Η γοητεία του ανορθολογισμού

Το ειδύλλιο της διανόησης με τον φασισμό. Από τον Νίτσε στον Μεταμοντερνισμό.
290428
Συγγραφέας: Wolin, Richard
Εκδόσεις: Πόλις
Σελίδες:571
Μεταφραστής:ΦΙΛΙΠΠΑΚΟΠΟΥΛΟΥ ΜΑΡΙΑ
Ημερομηνία Έκδοσης:01/07/2007
ISBN:9789604351275


Εξαντλημένο από τον Εκδοτικό Οίκο

Περιγραφή


Η αποκάλυψη πριν από δεκαπέντε χρόνια των πολιτικών ατοπημάτων του Μάρτιν Χάιντεγκερ και του Πωλ ντε Μαν συντάραξε τη διανόηση της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής. Ο Ρίτσαρντ Γουόλιν καταδεικνύει ότι η σαγήνη που άσκησε ο φασισμός στον μεταμοντερνισμό δεν αποτελεί συγκυριακό φαινόμενο αλλά έχει, αντιθέτως, ευρείες διαστάσεις και παρελθόν. Ο Γουόλιν αμφισβητεί τον ισχυρισμό ότι ο μεταμοντερνισμός κρατάει τα σκήπτρα της αριστερής ιδεολογίας, δείχνοντας την προϊστορία της σχέσης της μεταμοντέρνας σκέψης με την άκρα Δεξιά. Οι ρίζες του μεταμοντερνισμού στους πρωτοφασίστες literati της δεκαετίας του ’30 αποκαλύπτουν μια σκοτεινή πολιτική κληρονομιά. Οι ανομολόγητες συγγένειες ανάμεσα στο κίνημα του αντι-Διαφωτισμού και τον μεταμοντερνισμό συνιστούν το αφηγηματικό νήμα του Γουόλιν. Η κοινή αντιπάθεια που έτρεφαν τόσο οι μεταμοντέρνοι όσο και οι υπερασπιστές του αντι-Διαφωτισμού για τον ορθό λόγο και τη δημοκρατία προδίδει μια σημαίνουσα στρατηγική συμμαχία - και οι μεν και οι δε ενοικούν στο εκρηκτικό εκείνο πεδίο όπου η Αριστερά συναντάται με τη Δεξιά.



«Η γοητεία του ανορθολογισμού είναι μια ευρεία και οξυδερκής μελέτη της μόνιμης γοητείας που ασκεί ο αυταρχισμός στη διανόηση, και ως τέτοια αποτελεί ένα έξυπνο, σοβαρό και ανεκτίμητο ντοκουμέντο. Η αγανάκτηση που εκφράζει για τον παραλογισμό και τη διαστροφή τόσων σπουδαίων Ευρωπαίων διανοητών είναι πλήρως τεκμηριωμένη και ιδιαίτερα χρήσιμη».

John Banville, The Irish Times









ΚΡΙΤΙΚΗ



Δεν είναι κρυφό, αν και πάντα αμαρτωλό, το ότι κορυφαίοι και πρωτοπόροι ευρωπαίοι διανοούμενοι ασπάστηκαν το πολιτικό όραμα του φασισμού στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Ο κατάλογος είναι μακρός: Μάρτιν Χάιντεγκερ, Ερνστ Γιούνγκερ, Καρλ Σμιτ, Γκότφριντ Μπεν, Εζρα Πάουντ, Ρομπέρ Μπριζιγιάκ, Πιερ Ντριέ Λα Ροσέλ, Λουί Φερντινάν Σελίν, Φιλίπο Μαρινέτι, Γκαμπριέλε ντ' Ανούντσιο... Καθώς οι θέσεις για την αποκλειστικά οικονομική βάση του φασισμού ή για τον φασισμό ως «αντιδιανοητικό φαινόμενο» έχουν ξεθωριάσει, η έρευνα για τις πνευματικές ρίζες της ακροδεξιάς πολιτικής είναι ανοιχτή. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι όλα αυτά ανήκουν στην Ιστορία και ότι πολλοί από τους «φασίστες» διανοούμενους, ιδιαίτερα οι δημιουργοί, έχουν κριθεί, έχουν περάσει το καθαρτήριο και έχουν πάρει τη θέση τους. Δεν συμβαίνει όμως έτσι αν λάβουμε υπόψη μας τον σάλο που προκλήθηκε πριν από δεκαπέντε και πλέον χρόνια με την αποκάλυψη για το ναζιστικό παρελθόν του Χάιντεγκερ. Το θέμα εξακολουθεί να προκαλεί πολεμικές, πολύ περισσότερο που ο γερμανός φιλόσοφος ήταν ένας από τους maitres penseurs σύγχρονων γάλλων θεωρητικών, όπως του Φουκό ή του Ντεριντά, τοποθετημένων γενικά στην Αριστερά και ηγετικών μορφών του λεγόμενου θεωρητικού μεταδομισμού.

