Τα ελληνικά νησιά

Έκπτωση
40%
Τιμή Εκδότη: 20.39
12.23
Τιμή Πρωτοπορίας
+
291756
Συγγραφέας: Ντάρελ, Λώρενς
Εκδόσεις: Μεταίχμιο
Σελίδες:472
Μεταφραστής:ΠΑΝΑΓΟΥ ΕΛΕΑΝΝΑ
Ημερομηνία Έκδοσης:01/03/2007
ISBN:9789604551354
Διαθεσιμότητα στα βιβλιοπωλεία μας
Αθήνα:
Περιορισμένη διαθεσιμότητα
Θεσσαλονίκη:
Περιορισμένη διαθεσιμότητα
Πάτρα:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες

Περιγραφή


«Άραγε μέχρι ποιο σημείο είμαστε θύματα της ιστορίας και της μόδας; Στο κάτω κάτω υπάρχουν νησιά εξίσου όμορφα με τα ελληνικά κοντά στις ακτές της Γιουγκοσλαβίας, στη Σκοτία, αλλά και στην Καραϊβική. Μήπως απλώς μας παρασύρει μια εύκολη, ποιητική τρυφηλότητα; Το ερώτημα δεν θα μείνει μετέωρο για πολύ, και η απάντηση είναι ένα σχεδόν βέβαιο "Όχι". Υπάρχει ένα ιδιαίτερο είδος παρουσίας εδώ, σ' αυτήν τη χώρα, σ' αυτό το φως».

Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου


Κριτική:


Ο «ωσεί Ελλην» Λόρενς Ντάρελ, θαυμαστής του Καβάφη, συνομιλητής του Σεφέρη, μαθητής του «ιδανικού μέντορα» -γιατρού, φυσιοδίφη και ποιητή- Θεόδωρου Στεφανίδη, υπήρξε ένας από εκείνους τους πλάνητες που είδαν τον τόπο μας ως "cosa mentale": «δραπέτης του εαυτού του», όπως αυτοχαρακτηριζόταν, αναζήτησε στη λιτή πνευματικότητα της Μεσογείου εκείνο που θα τον αποσπούσε από τη στειρότητα της σύγχρονης ύπαρξης, από τον «αγγλικό θάνατο», και βρήκε στην Ελλάδα «τις αρμονίες που μπόρεσαν να ανταποκριθούν στην εσώτερη διάρθρωση της ψυχής του».


Υπάρχουν πολλά να γραφτούν για την ελληνική εμπειρία του Λόρενς Ντάρελ· δεν θα το αποτολμήσουμε. Αλλά είναι η «ελληνική εμπειρία» του ακριβώς, ή τουλάχιστον μία πλευρά της, που προκάλεσε τη σύντομη αυτή, επί χάρτου, συνάντηση μαζί του: η έκδοση της «Σπηλιάς του Πρόσπερου» και των «Ελληνικών νησιών», με μικρή απόσταση μεταξύ τους, από το «Μεταίχμιο». Η αναμάγευση του κόσμου που επιχειρεί, σε όλο του το έργο, ο Ντάρελ, είναι ευθέως ανάλογη με τη μαγεία που του έχει ασκήσει το ελληνικό τοπίο, η καθαρότητα, η απλότητα και η αλήθεια των ανθρώπων του, το «άχρονο» μιας «παρουσίας» που «υπάρχει μόνο σ' αυτή τη χώρα, σ' αυτό το φως».


