Γράμματα από το βουνό

136491
Συγγραφέας: Ρουσώ, Ζαν Ζακ
Εκδόσεις: Στάχυ
Σελίδες:446
Μεταφραστής:ΚΕΗ ΚΑΤΕΡΙΝΑ
Ημερομηνία Έκδοσης:01/01/2001
ISBN:9789608032767


Εξαντλημένο από τον Εκδοτικό Οίκο

Περιγραφή


Τα Γράμματα από το βουνό είδαν το φως της δημοσιότητας στα 1764 κυρίως ως κείμενα υπεράσπισης των δύο κορυφαίων έργων του φιλοσόφου, του Αιμίλιου και του Κοινωνικού Συμβολαίου, που είχαν ήδη προκαλέσει σωρεία αντιδράσεων στην καθεστηκυΐα τάξη της Ευρώπης του 18ου αιώνα. Χωρίς φόβο, αλλά με πάθος, ο Rousseau υπερασπίζεται τις απόψεις του στο θεολογικό ζήτημα και προβάλλει τις κοινωνικές και πολιτικές αντιλήψεις του απέναντι στην εκκλησιαστική και την κοσμική εξουσία του καιρού του, ιδίως απέναντι στους άρχοντες της αγαπημένης του Γενεύης που πρωτοστατούν στις καταγγελίες και στις διώξεις εναντίον του. Μέσα από τις σελίδες τους τα Γράμματα από το βουνό αναδεικνύουν τον Rousseau της εξορίας, που παλεύει με τον εαυτό του, μελαγχολεί, αποσύρεται, αλλά στο βάθος της ψυχής του παραμένει με το δικό του τρόπο ανυπότακτος.





ΚΡΙΤΙΚΗ



Τα «Γράμματα από το βουνό» του Ζαν Ζακ Ρουσό αποτελούν ένα από τα κατεξοχήν πολιτικά κείμενά του. Είναι πολιτικό έργο και όσον αφορά το περιεχόμενο και τα μηνύματα που εκπέμπει αλλά και σε σχέση με τις πολιτικές σκοπιμότητες που προκάλεσαν τη συγγραφή του. Εκδίδονται το Δεκέμβριο του 1764 και συνιστούν την απάντηση του συγγραφέα στις επιθέσεις που δέχτηκε για τη δημοσίευση των δύο πιο σημαντικών του έργων, του «Αιμίλιου» και του «Κοινωνικού Συμβολαίου». Η έκδοση αυτών των δύο έργων το 1762 προκάλεσε τη σφοδρή αντίδραση του Αρχιεπισκόπου του Παρισιού Christofe de Beaumont καθώς και του Επισκόπου και της Γερουσίας του καντονιού της Βέρνης. Τη μήνιν τους προκάλεσαν κυρίως οι θρησκειολογικές αναφορές του στο τέταρτο βιβλίο του «Αιμίλιου», στην «Ομολογία πίστεως του εφημέριου από τη Σαβοΐα». Παρ' ότι ο Ρουσό δεν αμφισβητούσε την ύπαρξη του Θεού, έκανε κάτι πολύ πιο επικίνδυνο για την Εκκλησία. Αμφισβητούσε την ανάγκη ύπαρξης των διαμεσολαβητών για την ένωση του ανθρώπου με το Θεό καθώς και τους τρόπους προσέγγισής του. Υποστήριζε ότι ο κάθε άνθρωπος πρέπει να αφεθεί αυτόνομα να προσεγγίσει το Θεό, μακριά από την πνευματική καθοδήγηση αυστηρών δογματικών αναφορών. Αυτό όμως προκάλεσε την αντίδραση όχι μόνο της Εκκλησίας αλλά και των πολιτικών εξουσιών. Ο «Αιμίλιος» καταδικάστηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο του Παρισιού και τη Γερουσία της Βέρνης. Εννέα ημέρες έπειτα από αυτή την καταδίκη, στις 18 Ιουνίου 1762, με εισήγηση του Εισαγγελέα της Γενεύης Tronchin, το Μικρό Συμβούλιο της πόλης καταδικάζει και τα δύο βιβλία στην πυρά και απαγορεύει στο συγγραφέα τους να τα υπερασπιστεί μπροστά του. Ο Ρουσό, μετά το Παρίσι, αναγκάζεται να εγκαταλείψει και το Yverdon και να εγκατασταθεί στη Neuchatel υπό την προστασία του βασιλιά της Πρωσίας Φρειδερίκου Β'. Αρχικά, ο Ρουσό, το 1763, απαντά με επιστολή του στον Επίσκοπο του Παρισιού Christofe de Beaumont αλλά το επόμενο έτος αναλαμβάνει ν' απαντήσει στο κατηγορητήριο του εισαγγελέα Tronchin, ο οποίος είχε δημοσιεύσει τα «Γράμματα από την εξοχή» με σκοπό να υπερασπίσει την απόφαση του Συμβουλίου και την άρνησή του να δεχτεί παραστάσεις πολιτών υπέρ του Ρουσό.