Ο αμερικανός ιστορικός των ιδεών Ρίτσαρντ Γουόλιν, καθηγητής στο City University της Νέας Υόρκης, επαναφέρει το θέμα με το βιβλίο του Η γοητεία του ανορθολογισμού (αγγλικός τίτλος The Seduction of Unreason), που κυκλοφόρησε στις ΗΠΑ το 2004. Σε αυτό το βιβλίο, που δημιουργεί νέες προϋποθέσεις ανάγνωσης της ιδεολογίας ή των ιδεολογιών, ακόμη και της τέχνης και της λογοτεχνίας, στη σημερινή εποχή που ο μεταμοντερνισμός έχει τελειώσει, ο Γουόλιν προσπαθεί να δείξει ότι στις ρίζες του μεταμοντερνισμού βρίσκονται πολύ «πρωτοφασίστες literati» της δεκαετίας του '30 και ότι ο μεταμοντερνισμός ως αριστερή ιδεολογία έχει πολλές συγγένειες με τους διανοούμενους πολέμιους του Διαφωτισμού. «Ο Οσβαλντ Σπένγκλερ, ο Καρλ Σμιτ και ο Μάρτιν Χάιντεγκερ συσπειρώθηκαν υπό τη σημαία του φασισμού, που είχε γίνει η τελευταία σανίδα σωτηρίας της αντεπαναστατικής ιδεολογίας στον αγώνα της κατά των "διαβρωτικών" αρχών του φιλελευθερισμού, του ατομικισμού και της ελευθερίας της σκέψης» γράφει ο Γουόλιν, ορίζοντας, κατά κάποιον τρόπο, το κίνημα του αντι-διαφωτισμού.

Ο Γουόλιν δεν μένει απλώς σε ένα θεωρητικό σχήμα. Πιστεύει ότι οι αντιλήψεις του αντιδιαφωτισμού εμπότισαν τον λόγο της μεταμοντέρνας Αριστεράς, με αποτέλεσμα να προκληθούν τερατογενέσεις, όπως ο φιλοσοφικός αναρχισμός, ο πολιτισμικός σχετικισμός και η καχυποψία απέναντι στον ορθό λόγο και στη δημοκρατία. Το ότι «οι δημοκρατικοί κανόνες είναι ένα προπέτασμα καπνού που συγκαλύπτει εδραιωμένα συμφέροντα» είναι μια χαρακτηριστική - κατά τον Γουόλιν - εκδήλωση αυτής της αριστερής ή αριστερίστικης πρακτικής. Αλλά ο μεγαλύτερος κίνδυνος αυτού του μεταμοντερνισμού είναι - κατά τον Γουόλιν - η ανακήρυξη της πολιτικής της διαφοράς ως νέας πνευματικής ορθοδοξίας. Ο Γουόλιν προειδοποιεί ότι η άκριτη εξύμνηση της διαφοράς μπορεί εύκολα να διολισθήσει σε έναν νέο πνευματικό φυλετισμό. «Η παρουσίαση των πολιτισμών ως κλειστών μονάδων οδηγεί στον εθνοκεντρισμό και αποκλείει τον κοσμοπολιτισμό» γράφει ο Γουόλιν. «Το χειρότερο είναι ότι οδηγεί στην πρόωρη εγκατάλειψη του κοινού εδάφους πάνω στο οποίο μπορεί να διεξαχθεί ένας εποικοδομητικός διάλογος».

