Νουβέλες και διηγήματα Ι

1846-1848
276087
Εκδόσεις: Ροές
Σελίδες:533
Μεταφραστής:ΑΡΓΥΡΟΠΟΥΛΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ
Ημερομηνία Έκδοσης:01/12/2005
ISBN:9789602832349


Εξαντλημένο από τον Εκδοτικό Οίκο

Περιγραφή


Σε όλη τη διάρκεια της λογοτεχνικής σταδιοδρομίας του, ο Ντοστογιέφσκι γράφει πολυάριθμες νουβέλες και διηγήματα, μέσω των οποίων προσεγγίζει τα μεγάλα θέματα που θα αναπτύξει αργότερα στα μεγάλα μυθιστορήματά του.

"Ποιητής της οδύνης", ο Ντοστογιέφσκι προβάλλει ακόμα και μέσα από τα πιο σύντομα έργα του ως ο συγγραφέας της απέχθειας, του ανείπωτου και της σιωπής, και το στοιχείο τούτο προσδίδει στο έργο του μια εκπληκτική διαχρονικότητα. Αυτή η κατάδυση στα έγκατα της συνείδησης πηγάζει από τη θέλησή του να εκφράσει τη ζωή στο μεγαλύτερο δυνατό βάθος.

Ο ίδιος έγραφε για το έργο του: "Ενεργώ μέσω της ανάλυσης και όχι μέσω της σύνθεσης, με άλλα λόγια φθάνω στο βάθος και, μόλις βρεθώ μεταξύ των ατόμων, ερευνώ τα πάντα. Ακριβώς γι' αυτόν τον λόγο, τα μικρότερης έκτασης κείμενά του, που ξεκινούν από τις νατουραλιστικές περιγραφές της ζωής στην Αγία Πετρούπολη του 1840 και φθάνουν έως τη διατύπωση φιλοσοφικών απόψεων, καλύπτουν μια μεγάλη γκάμα λογοτεχνικών ειδών, κινούμενα με εκπληκτική δεξιοτεχνία πάνω στο λεπτό νήμα που χωρίζει τον κόσμο της πεζής πραγματικότητας από αυτόν της φαντασίας και του επιθυμητού.
Στον τόμο αυτό περιλαμβάνονται εννέα νουβέλες και διηγήματα του μεγάλου δημιουργού που γράφτηκαν την περίοδο 1846-1848.





ΚΡΙΤΙΚΗ



Ο φερώνυμος, Ρώσος κριτικός, των μέσων του 19ου αιώνα, Μπελίνσκι, που αναλώθηκε υποστηρίζοντας τη ρεαλιστική, κοινωνική πεζογραφία, δεν είχε καμία αντίρρηση όταν ο Τουργκένιεφ έλεγε επιγραμματικά ότι «όλοι βγήκαμε από το "Παλτό"», του Νικολάι Γκόγκολ, φυσικά. Γιατί κι αυτός υποστήριξε με θέρμη το συγγραφέα των «Νεκρών ψυχών» και της σαρκαστικής γραφής που καλλιέργησε.

Κοντά, όμως, σε αυτήν την τάση τη ρωσικής πεζογραφίας, με κορυφαίο τον Γκόγκολ, το θαυμάσιο αυτό ζωγράφο της ανθρώπινης χαμέρπειας, ο Μπελίνσκι χαιρέτησε, μέσα στο πνεύμα του «εθνικού», κριτικού πνεύματος που όφειλε να αγκαλιάζει, κατά τις συνήθειες της εποχής, κάθε νέο ταλέντο με «ρώσικο χαρακτήρα», και το νεοσσό Ντοστογιέφσκι (1821-1881) μετά την έκδοση των «Φτωχών».

Το μυθιστόρημα αυτό, γραμμένο το 1845, καθιερώνει τον Ντοστογιέφσκι ως έναν μεγάλο ρεαλιστή συγγραφέα, καίτοι θα πρέπει να πούμε εδώ ( για να δείξουμε πόσο προωθημένη ήταν η ρωσική λογοτεχνία εκείνη την περίοδο) ότι κάποιοι κριτικοί απογοητεύτηκαν, γιατί περίμεναν από τον μέχρι τότε διηγηματογράφο νεαρό κάποιας άλλης μορφής στιλ, όχι τόσο αναπαραστατικής. Αυτή η επισήμανση (στηριγμένη σε εξομολόγηση του Ντοστογιέφσκι προς τον αδελφό του), βέβαια, δεν μειώνει σε τίποτα τη λογοτεχνική προσφορά του μέγιστου των παγκόσμιων γραμμάτων, αλλά έχει αξία φιλολογική/ιστορική.

