Ζαχαριάδης, Νίκος

Ο Νίκος Ζαχαριάδης (ή προπολεμικά Κούτβης) (Αδριανούπολη, Οθωμανική Αυτοκρατορία, 27 Απριλίου 1903 - Σουργκούτ Χαντιμανσίας, Σοβιετική Ένωση, 1 Αυγούστου 1973) υπήρξε ιστορικός ηγέτης του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος, γενικός γραμματέας του ΚΚΕ και μέλος της Εκτελεστικής Γραμματείας της Κομμουνιστικής Διεθνούς.[2] Ως καθοδηγητής του ΚΚΕ κατά την περίοδο της κυριαρχίας του Ιωσήφ Στάλιν στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, αλλά και λόγω των πολιτικών χειρισμών που ακολούθησε, αποτελεί μια από τις πιο αμφιλεγόμενες μορφές της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας.
Γεννήθηκε στις 27 Απριλίου του 1903 στην Αδριανούπολη της Ανατολικής Θράκης, γιος του Παναγιώτη Ζαχαριάδη με καταγωγή από Ρούμελη και της Ερατούς Πρωτόπαπα από τα Άδανα. Ο πατέρας του εργαζόταν υπάλληλος - πραγματογνώμονας - στο γαλλικό Μονοπώλιο Καπνού (Ρεζί) στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, κι έτσι αναγκαζόταν να μετακομίζει σε πολλές πόλεις της Αυτοκρατορίας με την οικογένειά του. Αρχικά Δημοτικό πήγε στα Σκόπια και το τέλειωσε στο επτατάξιο της Νικομήδειας, ενώ αποφοίτησε από το Γυμνάσιο της Αδριανούπολης. Από τα 15 του χρόνια αναγκάστηκε να δουλέψει στη Ρεζί στη Νικομήδεια και το 1919 ξεκίνησε εργασία στο λιμάνι της Κωνσταντινούπολης αρχικά ως λιμενεργάτης φορτοεκφορτωτής και στη συνέχεια ως πλήρωμα σε ρυμουλκά. Εκεί ήρθε σε επαφή με τους αναρχοσυνδικαλιστικούς κύκλους της Πανεργατικής που ιδεολογικά επηρεαζόταν από την οργάνωση Industrial Workers of the World (IWW). Την περίοδο εκείνη, 1919 - 1921, έκανε ταξίδια στη μετεπαναστατική Ρωσία όπου και εντάχθηκε στη σοσιαλιστική Διεθνή Πανεργατική Ένωση, που αποτελούνταν κυρίως από Έλληνες.
Το 1921, έγινε μέλος της Ομοσπονδίας Κομμουνιστικών Νεολαιών της Σοβιετικής Ένωσης, ενώ ένα χρόνο μετά, το 1922, έγινε μέλος και του Κόμματος των Μπολσεβίκων. Το 1923 ευρισκόμενος και πάλι στη Ρωσία, σπούδασε στο νεοϊδρυθέν τότε "KUTV", το Κομμουνιστικό Πανεπιστήμιο Εργαζομένων της Ανατολής.
Το 1924, κατά τους διωγμούς του ελληνικού στοιχείου στην Τουρκία, η οικογένεια Ζαχαριάδη εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα, περίοδο που η χώρα βρισκόταν ήδη σε έντονη πολιτική, οικονομική και κοινωνική κρίση. Ο Νίκος Ζαχαριάδης ήρθε μυστικά στην Ελλάδα το καλοκαίρι του 1924 και ανέλαβε καθοδηγητική δουλειά στην Ομοσπονδία Κομμουνιστικών Νεολαιών Ελλάδας, την ΟΚΝΕ στην Αθήνα, όπου σύντομα έγινε γραμματέας της. Τον Σεπτέμβριο του 1924 μετέβη στη Θεσσαλονίκη για την εκεί οργάνωση. Στη δικτατορία του Παγκάλου παρέμεινε στη Θεσσαλονίκη συμμετέχοντας στην εκεί κομματική οργάνωση, ενώ για ένα διάστημα ήταν γραμματέας και της Περιφερειακής οργάνωσης Θεσσαλίας.