Ο Γουόλιν χωρίζει το βιβλίο του σε δύο μεγάλα μέρη με τις αντίστοιχες παρεκβάσεις τους. Το πρώτο μέρος έχει τίτλο «επανεξετάζοντας τη γερμανική ιδεολογία» (Νίτσε, Γιουνγκ, Γκάνταμερ) με παρέκβαση τη γερμανική νέα Δεξιά. Το δεύτερο μέρος έχει τίτλο «μαθήματα γαλλικών» (Μπατάιγ, Μπλανσό, αποδόμηση) με παρέκβαση τη γαλλική νέα Δεξιά.

Στο εξώφυλλο του βιβλίου, το έργο του Τζόρτζιο ντε Κίρικο «Το τραγούδι της Αγάπης» αποτελεί στοιχείο του πραγματευτικού ύφους του Γουόλιν. Η μορφή του Απόλλωνα του Μπελβεντέρε, συνδυασμένη με ένα λαστιχένιο χειρουργικό γάντι, είναι μια εικονοποιία ανορθολογική που έχει τη δύναμη να σαγηνεύσει και να αποπλανήσει.

Το βιβλίο του Γουόλιν ανοίγει σίγουρα νέους δρόμους μελέτης της ιδεολογίας μετά τον μεταμοντερνισμό, γι' αυτό έχει γίνει αποδεκτό από κορυφαίους θεωρητικούς, όπως ο Ρόρτι. Σίγουρα όμως θα ενοχλήσει καθώς κρίνει την Ευρώπη από την πλευρά της Αμερικής, ίσως γιατί ο ίδιος θίγεται από τη θέση της Ευρώπης για την Αμερική, από εκείνο που έλεγε για παράδειγμα ο Μποντριγιάρ, ότι η Αμερική είναι η προσωποποίηση της παρακμής.




ΛΟΥΪ ΦΕΡΝΤΙΝΑΝ ΣΕΛΙΝ

Ο Λουί Φερντινάν Σελίν (1894-1961) ανήκει στους μεγαλύτερους γάλλους πεζογράφους του 20ού αιώνα. Το αριστούργημά του Ταξίδι στην άκρη της νύχτας (1932) παραμένει ένα από τα κορυφαία μυθιστορήματα παγκοσμίως και προδρομικό για τις τάσεις που επικράτησαν στη μεταπολεμική πεζογραφία, αφού ήταν το πρώτο που εισήγαγε στο μυθιστόρημα τον «αρνητικό» ήρωα. Ο Σελίν ωστόσο υπήρξε λυσσαλέος αντισημίτης και κατά τη διάρκεια της Κατοχής συνεργάστηκε με τους γερμανούς κατακτητές. Για να αποφύγει τις συνέπειες κατέφυγε το 1944 στη Γερμανία, δικάστηκε ερήμην και καταδικάστηκε το 1950 σε έναν χρόνο φυλάκιση. To επόμενο έτος δόθηκε αμνηστία και ο Σελίν επέστρεψε στη Γαλλία όπου και πέθανε 10 χρόνια αργότερα. Τα μεταπολεμικά του έργα θεωρούνται σήμερα ασήμαντα.



ΕΖΡΑ ΠΑΟΥΝΤ

Ο Εζρα Πάουντ (1885-1972) ήταν το μαύρο πρόβατο του αγγλοσαξονικού μοντερνισμού. Αντιφατική προσωπικότητα, εριστικός και πείσμων αλλά πρώτης γραμμής ποιητής και μεταφραστής, στη δεκαετία του '30 συνδέθηκε στενά με το φασιστικό καθεστώς του Μουσολίνι. Κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου πραγματοποίησε μια σειρά προπαγανδιστικών εκπομπών υπέρ του Αξονα από τον ραδιοφωνικό σταθμό της Ρώμης. Εξαιτίας τους συνελήφθη το 1945 και μεταφέρθηκε στην Αμερική για να δικαστεί επί εσχάτη προδοσία. Το δικαστήριο τον έκρινε πνευματικά διαταραγμένο και ακατάλληλο για δίκη και ο Πάουντ εγκλείστηκε στο Ψυχιατρείο της Αγίας Ελισάβετ, από όπου απελευθερώθηκε το 1959. Ευθύς αμέσως αναχώρησε για την Ιταλία. Πέθανε 14 χρόνια αργότερα στη Βενετία.



