Οι κορυφές της ζωής

Βραβείο Πούλιτζερ 2019
Έκπτωση
30%
Τιμή Εκδότη: 19.90
13.93
Τιμή Πρωτοπορίας
+
513441
Συγγραφέας: Πάουερς, Ρίτσαρντ
Εκδόσεις: Διάπλαση
Σελίδες:696
Επιμελητής:ΠΑΝΟΥΣΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ - ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΥ ΑΓΑΠΗ
Μεταφραστής:ΠΟΛΙΤΗ ΒΑΣΙΛΙΚΗ
Ημερομηνία Έκδοσης:04/11/2019
ISBN:9789605671778
Διαθεσιμότητα στα βιβλιοπωλεία μας
Αθήνα:
Περιορισμένη διαθεσιμότητα
Θεσσαλονίκη:
Περιορισμένη διαθεσιμότητα
Πάτρα:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες

Περιγραφή

Ένας λοχίας στον πόλεμο του Βιετνάμ πέφτει από το φλεγόμενο μεταγωγικό του πάνω σ’ ένα πελώριο σύδεντρο και σώζεται. Ένας καλλιτέχνης κληρονομεί ένα πάκο φωτογραφίες που απεικονίζουν την ίδια αμερικανική καστανιά σε διάστημα εκατό χρόνων. Μια ξεσαλωμένη φοιτήτρια παθαίνει ηλεκτροπληξία και πεθαίνει, την επαναφέρουν όμως στη ζωή πλάσματα από αέρα και φως. Μια επιστήμονας με διαταραχές στην ακοή και την ομιλία ανακαλύπτει ότι τα δέντρα επικοινωνούν μεταξύ τους. Οι τέσσερίς τους, μαζί με άλλους πέντε αγνώστους –που ο καθένας τους έχει λάβει ένα διαφορετικό κάλεσμα από τα δέντρα– ενώνουν τις δυνάμεις τους σε μια τελευταία και απελπισμένη προσπάθεια να σώσουν τα εναπομείναντα στρέμματα παρθένου δάσους της χώρας.

Ένα σαρωτικό, παθιασμένο μυθιστόρημα ακτιβισμού και αντίστασης, που αποτελεί ταυτόχρονα μια δραματική επίκληση στον φυσικό κόσμο. Από τις ρίζες ως το φύλλωμα και πάλι πίσω στους σπόρους, οι Κορυφές της ζωής ξεδιπλώνονται σε ομόκεντρους δακτυλίους αλληλοδιαπλεκόμενων ιστοριών, από την προ εμφυλίου Νέα Υόρκη μέχρι τους Πολέμους της Ξυλείας στα τέλη του 20ού αιώνα, διερευνώντας την ουσιαστικότερη διαμάχη τούτου του πλανήτη: τη σύγκρουση μεταξύ ανθρώπινων και μη ανθρώπινων πλασμάτων. Ο πολιτικός ή οικολογικός ακτιβισμός γίνεται ένα φίλτρο μέσα από το οποίο καλούμαστε να θεωρήσουμε ότι τα πάντα αλληλοσυνδέονται: όχι μόνο οι ανθρώπινες ζωές που περιγράφει αριστοτεχνικά ο συγγραφέας, αλλά και η βιόσφαιρα, τόσο η εικονική όσο και η φυσική.


Ένα μυθιστόρημα εναλλάξ αισιόδοξο και μοιρολατρικό, ιδεαλιστικό αλλά ποτέ αφελές, που τιμήθηκε με το βραβείο Pulitzer λογοτεχνίας, ήταν υποψήφιο για βραβείο Booker και συμπεριλήφθηκε σε πολλές λίστες με τα καλύτερα βιβλία της χρονιάς (New York Times, Washington Post, Newsweek, NPR, Hudson Booksellers, New York Public Library
κ.ά.).