Τον Μάιο του 1926 με εντολή της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ ανέλαβε γενικός γραμματέας της κομματικής οργάνωσης του Πειραιά και τον επόμενο χρόνο στη κομματική οργάνωση Βόλου. Σε όλο αυτό το διάστημα (1924 - 1929) ο Νίκος Ζαχαριάδης συνελήφθη πέντε φορές δραπετεύοντας ισάριθμα. Το 1929 μάλιστα δραπέτευσε με τη βοήθεια του Θανάση Κλάρα (μετέπειτα Άρη Βελουχιώτη), όντας προφυλακισμένος ως ύποπτος για τη δολοφονία του αρχειομαρξιστή Γεωργοπαπαδάτου. Όταν η κυβέρνηση Ε. Βενιζέλου έθεσε σε ισχύ τον ιδιώνυμο νόμο (N. 4229), το 1929, ο Ν. Ζαχαριάδης ήταν ο πλέον καταζητούμενος Έλληνας κομμουνιστής.
Έτσι το 1929, η ηγεσία του ΚΚΕ αποφάσισε να στείλει τον Ζαχαριάδη στη Σοβιετική Ένωση, αφενός για να χαθούν τα ίχνη του και αφετέρου για σπουδές στην Ανώτατη Κομματική Σχολή της Μόσχας.
Από τη Μόσχα επέστρεψε το 1931, την περίοδο που είχε ξεσπάσει η λεγόμενη «φραξιονιστική πάλη χωρίς αρχές», όταν μετά από Έκκληση της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κομμουνιστικής Διεθνούς (ΚΔ), που δημοσιεύτηκε στο "Ριζοσπάστη" στις 2 και 3 Νοεμβρίου 1931 διορίστηκε νέα ηγεσία, και ο ίδιος ανέλαβε την καθοδήγηση του ΚΚΕ. Τον Ιανουάριο του 1934, κατά την 6η Ολομέλεια του Κόμματος εξελέγη Γενικός Γραμματέας του ΚΚΕ (αρχηγός), ενώ η θέση του Γραμματέα της Κεντρικής Επιτροπής υποβαθμίστηκε και την ανέλαβε ο Βασίλης Νεφελούδης . Έτσι η νέα ηγεσία υπό τον Ζαχαριάδη κατάφερε να επιβληθεί χωρίς ιδιαίτερες αμφισβητήσεις χάρη στη στήριξη της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Παράλληλα όμως, την περίοδο 1931-1936 επιτεύχθηκε σημαντική ανάπτυξη του ΚΚΕ στην αναδιοργάνωση και τη μαζικοποίησή του, σε μια περίοδο ανάπτυξης εργατικών και άλλων κοινωνικών αγώνων. Στις εκλογές του 1932 το ΚΚΕ εξέλεξε 10 βουλευτές, ενώ στις εκλογές του 1936 15 βουλευτές. Όμως στις εκλογές του 1936 ο Ζαχαριάδης αν και ήταν υποψήφιος στον Πειραιά με το Παλλαϊκό Μέτωπο, δεν κατάφερε να εκλεγεί βουλευτής.
Ο Ζαχαριάδης διαμόρφωσε πρωτότυπα στοιχεία σε ζητήματα όπως η νεολαία, η γυναίκα και οι αγρότες. Παρόλο που στηρίχτηκε στην Κ.Δ η ηγεσία του είχε δυναμική και ανεξαρτησία. Εισήγαγε στοιχεία όπως η συμμαχία αγροτιστών και ΚΚΕ όπου μεταξύ άλλων θα διαλύοταν οι κομματικές οργανώσεις του ΚΚΕ στην επαρχία και η ένταξη τους στο ενιαίο αγροτικό κόμμα, ακύρωσε τη θέση για ανεξάρτητη Μακεδονία-Θράκη, ενώ το ΚΚΕ άρχισε να βλέπει την σοσιαλιστική επανάσταση ως περαιτέρω εξέλιξη της αστικής επανάστασης θέση για την οποία επικρίθηκε από πρώην στελέχη. Σε σύγκριση με την περίοδο 1927-1931 η εσωκομματική δημοκρατία ήταν σχετικά καλύτερη αν και μεταγενέστερα επικρίθηκε και για αυτό το θέμα, καθώς και οι διαγραφές εσωκομματικών αντιπάλων στις οποίες προχώρησε δεν ήταν ακραίες. Το ΚΚΕ μαζί με το Αγροτικό Κόμμα του Απόστολου Βογιατζή δημιούργησαν το Παλλαϊκό Μέτωπο το οποίο ήρθε και σε συμφωνία με τον αρχηγό των Φιλελευθέρων Θεμιστοκλή Σοφούλη.