ΜΑΡΤΙΝ ΧΑΪΝΤΕΓΚΕΡ

Για πολλούς ο Μάρτιν Χάιντεγκερ (1889-1976) είναι ο σημαντικότερος γερμανός φιλόσοφος του 20ού αιώνα. Το πολιτικό του παρελθόν ωστόσο προκάλεσε πλήθος αντιγνωμιών γύρω από την προσωπικότητά του. Το 1933 μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, ο φιλόσοφος εξελέγη πρύτανης του Πανεπιστήμιου του Φράιμπουργκ κι ευθύς αμέσως έγινε μέλος του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος από το οποίο δεν αποχώρησε ποτέ. Μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο τού απαγορεύθηκε να διδάσκει σε γερμανικά πανεπιστήμια, αλλά το 1951 η απόφαση αυτή ανακλήθηκε και αναγορεύθηκε ομότιμος καθηγητής με όλα τα προνόμια που συνεπαγόταν η θέση. Αξίζει να σημειωθεί, ωστόσο, ότι ο Χάιντεγκερ βοήθησε τη Χάνα Αρεντ, που ήταν μαθήτριά του και εβραία και με την οποία διατηρούσε εξωσυζυγική σχέση, να διαφύγει από τη Γερμανία και να μεταβεί στις ΗΠΑ.



ΠΙΕΡ ΝΤΡΙΕ ΛΑ ΡΟΣΕΛ

Ο Πιερ Ντριέ Λα Ροσέλ (1893-1945) καταγόταν από μικροαστική οικογένεια της Νορμανδίας με εθνικιστικό υπόβαθρο. Στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο υπηρέτησε ως στρατιώτης, τραυματίστηκε τρεις φορές και αυτό τον σημάδεψε στην υπόλοιπη ζωή του. Είχε πάντοτε αντιδημοκρατικές πεποιθήσεις που τον οδήγησαν στο να υποστηρίξει την κατοχή της Βόρειας Γαλλίας από τους Γερμανούς κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και να συνεργαστεί με τους κατακτητές. Με την απελευθέρωση του Παρισιού το 1944 αναγκάστηκε να κρυφτεί για να αποφύγει τις συνέπειες. Τον Μάιο του 1945 αυτοκτόνησε. Ο Ντριέ Λα Ροσέλ υπήρξε σημαντικός συγγραφέας (ο Μαλρό, λ.χ., τον εκτιμούσε αφάνταστα), αλλά η φασιστική του δράση αμαύρωσε το έργο του.





Ν. ΜΠΑΚΟΥΝΑΚΗΣ - Α. ΒΙΣΤΩΝΙΤΗΣ

Το ΒΗΜΑ, 04/03/2007

Κριτική:


Ο Διαφωτισμός, ο μεταμοντερνισμός και ο μοντερνιστικός συσχετισμός τους


Οι επιθέσεις στον μεταμοντερνισμό αποτελούν συνηθισμένο φαινόμενο της τελευταίας δεκαετίας, το οποίο δεν παρουσιάζει πλέον κάποιο ενδιαφέρον, μια και τα σχετικά επιχειρήματα επαναλαμβάνονται με ελάχιστες παραλλαγές, και γι' αυτό είναι προβλέψιμα, καθώς γενικώς συνοψίζονται στη διαπίστωση πως ο μεταμοντερνισμός δεν αποτελεί σοβαρή ακαδημαϊκή προσέγγιση και πως απειλεί την ίδια τη βάση των ανθρωπιστικών σπουδών. Η συμβολή των επιθέσεων στον διάλογο των ιδεών είναι ασήμαντη, αλλά και στο επίπεδο των αταβιστικών πανεπιστημιακών πολέμων κατορθώνουν το αντίθετο από αυτό που προφανώς επιδιώκουν, επειδή μέσω της αντιπαράθεσης συντηρούν ένα ιδεολογικό ρεύμα το οποίο, παρά τη μεγάλη του διάδοση, βρίσκεται στη φάση της εκτόνωσης.