Βέβαια, τα θέματα που θα εξερευνήσει στα μυθιστορήματά του είναι εκείνα που κατεξοχήν απασχολούν τον 20ό αιώνα: χρόνος, χώρος, συνείδηση, σεξουαλικότητα, ταυτότητα. Στα βήματα του Ντ.Χ. Λόρενς και του Τζέιμς Τζόις, ο Ντάρελ επιτίθεται στο μυθιστόρημα για να συνεχίσει τους πειραματισμούς των προδρόμων του και ταυτόχρονα παράγει ένα έργο σφριγηλό, ολοζώντανο και συγκινητικό. Τον ενδιαφέρουν τα εσωτερικά διαμερίσματα της ψυχής, οι λίγες γωνιές όπου πραγματικά συντελείται η κοινωνία με τον Αλλο και βιώνεται η εξαίσια υλικότητα του σώματος. Χωρίς αμφιβολία ακατάτακτος, ο Ντάρελ είναι ένα παράδοξο: ένας εξόριστος που γράφει συχνά για την Αγγλία και τους Αγγλους· ένας χειροκροτητής του Χένρι Μίλερ, που γράφει ένα περιπετειώδες αφήγημα για εφήβους· ένας δημοσιογράφος που καλεί σε καταστροφή του ίδιου του εποικοδομήματος το οποίο κάποτε τον στήριζε· ένας καλός ποιητής που σχεδόν πάντα αποτιμάται ως πεζογράφος· ένας ταξιδιώτης του απρόοπτου, παγιδευμένος σ' ένα σύμπαν ασφυκτικό, το οποίο ο ίδιος ονόμαζε «πειθήνια, προγραμματισμένη και προβλέψιμη οντότητα».


Ο Λόρενς Ντάρελ γεννήθηκε στην Ινδία το 1912 από γονείς Αγγλο-ιρλανδούς, που δεν είχαν ποτέ επισκεφθεί την Αγγλία. Ο ίδιος θεωρούσε τον εαυτό του Ιρλανδό. Ο πατέρας του ήταν μηχανικός· εργαζόταν στην κατασκευή των σιδηροδρόμων και ταξίδευε συνεχώς. Ο Λόρι φοίτησε στο Κολέγιο του Αγίου Ιωσήφ στο Νταρτζίλινγκ και στα 11 του χρόνια στάλθηκε στην Αγγλία για να συνεχίσει εκεί τις σπουδές του. Ηταν η πρώτη μεγάλη αλλαγή στη ζωή του· ωστόσο, οι προσπάθειες του πατέρα του να τον μεγαλώσει ως μέλος της βρετανικής άρχουσας τάξης, ναυάγησαν μεγαλοπρεπώς. Σύμφωνα με τον ίδιο, σκόπιμα απέτυχε τέσσερις φορές στις εξετάσεις για την Οξφόρδη - εξεγειρόμενος έτσι συνειδητά ενάντια στον πατέρα του. Εγινε, αντιθέτως, πιανίστας της τζαζ στο νάιτ κλαμπ του Λονδίνου «The Blue Peter», ταξίδεψε στο Παρίσι, όπου καταπιάστηκε μ' ένα σωρό δουλειές του ποδαριού, και ταυτόχρονα -ιδίως μετά τον γάμο του με τη Νάνσι Μέγιερς- έγραφε. Τότε ακριβώς ανακάλυψε τα έργα του Χένρι Μίλερ, και από τότε χρονολογείται η πυκνή τους αλληλογραφία. Το 1938 είχε ήδη ολοκληρώσει το πρώτο του βιβλίο· καθώς η βρετανική λογοκρισία δεν είχε επιτρέψει τη δημοσίευσή του, το έργο, με τη συνδρομή του Μίλερ, εκδόθηκε στο Παρίσι από τον «Obelisk Press». Ηταν το «Μαύρο βιβλίο», «πρωτόγονο σκίτσο με κάρβουνο του μαρασμού - πνευματικού και σεξουαλικού», σύμφωνα με τον ίδιο. Ο έπαινος του Μίλερ ήρθε χωρίς καθυστέρηση: «Πέρασες τον ισημερινό. Η εμπορική σου καριέρα τερματίστηκε. Από δω και πέρα είσαι ένας παράνομος, και σε συγχαίρω με όλη την ανάσα του κορμιού μου. Και σοβαρά πιστεύω πως πράγματι είσαι "Ο πρώτος Αγγλος"!»


