Στην εκταφή οι εραστές αναγνωρίζονται από τα δαχτυλίδια

131034
Συγγραφέας: Βέλτσος, Γιώργος
Εκδόσεις: Καστανιώτης
Σελίδες:46
Ημερομηνία Έκδοσης:01/10/2001
ISBN:9789600331172


Εξαντλημένο από τον Εκδοτικό Οίκο

Περιγραφή

ΚΡΙΤΙΚΗ



Υπάρχει μια στιγμή που ο ποιητής πρέπει να επινοήσει μιαν απάντηση στο εντελώς άχρηστο ερώτημα: Μα, τι σημαίνει αυτό το «γράφω» ποιήματα; Κάποιο πολιτιστικό ένστικτο ελπίζει πως θα χορτάσει με μιαν ακόμη αδέσποτη ψυχή, υποτάσσοντάς την στο νόμο του. Το ερώτημα αυτό, στην περίπτωσή μου, ανέλαβε να το απαντήσει η παρατήρηση του Ε. Χούσερλ, σύμφωνα με την οποία «Πριν γίνει ακόμη και το ελάχιστο βήμα προς τη συγκρότηση μιας πνευματικής παράδοσης, η δυνατότητά της ορθώνεται πασιφανής μπροστά στο υποκείμενο». Να λοιπόν που η δυνατότητα ενός ποιήματος είναι η ίδια η πηγή κάθε ποιήματος. Ονειρεύτηκα μια ποίηση που θα πηγαίνει προς τα πράγματα με τη διαυγαστική τακτική της φαινομενολογικής αναγωγής και μια ποίηση που θα αποτελεί αγωγή προθετικότητας. Αλλά η ίδια η ποίηση αποδεικνύεται αρκετά διεφθαρμένη από την υποκριτική αθωότητά της, ώστε να επιτρέψει στην αλήθεια να κλάψει ή να γελάσει την πλανητική μοναξιά της με στίχους. Οσο κι αν ο Μπασλάρ οριοθέτησε την αγωνιστικότητα της ποιητικής ψυχής σαν μια πορεία προς έναν πρωτογενή πυρήνα, ένα καθαρό ποιητικό θησαυρό ή κρύσταλλο - για να ενοχοποιήσουμε και τον Βαλερί - όσο κι αν ανάμεσα στον Λεβινάς και στον Ζαμπές δεν υψώνονται παρά μόνο τα πολιτικά όρια της πανεπιστημιακής αυλής, η ποίηση θέλει τις συμβάσεις της: εκείνα τα εντελώς περιττά συναισθηματικά σκέρτσα που θα επιτρέψουν στον αναγνώστη να κινηθεί με κάποια σχετική άνεση. 'H μήπως όχι;

Καιρό μετά, ανέλπιστα ή ακαριαία, βρήκα το φάντασμά μου στο τελευταίο ποίημα του Γιώργου Βέλτσου. Θυμήθηκα πως δε μου φτάνει να αναπαράγω με κυκλικές γλωσσικές κινήσεις μιαν εικόνα, αλλά πως βασανίζομαι να κατέβω μέχρι την πηγή της εντύπωσης, της πρόθεσης με την οποία αντικρίζω την εικόνα, της αλήθειας εν τέλει. Αόριστα πράγματα, θολά, αχανή. Ποιος θα μπορούσε να φτιάξει κάτι συγκεκριμένο όπως το ποίημα, με τόση πιεσμένη ασάφεια; Ή'Η μήπως όχι;