Διαβάστε ένα απόσπασμα:

[...] O ΗΛΙΟΣ ΛΑΜΠΕΙ στα Δυτικά Κασκέιντ καθώς η Μίµι και ο Ντάγκλας παρκάρουν στον γεµάτο αυτοκίνητα δρόµο της Δασικής Υπηρεσίας. Ανθρώπινα σώµατα περιφέρονται στο µικρό ξέφωτο. Αυτή δεν είναι πορεία διαµαρτυρίας. Είναι καρναβάλι. Η διευθύντρια κεραµικής χύτευσης ρωτάει τον τραυµατισµένο βετεράνο: «Μα ποιοι είναι όλοι αυτοί;»
Ο Ντάγκι βγαίνει από το αυτοκίνητο µ’ αυτό το ηλίθιο, ανέµελο, αισιόδοξο χαµόγελο που η Μίµι έχει αρχίσει ν’ απολαµβάνει, όπως µπορεί ν’ απολαµβάνει κανείς τα γαβγίσµατα ενός σκύλου που µόλις έσωσε από το καταφύγιο αδέσποτων. Κουνάει το στρεβλωµένο από τη δουλειά χέρι του προς το πλήθος µε τη χαζοχαρούµενη χαρά καουµπόη. «Homo sapiens, φίλε µου. Πάντα κάτι σκαρώνει!»
Η Μίµι τρέχει για να τον προλάβει. Τόσος κόσµος τής φέρνει ζαλάδα. «Κάνουν τι;»
Ο Ντάγκλας γέρνει το καλό του αυτί προς το µέρος της. «Ορίστε;» Το πλήθος κάνει πολύ θόρυβο σε τούτο το τσίρκο µε καλό σκοπό, κι εκείνος έχει χάσει µεγάλο µέρος της ακοής του τότε που ήταν στα µεταγωγικά.
Ακόµα την εκπλήσσει. Ένας άντρας που µπαίνει στον κόπο ν’ ακούσει. «Ο πατέρας µου το έλεγε αυτό. Κάνουν τι;»
«Κάνουν τι;»
«Ναι. Που σηµαίνει: Τι στο διάολο ελπίζουν να καταφέρουν αυτοί οι άνθρωποι;»
«Ήταν παράξενος;»
«Ήταν Κινέζος. Πίστευε ότι τα αγγλικά δεν είναι όσο αποτελεσµατικά πρέπει».
Ο Ντάγκλας δίνει µια στο µέτωπό του. «Είσαι Κινέζα».
«Μισή Κινέζα. Τι νόµιζες;»
«Δεν ξέρω. Κάτι πιο µελαψό».
Η Μίµι ξέρει πως άλλη είναι η αληθινή ερώτηση: Εκείνη κάνει τι; Είναι κατάπληκτη που ο Ντάγκλας κατάφερε να τη σύρει εδώ πάνω γι’ αυτή τη διαµαρτυρία. Η µόνη της προηγούµενη πολιτική δράση ήταν ένα σχολικό σκετς κατά του προέδρου Μάο. Το δικό της πρόβληµα είναι µε τον δήµο, η δόλια νυχτερινή τους επιδροµή εναντίον των πεύκων της. Όσο για τούτα εδώ τα δέντρα, τόσο µακριά από την πόλη… Μηχανικός είναι, για όνοµα του Θεού! Αυτά τα δέντρα φωνάζουν ότι κάποιος πρέπει να τα αξιοποιήσει.
Αλλά δύο διαλέξεις και µια επίσκεψη σε µια οργανωτική σύσκεψη µαζί µ’ αυτόν τον αδέξιο αγαθιάρη τής έχουν ραγίσει την καρδιά. Αυτά τα βουνά, αυτοί οι καταρράκτες του δάσους – τώρα που τα αντίκρισε, είναι κι αυτά δικά της. Να τη λοιπόν, σε µια διαδήλωση που θα έκανε τον µετανάστη πατέρα της να τρέξει να την πάρει σπίτι φοβούµενος απέλαση, βασανιστήρια ή κάτι ακόµα χειρότερο. «Κοίτα τους όλους!»