Το βιβλίο γράφτηκε στην Κέρκυρα, την ποιητική του Αρκαδία, όπου είχε μετοικήσει το 1935 με τη γυναίκα του, τη μητέρα του, την αδελφή του και τον μικρό του αδελφό Τζέραλντ (ο οποίος πολύ αργότερα, το 1962, θα εξομολογηθεί την αγάπη του για το νησί στο συναρπαστικό βιβλίο του «Η οικογένειά μου και άλλα ζώα»). Ωστόσο, στα 1939, και ενώ ο πόλεμος προέλαυνε, ο Λόρενς Ντάρελ θα αναγκαστεί να εγκαταλείψει την ιόνια ομορφιά για μια θέση στο Βρετανικό Συμβούλιο στην Αθήνα, και για μια σύντομη παραμονή στην Καλαμάτα, όπου θα συνεχίσει να διδάσκει αγγλικά· λίγο αργότερα, θα φύγει για την Αίγυπτο, όπου θα εργαστεί ως ακόλουθος Τύπου στις βρετανικές πρεσβείες του Καΐρου και της Αλεξάνδρειας. Μετά τον πόλεμο θα καταλάβει διάφορες διπλωματικές ή εκπαιδευτικές θέσεις: θα εργαστεί στη Ρόδο, στο Βελιγράδι, στην Αργεντινή, στην Κύπρο μεταξύ 1953 και 1956, την πιο ταραγμένη και οδυνηρή περίοδο της πρόσφατης κυπριακής ιστορίας. Θα παντρευτεί τέσσερις φορές, θα αποκτήσει δυο κόρες και, λίγο πριν από τον θάνατό του, το 1990, θα θρηνήσει την αυτοκτονία της μικρότερης, της Σαπφώς. Μεγάλο μέρος της ζωής του πέρασε στην Προβάνς της Γαλλίας, όπου εγκαταστάθηκε στα τέλη της δεκαετίας του '50 και έζησε ώς τον θάνατό του.


Ο Ντάρελ αναζητεί συνεχώς την ταυτότητά του ως συγγραφέα, αυτή όμως είναι τόσο πολυπλόκαμη, ώστε παραμένει, ώς το τέλος, ρευστή. Ο σοβαρός αφηγητής του «Μαύρου βιβλίου» συνυπάρχει με τον Ντάρελ που έγραψε το ελαφρό ρομάντσο «Pied piper of lovers» (1935) ή τους «Λευκούς αετούς πάνω από τη Σερβία», μια ιστορία περιπέτειας αντλημένη από τη γιουγκοσλαβική του εμπειρία. Υπάρχει ο ψευδώνυμος (ως Τσαρλς Νόρντεν, ήρωας από τον «Τροπικό του Καρκίνου» του Μίλερ) Ντάρελ του θρίλερ «Ανοιξη πανικού» (1937), και ο κοινωνικός σατιριστής του «Σκοτεινού λαβυρίνθου» (1947). Υπάρχει ο μαγευτικός κοσμοπολίτης αφηγητής του «Αλεξανδρινού Κουαρτέτου» και ο σαρκαστής της βρετανικής διπλωματίας, στις ιστορίες που αποτελούν τη συλλογή «Προσοχή στα προσχήματα». Αλλά την πρωτεϊκή του φύση την αναγνώριζε και ο ίδιος. «Επρεπε να πληρώσω και για τα παπούτσια του μωρού», έγραφε απολογούμενος στον Μίλερ, το 1958. «Αυτό, βέβαια, μάλλον μπερδεύει τους αναγνώστες μου, που δεν μπορούν να καταλήξουν αν είμαι ο Π.Τζ. Γούντχαουζ ή ο Τζέιμς Τζόις, ή τι διάολο είμαι, τέλος πάντων». Ομως, μια παλαιότερη εξήγησή του για τη χρήση του ψευδωνύμου Τσαρλς Νόρντεν ίσως πλησιάζει περισσότερο την αλήθεια: «Ο Νόρντεν είναι το είδωλο που χρειάζομαι -όχι για τα χρήματα ή για τους ψευδείς λόγους που συχνά επικαλούμαι- αλλά απλώς για την επαφή μου με τον πραγματικό κόσμο. Είμαι στ' αλήθεια τόσο μόνος, που φοβάμαι λιγάκι μήπως τρελαθώ. Ο Νόρντεν μπόρεσε να με αγκιστρώσει στην καθημερινότητα. Αλλά τον προσωπικό μου αγώνα κανείς δεν θα μπορέσει πραγματικά να καταλάβει».