Ο Γιώργος Βέλτσος, από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες που ανέδειξαν οι μεταπολιτευτικοί χρόνοι, κάλυψε με το φιλοσοφικό, διδακτικό, δημοσιολογικό και λογοτεχνικό έργο του τρεις δεκαετίες μέχρι στιγμής. Ο φιλοσοφικός προσανατολισμός του χρωματίζεται έντονα από το δημιουργικό λόγο, που ακολουθώντας τις τύχες της κεντροευρωπαϊκής φαινομενολογικής παράδοσης ήρθε σε καταφανή σύγκρουση με την αγγλοσαξονική αναλυτική παράδοση. Σημεία αιχμής αυτής της σύγκρουσης υπήρξαν αφ' ενός η ανάγνωση του Χάιντεγκερ και του Χέγκελ από τους νεότερους Γάλλους φιλοσόφους, σε συνδυασμό με την άνοδο των ψυχαναλυτικών σπουδών, και αφ' ετέρου με τον εγκλωβισμό της αναλυτικής φιλοσοφίας στην επιστημολογία. Η φαινομενολογική παράδοση στράφηκε προς τη γλώσσα, τραβώντας σποραδικά το δρόμο ενός λογοτεχνικού εξπρεσιονισμού, με κύριο στόχο τη διακήρυξη της απόλυτης ελευθερίας του υποκειμένου. Οσο η ψυχανάλυση βεβαίωνε πως το υποκείμενο δεν είναι παρά μια φαντασιακή κατασκευή, τόσο αναπτύσσονταν στρατηγικές απόδρασης του υποκειμένου από το βαθμό μηδέν της υπόστασής του, μεταξύ των οποίων και η αποδόμηση. Η «παραναγνωστική» τακτική του Χ. Μπλουμ θα πρέπει να ειδωθεί υπό αυτό το πρίσμα. Μια κατασκευή προσπαθεί να ξεφύγει από την κατασκευή της αποικίζοντας φραστικά και νοηματικά κενά. Φυσικά τέτοιου είδους τακτικές δεν μπορεί να είναι ούτε οι πιο ομαλές ούτε οι πιο ευκολονόητες αλλά, όπως συμβαίνει πάντα, η ομαλή και σταθερά επιταχυνόμενη κίνηση είναι ζήτημα χρόνου.

Ζήτημα χρόνου υπήρξε και η ενασχόληση του Γιώργου Βέλτσου με την ποίηση. Οποιος παρατηρούσε τον τρόπο με τον οποίο χειριζόταν τις λέξεις στα κείμενά του, δεν θα μπορούσε να μην αναρωτηθεί γιατί δεν κάνει λογοτεχνία. Ασφαλώς εδώ η λογοτεχνία δεν θα πρέπει να εκληφθεί με εκείνη τη γενική εποπτεία περί καλού λόγου που λέει τα πάντα, λέγοντας τίποτε απολύτως. Τρεις επισημάνσεις μπορούν να βεβαιώσουν τα ως άνω. Πρώτα πρώτα, ο λόγος του Βέλτσου είχε μιαν έντονη θεατρικότητα. Το κείμενο εμφανιζόταν σαν ένα προσωπείο. Ο αναγνώστης, έστω και αν επρόκειτο για πολιτικό σχόλιο, θα έπρεπε να τοποθετηθεί στο κέντρο των λεγομένων και να νιώσει άνετα με το περιβάλλον. Αν δεν κατάφερνε να εγκλιματιστεί δεν είχε πολλές πιθανότητες να κατανοήσει το κείμενο. Γιατί στην προκειμένη περίπτωση κατανόηση σήμαινε συμμετοχή. Η χρήση της γλώσσας ήταν δραματική. Δεν μπορούμε να μη θυμηθούμε εδώ εκείνη την ημερολογιακή σημείωση του Ντεκάρτ, όπου παραλλήλιζε το έργο του φιλοσόφου με το έργο του ηθοποιού. Η δεύτερη παρατήρηση έχει να κάνει με την πραγματολογική αναφορά των κειμένων. Το πεδίο σχολιασμού δεν είναι ούτε οι θεσμοί ούτε ο υπερβατικός κόσμος των αρχών που συγκροτούν την ευρωπαϊκή σκέψη. Πρόκειται για έναν κόσμο υποκείμενο, μαγματικό, που στηρίζει θεσμούς και αρχές, εκδηλώνοντας παράλληλα μια δαιμονισμένη όρεξη να τα τινάξει όλα στον αέρα. Στο σημείο αυτό αναπτύσσεται η αποδομητική τακτική, η οποία αποδέχεται το τυπικό των θεσμών και των αρχών, για να αφήσει να τρέξει από τις τρύπες τους το αναιρετικό ζωτικό στοιχείο. Η αναφορά της γλώσσας του Βέλτσου είναι η ζωτικότητα. Τρίτον: η γλώσσα απορρέει από τη σωματικότητα. Το ίδιο το σώμα είναι μια γραφή, ένας κώδικας που παρέχει στον κώδικα της γλώσσας τις λογικές προϋποθέσεις συγκρότησης.