Γιαγιάδες µε κιθάρες και νήπια µε διαστηµικά νεροπίστολα. Φοιτητές κολεγίου που θέλουν ν’ αποδείξουν την αξία τους ο ένας στον άλλο. Καθωσπρέπει γονείς που σπρώχνουν καροτσάκια σαν στρατιωτικά Χάµβι παντός εδάφους για χόµπιτ. Παιδιά του δηµοτικού που κουβαλούν πλακάτ µε σοβαρά συνθήµατα: ΣΕΒΑΣΜΟΣ ΣΤΟΥΣ ΓΗΡΑΙΟΤΕΡΟΥΣ. ΧΡΕΙΑΖΟΜΑΣΤΕ ΤΟΥΣ ΠΝΕΥΜΟΝΕΣ ΜΑΣ. Μια πολύχρωµη συµµαχία από ποικίλα υποδήµατα κινείται πάνω σ’ έναν κορµό προς τον δρόµο φόρτωσης και µεταφοράς – µοκασίνια και αθλητικά, πέδιλα, σκισµένα Τσακ Τέιλορ, ακόµα και αρβύλες υλοτόµων. Τα ρούχα παρουσιάζουν ακόµα µεγαλύτερη ποικιλία: πουκάµισα Οξφόρδης και σκισµένα τζιν, tie-dye και φανελένια, πουκάµισα εργασίας, ακόµα κι ένα µπουφάν αεροπόρου σαν αυτό που ο Ντάγκι έβαλε ενέχυρο για µερικά δολάρια δεκαπέντε χρόνια πριν. Στολές κλόουν, µαγιό, ολόσωµες φόρµες – φορεσιές κάθε είδους εκτός από επίσηµο κοστούµι µε γιλέκο.
Πολλοί έχουν φτάσει εδώ µε πούλµαν που έχουν κανονίσει τέσσερις άκρως διαφορετικές περιβαλλοντικές οµάδες που τείνουν να πολεµάνε η µια την άλλη όταν δεν υπάρχει πιο άµεσος στόχος. Μια παρέα οδοιπόροι µε σακίδια έχουν κάνει δυο µέρες πεζοπορία για να λάβουν µέρος σ’ αυτό το θέαµα, προσπαθώντας όλοι τους να δραπετεύσουν από τον ωκεανό του καπιταλισµού µέσα σ’ ένα καρυδότσουφλο. Μια χούφτα ντόπιοι µαζεύονται για να παρακολουθήσουν. Σε τούτη την ερηµιά, οι περισσότεροι κάτοικοι σε ακτίνα εκατόν πενήντα χιλιοµέτρων ζουν καθαρά χάρη στην υλοτοµία. Έχουν κι εκείνοι τις χειρόγραφες πλακέτες τους. ΞΥΛΟΚΟΠΟΙ: ΤΟ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ ΕΙΔΟΣ ΥΠΟ ΕΞΑΦΑΝΙΣΗ. Και: ΠΡΩΤΑ Η ΓΗ! ΥΛΟΤΟΜΙΑ ΣΤΟΥΣ ΑΛΛΟΥΣ ΠΛΑΝΗΤΕΣ ΑΡΓΟΤΕΡΑ.
Δυο άντρες µε γενειάδες που τους φτάνουν ως το στέρνο τριγυρίζουν στην περίµετρο µε κάµερες στους ώµους, στραµµένες προς το πλήθος. Μια γκριζοµάλλα γυναίκα µε κολάν, καπέλο φεντόρα από τσόχα και αµάνικο γιλέκο παίρνει συνέντευξη απ’ όποιον έχει όρεξη να δώσει. Πιο βαθιά µέσα στα δέντρα, ένας άντρας και µια γυναίκα µε µεγάφωνα διαµορφώνουν τη διάθεση του πλήθους. «Παιδιά! Είστε φανταστικοί. Τι προσέλευση. Σας ευχαριστούµε όλους! Έτοιµοι για µια βόλτα στο δάσος;»
Ξεσπούν ζητωκραυγές, και η παρέλαση παίρνει παραπατώντας ένα χαλικόστρωτο µονοπάτι προς τον φρεσκοστρωµένο δρόµο. Ο Ντάγκλας συγχρονίζει το βήµα του, το ίδιο και η Μίµι. Ενσωµατώνονται στο πολύχρωµο πλήθος που ανεµίζει πανό σαν ουράνια τόξα και φωνάζει εξωφρενικά επίθετα. Στη γιορτινή αυτή ατµόσφαιρα, κάτω από έναν ουρανό τόσο γαλανό, καθώς ανεβαίνει χέρι-χέρι µε ξένους την ελαφριά ανηφόρα, η Μίµι καταλαβαίνει. Σε όλη της τη ζωή, άθελά της, συµµορφωνόταν µε την πρώτη εντολή που µοιράστηκαν οι γονείς της: σ’ αυτόν τον κόσµο µην κάνεις θόρυβο. Εκείνη, η Κάρµεν, η Αµέλια – και τα τρία κορίτσια των Μα. Μην ξεχωρίζεις• δεν έχεις το δικαίωµα. Κανείς δεν σου χρωστάει τίποτα. Μη µεγαλοπιάνεσαι, ψήφισε όπως η πλειοψηφία και κούνα το κεφάλι σαν να βγάζουν όλα νόηµα. Κι όµως να την εδώ πέρα, να γυρεύει µπελάδες. Και να φέρεται λες κι αυτά που κάνει µπορεί να έχουν σηµασία.