Στον παρόντα τόμο φιλοξενούνται μικρά και εκτεταμένα πεζά του δημιουργού τού «Ηλίθιου», που κυκλοφόρησαν, μαζί με άλλα, μεταξύ των «Φτωχών» και των σπουδαίων μυθιστορημάτων του («Εγκλημα και τιμωρία», «Οι δαιμονισμένοι» κ.λπ.) της τελευταίας, δηλαδή, περιόδου της ζωής του.

Πρόκειται για τις νουβέλες «Ο κύριος Προχάρτσιν», «Η σπιτονοικοκυρά», «Αδύναμη καρδιά», «Λευκές νύχτες» και τα διηγήματα «Μυθιστόρημα σε εννέα επιστολές», «Πολζουνκόφ», «Η γυναίκα ενός άλλου και ο σύζυγος κάτω από το κρεβάτι», «Ενας τίμιος κλέφτης» και «Το χριστουγεννιάτικο έλατο και ο γάμος».

Πριν από τα ονομαστά ντοστογιεφσκικά έργα της ωριμότητας, έχει προηγηθεί και ο εξαιρετικός «Σωσίας», το αινιγματικό αυτό μυθιστόρημα, του οποίου το «φανταστικό» θέμα: η οξυμμένη περιγραφή μιας διχασμένης προσωπικότητας, μπορεί να ξένισε το ρεαλιστή Μπελίνσκι και τον κύκλο του, αλλά άφησε μεγάλες παρακαταθήκες. Ο Ντοστογιέφσκι, δυσαρεστημένος από την υποδοχή αυτού του ακρογωνιαίου κειμένου, καταπιάνεται με πιο ευέλικτα θέματα, σε μικρή σχετικά φόρμα, τα οποία προτείνουν διάφορα στιλ, και όπως πάντα αφήνουν ένα σκοτεινό ίζημα.

Πιεσμένος, παράλληλα, από τα βιοτικά και τα ψυχολογικά, δεν παράγει έργα στην ίδια γραμμή ποιότητας, μοιάζει σαν να θέλει να απαλλαγεί από μικρούς και μεγάλους δαίμονες. Συν την επίκριση που έχει δεχθεί, το μόνιμο αίσθημα της μειονεξίας που τον διακατείχε, τον έκανε να αντιδρά σπασμωδικά. Γι' αυτό, ας πούμε, το «Διήγημα σε εννέα επιστολές», αν και προοικονομεί το ύφος του σατιρικού διηγηματογράφου Τσέχοφ, είναι μάλλον συμβατικά εναρμονισμένο σε ένα μέτριο γκογκολικό πνεύμα. Στη «Σπιτονοικυρά», πάντως, που αναπαράγει κάτι από το κλίμα των «Φτωχών», το ερωτικό πάθος, εγκιβωτισμένο σε ένα τρίγωνο, κυριαρχεί δίπλα στην τρέλα. Ο ορθολογισμένος Μπελίνσκι και πάλι θα εκμανεί λέγοντας ότι έκανε λάθος στις πρώτες του εκτιμήσεις για τον Ντοστογιέφσκι. Χωρίς να το ξέρει , όμως, ο δυστυχής κάνει το μεγαλύτερο κομπλιμέντο στον πρώην ευνοούμενό του γράφοντας, μεταξύ άλλων: «...σ' αυτή τη νουβέλα...ξετυλίγονται περίεργες σκηνές... (ο Ντοστογιέφσκι) αναζητάει μέσα του κάποιον πρωτάκουστο δρόμο...παράξενο και ακατανόητο έργο...»

Τα αυτά ισχύουν και για την «Αδύναμη καρδιά», όπου η ψυχολογική απόκλιση και η εκτροχιασμένη δύναμη των αισθημάτων θα «διδάξει» πολύ την ψυχανάλυση, και όχι μόνο.

Εάν η, κάπως ανάλαφρη, θεατρική γραφή έχει επηρεάσει τον Ντοστογιέφσκι στον «Πολζουνκόφ» και στο «Η γυναίκα ενός άλλου και ο σύζυγος κάτω από το κρεβάτι», όπως κραυγάζει και ο τίτλος του δευτέρου κομματιού, το «Ενας τίμιος κλέφτης» ή «Το χριστουγεννιάτικο έλατο και ο γάμος» είναι έντονα σκίτσα ιδιόρρυθμων ψυχολογικών καταστάσεων, στα οποία ο μορφασμός υπερισχύει του μειδιάματος.

Φυσικά, ο συστηματικός μελετητής του Ντοστογιέφσκι δεν μπορεί παρά να ανιχνεύσει στα προηγούμενα κείμενα της μορφής αυτής μοτίβα και πιο σταθερές εμμονές, που κυκλοφορούν σε ολόκληρο το έργο του, χωρίς να εξαντλέιται αναγκαστικά στη συγκεκριμένη σχολαστική διαπίστωση.