Το «Αλεξανδρινό Κουαρτέτο», λοιπόν, το ολοζώντανο αριστούργημά του, δεν ήταν μονάχα καλλιτεχνική, αλλά και προσωπική κατάδυση στον πολυδιασπασμένο και πολυδιάστατο εαυτό του. Τετραλογία που κλιμακώνεται στον θάνατο, το μυθιστόρημα εκτυλίσσεται στην Αλεξάνδρεια λίγο πριν ξεσπάσει ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος. Ιουστίνη, Μπαλτάσαρ, Μαουντόλιβ και Κλέα, τα πρόσωπα που δίνουν το όνομά τους στα βιβλία του έργου, συνδέονται με ένα δίχτυ πολιτικής και ερωτικής ίντριγκας και κάθε βιβλίο αποκαλύπτει και μια διαφορετική πλευρά της αλήθειας. Αντικειμενική αλήθεια δεν υπάρχει, γιατί η ουσία της αλήθειας λανθάνει μέσα στην πολλαπλότητά της. Κι έτσι, η οπτική γωνία του αφηγητή (Ντάρλι) αλλάζει από βιβλίο σε βιβλίο: ο «Μπαλτάσαρ» αμφισβητεί την «Ιουστίνη», ο «Μαουντόλιβ» δίνει τα γεγονότα «γυμνά» και η «Κλέα» μιλάει για το ταξίδι αυτογνωσίας του συγγραφέα. Οι συμβατικές διακρίσεις -μείζονες και ελάσσονες χαρακτήρες, κύρια και δευτερεύουσα πλοκή- δεν υφίστανται εδώ. Πολλοί ήρωες εξαφανίζονται και αναδύονται και πάλι, με διαφορετική μορφή. Η ίδια η Αλεξάνδρεια είναι ο πέμπτος ήρωας του βιβλίου - η πόλη της γνώσης, των βιβλίων, της ιστορίας.


Πολλοί είπαν πως ο Ντάρελ με το «Κουαρτέτο» επανεπινόησε το μυθιστόρημα· το βέβαιο είναι πως επανεπινόησε τη λειτουργία του μυθιστορηματικού χαρακτήρα. Οι αναζητήσεις των πρωταγωνιστών του δεν ακολουθούν ακριβώς το πρότυπο του δυτικού ήρωα: τα ταξίδια τους μάλλον αναφέρονται και ανακαλούν την κίνηση της ψυχής στη μετενσάρκωση. Δεν είναι τυχαίο που στην πρώτη εκδοχή τής «Ιουστίνης» ο Ντάρελ είχε δώσει τον τίτλο «Το βιβλίο των νεκρών». Το «Κουιντέτο της Αβινιόν», η πενταλογία πού θα ακολουθήσει το «Κουαρτέτο», επίσης καταπιάνεται με τον θάνατο. «Το βασικό τραύμα, η βασική νεύρωση στη ζωή είναι ο θάνατος», είχε πει κάποτε σε μια συνέντευξή του ο Ντάρελ. «Μονάχα όταν καταφέρει κανείς να τον υπερβεί, αντιμετωπίζοντας την πραγματικότητά του και καθυποτάσσοντας το ατίθασο εγώ του, μπορεί να φτάσει στην ουράνια αρμονία -το αντίθετο του εγωτισμού- και να κολυμπήσει μέσα στο συνεχές».