Οι επιθέσεις γίνονται πιο ενδιαφέρουσες -όχι μόνον ως προς την ψυχολογία του επιτιθέμενου, αλλά και ιδεολογικά-, όταν κάνουν το στρατηγικό λάθος να επεκταθούν πέρα από το συγκεκριμένο ρεύμα προς το ευρύτερο φάσμα της διανόησης. Αυτό, βεβαίως, είναι τιμητικό για τους μεταμοντερνιστές επειδή αυτονόητα τους ταυτίζει με τη γενικότερη έννοια του διανοουμένου, ενώ παράλληλα μειώνει την οξύτητα της επίθεσης και υποβαθμίζει τη σημασία της, επειδή είναι γνωστό πως πάντα οι διανοούμενοι κατηγορήθηκαν ως υπονομευτές όταν δεν αρκέστηκαν στο έργο του ιδεολογικού συνηγόρου της κοινωνίας, και αισθάνθηκαν την ανάγκη να καταθέσουν τη διεισδυτική -και γι' αυτό ανησυχητική- προσωπική μαρτυρία τους.


Ανομολόγητες σχέσεις ιδεών!


Κάτι ανάλογο επιχειρεί ο Γουόλιν με μια «αρχαιολογία της διανόησης», η οποία προσανατολίζεται στη διερεύνηση των ιδεολογικών ριζών μερικών βασικών εκπροσώπων του μεταμοντερνισμού, δείχνοντας πως κάποιες από τις θεμελιώδεις ιδέες της μεταμοντέρνας σκέψης -η οποία γενικώς θεωρείται πως έχει αριστερή προέλευση- πηγάζουν από στοχαστές που προέρχονται από τη Δεξιά. Με την ευρυμάθεια του ιστορικού των ιδεών, τη γνώση της ευρωπαϊκής φιλοσοφίας και τη μακρά «προϋπηρεσία» του (με τρία βιβλία μέσα στα δεκαεφτά τελευταία χρόνια) στη διαβόητη περίπτωση Χάιντεγκερ, ο Γουόλιν είναι σε θέση να συγκεντρώσει ένα πλούσιο υλικό που στηρίζει την αληθοφάνεια της ιστορίας που μας διηγείται. Η ιστορία αυτή αναπτύσσεται γύρω από τις ανομολόγητες σχέσεις ανάμεσα στον αντι-Διαφωτισμό (ξεχνώντας το σημαντικό βρετανικό σκέλος του, θέλοντας προφανώς να εξαιρέσει το Ηνωμένο Βασίλειο από την ιδεολογική επίθεσή του εναντίον της Ευρώπης) και στον μεταμοντερνισμό, οι οποίες εντοπίζονται στην αντιπάθειά τους για τον ανθρωπισμό, τον ορθό λόγο και τη φιλελεύθερη δημοκρατία. Μέσα από τα διάφορα επεισόδια της ιστορίας -που αντιστοιχούν σε επικριτικά πορτρέτα των Νίτσε, Γιουνγκ, Γκάνταμερ, Μπατάιγ, Μπλανσό, Ντεριντά- σκιαγραφούνται μια αντιφιλελεύθερη ρητορική και ένας κυνισμός απέναντι στην αντίληψη πως ο κόσμος μπορεί να βελτιωθεί με την εκούσια προσπάθεια του ανθρώπου.