Παλινδρομίες και υποχωρήσεις



Τα «Γράμματα από το βουνό» αποτελούνται από εννέα επιστολές. Στις πέντε πρώτες, ο φιλόσοφος αναλαμβάνει να υπερασπιστεί τις θεολογικές του απόψεις. Στις υπόλοιπες τέσσερις, υπερασπίζεται τις πολιτειακές του θέσεις, όπως τις είχε συμπυκνώσει στο «Κοινωνικό Συμβόλαιο». Ο συγγραφέας τους ακολουθεί ένα παιχνίδι τακτικής, φαινομενικά ιδιαίτερα έξυπνο, το οποίο όμως οδηγεί σε σημαντικές παλινδρομίες και υποχωρήσεις από την «καθαρότητα» των απόψεών του. Ισως θα μπορούσε κάποιος να υποστηρίξει ότι αυτό μπορεί να είναι και θετικό, μια που απαλύνει κάποιες από τις απολυτότητες των προηγούμενων έργων του, οι οποίες οδήγησαν πολλούς ερμηνευτές του να τον κατατάξουν στους αρνητές της ελευθερίας.

Ο Αλέξανδρος Α. Χρύσης μάλιστα (από τις εκδόσεις «Κριτική» κυκλοφορεί το βιβλίο του «Εισαγωγή στην κοινωνική Φιλοσοφία του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού»), στην ιδιαίτερα διαφωτιστική και επιστημονικά τεκμηριωμένη εισαγωγή του, υποστηρίζει πως ο Ρουσό μετατοπίζεται από την προοπτική της λαϊκής αυτοθέσμισης σ' εκείνη της φιλελεύθερης διακυβέρνησης. Αυτή δε η μετατόπιση δεν είναι συγκυριακή και κίνηση σκοπιμότητας αλλά αποτελεί κίνηση στρατηγικού επαναπροσανατολισμού. Δεν θα συμφωνήσουμε, όμως, με την άποψη που θεωρεί ότι ο Ρουσό μετατοπίζεται από το δημοκρατικό ιδεώδες στο φιλελεύθερο, γιατί θεωρούμε ότι η φιλελεύθερη πλευρά αποτελεί συστατικό στοιχείο του δημοκρατικού ιδεώδους και όχι τον αντίθετο πόλο της. Η μετατόπιση αφορά το μετριασμό του απόλυτου χαρακτήρα της θέσης του για τη γενική βούληση ή αυτού που ο Ρουσό ονομάζει βούληση όλων. Αν η αρχή θεμελίωσης του κράτους είναι η σύμβαση μεταξύ των μελών του, αυτό συνεπάγεται τη δέσμευση του καθενός έναντι της γενικής βούλησης. Ετσι, στον Ρουσό, παρά τα περί αντιθέτου λεγόμενα, βασική αρχή δεν είναι τα φυσικά δικαιώματα αλλά «η βούληση όλων, η οποία συνιστά την τάξη, τον υπέρτατο κανόνα». Είναι πρόδηλο ότι με αυτό τον τρόπο τα δικαιώματα των μειοψηφιών παραμερίζονται από τη γενική βούληση. Μια τέτοια αντίληψη όμως υποσκάπτει εκ βάθρων τα θεμέλια της δημοκρατίας, ως μηχανισμού συναίρεσης της ελευθερίας με την ισότητα.