Περπατούν µε τους ώµους ν’ αγγίζονται, κλείνοντας τον δρόµο, δέκα άτοµα το ένα δίπλα στο άλλο, σε αµέτρητες σειρές. Λένε τραγούδια που η Μίµι τραγούδησε για τελευταία φορά στην καλοκαιρινή κατασκήνωση στο βόρειο Ιλινόι, τραγούδια ανέµελης παιδικότητας. «This Land Is Your Land». «If I Had a Hammer». Ο Ντάγκι χαµογελά και µουρµουρίζει µαζί τους µε το άτονο µπάσο του. Ανάµεσα στα τραγούδια µια εµψυχώτρια µε ντουντούκα τούς ξεσηκώνει µε συνθήµατα, περπατώντας στο πλάι της πρώτης σειράς του πλήθους. Οι αποψιλώσεις κοστίζουν! Σώστε τα τελευταία µας δάση!
Της Μίµι τής δίνει στα νεύρα η ηθική ορθότητα. Πάντα ήταν αλλεργική στους ανθρώπους µε ακλόνητα πιστεύω. Όµως ακόµα περισσότερο από τα ακλόνητα πιστεύω µισεί την ύπουλη εξουσία. Έχει µάθει πράγµατα γι’ αυτή τη βουνοπλαγιά που την αηδιάζουν. Μια πλούσια υλοτοµική εταιρεία, µε την υποστήριξη ενός Δασικού Τσίρκου που είναι υπέρ του κλάδου, εκµεταλλεύεται το δικαιοδοτικό κενό πριν από τη µεγάλη δικαστική απόφαση επιχειρώντας να σπρώξει βιαστικά ένα παράνοµο φορτίο µικτών κωνοφόρων που µεγάλωναν για αιώνες πριν εµφανιστεί σε τούτα τα µέρη η έννοια της ιδιοκτησίας. Είναι έτοιµη να δοκιµάσει τα πάντα για να καθυστερήσει αυτή την κλοπή. Ακόµα και την ηθική ορθότητα.
Περπατούν µέσα σε πυκνές συστάδες από πικέες για όσο διαρκούν τρία ρεφρέν. Οι κορµοί κόβουν το φως του ήλιου σε θραύσµατα. Δάχτυλα του Θεού, αποκαλούσαν αυτές τις πλαγιαστές ακτίνες εκείνη κι οι αδελφές της. Δέντρα που δεν µπορεί να ονοµάσει ξεπηδούν ολόγυρά της, τυλιγµένα σε κληµατσίδες ή πεσµένα στο έδαφος σαν οδοφράγµατα – τόση ζωή σε τόσες πολλές γεύσεις την κάνει να θέλει να βγάλει τα ρούχα της και ν’ αρχίσει να χοροπηδάει. Η χαµηλή βλάστηση είναι γεµάτη φυντάνια που χωρούν στη χούφτα της, σκουπόξυλα που µπορεί να µεγάλωναν αβίαστα για εκατό χρόνια. Αλλά ο θόλος των φυλλωµάτων στηρίζεται σε κορµούς που ακόµα και κάµποσοι διαδηλωτές πιασµένοι χέρι-χέρι δεν θα µπορούσαν ν’ αγκαλιάσουν.