Ο Γουόλιν, στην προσπάθειά του να πείσει, διογκώνει τα δεδομένα, φτιάχνοντας έτσι από τον μεταμοντερνισμό ένα φόβητρο, απέναντι στο οποίο θέλει να μας κάνει να νιώσουμε έναν τρόμο ανάλογο με εκείνον που μάθαμε να έχουμε απέναντι στην τρομοκρατία μετά την «11η Σεπτεμβρίου». Η εντύπωση που συνολικά δίνεται είναι εκείνη μιας τρομοκρατικής επίθεσης εναντίον του μεταμοντερνισμού: Οποιαδήποτε από τις βασικές θέσεις του έχει εκτιμηθεί ως θετική, παρουσιάζεται ως καλυμμένη επαναφορά κάποιας ιδέας της δεξιάς, αντιδημοκρατικής ιδεολογίας του Μεσοπολέμου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η έννοια της διαφοράς και η «πολιτική της ταυτότητας», η οποία αναγνωρίζει χαρακτηριστικά που διαφοροποιούν τα μέλη της κοινωνίας (όπως το φύλο, ο σεξουαλικός προσανατολισμός, ο τρόπος ζωής, η θρησκεία), που για τον Γουόλιν απηχεί την επιμονή της άκρας Δεξιάς στη «διαφορά» ανάμεσα στους Αριους και στους Σημίτες. Το γεγονός πως πρόκειται για μια μετατόπιση από τη φυλετική στην πολιτισμική διαφορά δεν επηρεάζει την εκτίμησή του, επειδή δέχεται πως παρ' όλα αυτά προσφέρει στη Νέα Δεξιά ένα επιχείρημα εναντίον των μεταναστών, το οποίο ιστορικά είναι δικό τους, αλλά εμφανίζεται ως προερχόμενο από την ακαδημαϊκή Αριστερά, μια και έχει αναβαπτισθεί ιδεολογικά μέσα από τον πολιτισμικό σχετικισμό, ο οποίος ξεκίνησε με την πολιτισμική ανθρωπολογία του Λεβί-Στρος και κλιμακώθηκε με τις «φιλοσοφίες της διαφοράς» του Ντεριντά και του Ντελέζ.


Αν καλόπιστα δεχόμασταν πως τους παραπάνω φόβους δεν προσπαθεί απλώς να τους υποβάλει στον αναγνώστη, αλλά ειλικρινά τους συμμερίζεται και ο ίδιος ο συγγραφέας, θα μπορούσαμε να δώσουμε μια λογική (;) εξήγηση στις εκτιμήσεις του, παρατηρώντας ωστόσο πως κίνδυνοι, όπως του ιδεολογικού ανοίγματος του δρόμου για τη Νέα Δεξιά από την πολιτισμική Αριστερά ή της αποσύνδεσης της Γερμανίας από τη Δύση, δεν δείχνουν καθόλου πιθανοί, για όσους τουλάχιστον εκτιμούν την κατάσταση όχι μαντικά αλλά ορθολογικά -δηλαδή με τον τρόπο τον οποίο υπερασπίζεται ο Γουόλιν στο όνομα της δημοκρατίας.


Κάθε αρνητικό πορτρέτο Ευρωπαίου στοχαστή αντιστοιχεί σε ένα κεφάλαιο. Ανάμεσα στα κεφάλαια υπάρχουν διαφορές ως προς την αντικειμενικότητα της παρουσίασης και την επιχειρηματολογική πληρότητα. Το καλύτερο είναι εκείνο που αφιερώνεται στον Νίτσε, όπου εξετάζει την καθιερωμένη τοποθέτησή του μέσα στο πλαίσιο του απολιτικού αισθητισμού, του επιστημολογικού μηδενισμού ή της σχετικιστικής αντιμεταφυσικής, για να τον αναγνωρίσει ως κορυφαίο συγγραφέα και πολιτικό στοχαστή - αλλά και πρωτοφασίστα. Το τελευταίο ήταν αναπόφευκτο, μια και είναι πια γνωστή η μοίρα του Νίτσε να θεωρείται διανοητική πηγή του πολιτικού φασισμού. Στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο τον κατηγόρησαν για τον Μπίσμαρκ, τον Κάιζερ και τον γερμανικό μιλιταρισμό, αργότερα τον θεώρησαν υπεύθυνο για τον εθνικοσοσιαλισμό, και τώρα για τις φασιστικές ρίζες του μεταμοντερνισμού. Τον βαθύτερο λόγο πρέπει να τον αναζητήσουμε στο γεγονός πως «φιλοσόφησε με το σφυρί», δηλαδή σπάζοντας τα παραδοσιακά είδωλα της διανόησης που προηγουμένως είχε λατρέψει, αναγνώρισε την απόλυτη μοναξιά ως τη συνθήκη της ελευθερίας, και πάνω απ' όλα υπήρξε ο ποιητής των πιο δυσάρεστων έως και ανυπόφορων για τον άνθρωπο Αληθειών.