Το Σεπτέμβριο του 1936, ένα μήνα μετά την εγκαθίδρυση της δικτατορίας του Μεταξά, συνελήφθη -μετά από προδοσία- και φυλακίστηκε σε απομόνωση, στις φυλακές Κέρκυρας, στην Ακτίνα Θ΄. Από την Κέρκυρα προσπάθησε να καθοδηγεί το ΚΚΕ σε συνθήκες δύσκολες όπως για παράδειγμα ο θάνατος από βασανιστήρια του γραμματέα της ΟΚΝΕ Χρήστου Μαλτέζου. Ο Ζαχαριάδης έβαλε το μέλος του Π.Γ του ΚΚΕ Γιάννη Μιχαηλίδη (αργότερα φαίνεται ότι όντως συνεργάστηκε με τις αστυνομικές αρχές) το 1939 να κάνει ψευδή δήλωση μετανοίας ώστε να ελευθερωθεί και να ξεκαθαρίσει την κατάσταση μέσα στο κόμμα καθώς στελέχη του είχαν γίνει όργανα της Ασφάλειας όπως ο Μιχάλης Τυρίμος.Στις αρχές του 1940 ο Ζαχαριάδης μεταφέρθηκε στα κρατητήρια της Γενικής Ασφάλειας Αθηνών και από εκεί στήριξε για ένα διάστημα την Προσωρινή Διοίκηση του ΚΚΕ, που όμως ήταν όργανο του Μανιαδάκη. Τρεις ημέρες μετά την εισβολή των Ιταλών, στις 31 Οκτωβρίου 1940, κρατούμενος στα κρατητήρια της Γενικής Ασφάλειας Αθηνών, δημοσίευσε τη γνωστή ανοικτή επιστολή προς τον ελληνικό λαό, με την οποία τον καλούσε να αντισταθεί τονίζοντας μεταξύ άλλων:
"Ο Λαός της Ελλάδας διεξάγει σήμερα έναν πόλεμο απελευθερωτικό ενάντια στο Φασισμό του Μουσολίνι [...] Στον πόλεμο αυτό, που τον διευθύνει η κυβέρνηση Μεταξά, όλοι μας πρέπει να δώσουμε όλες μας τις δυνάμεις, δίχως επιφύλαξη. [...] Όλοι στον αγώνα, ο καθένας στη θέση του και η νίκη θάναι νίκη της Ελλάδας και του λαού της."
Ακολούθησαν δυο ακόμη επιστολές, στις 26 Νοεμβρίου και 15 Ιανουαρίου του 1941, στις οποίες όμως χαρακτήριζε σε αυτή τη νέα φάση τον πόλεμο ως ιμπεριαλιστικό. Η μεταξική δικτατορία απέφυγε τη δημοσίευσή τους.
Στις 10-1-1941 η Κομμουνιστική Διεθνής απέστειλε επιστολή υποδείξεων όπου κατέκρινε την στήριξη του Ζαχαριάδη στην κυβέρνηση Μεταξά.