Τοπία ανοίγονται µέσ’ από τις πράσινες πολεµίστρες. Η Μίµι τραβά τον Ντάγκλας απ’ το µανίκι και του δείχνει. Στα βορειοανατολικά, πέρα από ρεµατιές και πλαγιές πολύ απότοµες για να τις ανέβει κανείς, ένα πράσινο που σφύζει από υγεία ξεδιπλώνεται πάνω στους λόφους. Η οµίχλη τυλίγει τις κορφές των ελάτων όπως την ηµέρα που τα πρώτα ευρωπαϊκά πλοία µυρίστηκαν αγκυροβόλια σε τούτη την ακτή. Αλλά µέσ’ από ένα άλλο άνοιγµα στα νότια, ένα έρηµο, σεληνιακό τοπίο εκτείνεται σε όλη τη βουνοπλαγιά – εκεί τα συντρίµµια που άφησαν πίσω τους οι υλοτόµοι τα περιέλουσαν µε βενζίνη και τα έκαψαν µέχρι να εξοντωθούν ακόµα και οι µύκητες, κι έπειτα τα έπνιξαν στα ζιζανιοκτόνα για να µην ξαναφυτρώσει τίποτα εκτός από τις µονοκαλλιέργειες της εταιρείας, οι οποίες θα εγκαταλειφθούν σύντοµα, αφού, όπως έµαθε η Μίµι, µετά από λίγους κύκλους καλλιέργειας το έδαφος θα νεκρωθεί εντελώς. Από δω ψηλά, τα δέντρα που απλώνονται σ’ αυτές τις πλαγιές είναι σαν να βρίσκονται κι αυτά σε πόλεµο. Εκτάσεις πλούσιου πράσινου συγκρούονται µε εκτάσεις λασπωµένου εµετού, ως τα πέρατα του ορίζοντα. Κι οι άνθρωποι που έχουν µαζευτεί εδώ: αδαείς στρατοί που µάχονται µεταξύ τους όπως έκαναν πάντα, για λόγους που αγνοούν ακόµα και οι πιο µάχιµοι. Πότε θα τελειώσει πια όλο αυτό; Τώρα, αν πιστέψεις αυτό το πλήθος που πηγαίνει τραγουδώντας και γελώντας να µεταπείσει το συνεργείο οδοποιίας στο τέλος αυτών των αυλακιών από ρόδες. Τώρα: η δεύτερη καλύτερη στιγµή.
Ο δρόµος στενεύει και το σµαραγδένιο δάσος πυκνώνει. Οι τεράστιοι κορµοί κάνουν τη Μίµι να νιώθει µια σταλιά και την αποπροσανατολίζουν. Τα βρύα σκεπάζουν τα πάντα σαν χοντρές κουβέρτες. Ακόµα και οι φτέρες φτάνουν ως το στήθος της. Ο άντρας δίπλα της ξέρει τα ονόµατα των δέντρων, αλλά η Μίµι είναι πολύ περήφανη για να τον ρωτήσει ποιο είναι ποιο. Παρόλο που ζει µια δεκαετία σ’ αυτή την πολιτεία, παρά τις επανειληµµένες της προσπάθειες να αποµνηµονεύσει τα εγχειρίδια και τις υποδιαιρέσεις, δεν µπορεί να ξεχωρίσει την ευέλικτη από τη λαµπερτιανή πεύκη, πόσο µάλλον τον χαµαικυπάρισσο του Λόσον από τον καλόκεδρο. Η απλή ελάτη, η ελάτη του Κολοράντο, η κόκκινη και η γιγαντιαία ελάτη είναι όλες µια θολούρα από φραµπαλάδες. Και η πληθώρα χαµηλής βλάστησης – απλά αδύνατον. Την γκολθέρια την ξέρει, για κάποιο λόγο. Την ξινήθρα και το τρίλλιο. Αλλά τα υπόλοιπα είναι µια ανακατεµένη σαλάτα από ανεξιχνίαστα φυλλώµατα, που σέρνονται ύπουλα ως τις άκρες του µονοπατιού, έτοιµα να γραπώσουν τους αστραγάλους της.
Ο Ντάγκλας δείχνει προς τα αριστερά του δρόµου. «Κοίτα!» Καταµεσής του γαλαζοπράσινου χάους, επτά στιβαρά δέντρα έχουν φυτρώσει σε µια γραµµή ίσια σαν ονειροφαντασία του Ευκλείδη.
«Πώς στο καλό; Μήπως κάποιος…;»
Εκείνος γελάει και τη χτυπάει ανάλαφρα στον ώµο. Της αρέσει αυτό το άγγιγµα. «Σκέψου. Πήγαινε πίσω. Πήγαινε πολύ πίσω».
Κάνει ό,τι της είπε αλλά δεν βγάζει νόηµα. Ο Ντάγκλας απολαµβάνει το σασπένς για λίγο ακόµα.
«Λίγες εκατοντάδες χρόνια πριν, κοντά στον καιρό που οι πρώτοι άποικοι σκέφτονταν: Δεν γαµιέται; Ας το κάνουµε, έπεσε κάποιο τεράστιο δέντρο. Ένα κούτσουρο που σαπίζει είναι το τέλειο σπορείο. Κάποια βλαστάρια το χρησιµοποίησαν για αυλάκι, λες και τα έσπειρε ο Θεός µε τσάπα!»
