Έλληνες ηθοποιοί της φθαρτής αθανασίας

Πρόλογος Σταμάτης Φασουλής
Έκπτωση
30%
Τιμή Εκδότη: 21.30
14.91
Τιμή Πρωτοπορίας
+
287767
Συγγραφέας: Συλλογικό
Εκδόσεις: Καστανιώτης
Σελίδες:336
Επιμελητής:Νιάρχος, Θανάσης
Ημερομηνία Έκδοσης:01/09/2006
ISBN:9789600342734
Θέμα:Θέατρο
Διαθεσιμότητα στα βιβλιοπωλεία μας
Αθήνα:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες
Θεσσαλονίκη:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες
Πάτρα:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες

Περιγραφή


ΚΡΙΤΙΚΗ




βιογραφίες

Ηθοποιοί από ηθοποιούς

Πορτρέτα φτιαγμένα «από μέσα», ακτινογραφίες των ηρώων μιας τέχνης



ΕΝΑΣ αιώνας και πλέον θεάτρου μέσα από τα πορτρέτα ηθοποιών, που είτε σαν λαμπρά αστέρια είτε σαν μετεωρίτες φώτισαν αυτό που ονομάζουμε «ελληνική σκηνή». Σε αυτή την πρωτότυπη ανθολογία, που επιμελήθηκε ο Θανάσης Νιάρχος, κάτοχος και ο ίδιος των μυστικών της μνήμης, ηθοποιοί ή άνθρωποι του θεάτρου φιλοτεχνούν τα πορτρέτα συναδέλφων τους. Έτσι τα πορτρέτα έχουν τη θέρμη του metier, υπόσχονται αυτό το «από μέσα», ώστε τα κείμενα να μοιάζουν μοναδικά και να λειτουργούν ως μαρτυρίες. Από τους παλιότερους ηθοποιούς ξέρουμε ίσως μόνο αυτούς που πέρασαν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο από τον κινηματογράφο. Η γενεαλογία είναι όμως υπαρκτή. Από τον παλιότερο που βιογραφείται στον τόμο, τον Διονύσιο Ταβουλάρη (γεννήθηκε το 1840), ως τη Λήδα Τασοπούλου (γεννήθηκε το 1953) το θέατρο δεν έχασε ποτέ τις σειρές του. Μια επιλογή.



Τζένη Καρέζη



Ήξερε την κωμωδία όσο καμιά. Δεν ακολούθησε μόνο τους παλιούς, δοκιμασμένους δρόμους, αλλά άνοιξε και δικούς της. Προσωπικούς. Δρόμους και νότες, ρυθμούς και μελωδίες, στον κώδικα της κωμωδίας που με τον καιρό ρίζωσαν στο θέατρο. Το βλέπω και γω ο ίδιος. Το ξέρω. Το ζω στην παράσταση και σκέφτομαι ότι, αν δεν είχα ακούσει την Τζένη στο θέατρο, δεν θα έλεγα με τον ίδιο τρόπο μια φράση επί σκηνής. Ξέρω, ακόμα, ότι πολλές φορές βγάζω χειροκροτήματα που είναι δικά της, που τα χω κερδίσει από κείνη και που της ανήκουν. Και την ακούω ακόμα στη φωνή πολλών συναδέλφων, στον αντίλαλο ενός δικού της τονισμού. Έτσι δεν πεθαίνει ποτέ ένας ηθοποιός. Όχι γιατί υπάρχει ένα βιβλίο γι αυτόν, αλλά γιατί αυτός ο ηθοποιός είναι στη γλώσσα και στην κίνηση όλων μας στη σκηνή.



ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΦΑΣΟΥΛΗΣ



Έλλη Λαμπέτη



Από τον καιρό που εμφανίστηκε, μικρό κοριτσάκι, στη σκηνή ως την τελευταία της εμφάνιση, η Λαμπέτη ήταν το αγαπημένο «παιδί» του αθηναϊκού κοινού. Για να ακριβολογήσω, μάλιστα, θα έπρεπε να προσθέσω «μελαγχολικό παιδί». Ακριβώς αυτό ήταν το μυστικό της: ότι ξυπνά την τρυφερότητα, ένα αίσθημα προστασίας σε όσους τη βλέπουν.