Με την εισβολή των Γερμανικών στρατευμάτων και την εκ μέρους τους ανάληψη της διοίκησης των φυλακών ο Ζαχαριάδης και εκατοντάδες πολιτικοί κρατούμενοι παραδόθηκαν στη Γκεστάπο στις 27 Απριλίου. Ο Ζαχαριάδης μεταφέρθηκε αρχικά στο Τατόι και από εκεί αεροπορικώς στη Θεσσαλονίκη, στο Βελιγράδι και τέλος στη Βιέννη στις φυλακές "Λέζελ". Έξι μήνες αργότερα, στις 30 Νοεμβρίου του 1941 μεταφέρθηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Νταχάου, όπου έμεινε κρατούμενος. Μετά από ιατρικές φροντίδες γύρισε στην Ελλάδα στις 29 Μάη του 1945. Η δράση του Ζαχαριάδη στο στρατόπεδο ήταν να έχει σχέσεις με τη κρυφή διοίκηση των κρατουμένων, καθώς και να δίνει συμβουλές σε άλλους κρατούμενους. Ο Ζαχαριάδης κατηγορήθηκε από τους πολιτικούς του αντιπάλους και για συνεργάτης των Γερμανών (κάπο) στο στρατόπεδο συγκέντρωσης, και μάλιστα ως αποδεικτικό στοιχείο υπήρχε πλαστογραφημένο γράμμα του συγκρατούμενού του Κοσμά Τζίφου.
Την Πρωτομαγιά του 1945 με έκτακτο παράρτημα ο Ριζοσπάστης πληροφορούσε τους αναγνώστες του ότι ο Ν. Ζαχαριάδης ήταν ζωντανός και επέστρεφε από το Νταχάου. Με την επιστροφή του ανέλαβε και πάλι την θέση του Γενικού Γραμματέα και την ηγεσία του ΚΚΕ από τον Γιώργο Σιάντο. Σύμφωνα με την απόφαση της 11ής Ολομέλειας της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ τον Απρίλιο του 1945, τη 13η μέρα που ανέλαβε ο Ζαχαριάδης την ηγεσία, στις 12 Ιουνίου, ο Ριζοσπάστης ανακοίνωσε την καταδίκη και απομόνωση του Άρη Βελουχιώτη σημειώνοντας σχετικά:
"Ο σ. Ζαχαριάδης μας ανακοίνωσε ότι η Κ.Ε. του ΚΚΕ αφού συζήτησε πάνω σε εκθέσεις που ήλθαν από διάφορες κομματικές οργανώσεις, αποφάσισε να καταγγείλει ανοιχτά την ύποπτη και τυχοδιωκτική δράση του Άρη Βελουχιώτη, ή Θανάση Κλάρα, ή Μιζέρια
Παράλληλα με την αποκήρυξη του Βελουχιώτη, έκανε δήλωση στις 31 Μαΐου ότι η συμφωνία της Βάρκιζας έπρεπε να εκτελεστεί κατά γράμμα καθώς μια βδομάδα αργότερα δήλωσε είμαι έτοιμος, για τη Δημοκρατία, να πολεμήσω σαν απλός στρατιώτης κάτω από τις διαταγές του στρατηγού Πλαστήρα. Ακόμα δήλωσε ότι σε περίπτωση που η δημοκρατική πλειοψηφία αποφάσιζε την ένοπλη κατάληψη της Βόρειας Ηπείρου το κόμμα παρά τις διαφωνίες του θα υποτάσσονταν ενώ παράλληλα διατύπωσε τη θεωρία των δύο πόλων η οποία εξομοίωνε τη Βρετανία με τη Σοβιετική Ένωση. Στις 12 Ιουνίου στη 12η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ αποφασίστηκε η δημοσιοποίηση της κομματικής διαγραφής του Βελουχιώτη.
Έκανε συνεχόμενες προτάσεις για πραγματοποίηση Δημοκρατικού Μετώπου με τα κόμματα του κέντρου, καθώς και υπαγωγής στην κυβέρνηση Σοφούλη, διέγραψε από το ΚΚΕ χιλιάδες μέλη που είχαν αγροτική καταγωγή ώστε να ενταχθούν στο Αγροτικό κόμμα παράλληλα διεγράφησαν και πολλοί άλλοι απογοητευμένοι από την πολιτική του κόμματος. Ο Ζαχαριάδης μιλούσε υποτιμητικά για τα καθυστερημένα στρώματα που εξέτρεφαν περιπτώσεις σαν τον Βελουχιώτη. Μετά τα γεγονότα της Καλαμάτας με τον Μαγγανά, στις 7 Μάρτιου 1946, ο Ζαχαριάδης πρότεινε στον Θεμιστοκλή Σοφούλη την κατανομή των 50% των βουλευτικών εδρών μεταξύ ΕΑΜ και το σχετικά μικρό κόμμα των Φιλελευθέρων που αυτός ηγείτο με κοινό ψηφοδέλτιο, καθώς και σε περίπτωση νίκης την πρωθυπουργοποίηση του Σοφούλη και εκλογή καθαρά υπουργικού συμβουλίου της αρεσκείας του με δέσμευση για στήριξη 4 ετών.
