόπλοια άνω των 60 τόνων κατά το διάστημα που αφορά την αρχή των χρόνων ίδρυσης του ελληνικού κράτους, μέχρι το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.

Πριν από λίγους μήνες εκδόθηκε η «Πλωτώ» (από το όνομα μιας άλλης Νηρηίδας), που φέρνει στο φως μια χαρτογράφηση των ελληνικών ναυτότοπων μαζί με την ιστορία 165 οικογενειών που προέρχονται από 33 νησιά και παραθαλάσσιους οικισμούς της χώρας. Η έρευνα βασίστηκε σε πρωτογενείς αρχειακές πηγές και επιτόπια μελέτη, συμπληρωμένη από ανέκδοτο και τεκμηριωμένο υλικό, καθώς και πλούσια εικονογράφηση εξαιρετικά σημαντικών, για το είδος τους, στοιχείων.

Παρ' ότι διανύουμε τα πρώτα χρόνια του 21ου αιώνα, με τη γιγάντωση των πολυεθνικών εταιρειών και το διαχωρισμό ιδιοκτησίας από τη διαχείριση, η ελληνόκτητη ναυτιλιακή επιχείρηση διατηρεί ακόμη παραδοσιακές δομές, καθώς και οικογενειακού τύπου οργάνωση, όπως ήταν και πριν από δύο αιώνες. Το ναυτικό δίκτυο βασίζεται κυρίως στο νησί ή στην περιοχή, στο συγκεκριμένο τόπο καταγωγής και στη συγγένεια, δημιουργώντας έναν στέρεο, ελέγξιμο και συνεκτικό ιστό, που επιτρέπει συνήθως στη ναυτιλία ευελιξία, εύκολη μετακίνηση από τόσο σε τόπο και συνοχή. Από την άλλη πλευρά, η μακρόχρονη θητεία, οι εμπειρίες όσον αφορά την τεχνογνωσία και η επιχειρηματική κουλτούρα, που μεταδίδεται από γενιά σε γενιά, μεταφερόμενη από τα πλοία στα γραφεία, έχει οικοδομήσει μια ιδιαίτερη σχέση με τη θάλασσα. Μια σχέση που εκτός από την αποτύπωσή της στην τέχνη (εικαστική, λογοτεχνική, μουσική, χορευτική), έχει ανάγλυφα διασωθεί σε μια σειρά πολύτιμων τεκμηρίων και μέχρι σήμερα αναξιοποίητων, όπως είναι τα ημερολόγια των πλοιάρχων, οι επιστολές των ναυτικών, τα επιχειρησιακά έγγραφα, οι χάρτες, οι επικοινωνίες με τα διάφορα λιμάνια, μ' άλλα λόγια μια πραγματικότητα πολυεπίπεδη και πολύχρονη που κανένα καλλιτέχνημα δεν μπορεί να υποκαταστήσει.

Η οικογενειακή μορφή επιχειρήσεων που ήταν μέχρι σήμερα συνυφασμένη με την κρυψίνοια είναι καιρός πλέον να αποκαλύψει όλες τις παραμέτρους της, στις οποίες κατά έναν υψηλό βαθμό οφείλει την επιτυχημένη της πορεία και κατά δεύτερο λόγο τη βαθιά σχέση των ανθρώπων αυτών με τη θάλασσα, γεγονός που επέτρεψε στη μορφή αυτή να επιζήσει της πρώτης και της δεύτερης φάσης της βιομηχανικής επανάστασης (ξεκινώντας ήδη από τα τέλη του 18ου αι.), ενώ στις μέρες μας φτάνει να αποτελεί το 75% όλων των επιχειρήσειων της Ευρωπαϊκής Ενωσης.

Εντυπωσιάζει η πιστοποίηση για τα νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου, τα οποία είναι κυρίως άνυδρα και άδενδρα. Μολαταύτα, πολλά απ' αυτά αναδείχθηκαν σε ναυτότοπους, με έντονη την παραγωγή παλαιότερα ξύλινων πλοίων. Ασφαλώς είναι γνωστός ο τρόπος μετακίνησης της ξυλείας στις βόρειες χώρες, με τη βοήθεια του αργού ρεύματος των ποταμών προς τη θάλασσα. Στην Ελλάδα, η γειτνίαση των ακτών με αμμουδιές και δεκάδες λιμάνια έκανε τη μεταφορά στους νησιώτικους ταρσανάδες μια γρήγορη και εύκολη υπόθεση. Στην «Πλωτώ», εκτός των άλλων δεδομένων του κάθε πλοίου καταγράφεται και ο τόπος ναυπήγησής του, όπως επίσης παρουσιάζονται και ναυτότοποι που χάθηκαν εν τω μεταξύ από το χάρτη της Ελλάδας, ενώ πολλοί άνθρωποί τους, σε άλλα πλέον μέρη, συνεχίζουν την οικογενειακή αυτή παράδοση.