Δεν νομίζω ότι ήταν «εύθραυστη» η Λαμπέτη, απ όσο τουλάχιστον τη γνώρισα. Εύθραυστες γυναίκες υπάρχουν πολλές και σ άλλους αρέσουν, σ άλλους δεν αρέσουν. Δεν θα ήταν όμως υπερβολή αν λέγαμε ότι η Λαμπέτη κινούσε αυτό το αίσθημα της τρυφερότητας και μαζί της έλξης σε όλους. Το «παιδικό» στοιχείο της ήταν βέβαια και το «εύθραυστο», αλλά δεν το εξαντλούμε χαρακτηρίζοντάς το έτσι μόνο. Ήταν πολύ πιο σύνθετο. Ήταν σαν ένας κύκλος γύρω της που την κρατούσε απομονωμένη, άγνωστη και εγκαταλελειμμένη, συγχρόνως, απροστάτευτη και άτρωτη μαζί. Είχε τραγικότητα και χάρη συγχρόνως. Φοβόσουν για λογαριασμό της και τη φοβόσουν, απ την άλλη μεριά, γι αυτό το κύμα της προστατευτικής διάθεσης που μπορούσε να σηκώσει μέσα σου, όπου πιθανόν να πνιγόσουν κι εσύ ο ίδιος κάποτε.



ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΑΚΑΛΟ



Σαπφώ Νοταρά



Όταν τη συνάντησα, εκείνο το καλοκαίρι του 1977, στο σπίτι ή μάλλον στην αυλή του Γιάννη Τσαρούχη, στο Μαρούσι, όπου άρχιζαν οι πρόβες των Τρωάδων, η Νοταρά ήταν ήδη μια ηλικιωμένη, ταλαιπωρημένη από τη ζωή γυναίκα. Έτσι έδειχνε, τουλάχιστον. Δεν το έβαζε όμως κάτω με τίποτα και για κανέναν. Έδειχνε ευτυχισμένη που έπαιζε τραγωδία και για τον ρόλο της κορυφαίας του Χορού, αλλά επίσης και για το ξανασμίξιμο με τον παλιό της έρωτα, όπως αλληλοπειράζονταν με τον Τσαρούχη, για το ποιος απ τους δυο έφταιγε για τη μη ολοκλήρωσή του και για τα παιδιά που θα μπορούσαν να είχαν αποκτήσει.

Κάποιες πολυκαιρισμένες φωτογραφίες έδειχναν ότι αυτό το κορίτσι, που είδε το φως της μέρας στο Ηράκλειο της Κρήτης, κάπου στα 1907, δεν είχε καμιά σχέση με τη μορφή που σμίλεψαν τα χρόνια, κύρτωσαν το κορμί, χαράκωσαν το πρόσωπο και τα χέρια. Όταν μάλιστα είδα κάποια χειρόγραφά της, έμεινα έκθαμβη με την πανέμορφη καλλιγραφία της, μου θύμισαν την εξίσου καλλιτεχνική γραφή του Γιάννη Ρίτσου.

Έκρυβε μέσα της πολλά μυστικά αυτή η γυναίκα, κουβαλούσε τεράστιο φορτίο, για το οποίο δεν μιλούσε ποτέ, δεν ανοιγόταν σε κανέναν. Όντως η Νοταρά παρέμεινε ένα άλυτο αίνιγμα για όλους. Κανείς δεν γνώριζε τίποτα για τη ζωή της, δεν δεχόταν άλλωστε ποτέ κανέναν στο σπίτι της. Κάποιες ανεπιβεβαίωτες φήμες μιλάνε για έναν μεγάλο έρωτα που σκοτώθηκε στον Εμφύλιο, ή ότι ένας βιομήχανος την ερωτεύθηκε σφόδρα, αλλά εκείνη τον απέρριψε.



