Διασκέδαση μέχρι θανάτου

Ο δημόσιος λόγος στην εποχή του θεάματος
292927
Συγγραφέας: Πόστμαν, Νιλ
Εκδόσεις: Κατάρτι
Σελίδες:211
Μεταφραστής:ΡΟΥΓΚΟΥΝΗ ΦΩΤΕΙΝΗ - ΤΖΑΜΟΥΡΑΝΗ ΑΦΡΟΔΙΤΗ
Ημερομηνία Έκδοσης:01/03/2007
ISBN:9789606671050


Εξαντλημένο από τον Εκδοτικό Οίκο

Περιγραφή


Η εποχή όπου τα πάντα σχεδόν γίνονται μέσω της τεχνολογίας κρύβει κινδύνους για τον ανθρώπινο νου. Η πιθανότητα να γίνουν οι άνθρωποι παθητικοί, εγωιστές, κοινότυποι, ανίκανοι ν' αντιδράσουν στην όποια καταπίεση, να χάσουν την αυτονομία τους και την ιστορική τους μνήμη εξετάζεται σ' αυτό το βιβλίο.







ΚΡΙΤΙΚΗ




Σε μια χώρα όπου η τηλεόραση περνάει ακόμη την «εφηβική» της ηλικία, με όλες τις υστερίες και τις υπερβολές που συνεπάγεται αυτό, το βιβλίο του Νιλ Πόστμαν «Διασκέδαση μέχρι θανάτου, Ο δημόσιος λόγος στην εποχή του θεάματος» θα πρέπει να γίνει δεκτό ως μια στοιχειοθετημένη κριτική του ηλεκτρονικού αυτού μέσου. Ο Πόστμαν έχει αναδειχθεί εδώ και μία περίπου δεκαετία σε έναν από τους πιο σκληρούς αλλά και γλαφυρούς επικριτές των επιπτώσεων της τεχνολογίας και της τηλεόρασης στη ζωή μας. Ο καθηγητής του αμερικανικού New York University υποστηρίζει ότι η τηλεόραση δεν είναι πλέον ένας τρόπος, μια μέθοδος για να «βλέπεις» τα πράγματα καθώς έχει μεταμορφωθεί σε έναν τρόπο σκέψης για το τι συμβαίνει γύρω μας. Κατά τον Πόστμαν, όλη η κουλτούρα μας βασίζεται στον τρόπο, στη μέθοδο βάσει της οποίας συζητούμε και επικοινωνούμε μεταξύ μας. Η τηλεόραση ­ κατά Πόστμαν ­ έχει αλλάξει ριζικά τον δημόσιο διάλογο με την τεράστια έμφαση που δίνει στην εικόνα, στην οικονομία της εικόνας και στο ψυχαγωγικό κομμάτι της επικοινωνίας. Η τηλεόραση μεταδίδει εικόνες και πληροφορίες χωρίς κανένα πλαίσιο αναφοράς και χωρίς καμία απολύτως λογική συνέχεια. Η φράση «και τώρα ας αλλάξουμε θέμα» είναι, σύμφωνα με τον συγγραφέα, η πιο πειστική απόδειξη ότι οι πληροφορίες που μεταδίδει η τηλεόραση είναι εντελώς στερημένες ιδιαίτερου νοήματος για τον τηλεθεατή ο οποίος τις αντιμετωπίζει σαν ένα αστείο θέαμα χωρίς σημασία. Ο αμερικανός συγγραφέας του 19ου αιώνα Χένρι Θορό υποστήριζε κάτι ανάλογο όταν άρχισαν οι πρώτες τηλεγραφικές συνδέσεις ανάμεσα σε πόλεις της ανατολικής ακτής των ΗΠΑ: «Είναι πολύ καλό το γεγονός ότι συνδέθηκε το Βερμόντ με το Μέιν με τηλεγραφική γραμμή. Αν όμως το Βερμόντ δεν έχει τίποτε να πει στο Μέιν, ποιος ο λόγος να χρησιμοποιούν τον τηλέγραφο;»