Το κεφάλαιο για τον Γιουνγκ, αρχικά, προκαλεί ενδιαφέρον, κάτι που τελικά δεν επαληθεύεται, καθώς δεν διαφωτίζεται η σχέση ανάμεσα στην πολιτική και στην ψυχολογία του, πέρα από τη γενικότατη παρατήρηση πως η ψυχολογία του απορρίπτει την επιστημονική λογική και σοβαρότητα, και πως ο ίδιος ήταν ένας απατεώνας, ένοχος πνευματικού τσαρλατανισμού. Η μεταχείριση του Γκάνταμερ είναι πιο συγκρατημένη αλλά εξίσου άδικη. Η κρίση για τη συμπεριφορά του (η οποία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί απλώς καιροσκοπική) είναι υπερβολικά δριμεία, χωρίς να στηρίζεται σε συγκεκριμένα στοιχεία, ενώ η κριτική της φιλοσοφικής ερμηνευτικής του είναι ανάλογα άδικη με εκείνη της αναλυτικής ψυχολογίας του Γιουνγκ. Αυτός ο τρόπος αντιμετώπισης γενικώς δεν αλλάζει στα υπόλοιπα κεφάλαια, ενώ η εκδήλωση της αντιπάθειας του συγγραφέα για τον μεταμοντερνισμό κορυφώνεται με το κεφάλαιο για τον Ντεριντά.


Το επιχείρημα του Γουόλιν ιστορικά μπορεί να είναι ισχυρό, αλλά φιλοσοφικά είναι αδύναμο: Αν ήταν άδικος μόνο με τους ύποπτους για ανορθολογισμό, αυτό θα είχε ιστορικές ή πολιτικές επιπτώσεις, αλλά είναι άδικος με τον ίδιο τον ανορθολογισμό, και αυτό αποκτά φιλοσοφικές διαστάσεις. Αν η σαγήνη του ανορθολογισμού είναι εκμαυλιστική, το ίδιο ισχύει και για τη σαγήνη του ορθού λόγου, παρότι κυριαρχεί η προκατάληψη πως η πρώτη είναι αρνητική δύναμη, ενώ η δεύτερη θετική. Στην πραγματικότητα είναι εξίσου αρνητικές όταν υπηρετούν την επιθυμία για δύναμη, γιατί τότε έχουν εξίσου καταστρεπτικά αποτελέσματα.


Ο Γουόλιν, όμως, δεν είναι φιλόσοφος, αλλά ιστορικός των ιδεών. Γι' αυτό δεν μπορεί να παρακολουθήσει τις λεπτές μεταλλάξεις που συνθέτουν τη διαδικασία της ιδεοπλασίας μέσα στον χρόνο. Αντιμετωπίζει τις ιδέες ως ιστορικά παγιωμένες γνωσιακές μονάδες, και όχι ως αφαιρέσεις της εμπειρίας οι οποίες βρίσκονται συνεχώς υπό διαμόρφωση κάτω από την πίεση της ανάγκης, της επιθυμίας και της αντίστοιχης ασυνείδητης γνώσης. Αναγνωρίζοντας τη δυναμική των ιδεών στη δεύτερη μορφή ή λειτουργία τους, αναγνωρίζουμε τον ανορθολογισμό ως πρώτη ύλη του ορθού λόγου, αλλά και ως κινητήρια δύναμή του - και όχι απλώς ως την πολιτικά αρνητική όψη ή την ιστορικά σκοτεινή πλευρά του.


ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΣ, Βιβλιοθήκη, 15/6/2007

Κριτικές

Εξαίρετο βιβλίο το οποίο αποκαλύπτει την βαθύτατα αντιδραστική και ολοκληρωτική φύση του μεταμοντερνισμού.
Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!