Κάτι αστράφτει µπροστά της, το αποκαλύπτουν οι πιτσιλιές του φωτός, όπως η πάχνη προδίδει τον ιστό µιας αράχνης. Σφιχτά δίχτυα δεκάδων χιλιάδων ειδών είναι συνυφασµένα σε πλέξεις πολύ ψιλές για να τις εντοπίσει το ανθρώπινο µάτι. Ποιος ξέρει τι φάρµακα µπορεί να κρύβονται εδώ; Η επόµενη ασπιρίνη, το επόµενο κινίνο• το επόµενο Ταξόλ. Αυτός ο λόγος είναι αρκετός για να µείνει αυτή η µικρή συστάδα ανέγγιχτη για λίγο ακόµα.
«Δεν είναι σπουδαίο;»
«Είναι, Ντουγκλς».
Αυτός ο άνθρωπος προσπάθησε να σώσει τα πεύκα της. Έβαλε το ίδιο του το σώµα ανάµεσα στα πριόνια και τα δέντρα. Εκείνη δεν θα είχε έρθει ποτέ εδώ, σ’ αυτόν τον απειλούµενο παράδεισο, αν δεν ήταν εκείνος. Αλλά, κατά την εκτίµησή της, έχει αρκετές λασκαρισµένες βίδες. Η απέραντη προθυµία του για όλα την τροµάζει. Το σπινθηροβόλο βλέµµα που καρφώνει στο δάσος µπροστά τους προδίδει κάποιον που δεν έχει συνηθίσει εντελώς να κυκλοφορεί έξω. Γυρίζει το κεφάλι προς όλες τις κατευθύνσεις, µαγεµένος από το πλήθος, µε τη χαρά του κουταβιού που το άφησαν να ξαναµπεί στο σπίτι.
«Το ακούς αυτό;» τη ρωτάει ο Ντάγκλας.
Αλλά εκείνη το ακούει όλο το πρωί. Σε τετρακόσια µέτρα το υπόκωφο βουητό οξύνεται. Λίγο πιο κάτω στον δρόµο, µέσα στους αγκαθωτούς θάµνους, µηχανήµατα σε χρώµα µουσταρδί και πορτοκαλί γρατζουνάνε τη γη – γκρέιντερ και αποξέστες, που επεκτείνουν αυτόν τον δρόµο σε νέα εδάφη.
«Χριστέ µου, Μίµι. Κοίτα τι κάνουν σ’ αυτό το πανέµορφο µέρος. Κάνουν τι;»
Οι διαδηλωτές φτάνουν σε µια πύλη από συγκολληµένες µεταλλικές µπάρες που φράζουν τον δρόµο. Οι προπορευόµενοι σταµατούν στο εµπόδιο και τα πανό συνωστίζονται γύρω τους. Η γυναίκα µε την ντουντούκα λέει: «Τώρα θα περάσουµε µέσα στην αποψιλωµένη περιοχή. Αυτό συνιστά παράνοµη εισβολή στο υλοτοµικό σχέδιο στο οποίο είµαστε αντίθετοι. Όσοι από εσάς δεν θέλετε να συλληφθείτε µείνετε εδώ. Η παρουσία σας και οι φωνές σας εξακολουθούν να είναι σηµαντικές. Ο τύπος καταγράφει πώς αισθάνεστε!»
Χειροκροτήµατα, σαν φτερούγισµα από πέρδικες.
«Όσους είστε πρόθυµοι να προχωρήσετε σας ευχαριστούµε. Τώρα θα περάσουµε τις µπάρες. Διατηρήστε την τάξη και την ψυχραιµία σας. Μην επιτρέψετε να σας προκαλέσουν. Πρόκειται για ειρηνική διαµαρτυρία».
Ένα µέρος του πλήθους κατευθύνεται προς την πύλη. Η Μίµι σηκώνει το φρύδι της στον Ντάγκλας. «Είσαι σίγουρος;»
«Εννοείται, γαµώτο. Γι’ αυτό ήρθαµε εδώ, έτσι δεν είναι;»
Η Μίµι αναρωτιέται αν εννοεί εδώ, στις παρυφές ενός εθνικού δάσους που έχει βγει στο σφυρί, ή εδώ, στη Γη, η µόνη οντότητα µε την ικανότητα προοπτικής. Σταµατάει να το φιλοσοφεί. «Φύγαµε!»