Ο Πόστμαν υποστήριξε την ίδια θέση σε ένα μεταγενέστερο βιβλίο του με τον τίτλο «Τεχνόπολις». Εκεί διατυπώνει την άποψη ότι η πληροφοριακή έκρηξη που έχει σημειωθεί όχι μόνο είναι «άχρηστη» αλλά μπορεί να καταστεί και επικίνδυνη διότι καθιστά αδύνατη την υιοθέτηση ενός συγκροτημένου συστήματος αξιών και συμπεριφοράς από την κοινωνία. Ο τηλεθεατής βομβαρδίζεται με «ειδήσεις» και εικόνες χωρίς να ξέρει ποια είναι η πραγματική τους αξία ή τι κρύβεται πίσω από αυτές. Όσο για την πολυπόθητη «αξιοπιστία», ο συγγραφέας επισημαίνει ότι είναι αποτέλεσμα μιας καλοστημένης θεατρικής παραγωγής, έχει να κάνει πολύ περισσότερο με τη δραματουργική αριστοτεχνία των τηλεοπτικών παρουσιαστών παρά με μια πειστική παρουσίαση με βάση λογικά επιχειρήματα. Τώρα πάλι κάποιος θα μπορούσε να ισχυρισθεί ότι τα παραπάνω ίσχυαν και πριν από την εποχή της τηλεόρασης, όταν «άρτος και θεάματα» ασκούσαν τη δική τους γοητεία και η θρησκεία χρησιμοποιούσε δραματουργικά στοιχεία για να προσελκύσει πιστούς.

Ο Πόστμαν ισχυρίζεται παράλληλα ότι η τηλεόραση διαφθείρει τον δυτικό πολιτισμό διότι φθείρει τον γραπτό λόγο, τον καθιστά υποδεέστερο στη συνήθεια της έκφρασης με καταστρεπτικά αποτελέσματα για τις νεότερες γενιές. Το παλαιότερο ρητό του Μάρσαλ Μακλιούαν «το μέσο είναι τελικά το μήνυμα» διευρύνεται στα γραπτά του Πόστμαν και φθάνει στο σημείο να υποστηρίζει ότι τα ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης έχουν γίνει το πραγματικό «όπιο» των λαών. «Πιστεύω» γράφει «ότι έχουμε φθάσει σε μια κρίσιμη συσσώρευση, γιατί τα ηλεκτρονικά μέσα έχουν αλλάξει τον χαρακτήρα του συμβολικού μας περιβάλλοντος αποφασιστικά και αμετάκλητα».

Η κριτική του αποτελεί μία ακόμη εκδοχή και λογική συνέχεια της κριτικής που άσκησαν οσοι έζησαν σε περιόδους όπου ο πολιτισμός άλλαξε θεαματικά λόγω της εισαγωγής ενός νέου μέσου επικοινωνίας. Ο Πλάτωνας θεωρούσε ότι η εισαγωγή της γραφής θα έφερνε καταστρεπτικά αποτελέσματα γιατί θα «πάγωνε» τον λόγο, και στον «Φαίδρο» ανέπτυσσε το επιχείρημα ότι η γραφή θα έφερνε την παρακμή του πολιτισμού. Κάθε νέο μέσο, η τυπογραφία, η εισαγωγή των μηχανών, στη ζωή μας είχε τους επικριτές του.

Ο συγγραφέας δεν πιστεύει ότι υπάρχει «καλή τηλεόραση»· αντιθέτως, ισχυρίζεται ότι η τηλεόραση είναι ακόμη πιο επικίνδυνη όταν προσπαθεί να αποδείξει ότι είναι «σοβαρή». Και αυτό γιατί αναγκάζει σοβαρούς ανθρώπους και σοβαρά επιχειρήματα να επενδύονται με ένα ψυχαγωγικό περιτύλιγμα προκειμένου να προβληθούν στις τηλεοπτικές οθόνες. «Τα καλύτερα προϊόντα της τηλεόρασης είναι τα σκουπίδια της και κανένας δεν απειλείται πραγματικά από αυτά» γράφει· και συμπληρώνει: «Εξάλλου δεν αξιολογούμε έναν πολιτισμό από την παραγωγή των αυτονόητων προϊόντων του αλλά από εκείνα τα στοιχεία που προβάλλει ως σημαντικά. Εδώ ακριβώς βρίσκεται και το πρόβλημά μας, στο γεγονός ότι η ασημαντότητα ­και συνεπώς η επικινδυνότητα­ της τηλεόρασης θριαμβεύει όταν έχει υψηλές φιλοδοξίες, όταν παρουσιάζεται ως φορέας σημαντικών πολιτιστικών συζητήσεων». Πρόκειται για ένα σημείο στο οποίο ο Πόστμαν μπορεί να κατηγορηθεί για υπερβολική απόρριψη του μέσου μια και εμφανίζεται να αγνοεί το BBC ή το ARTE και να επικεντρώνεται στην αμερικανική τηλεοπτική εμπειρία.