Το ΚΚΕ, μαζί με άλλα κόμματα του κέντρου, απείχε στις 31 Μαρτίου από τις εκλογές του 1946, ενώ συμμετείχε κανονικά στο δημοψήφισμα της 1 Σεπτεμβρίου για την επιστροφή του Βασιλιά, το οποίο θεωρήθηκε κατά τους επικριτές του νομιμοποίηση της ανώμαλης εσωτερικής κατάστασης της χώρας.[30] Επιπλέον με πρωτοβουλία του Ζαχαριάδη διοργανώθηκαν ιδιότυπα δημόσια debate με τροτσκιστικά κόμματα τον Οκτώβριο και Νοέμβριο του 1946.
Στις παραμονές των εκλογών ο Ζαχαριάδης πήγε στο εξωτερικό όπου άρχισε επαφές για τη διερεύνηση του ένοπλου αγώνα, με ενδιάμεσο σταθμό τη Θεσσαλονίκη, από όπου φαίνεται ότι έδωσε την εντολή για το χτύπημα στο Λιτόχωρο την μέρα των εκλογών, το οποίο ιστορικά θεωρείται ως η έναρξη του εμφυλίου. Στη Μόσχα, οι ηγέτες της ΕΣΣΔ του έκαναν κριτική για την αποχή στις εκλογές ενώ ο ηγέτης της Γιουγκοσλαβίας Τίτο ήταν ενθαρρυντικός για την δημιουργία ένοπλου κινήματος.
Σύμφωνα με τη μια πλευρά των ιστορικών η άκαμπτη λενινιστική προσωπικότητα του Νίκου Ζαχαριάδη ήθελε μόνο το αποτέλεσμα της κατάληψης της εξουσίας και της μετάβασης στο σοσιαλισμό(..) όλα τα άλλα ήταν ζήτημα τακτικής ενώ άλλη πλευρά των ιστορικών αναφέρει ότι ο Ζαχαριάδης και η γενική στρατηγική του ΚΚΕ προσπάθησε να συμβιβαστεί με τη δεδομένη πραγματικότητα.
Μετά την κηδεία του δολοφονημένου Γιάννη Ζεβγού, αναπληρωματικού μέλος του Π.Γ. του ΚΚΕ τον Μάρτιο του 1947 ο Ζαχαριάδης κατέφυγε μυστικά στη Γιουγκοσλαβία στις αρχές Απριλίου, από όπου συμμετείχε στη διεύθυνση του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ) κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου (1946-1949). Σε όλη την περίοδο του εμφυλίου, η ηγεσία του ΚΚΕ, πρότεινε πολλάκις ανακωχή. Στην 5η Ολομέλειας της ΚΕ του ΚΚΕ τον Ιανουάριο του 1949 αποφασίστηκε η αλλαγή του χαρακτήρα της επανάστασης σε σοσιαλιστική και η πλήρης εθνική αποκατάσταση των Σλαβομακεδόνων. Μετά την ήττα του ΔΣΕ τον Αύγουστο του 1949 υποχώρησε μαζί με τον στρατό στις σοσιαλιστικές χώρες.