Αφησα για το τέλος τον «Κύριο Προχάρτσιν» και τις «Λευκές νύχτες». Στο πρώτο κομμάτι από ένα αληθινό περιστατικό ο Ντοστογιέφσκι κάνει υψηλή ραπτική, φιλοτεχνώντας το πορτρέτο ενός φιλάργυρου. Εκκινώντας από τον Μολιέρο και τον Πούσκιν, μας φωτίζει το δικό του ασθενή και τον ταπεινό του περίγυρο. Η γραφή της «φιλανθρωπίας», όπως είχε ονομαστεί στην εποχή του η ενασχόληση της λογοτεχνίας με τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, και εδώ κάνει ένα μικρό θαύμα: το άθλιο σκηνικό, που θυμίζει ακόμα πιο ξεπεσμένο Περ Γκοριό, και οι εξίσου καταφρονεμένοι κάτοικοί του, κινούν τη φασματική παρουσία τους σαν να μεταφέρουν ένα ακατανόητο και ασήκωτο άχθος. Στο «βυθό» αυτό, κοινωνικό και ψυχολογικό, με την έννοια μιας παράλογης ηθικής, ο ήρωας ετοιμάζει κάτι παραπάνω από το μίσθωμα του γνωστού περατάρη, φυλάσσοντας στο αξιοθρήνητο στρώμα του μέσα στο κοινόβιο μια μικρή περιουσία. Οι περιγραφές ζωντανεύουν μισόφωτα, στριγκιές και κατάρες ελευθερώνουν οσμές αλκοόλ, ανθρώπινης παρουσίας, κλονισμένης εμπιστοσύνης ή παραφοράς, ενώ φωτογραφίζουν στο κέντρο τον παράδοξο αυτοεγκλεισμό του Προχάρτσιν. Οπως κάθε ντοστογιεφσκικός ήρωας, αυτός ο τελευταίος ανίκανος, να αυτοτελειωθεί -αντίθετα προς τον τολστοϊκό άνθρωπο-, γίνεται έρμαιο της λανθασμένης ανάγνωσης του κόσμου και της θέσης του εκεί. Δεν θυσιάζεται για τίποτα σημαντικό, λέει ο Ντοστογιέφσκι, αλλά για κάτι εξωφρενικό, ιδιοτελές και ανήθικο. Δεν προσφέρει τίποτε γύρω του, αλλά εγωιστικά υποφέρει, χωρίς ουσιαστικό αντίκρισμα.



Με ρομαντικά στοιχεία



Δεν χρειάζονται πολλές συστάσεις, ασφαλώς, οι «Λευκές νύχτες». Με στοιχεία ρομαντικά (στο βάθος αχνοφαίνονται ο Χάινε, ας πούμε, και «Οι Φλωρεντινές νύχτες», τηρουμένων οπωσδήποτε των αναλογιών), διυλισμένα, βέβαια, μέσα από μια ιδιοπρόσωπη ...διαταραχή, ο άκαρπος έρωτας του ονειροπόλου ήρωα προς μια γυναίκα, που έχει αφιερωθεί σε κάποιον άλλον, κάνει πιο έντονο το αδιέξοδο, αλλά.... Σε μια έρημη Πετρούπολη στήνεται η περίεργη συνάντηση του νεαρού με τη Νιάσενκα: κοπέλα που ζει υπό την αυστηρή επιτήρηση μιας ηλικιωμένης (καρφιτσωμένη από αυτήν με μια παραμάνα στα φουστάνια για να μην της ξεφύγει). Η παρεξήγηση και η έλλειψη τυπικής επαφής θα κυριαρχήσουν. Θα 'λεγε κανείς ότι η νουβέλα γράφτηκε για να υμνηθεί αυτή η φυγόκεντρος: από τη μια, ο έρωτας του νεαρού προς κάτι που ξεπερνά και το ίδιο το αντικείμενο των αισθημάτων του και από την άλλη, το βλέμμα της κοπέλλας που διαπερνά τον ήρωα για να συναντήσει πίσω του το μόνιμο εραστή της, σε έναν διάλογο τελικά υπέροχων κωφών.

Η Σταυρούλα Αργυροπούλου ανέλαβε το δύσκολο έργο της αναμέτρησης με τις κλασικές μεταφράσεις του Αρη Αλεξάνδρου, και πέτυχε.Ο Ντοστογιέφσκι, ευπώλητος πάντα, υπέφερε παλαιότερα από πρόχειρες μεταγλωττίσεις. Αν και θυμάται κανείς με συγκίνηση τις απόπειρες του Σωτήρη Πατατζή, ο οποίος υπέγραφε μόνο με τα αρχικά του.



ΤΑΣΟΣ ΓΟΥΔΕΛΗΣ

ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 03/03/2006

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!