ΕΥΑ ΚΟΤΑΜΑΝΙΔΟΥ



Κατίνα Παξινού



Γυναίκα απλή, αγαπούσε τα απλά μα και τα δύσκολα. Για να τα μαστορεύει, να τα εφευρίσκει. «Και παπούτσια μπορούσε να κατασκευάσει», όπως έλεγε, αν το βαζε στον νου της. Καταπιάστηκε να ζωγραφίσει κάποιες και πέτυχε απόλυτα. Αλλά το μαγείρεμα, το κέντημα και τα λουλούδια ήταν τα πάθη της, ύστερα από το ξόδεμα της σκηνής. Τα άνθη που καλλιεργούσε μόνη της, τώρα τυλίγουν την προτομή στης στο Α Νεκροταφείο. Γυναίκα πολύμορφη στο πνεύμα. Είχε βέβαια καλλιεργηθεί από μια μεγάλη μουσική παιδεία και είχε φιλολογική ενημέρωση, αλλά ήταν αυθόρμητη και γοργή στη σκέψη. Εννοούσε το κάθε τι, ό,τι πιο δύσκολο, τον Αισχύλο λ.χ., με άνεση σοβαρού μελετητή και γι αυτό, ίσως, η Κλυταιμνήστρα εξαγιάστηκε τότε μόνο όταν έπεσε στα χέρια της κι έγινε μεγανθρώπινο σύμβολο, και όχι στυγνή μέγαιρα. Ο αλάστορας ο παλιός έζησε μέσα της, όχι σαν άλλοθι, όχι σαν πρόσχημα δραματικό, μα σαν βουή του τραγικού χρόνου.

Η κατατριβή της με τα μικρά πρακτικά προβλήματα της ρουτίνας: «Τι θα φάμε; Πόσους θα καλέσουμε; Πριν ή μετά την παράσταση;», τι υπήρχε, φροντίδες και εντολές στην υπηρεσία για επάρκεια ειδών, και πολλά τέτοια. Οι κλωστές παραπέρα αραδιασμένες προσεκτικά για το κέντημα στη μνήμη του Λόρκα με σχέδιο από τις ζωγραφικές του. Τότε έπαιζε καθημερινά τον Ματωμένο γάμο και πριν τελειώσει η σειρά των πολλών, πράγματι, παραστάσεων, το είχε κιόλας έτοιμο, κεντώντας παντού, στο καμαρίνι, στο σπίτι, όπου να ταν, αφιερωμένο στη ρήση του Ισπανού βάρδου για την έγνοια της τέχνης, για την καλλιτεχνική ιδιοφυΐα «Duente», όπως ονόμαζε το καλλιτεχνικό δαιμόνιο.



ΑΛΕΞΗΣ ΜΙΝΩΤΗΣ



Μαρίκα Κοτοπούλη



«Θα ανεβάσουμε μαζί ένα έργο στην Επίδαυρο». «Τη Μήδεια;» ρώτησα. «Ασ την αυτή τη ρουφιάνα που σκότωσε τα παιδιά της. Την Ηλέκτρα θ ανεβάσουμε μαζί», μου είπε. Λίγες μέρες μετά πέθανε. Ο θάνατος αυτός μου έδωσε ταραχή και μελαγχολία για πολλούς μήνες μετά. Την ημέρα της κηδείας της ζωγράφισα μια μεγάλη Ελευσινιώτισσα που την πήρε ο Ιόλας ως μνημείο για τη μνήμη της.