Δέκα µέτρα ακόµα και είναι παραβάτες. Ο βρυχηθµός γίνεται αποκρουστικός. Σε οκτακόσια µέτρα βρίσκονται αντιµέτωποι µε τα καλύτερα δείγµατα της ανθρώπινης εφευρετικότητας. Η Μίµι µπορεί να κατονοµάσει τούτα τα µεταλλικά τέρατα πιο εύκολα απ’ ό,τι τα διάφορα δέντρα. Στην άλλη άκρη του ξέφωτου βρίσκεται ένα µηχάνηµα κοπής και στοίβαξης, που αρπάζει µικρούς κορµούς σε παρτίδες, τους απογυµνώνει απ’ τα κλαδιά και τους κόβει σε συγκεκριµένο µήκος, κάνοντας σε µια µέρα κάτι για το οποίο µια οµάδα ξυλοκόπων θα χρειαζόταν µια εβδοµάδα. Δίπλα, ένα προωθητικό τρέιλερ στοιβάζει µόνο του τα κοµµένα κούτσουρα πάνω του. Λίγο παραπέρα, µια µπουλντόζα επεκτείνει τον πυθµένα του δρόµου κι ένας αποξέστης τον ισιώνει πρόχειρα µέχρι να καταφτάσει ο οδοστρωτήρας. Η Μίµι έχει ακούσει για µηχανήµατα που αρπάζουν στα σαγόνια τους δέντρα ύψους δεκαπέντε µέτρων και τα ισοπεδώνουν αλέθοντάς τα πιο γρήγορα απ’ ό,τι ένα µπλέντερ µπορεί να τρίψει καρότο. Για µηχανήµατα που στοιβάζουν τα κούτσουρα σαν οδοντογλυφίδες και τα µεταφέρουν σε εργοστάσια όπου κορµοί έξι µέτρων στριφογυρίζουν σε τόρνους τόσο γρήγορα που το άγγιγµα µιας τεθλασµένης λεπίδας ξυρίζει τη σάρκα τους βγάζοντας ένα µονοκόµµατο στρώµα καπλαµά.
Οι εργάτες τούς κλείνουν τον δρόµο. Ο επόπτης τούς λέει: «Αυτό που κάνετε είναι καταπάτηση».
Η γυναίκα µε την ντουντούκα, µε την οποία η Μίµι έχει ψιλοτσιµπηθεί σαν µαθητριούλα, λέει: «Αυτά είναι κοινόκτητα εδάφη».
Ο χειριστής της άλλης ντουντούκας δίνει την εντολή και οι διαδηλωτές απλώνονται κατά πλάτος του χωµατόδροµου. Κάθονται κάτω δίπλα-δίπλα, από τη µια άκρη του δρόµου στην άλλη. Η Μίµι και ο Νταγκ πιάνονται απ’ τους αγκώνες, παίρνοντας θέση στην αλυσίδα. Η Μίµι κλειδώνει στη θέση της, σφίγγοντας τα χέρια της µπροστά της. Η µουριά του δαχτυλιδιού της από νεφρίτη, στραµµένη προς τα µέσα, πιέζει τον άλλο της καρπό. Μέχρι να καταλάβουν οι υλοτόµοι τι συµβαίνει, η διαδικασία έχει ολοκληρωθεί. Οι δυο άκρες της ανθρώπινης αλυσίδας κλειδώνονται µε συρµατόσχοινα ποδηλάτου στα δέντρα και στις δυο πλευρές του δρόµου.
Δυο ξυλοκόποι πλησιάζουν τη γραµµή των κλειδωµένων µπράτσων. Οι ενισχυµένες µε ατσάλι µπότες τους είναι τόσο ψηλές που φτάνουν σχεδόν στο επίπεδο των µατιών της Μίµι. «Σκατά», λέει ένας ξανθός. Η Μίµι βλέπει την ειλικρινή απελπισία του. «Πότε επιτέλους θα ενηλικιωθείτε και θα γίνετε ρεαλιστές; Γιατί δεν κοιτάτε τη δουλειά σας, να µας αφήσετε να κάνουµε κι εµείς τη δικιά µας;»
«Αυτό εδώ είναι δουλειά όλων µας», απαντά ο Ντάγκλας. Η Μίµι τού δίνει ένα τράβηγµα.