Ο αρχηγός του ΔΣΕ, Μάρκος Βαφειάδης, το φθινόπωρο του 1948 απευθύνθηκε με δύο επιστολές προς το ΚΚΣΕ για να εκφράσει τη διαφωνία του με τη πολιτική του ΚΚΕ. Η πρώτη επιστολή είναι γνωστή ως η οπορτουνιστική πλατφόρμα του Μ.Βαφειάδη στην οποία γίνεται κριτική στην θεωρούμενη ανυπαρξία εσωκομματικής δημοκρατίας, στην καθυστέρηση του ένοπλου αγώνα, στην αποχή των εκλογών του 46, στην συμμετοχή στο δημοψήφισμα μετά από λίγους μήνες σε χειρότερες συνθήκες και όσον αφορά τη τύχη του ΔΣΕ ο Βαφειάδης ζητούσε τη διαμόρφωση στρατού με καθαρά παρτιζάνικη λογική. Η δεύτερη επιστολή είναι αδημοσίευτη, αλλά ο ίδιος ο Βαφειάδης αναφέρθηκε σε αυτή το 1950 και είπε ότι μεταξύ άλλων χαρακτήριζε τον Ζαχαριάδη ως πράκτορα του εχθρού μέσα στις γραμμές του ΚΚΕ, πεποίθηση που είχε ως το τέλος της ζωής του. Με απόφαση του Πολιτικού Γραφείου στις 15 Νοεμβρίου 1948 ο Βαφειάδης καθαιρέθηκε από την ηγεσία του ΔΣΕ την οποία και ανέλαβε ο ίδιος ο Ζαχαριάδης.
Μετά την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού, σε συνάντηση του Ζαχαριάδη με τον Στάλιν και άλλους κομμουνιστές ηγέτες οι κατηγορίες από το δεύτερο γράμμα ξαναναφέρθηκαν.
Αν και ο ΔΣΕ έπαυσε ουσιαστικά να υπάρχει στην Ελλάδα, ο Ζαχαριάδης επέμενε στην λεκτική άρνηση της ήττας και κρατούσε τους μαχητές του Δημοκρατικού στρατού στις σοσιαλιστικές χώρες με το "όπλο παρά πόδα" και σε στρατιωτική εκγρήγορση. Παρόλα αυτά η πολιτική του ΚΚΕ εντός της Ελλάδας ήταν η δημιουργία πολιτικών αριστερών μετώπων η οποία γινόταν σε πολύ δύσκολες συνθήκες.
Στην Αθήνα υπήρχαν δύο παράνομοι μηχανισμοί του ΚΚΕ, στον έναν ήταν υπεύθυνος ο παλαίμαχος κομμουνιστής Νίκος Πλουμπίδης, ενώ στο άλλο το στέλεχος της ΕΠΟΝ Σταύρος Κασσιμάτης και πραγματοποιούνταν συνεχώς συλλήψεις και εκτελέσεις των λίγων (περίπου 150 με 450) κομμουνιστών που δρούσαν ενεργά στην Αθήνα, όπως για παράδειγμα η σύλληψη του μέλους του Πολιτικού Γραφείου Στέργιου Αναστασιάδη και των βοηθών του. Ο υπεύθυνος των ασυρμάτων Νίκος Βαβούδης έστελνε αναφορές ότι υπήρχαν χαφιέδες στον παράνομο μηχανισμό. Λόγω φόβου, κακής συνεννόησης αλλά και διαφορετικού πολιτικού υποβάθρου διατυπώνονταν διαφορετικές πολιτικές από τους δυο μηχανισμούς, καθώς και υπήρχε αμοιβαία καχυποψία λόγω των συνεχιζόμενων συλλήψεων. Μετά την σύλληψη Μπελογιάννη ο δεύτερος μηχανισμός καθώς και ο Βαβούδης, διατυπώνανε υποψίες περί προδοσίας του Πλουμπίδη, ενώ και η Έλλη Παππά είχε διατυπώσει ερωτηματικά για τη δράση του αν και τον υπερασπιζόταν. Τελικώς ο Πλουμπίδης καταγγέλθηκε ως χαφιές και ενώ εκτελέστηκε, διατυπώθηκε ότι έφυγε στο εξωτερικό με τα αργύρια της προδοσίας. Η χαφιεδολογία του Πλουμπίδη έχει αναφερθεί ότι έγινε για προσωπικούς και πολιτικούς λόγους καθώς ο Πλουμπίδης ήταν αντίθετος με τη συμμετοχή του ΚΚΕ στον πόλεμο του 1940 και είχε καταγγείλει το πρώτο γράμμα του Ζαχαριάδη ως πλαστό, αντίθετος με την υποχωρητικότητα του ΚΚΕ προς τους Βρετανούς την περίοδο της Κατοχής με την συμφωνία της Καζέρτας, αντίθετος με την μη γενίκευση των μαχών στα Δεκεμβριανά σε όλη την Ελλάδα, ενώ δεν συμφώνησε με την αποχή του 1946 και την ολίσθηση στον Εμφύλιο, παράλληλα με την επιστροφή του Ζαχαριάδη από το Νταχάου είχε ζητήσει να αναφέρει τα πεπραγμένα του στις Γερμανικές φυλακές ενώ ο Ζαχαριάδης κατηγορήθηκε από στελέχη της Αριστεράς ότι για εσωκομματικούς λόγους χρειαζόταν να αναδείξει έναν μάρτυρα και ένα προδότη.