Η Κοτοπούλη ήταν ένας τύπος λαϊκός κι ας σύχναζε στο παλάτι. Η αντίληψή της για το παλάτι ήταν ιερή. Δεν ήθελε να συζητήσει την παράδοση του θεσμού, δεν μπορούσε ν αρνηθεί την αξία ενός θεσμού που σέβονταν πολλά σημαντικά κράτη. Ήταν παραδεκτή απ όλους για την τέχνη της και τη βαθύτητά της. Άσχετο αν δήλωνε βασιλικιά. Έκανε παρέα μ όλον τον κόσμο, ασχέτως κομμάτων. Όταν ο ηθοποιός Γιώργος Παππάς αναζητήθηκε σε κείνη από τους χίτες, η Κοτοπούλη είπε: «Δεν ξέρω πού κρύβεται, αλλά κι αν ήξερα δεν θα σας έλεγα. Δεν θα καταδιώξω ποτέ καταδιωκόμενους». Τους αριστερούς ηθοποιούς πάντοτε τους προστάτεψε και βοήθησε, στα κυνηγητά τους από χίτες και Γερμανούς. Τηλεφωνούσε εδώ κι εκεί για να τους ελευθερώνει μετά τις συλλήψεις τους. «Είναι απαραίτητοι στο θέατρο», έλεγε. Έτσι καμουφλάριζε την ανθρωπιά της, με τη δικαιολογία του θεάτρου.



ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ



Δημήτρης Παπαμιχαήλ



Ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ παρέμεινε ως το τέλος το μεγαλύτερο ταλέντο της γενιάς του. Και δεν αναφέρομαι τόσο στη σφαίρα των φυσικών ή επίκτητων, των περισσότερο ή λιγότερο καλλιεργημένων δεξιοτήτων, όσο στο μέγα δώρο της αθωότητας ή, αλλιώς, της υπαρξιακής διαθεσιμότητας προς το παίγνιο της σκηνής. Γιατί αυτό δεν πρέπει να το ξεχνάμε: η εικόνα του Παπαμιχαήλ ως κινηματογραφικού αστέρος, με την οποία, διά την ανελέητων επαναληπτικών μεταδόσεων των ταινιών του, έχει εθιστεί να τον ταυτίζει το πανελλήνιο απλώς αδικεί τον απίστευτο υποκριτικό όγκο ενός μεγάλου θεατρίνου. Κι αυτή η αντίφαση δεν αφορά μόνο τον Παπαμιχαήλ αλλά όλη τη γενιά του: θεατροπαίδια άπαντες, έγιναν, όσοι έγιναν, μαζικώς γνωστοί και αναγνωρίσιμοι, χάρη στη θνησιγενή ντόπια κινηματογραφική βιομηχανία, πλην όμως με το μικρότερο μέρος αυτού που εν δυνάμει κουβαλούσαν. Αυτό, το μικρότερο κομμάτι εννοώ, φρόντισε να διαδώσει σαδιστικά και στις νεότερες γενιές η ελεύθερη και πλουραλιστική μας τηλοψία, οπότε πώς να μιλήσεις για ένα μυστήριο-Παπαμιχαήλ ή για ένα αίνιγμα-Καρέζη;

Παρ όλ αυτά, και επειδή τα παραδείγματα αφορούν καλλιτέχνες με τους οποίους είχα την τύχη να συνεργαστώ προσωπικά, μπορώ να βεβαιώσω ότι ο καημός του θεάτρου (που, ως λειτουργία, συνδέεται πάντα και με το αίνιγμα και με το μυστήριο και με το θαύμα) στοίχειωνε μέχρι τέλους την ψυχή αυτών των ανθρώπων, που πέρασαν στην κοινή συνείδηση σαν «είδωλα» και «μεγάλα ονόματα».

Κρατώ από τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ τη μνήμη του Πούντιλα και τον ιδρώτα του στη δέκατη επανάληψη της εισόδου του Σερ στην πρόβα του Αμπιγιέρ. Κρατώ τις διαλείψεις της μνήμης του. Τον τρόμο του κενού. Το κουράγιο της επόμενης βουτιάς. Κρατώ, τέλος, τις φιάλες του νερού «Περιέ», αραδιασμένες στην κουίντα, σαν οχυρωματική γραμμή προορισμένη να κρατήσει μακριά τον εχθρό...



ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΒΑΣΙΛΕΙΟΥ


Το ΒΗΜΑ, 12/11/2006

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!