Δραματικότητα, ζωτικότητα, σωματικότητα! Τι άλλο χρειάζεται η ποίηση; Το τελευταίο ποίημα του Γιώργου Βέλτσου, ξεπερνώντας τη φυσιολογική διαστοχαστικότητα των παλαιότερων ποιημάτων, καταφέρνει να δημιουργήσει έναν οξύ λόγο, δραματικό, ζωτικό και σωματικό. Βέβαια ο θάνατος και ο έρωτας είναι το θέμα. Το σώμα μιλά και το υποκείμενο κραυγάζει το μαρτύριο του σκοταδιού, μέσα στο οποίο σέρνει τα δεσμά της σιωπής, προσπαθώντας να τρομάξει τη σιωπή των δεσμών. Ο δεσμός και η σιωπηλή επιφάνεια της βιομέριμνας οικοδομεί έναν κόσμο φαινομένων, που το ποίημα αναλαμβάνει να καταυγάσει, καθώς βυθίζεται σε μιαν εποχή φαινομενολογικής αγριότητας. Η αλήθεια δεν μπορεί να μην πονάει, όταν νομίζοντας πως σε απελευθερώνει σε φέρνει αντιμέτωπο με το αδιανόητο, το ακατανόητο, τον ίδιο το θάνατο. Να ένα κλειδί για τον αναγνώστη, που δεν θέλει μόνο να χαρεί ένα ιλιγγιώδες ποίημα με εικόνες που ξαφνιάζουν και ρυθμούς που αναπνέουν δυνατά. Πόσες φορές έχουμε δει στις βυζαντινές εικόνες τα πόδια του Εσταυρωμένου και πόσες έχουμε νιώσει μιαν ακαθόριστη θλίψη - σχεδόν συνταρακτική; Τι είναι αυτά τα πόδια, όχι εν γένει, αλλά για εμάς; Θα έπαυε η ταραχή της θλίψης αν ριχνόταν φως στην πηγή του συναισθήματός μας; Θα έπαυε, αλλά επειδή η θλίψη είναι η πρόθεση με την οποία πλησιάζουμε την εικόνα, αναπόφευκτα θα χρεωνόμαστε την αλήθεια της. Ας την ακούσουμε, μαζί με όλη τη διαδικασία αυτής της ποιητικής φαινομενολογικής αναγωγής:



«Δεν άξιζαν τα λόγια σου

δεν με βοήθησαν

Κανείς δεν άλλαξε με παραινέσεις

Με καρφιά, ναι

Πώς άλλαξε, ας πούμε, ο Χριστός

όταν του κάρφωσαν την πρώτη πρόκα;

Πώς θόλωσε το μάτι του

κι άρχισε τα ηλί και τα σαβαχθανί;

Πώς άλλαξε το φέρετρο στο χώμα

κι έμειναν δυο καδρόνια

φτενά σαν τα ποδάρια του Χριστού

στο τίμιο ξύλο;»

[σελ. 10]



Το χώμα είναι που μας αφορά, όταν κοιτάζουμε τα πόδια του Εσταυρωμένου, λοιπόν. Τέτοια ποίηση που σκέφτεται και αποκαλύπτει, εμένα τουλάχιστον με γοητεύει, κι ας είναι η αλήθεια της αφόρητη. Λέγοντας, ξεχνάμε το θάνατο.



ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΛΑΝΑΣ

ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 16/08/2002

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!