Αν και οι επικρίσεις εναντίον της ηγεσίας του Ζαχαριάδη είχαν ξεκινήσει αρκετά πιο πριν, μετά την ήττα εντάθηκαν και ο Ζαχαριάδης επικρίθηκε από στελέχη του ΚΚΕ για τη τακτική που ακολούθησε. Ο Ζαχαριάδης δικαιολόγησε την ήττα του ΔΣΕ βάση του "πισώπλατου μαχαιρώματος" του Τίτο και δικαιολόγησε τις επιλογές του ενώ ανώτατα στελέχη του ΚΚΕ όπως ο Κώστας Καραγιώργης, Μήτσος Παρτσαλίδης απευθύνονταν με επιστολές στο ΚΚΣΕ και έδειξαν ως υπεύθυνο της ήττας τον Ζαχαριάδη, ανάλογη κριτική γινόταν και από άλλα στελέχη εντός του ΚΚΕ και η οποία κατέληξε σε διαγραφές αυτών των στελεχών.
Το 1956, ως αποτέλεσμα και της αποσταλινοποίησης στην ΕΣΣΔ και μετά από παρέμβαση του ΚΚΣΕ και άλλων κομμουνιστικών και εργατικών κομμάτων της ανατολικής Ευρώπης στην 6η Πλατιά Ολομέλεια της ΚΕ και της ΚΕΕ του ΚΚΕ, καθαιρέθηκε από την ηγεσία του ΚΚΕ ως «σεχταριστής».
Η 7η Πλατιά Ολομέλεια καθαίρεσε από μέλος του ΚΚΕ τον Ζαχαριάδη ως αντικομματικό, φραξιονιστικό, αντιδιεθνιστικό, εχθρικό στοιχείο. Ενώ έγινε μνεία στην υπόθεση Γουσόπουλου ένα στέλεχος του ΚΚΕ, που πήγε στην Ελλάδα, πιάστηκε και έσπασε από την ασφάλεια, αλλά στην επιστροφή του στην ΕΣΣΔ το ανάφερε στον Ζαχαριάδη και αυτός του πρότεινε να παίξει το ρόλο του διπλού πράκτορα. Παράλληλα έγινε κριτική για τις εκτελέσεις μαχητών στο Μπούλκες, καθώς και για ανάλογα γεγονότα στην 7η Μεραρχία του ΔΣΕ. Πολιτικά του χρέωνε ότι δικαιώνε την επέμβαση των Άγγλων στην Ελλάδα το 1945, ενώ ότι με την αποχή οδηγούνταν η χώρα στον εμφύλιο. Επιπλέον του χρέωσε σοβινισμό για το θέμα της Βόρειας Αλβανίας, καθώς και την απομόνωση του ΚΚΕ για το σύνθημα του κρατικού αποχωρισμού των Σλαβομακεδόνων. Τέλος του χρέωνε εσωκομματικό ανώμαλο καθεστώς.
Εξορίστηκε αρχικά στο Μποροβίτσι, της ΕΣΣΔ, κοντά στο Νόβγκοροντ όπου μέχρι το 1962 εργάστηκε σε δασική επιχείρηση, συνεχίζοντας την πολιτική του δραστηριότητα και τις επαφές με τα διαγραμμένα μέλη του ΚΚΕ. Τότε ζήτησε από την Ελληνική Πρεσβεία στη Μόσχα να γυρίσει στην Ελλάδα για να αναλάβει την ευθύνη της πολιτικής του ΚΚΕ κατά τον εμφύλιο πόλεμο,[54] αλλά εκτοπίστηκε στο Σουργκούτ της Σιβηρίας.