Επικίνδυνες διολισθήσεις



Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Ο φιλόσοφος, στις πέντε πρώτες επιστολές, μεταφέρει την αντιπαράθεση εντός της θεολογικής αντίληψης, επιδιώκοντας να δείξει ότι σκοπός του δεν είναι να την αμφισβητήσει αλλά να δείξει τα όριά της. Αυτό όμως που ξεκινά ως κίνηση τακτικής καταλήγει σε επικίνδυνες διολισθήσεις, οι οποίες ακυρώνουν τον αρχικά επιδιωκόμενο στόχο, που είναι η υποστήριξη του διαχωρισμού της πίστης από την εξουσία.

Στην πρώτη επιστολή του υποστηρίζει ότι το πεδίο της θρησκείας είναι τα δόγματα και η ηθική, αλλά, σε ό,τι αφορά τα ηθικά ζητήματα, η θρησκεία οφείλει να υπάγεται στην αρμοδιότητα της κυβερνητικής εξουσίας. Επιδίωξή του είναι να χαράξει μια σαφή διαχωριστική γραμμή μεταξύ των ηθικών ζητημάτων που άπτονται των αρμοδιοτήτων της λαϊκής κυριαρχίας και των δογματικο-θεολογικών για τα οποία αρμόδια είναι η Εκκλησία. Η τελευταία είναι απαραίτητη για το κράτος, αρκεί να μην υποκαθιστά τις λειτουργίες του. Ο Ρουσό προχωρά ένα βήμα παρακάτω, δηλώνοντας ότι αυτοί που μετατρέπουν το χριστιανισμό σε εθνική θρησκεία (βλέπε ελληνική ορθόδοξη εκκλησία), βλάπτουν την ανθρωπιστική του διάσταση, αφού η κρατικοποίησή του τον μετατρέπει σε όργανο των καταπιεστών. Ο χριστιανισμός, εντασσόμενος στο πολιτικό σύστημα, καθίσταται μεν πολύτιμος για την εξουσία, γίνεται όμως επιβλαβής για τους πολίτες.

Με αυτό το σκεπτικό, στη δεύτερη επιστολή δηλώνει ευθαρσώς και με σαφήνεια ότι «οι άρχοντες και οι βασιλιάδες δεν έχουν καμιά εξουσία πάνω στις ψυχές» των πολιτών, για τις προσβολές κατά της πίστης ο μόνος αρμόδιος είναι ο Θεός. Η πραγματική αξία της Μεταρρύθμισης έγκειται στην εκ μέρους της αναγνώριση της Βίβλου ως κανόνα της πίστης αλλά και στην απόρριψη οποιουδήποτε άλλου ερμηνευτή της εκτός της λογικής του κάθε ατόμου ξεχωριστά. Η μόνη ερμηνεία που δεν μπορεί να γίνει δεκτή είναι αυτή της μισαλλοδοξίας, που απορρίπτει την ελευθερία των υπόλοιπων ερμηνειών. Σύμφωνα με το φιλόσοφο, φορέας αυτής της μισαλλοδοξίας είναι η Καθολική Εκκλησία. Είναι εμφανής εδώ η προσπάθειά του να κολακεύσει τους προτεστάντες ιερείς της Γενεύης.