Μέσα από την επικοινωνία και την ενότητα γίνεται αντιληπτό από τις σελίδες του βιβλίου πως η θάλασσα αντιμετωπιζόταν ενιαία και χωρίς σύνορα, όπου το διπλανό νησί ή η απέναντι ακτή είχε επίσης καραβομαραγκούς, εμπόρους, ασφαλιστές κ.τ.λ. κι έτσι ο Πάτμιος και ο Μυκονιάτης καπετάνιος π.χ. το 1770, που διακινούσε φορτία από τη Σμύρνη στην Τεργέστη με μαλτέζικη ή οθωμανική σημαία, διέθετε το ίδιο ιστιοφόρο μπρίκι ή χρησιμοποιούσε την ίδια μέθοδο ναυσιπλοΐας με τον Γαλαξιδιώτη καπετάνιο, ο οποίος το 1850 με το δικό του μπρίκι (υπό ελληνική σημαία) μετέφερε σιτάρι από τη Μαύρη Θάλασσα στην Αγγλία. Δημιουργήθηκε έτσι ένας πολυπολιτισμικός και πολυεθνικός χώρος στην Ανατολική Μεσόγειο, με κοινή εκμετάλλευση της θάλασσας, η οποία, παρά τα νησιωτικά συμπλέγματα και τα διάφορα ηπειρωτικά λιμάνια, υπαγόρευε την προϋπόθεση της στενής συνεργασίας και της άμεσης εξάρτησης του ενός πλοιοκτήτη από τον άλλο, προκειμένου να επιβιώσουν. Οσο για τα μεταφερόμενα φορτία, αυτά δεν ήταν μόνον του ελληνικού κράτους, αλλά της Ανατολικής Μεσογείου και της Μαύρης Θάλασσας, κατορθώνοντας η ελληνική ναυτιλία να αναδειχθεί σε κύριο μεταφορέα προϊόντων μεταξύ των πιο πάνω περιοχών και της δυτικής Ευρώπης. Παρά το γεγονός του στενού δεσμού των ναυτικών, των απομονωμένων χώρων που έζησαν και των κλειστών κοινωνιών που δημιούργησαν, ταυτοχρόνως οι ίδιες αυτές πολιτείες και τα χωριά τους διακρίθηκαν για τον κοσμοπολιτισμό τους, που υπερέβαινε και τον ίδιο τους ακόμη τον περιοριστικό τόπο. Δεν είναι λίγα τα Λαογραφικά Μουσεία των «ναυτικών πόλεων» που μας πείθουν για το εύρος και τον πλούτο του υλικού πολιτισμού τον οποίο απολάμβαναν οι οικογένειες των καραβοκύρηδων, ούτε λίγα είναι τα σπίτια, τα έπιπλα, τα σερβίτσια, οι παλιές ακόμη φωτογραφίες με «δυτικού» τύπου ενδυματολογικά χαρακτηριστικά, που φανερώνουν αυτόν το διαπολιτισμικό διάλογο ανάμεσα σ' Ανατολή και Δύση. Η διεύρυνση των οριζόντων δημιούργησε επίσης έφεση για τα γράμματα και ευαισθησία προς τις τέχνες, πράγμα που συνιστούσε εντυπωσιακή αναβάθμιση του ποιοτικού επιπέδου ζωής, με έντονες φιλοδοξίες των ανθρώπων εκείνων οι οποίοι, όπου κι αν ταξίδευαν, όσα πλούτη κι αν αποκτούσαν, ποτέ δεν λησμονούσαν τους τόπους καταγωγής τους, προσφέροντας δωρεές, δημιουργώντας ευαγή ιδρύματα, πολλά εξ αυτών και πέρα από τα χωριά τους, για την ίδια τους την πατρίδα, με τη νοσταλγία της οποίας, όχι μόνο πέρασαν το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους, αλλά γαλούχησαν και τους επιγόνους τους. Εκτός από τα κατατοπιστικά κείμενα της εισαγωγής και τη διεξοδική τους έρευνα, στις σελίδες της «Πλωτούς» μπορεί κανείς να έρθει σε επαφή με την ιστορία των συγκεκριμένων και μεγάλων οικογενειών, καθώς το βιβλίο χωρίζεται σε περιοχές όπως είναι: α) το Ιόνιο πέλαγος (με τα νησιά Κεφαλονιά, Ιθάκη, Ζάκυνθο, όπου συγκαταλέγεται εκεί το Μεσολόγγι, το Αιτωλικό και το Γαλαξίδι), β) το κεντρικό Αιγαίο (με την Ανδρο, τη Μήλο, τη Μύκονο, τη Σαντορίνη, τη Σίφνο και τη Σύρο), γ) το βορειοανατολικό Αιγαίο (με τους ναυτότοπους της Χίου, των Οινουσσών, των Ψαρών, της Λέσβου, της Σάμου, όπου εκεί συμπεριλαμβάνονται η Κωνσταντινούπολη, τα Δαρναδέλια, η Σμύρνη και τα μικρασιατικά παράλια), δ) το νοτιοανατολικό Αιγαίο (με την Πάτμο, την Κάσο, τη Λέρο, την Κάλυμνο, τη Σύμη, τη Χάλκη και το Καστελόριζο), ε) το βορειοδυτικό Αιγαίο (με τη Σκόπελο, τη Σκιάθο, την Εύβοια και τα θεσσαλικά παράλια), στ) το νοτιοδυτικό Αιγαίο (με την Υδρα, τις Σπέτσες, τις ακτές της ανατολικής Πελοποννήσου, τον Πειραιά).

Οι ιστορικές και προσωπικές φωτογραφίες από αρχεία, τα σχεδιαγράμματα, τα δελτάρια, οι χάρτες, τα χαρακτικά, οι πίνακες ζωγραφικής, τα αντικείμενα είναι εξαιρετικά ενδιαφέροντα, ενώ ο τόμος ολοκληρώνεται με αρχειακές πηγές, ελληνική και ξενόγλωσση βιβλιογραφία, λογοτεχνικές πηγές, ευρετήριο πλοιοκτητών και cd που περιλαμβάνει την «Ποντοπόρεια» και την «Πλωτώ».



ΑΘΗΝΑ ΣΧΙΝΑ

ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 30/05/2003

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!