Πάθος για τα νησιά


Το 1978, πολύ νέος και ως εκ τούτου αδίστακτα εικονοκλάστης, ο νυν διευθυντής του «T.L.S.» Πίτερ Στόδαρντ είχε καταπιαστεί με το νεοεκδομένο τότε έργο του Λόρενς Ντάρελ «Τα ελληνικά νησιά», που τότε είχε σημειώσει μεγάλη εμπορική επιτυχία. Ενα απόσπασμα εκείνης της αυθάδους, αλλά στην πραγματικότητα συνεπαρμένης κριτικής, δείχνει πώς προσλάμβαναν το «νταρελικό» κοσμοείδωλο οι νέοι της εποχής. Προέρχεται από το βιβλίο του Στόδαρντ «Books and Bookmen»:


Μέσα στα χρόνια, η μανία του Ντάρελ με τα νησιά έχει εκδηλωθεί με τον ποιμενικό οπτιμισμό του κερκυραϊκού του ειδυλλίου «Στη Σπηλιά του Πρόσπερου», με την απαισιόδοξη ματιά της ροδίτικης περιήγησης «Η θαλάσσια Αφροδίτη», με τη θλιβερή προσγείωση στην πραγματικότητα που διαπερνά το κυπριακό χρονικό τού «Πικρολέμονα». Μ' αυτό το βιβλίο καταθέτει τις εμπειρίες του από όλα τα ελληνικά νησιά, φανερώνοντας ότι η «νησιωτομανία», αντί να κατακλύζει το θύμα της λόγω ηλικίας, αδυνατίζει και γερνάει μαζί του. Τα «Ελληνικά νησιά» αποκαλύπτουν έναν Ντάρελ λιγότερο μονομανή και περισσότερο φιλοπαίγμονα.


Ο Ντάρελ επιδιώκει να απαντήσει σε δύο ερωτήματα στα οποία ενδεχομένως ζητούν απαντήσεις οι τουρίστες-θαυμαστές του: Τι θα χαιρόσασταν να μάθετε ευρισκόμενοι στο τοπίο του πόθου σας και τι θα σας στενοχωρούσε να χάνατε; Διαβάζοντας το βιβλίο δύσκολα μπορεί κανείς να αποφύγει το αίσθημα ότι όντως ταξιδεύει. Ο τόνος της πρόζας και των σχολίων του Ντάρελ παραμένει σταθερά συντονισμένος με το εναλλασσόμενο σκηνικό, καθώς μεταφέρει τον αναγνώστη από τη λαμπρή Κέρκυρα, μέσα από τις ανεμοδαρμένες Σποράδες και το φρυγμένο ιερό τοπίο της Δήλου, στη Σαλαμίνα, τις Σπέτσες και την Αίγινα, νησιά που είναι κάτι περισσότερο από εξοχικά προάστια της Αθήνας. Και φυσικά ο συγγραφέας παραμένει εύθυμα αδιάφορος ως προς τις αυστηρά ταξιδιωτικές πληροφορίες, για τις οποίες ενδεχομένως θα ενδιαφερόταν ο τουρίστας-αναγνώστης του.


Ομως, μετά τα πρώτα λίγα κεφάλαια, πρέπει να παραδεχτώ ότι η πρωτεϊκή παρουσία του Ντάρελ άρχισε να με εκνευρίζει. Οχι μόνο προσπαθεί να αλλάξει τη συγγραφική του φωνή όσο συχνά αλλάζει καράβια, αλλά υπάρχει επίσης ένας σκληρός πυρήνας «νταρελισμού» που παραμένει εξίσου ενοχλητικά απαράλλακτος -για παράδειγμα, ο φιλόλογος-ταξιδιώτης, που μου υποδεικνύει ότι υπάρχει κάτι άφθαρτο και ακατάλυτο στην ελληνική γλώσσα, επειδή οι σύγχρονοι σπουδαστές των νέων Ελληνικών αρχίζουν με τη μελέτη της αρχαίας γραμματικής, ενώ θα ήταν αδύνατον για έναν Ελληνα να μάθει αγγλικά από τον Τσόσερ. Για προσπαθήστε να μάθετε νέα Ελληνικά από τον Ησίοδο, μπαίνω στον πειρασμό να φωνάξω. Και αν υπάρχει μία ακόμη δυσάρεστη περσόνα του συγγραφέα, αυτή είναι του μυστικιστή-ταξιδιώτη...