Εδώ όμως, ξεκινά ένα παιχνίδι τακτικών ελιγμών και διολισθήσεων, που οδηγεί στην ουσιαστική ακύρωση αυτών των αρχών. Στην Τέταρτη Επιστολή αναγνωρίζει ότι τα σφάλματα πίστης εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της Συνόδου των ιερέων. Ο μη σαφής όμως διαχωρισμός της θρησκευτικής από την κοσμική εξουσία -για τον Ρουσό η γενική βούληση είναι αρμόδια και για τα ζητήματα ηθικής- οδηγεί σε ένα περαιτέρω σκαλί τη διολίσθηση, αφού αναγνωρίζει ότι τελικός κριτής των ζητημάτων πίστης μπορεί να είναι και τα δικαστήρια (Πέμπτη Επιστολή). Ο Ρουσό με αυτό τον τρόπο, για λόγους τακτικής, αφού θέλει να ευμενίσει τους διώκτες του, ιερείς της συνόδου, αλλά και για λόγους αναγωγής των πάντων σε μία αρχή, αυτήν της γενικής βούλησης, αναιρεί τη θέση του για το διαχωρισμό της εκκλησιαστικής από την κρατική εξουσία. Γιατί αν τα θρησκευτικά ζητήματα, όπως προτείνει ο φιλόσοφος, ανατεθούν στη βούληση όλων, όπως αυτή εκφράζεται από την αρχή της πλειοψηφίας, αυτό όχι μόνο δεν θα μετρίαζε τον αυταρχισμό της κρατικής Εκκλησίας αλλά θα τον νομιμοποιούσε κιόλας.



Θαύματα και Φύση



Σε ένα άλλο σημείο, όμως, που αφορά την άρνηση ύπαρξης των θαυμάτων ως αποδείξεων ύπαρξης του Θεού, ο Ρουσό δεν κάνει καμία παραχώρηση. Η αφαίρεση των θαυμάτων από το Ευαγγέλιο θα έκανε τους φωτισμένους και ανυπόκριτους ανθρώπους να πιστέψουν σε αυτό. Αν κάποιος θεωρεί πως ο Θεός κάνει θαύματα, σημαίνει ότι αποδέχεται την ακύρωση των φυσικών νόμων, που ο ίδιος ο Θεός έχει θεμελιώσει. Αν πάλι τα θαύματα αποτελούν εξαίρεση των φυσικών νόμων, αυτό σημαίνει ότι όποιος υποστηρίζει κάτι τέτοιο πρέπει να είναι σε θέ::ση να αποδείξει ό::τι γνωρίζει όλους τους φυσικούς νόμους. Αυτό όμως που παλαιότερα αναγνωριζόταν ως θαύμα ή ως μαγεία, τώρα αναγνωρίζεται ως αποτέλεσμα της ανάπτυξης της Φυσικής και της Ιατρικής. Στο βαθμό που δεν γνωρίζουμε τα όρια της φύσης, δεν μπορούμε να γνωρίζουμε εάν ένα γεγονός είναι θαύμα ή όχι. Στο παράρτημα του βιβλίου δημοσιεύεται ένας λίβελος του Βολτέρου κατά του Ρουσό, όπου τον κατηγορεί ότι δεν πιστεύει στα θαύματα. Αυτό το κείμενο δημοσιεύτηκε το 1764 στη Γενεύη. Την ίδια χρονιά, στο Φιλοσοφικό Λεξικό που γράφτηκε κυρίως για το γαλλικό κοινό, ο Βολτέρος υποστηρίζει πως η αποδοχή των θαυμάτων συνιστά προσβολή του μεγαλείου του Θεού.

Η συμμετοχή των διαφωτιστών στην άμεση πολιτική σκηνή τούς οδηγεί πολλές φορές σε τέτοιες σχέσεις ανταγωνισμού (οι δύο φιλόσοφοι μάχονται για την πολιτική αναγνώρισή τους από τους πολίτες της Γενεύης), οι οποίες αλλοιώνουν όχι μόνο τον κριτικό τους λόγο αλλά και την αξιοπιστία τους.