Το εύλογο ερώτημα που προκύπτει είναι κατά πόσον θα μπορούσαμε ποτέ να επιστρέψουμε στην εποχή πριν από την τηλεόραση. Ο Πόστμαν παραδέχεται τη ματαιότητα του εγχειρήματος και αντιπροτείνει δύο «μέτρα»:



* Την κατάργηση της πολιτικής τηλεοπτικής διαφήμισης, η οποία αποτελεί ως φαινόμενο τη μεγαλύτερη επιστημολογική απειλή της τηλεόρασης για τη σύγχρονη κοινωνία. Ο συγγραφέας θεωρεί ότι από τη στιγμή που ο πολιτικός διάλογος προσαρμόζεται στους χρόνους και στον επιφανειακό χαρακτήρα της τηλεόρασης, είναι αναπόφευκτο οι πολιτικοί να μετατραπούν σε ηθοποιούς και οι δημοσιογράφοι σε κριτικούς θεατρικών παραστάσεων. (Δεν είναι ίσως τυχαίο ότι την εποχή που ο Πόστμαν έγραφε το βιβλίο, το 1985, ένας δευτεροκλασάτος ηθοποιός του Χόλιγουντ, ο Ρέιγκαν, ήταν Πρόεδρος των ΗΠΑ).



* Την πιο κριτική αντιμετώπιση του μέσου από τον τηλεθεατή. Ο Πόστμαν σε ένα από τα πλέον ενδιαφέροντα και «διασκεδαστικά» κομμάτια του βιβλίου του προτείνει προς στιγμήν και απορρίπτει αμέσως την ιδέα να παραχθούν τηλεοπτικά προγράμματα τα οποία θα διδάσκουν τον τηλεθεατή «πώς θα έπρεπε να βλέπει τηλεόραση». Στην επόμενη πρότασή του προβλέπει ότι τελικά η τηλεόραση ως μέσο θα γελάσει τελευταία (και καλύτερα) γιατί τα προγράμματα αυτά θα πρέπει να είναι διασκεδαστικά, του τύπου της τηλεόρασης, για να έχουν απήχηση. Ο Πόστμαν φοβάται την επανάληψη της εμπειρίας του Μπρεχτ, ο οποίος έγραφε έργα για να σοκάρει και να προκαλέσει αηδία στην καθεστηκυία τάξη και εκείνη τα υποδεχόταν με ενθουσιασμό και χειροκροτήματα επιβραβεύοντας τη δημιουργικότητά του.



Ως λύση απελπισίας καταφεύγει στο εκπαιδευτικό σύστημα, στο οποίο εργάστηκε αρχικά ως δημοδιδάσκαλος, και προτείνει τη διδασκαλία μεθόδων αντιμετώπισης της τηλεόρασης με κριτικό και αποστασιοποιημένο τρόπο. Το στυλ γραφής του Πόστμαν είναι ιδιαίτερα απολαυστικό. Αναρωτιέται μάλιστα κανείς αν αυτό αποτελεί απόδειξη ότι και ο γραπτός λόγος, προκειμένου να «πουλήσει» και να διαδοθεί, χρησιμοποιεί τα τεχνάσματα και τις «ψυχαγωγικές» μεθόδους για τα οποία κατηγορείται η τηλεόραση ως μέσο. Μήπως η σύγχρονη ποίηση και λογοτεχνία δεν χαρακτηρίζονται από αυτό ακριβώς το φαινόμενο;

Ο Πόστμαν θα μπορούσε επίσης να επικριθεί ως αφελής ή ρομαντικός, γιατί αποσυνδέει εντελώς την τηλεόραση και την επιστημολογία της από τις δομές του καπιταλιστικού συστήματος μέσα στις οποίες αναπτύχθηκε και άνθησε. Οι συνέργειες της διαφήμισης, των νέων τεχνολογιών και του εμπορικού συστήματος μοιάζουν να διαφεύγουν της προσοχής του. Αναρωτιέται κανείς πώς θα είχαν χειρισθεί το ίδιο θέμα παλαιότεροι ευρωπαίοι διανοούμενοι, όπως ο Χέρμπερτ Μαρκούζε.

Το βιβλίο του Πόστμαν αποτελεί παρ' όλα αυτά ένα εξαιρετικά γοητευτικό ανάγνωσμα. Αν μη τι άλλο, μπορεί να μην πείθει για την ολοκληρωτική απόρριψη της τηλεόρασης ως μέσου αλλά θέτει κρίσιμα ερωτήματα προς συζήτηση. Το βιβλίο τελειώνει άλλωστε με ένα αναπάντητο ερώτημα, δανεισμένο από τον «Θαυμαστό Καινούργιο Κόσμο» του Χ.Τ. Γουέλς: «Αυτό που βασάνιζε τον λαό δεν ήταν το γεγονός ότι γελούσαν αντί να σκέπτονται, αλλά ότι δεν ήξεραν γιατί γελούν και για ποιον λόγο έχουν σταματήσει να σκέπτονται».

ΑΛΕΞΗΣ ΠΑΠΑΧΕΛΑΣ, ΤΟ ΒΗΜΑ, 12-07-1998

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!