Στο Σουργκούτ ο Ζαχαριάδης, ζώντας με το ψευδώνυμο Νικολάι Νικολάγιεβιτς Νικολάγιεφ, προέβη σε 3 απεργίες πείνας ζητώντας την αποκατάσταση της φήμης του και την απελευθέρωσή του. Ο Ζαχαριάδης στην εξορία έγραψε γράμματα ενάντια στον Μάο. Τα γράμματα αυτά από μερικούς οπαδούς του Μάο και του Ζαχαριάδη θεωρήθηκαν πλαστά αν και στο τέλος οδήγησαν σε διάσπαση των εναπομεινάντων οπαδών του. Ως διαμαρτυρία στις συνθήκες εξορίας του, ο Ζαχαριάδης και έχοντας ταλαιπωρηθεί από αλλεπάλληλες απεργίες πείνας, απείλησε ότι αν δεν αλλάξουν τα περιοριστικά μέτρα εναντίον του (εξορία, μη ελεύθερη διακίνηση, αναχώρηση από την ΕΣΣΔ) θα αυτοκτονούσε, όπως και τελικά έπραξε.
Σήμερα, ύστερα απόλα αφτά, δηλώνω ότι αν δεν αρθούν ΟΛΑ τα μέτρα περιορισμού, εξορίας, στέρησης ελευθερίας μετακίνησης και αναχώρησης απ τή Σοβ. Ένωση κτλ. κτλ. που εφαρμόζονται ενάντιά μου, τότε την 1η Αυγούστου 1973, σαν έκφραση έσχατης ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΙΑΣ, θ’ αφτοκτονήσω. Αν υπάρξει απάντησή σας να μου μεταβιβαστεί μονάχα με το γιο μου Σηφάκο (Αλέξη).
Την 1η Αυγούστου του 1973 ανακοινώθηκε από την ΚΕ του ΚΚΕ ότι ο Ζαχαριάδης πέθανε από καρδιολογικά αίτια. Το 1989 ανακοινώθηκε νέα εκδοχή θανάτου του: η αυτοκτονία, η οποία αμφισβητήθηκε και αμφισβητείται από ορισμένους οπαδούς του Ζαχαριάδη. Η σορός του Νίκου Ζαχαριάδη μεταφέρθηκε στην Ελλάδα το 1991, με πρωτοβουλία της ΚΕ του ΚΚΕ.
Ήταν παντρεμένος δυο φορές, και είχε τρια παιδιά. Είχε παντρευτεί την Μανιά Νοβάκοβα, Τσέχα κομμουνίστρια με την οποία απέκτησε δυο παιδιά τον Κύρο και την Όλγα. Στην διάρκεια του εμφυλίου παντρεύτηκε σε τελετή με ιερέα του ΔΣΕ, την Ρούλα Κουκούλου μέλος του ΚΚΕ με την οποία απέκτησε τον Ιωσήφ (Σήφη).
Με την Πανελλαδική Συνδιάσκεψη του ΚΚΕ που έγινε τον Ιούλιο του 2011 με θέμα την ιστορία του Κόμματος για την περίοδο 1949-1968 ο ιστορικός γραμματέας του ΚΚΕ αποκαταστάθηκε και επίσημα. Εκδήλωση για την παρουσίαση της Απόφασης της Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης του ΚΚΕ (16 Ιουλίου 2011) και για την αποκατάσταση του Νίκου Ζαχαριάδη πραγματοποιήθηκε την Κυριακή 2 Οκτωβρίου 2011, στις 11:30 το πρωί στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών. Η κομματική αποκατάσταση του ιστορικού ηγέτη του ΚΚΕ έγινε 54 χρόνια μετά την διαγραφή του, με απόφαση της κεντρικής επιτροπής. Η απόφαση αυτή αναιρεί τις προηγούμενες αποφάσεις του κόμματος που τον διέγραψαν με τους χαρακτηρισμούς «πράκτορας του ταξικού εχθρού», «εχθρός του Κόμματος και του Λαού».