Στις τέσσερις τελευταίες επιστολές, ο Ρουσό απογοητευμένος από την αδυναμία της Δημοκρατίας της Γενεύης -η οποία αποτελούσε και το πρότυπο του Κοινωνικού Συμβολαίου- να υπερασπιστεί έναν πολίτη που αγωνίστηκε γι' αυτήν, οδηγείται σε σημαντικές αναθεωρήσεις όσον αφορά τη δυνατότητα εφαρμογής του λαϊκο-κυριαρχικού προτύπου σε συνθήκες ανάπτυξης του πολιτισμού ή, με άλλα λόγια, της αστικής κοινωνίας. Αυτή η αδυναμία αντανακλάται στην ουσιαστική κυριαρχία της εκτελεστικής εξουσίας (κυβέρνηση) έναντι του θεωρητικά κυρίαρχου, που είναι η νομοθετική εξουσία (η γενική βούληση). Ο Ρουσό αντιλαμβάνεται ότι αυτό οφείλεται στο γεγονός πως η πολιτική δεν αποτελεί ένα αυτόνομο φαινόμενο αλλά ετεροπροσδιορίζεται από το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον. Συνεπώς, σε μια κοινωνία που ο λαός ενδιαφέρεται μόνο για τα άμεσα συμφέροντά του και εξουσιοδοτεί κάποιους να δρουν εξ ονόματός του, δημιουργείται ένα πολιτικό σώμα που δεν μπορεί να δίνει αναφορά για κάθε ενέργειά του. Δημιουργείται επίσης ένα κοινωνικό σώμα εμπόρων, τεχνιτών και αστών που ασχολούνται πάντα με τα ιδιαίτερα συμφέροντά τους, γι' αυτούς «η ίδια η ελευθερία δεν αποτελεί παρά ένα μέσο για να αποκτούν χωρίς εμπόδια και να κατέχουν με ασφάλεια». Τη συμμετοχή στην αυτοθέσμιση τη γέννησε η αεργία των αρχαίων Ελλήνων, αυτό όμως, αντίθετα απ' ό,τι υποστηριζόταν στο «Λόγο περί Ανισότητας» και στο «Κοινωνικό Συμβόλαιο», σε συνθήκες ανάπτυξης του πολιτισμού καθίσταται αδύνατο. Ο φιλόσοφος περιγράφει με πόνο ψυχής τη διαδικασία πολιτικής αλλοτρίωσης. Μια αλλοτρίωση που τον οδηγεί στο να προτιμά το φιλελεύθερο μοντέλο εξουσιών του Αγγλου βασιλιά από την υποτιθεμένη λαϊκή κυριαρχία του Γενικού Συμβουλίου της Γενεύης. Παράλληλα, ενστερνίζεται και τα φληναφήματα για το μεσαίο χώρο, ως εγγυητή της δημοκρατίας.

Ο Ρουσό δεν υπήρξε, κάθε άλλο, άμεσα εχθρός της ελευθερίας αλλά της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Η υποβάθμιση της τελευταίας όμως δεν μπορεί να μην έχει αντίκτυπο και στην υποβάθμιση της ελευθερίας. Γι' αυτό δεν υπάρχει μεγαλύτερη απόδειξη από το παράδειγμα του σοβιετικο-λενινιστικού παραδείγματος.

Κάτι τελευταίο. Οι διαφωτιστές κατηγορούνται για πτυχές απόψεων που συνδέονται με μισογυνικές θέσεις, αντισημιτικές κλίσεις, υπεραπλουστεύσεις κοινωνικών φαινομένων και πληθώρα προκαταλήψεων. Στα «Γράμματα» ο Ρουσό προσθέτει μια άλλη «προκατάληψη», αφού τονίζει ότι η άσκηση εξωτερικής πολιτικής δεν αρμόζει στο λαό. Αυτή η άποψη φαντάζει αντιλαϊκή και ανελεύθερη. Εάν όμως δούμε αυτή την άποψη υπό το πρίσμα των επιπτώσεων μιας μη κρατικά ελεγχόμενης εξωτερικής πολιτικής (βλέπε Ιμια), τότε ίσως αναθεωρήσουμε την αρχική εκτίμηση. Συμπέρασμα: Τίποτα δεν μπορεί να αναχθεί στο φαίνεσθαι, πολλώ δε μάλλον όταν γίνεται λόγος για διανοητές του βεληνεκούς του Ρουσό.



ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΙΑΚΑΝΤΑΡΗΣ

ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 20/02/2004

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!