«Ξέρετε πού έχουν πραγµατικά πρόβληµα; Στη Βραζιλία. Στην Κίνα. Εκεί κόβουν σαν τρελοί. Να πάτε εκεί να διαδηλώσετε. Να δείτε τι θα σας πούνε όταν τους πείτε ότι δεν επιτρέπεται να γίνουν πλούσιοι όπως εµείς».
«Κόβετε τα τελευταία παρθένα δάση της Αµερικής».
«Δεν θα ’ξερες πώς είναι ένα παρθένο δάσος ούτε κι αν έπεφτε να σε πλακώσει. Εµείς εδώ και δεκαετίες αποψιλώνουµε αυτές τις πλαγιές και τις αναδασώνουµε. Δέκα δέντρα για κάθε ένα που κόβουµε».
«Λάθος. Εγώ τις αναδασώνω. Δέκα φυντανάκια σε χαρτοπολτό για κάθε µία από αυτές τις ποικιλόµορφες, αρχαίες ιδιοφυΐες».
Η Μίµι βλέπει τον επόπτη να κάνει όλους τους πιθανούς υπολογισµούς κόστους-οφέλους. Αυτό είναι το αστείο µε τον καπιταλισµό: τα χρήµατα που χάνεις καθυστερώντας είναι πάντα πιο σηµαντικά από τα χρήµατα που έχεις ήδη βγάλει. Ένας από τους ξυλοκόπους δίνει µια κλοτσιά µε την µπότα του και πετάει ένα σβώλο λάσπης στο πρόσωπο του Ντάγκλας. Η Μίµι προσπαθεί να ελευθερώσει το µπράτσο της για να τον καθαρίσει, αλλά ο Ντάγκλας την κρατάει σφιχτά µε τον δικέφαλό του.
Άλλη µια πιτσιλιά λάσπης. «Οπ! Συγγνώµη, φίλος. Κατά λάθος».
Η Μίµι ξεσπάει. «Παλιοαλήτη!»
«Να τα βάλεις µ’ εκείνους εκεί. Κάνε µου µήνυση απ’ το κελί σου».
Ο ξυλοκόπος δείχνει πίσω από τη γραµµή των καθισµένων, εκεί που η αστυνοµία κατεβαίνει ορµητικά τον δρόµο της Δασικής Υπηρεσίας µε όλες της τις δυνάµεις. Σπάνε την αλυσίδα όπως κόβει κανείς µια πικραλίδα. Μετά ξαναδένουν τους σπασµένους κρίκους µεταξύ τους, αυτή τη φορά µε χειροπέδες. Η Μίµι και ο Ντάγκλας καταλήγουν µε δυο ξένους αλυσοδεµένους ανάµεσά τους και άλλους δυο στην κάθε τους µεριά. Τους παρατάνε καθισµένους στον λασπωµένο δρόµο όσο οι αστυνοµικοί συµµαζεύουν το χάος.
«Πρέπει να πάω τουαλέτα», λέει η Μίµι σ’ έναν µπάτσο, γύρω στις δύο. Μισή ώρα αργότερα το ξαναλέει στον ίδιο µπάτσο. «Έχω µεγάλη, µεγάλη ανάγκη να κατουρήσω».
«Μπα… Δεν έχεις καµία ανάγκη».
Τα ούρα τρέχουν στο πόδι της. Αρχίζει να κλαίει µε αναφιλητά. Οι γυναίκες που είναι δεµένες µαζί της µε χειροπέδες µορφάζουν αηδιασµένες.
«Με συγχωρείτε. Χίλια συγγνώµη. Δεν µπορούσα να κρατηθώ».
«Σώπα, δεν πειράζει», λέει ο Ντάγκλας, δεµένος δυο άτοµα πιο πέρα. «Μην το σκέφτεσαι». Τα αναφιλητά της γίνονται γοερά. «Δεν πειράζει», συνεχίζει ο Ντάγκλας. «Στο µυαλό µου σε κρατάω αγκαλιά».
Τα κλάµατα σταµατούν. Θα κάνουν χρόνια να ξαναρχίσουν. Μυρίζοντας σαν κοµµένος κορµός που τον µάρκαρε ζώο, η Μίµι υποκύπτει στη σύλληψη και την καταγραφή των στοιχείων της. Καθώς η αστυφύλακας του τµήµατος της παίρνει αποτυπώµατα, για πρώτη φορά από τον θάνατο του πατέρα της νιώθει ότι έδωσε στην ηµέρα ακριβώς όσα της ζήτησε.[...]

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!