Θα ήταν άδικο, ωστόσο, να μην αναφέρουμε τις εξαιρετικές περιγραφικές σελίδες του βιβλίου. Ο Ντάρελ μπορεί να εμφυσήσει ζωή στα πορτρέτα των απλών καθημερινών ανθρώπων της Ελλάδας, από τους μοιρολάτρες σφουγγαράδες της Καλύμνου ώς τους καλόγερους της Χίου που ντρέπονται να φωτογραφηθούν. Και υπάρχουν μέρη, ιδίως μερικά από τα βραχονήσια του Αιγαίου, τα οποία, αντίθετα από τα κοινά δέντρα της Κω, αναδίνουν, μέσα από την πένα του Ντάρελ, μια μαγεία απόλυτη.


ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΣΧΙΝΑ, ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 27/04/2007


Κριτική:


Τα νησιά μας σε ενεστώτα διαρκείας από τον Λόρενς Ντάρελ


Οι Έλληνες κάνουν ακόμη σπονδές


ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΡΙΑΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ Ο ΒΡΕΤΑΝΟΣ
ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ ΛΟΡΕΝΣ ΝΤΑΡΕΛ (1912- 1990)
ΑΝΑΘΕΡΜΑΝΕ ΤΙΣ ΠΛΟΥΣΙΕΣ ΓΝΩΣΕΙΣ ΚΙ
ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ ΤΟΥ ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ
ΝΗΣΙΑ ΚΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕ ΝΑ ΣΥΝΤΑΞΕΙ ΕΝΑΝ ΕΥΧΡΗΣΤΟ
ΟΣΟ ΚΑΙ ΠΙΚΑΝΤΙΚΟ ΟΔΗΓΟ ΓΙΑ
ΤΟΝ ΕΠΙΔΟΞΟ ΕΠΙΣΚΕΠΤΗ ΤΟΥΣ. ΤΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ
ΞΕΠΕΡΑΣΕ ΚΑΤΑ ΠΟΛΥ ΤΙΣ
ΠΡΟΣΔΟΚΙΕΣ ΤΟΥ ΠΑΡΑΓΓΕΛΙΟΔΟΤΗ ΤΟΥ.


Τι αναμένει ο σύγχρονος τουρίστας από έναν οδηγό; Ανάλογα με τον τουρίστα. Ο βιαστικός κι επιδερμικός, εκείνος που συνήθως προτιμάει να ταξιδεύει με οργανωμένα γκρουπάκια, αρκείται στην αναγραφή των αστέρων δίπλα από κάθε ξενοδοχείο. Ο πιο υποψιασμένος- αλλά και πιο καχύποπτος- επιλέγει οδηγούς τύπου Lonely Ρlanet που δεν θα παραλείψουν να τον προειδοποιήσουν ποιες γειτονιές ενδείκνυται να αποφύγει και πόσο «καπέλο» θα του φορέσουν οι ταξιτζήδες. Καμία από τις ανωτέρω ιδιοσυγκρασίες δεν πρόκειται να μείνει ικανοποιημένη από τον οδηγό του Ντάρελ. Ο Λόρενς δείχνει να απευθύνεται σε μια τρίτη κατηγορία τουρίστα- περιηγητή, για την ακρίβεια- που τείνει προς ολική εξαφάνιση. Εκείνου που δεν οχυρώνεται πίσω από την κάμερά του και δεν της εκχωρεί τη δική του όραση- ούτε και καμία από τις υπόλοιπες αισθήσεις του. Εκείνον που δεν κατακερματίζει τον χρόνο του- και τον τόπο που παρατηρεί- σε αόριστο, ενεστώτα και μέλλοντα. Εκείνον που αντιλαμβάνεται τις στρώσεις της ιστορίας ως φέτες ενός αέναου παρόντος. Ενός ενεστώτος διαρκείας.
Διευκολύνει εν προκειμένω αυτή την αντιληπτική στάση και η ιδιοσυγκρασία του συγγραφέα. Ο Γιώργος Σεφέρης, που είχε την τύχη να γνωρίσει τον Λόρενς Ντάρελ- και τούμπαλιν- διέγνωσε επακριβώς την πεμπτουσία του χαρακτήρα του: «Υπάρχει στο βάθος του ταμπεραμέντου του Ντάρελ μια πίστη στη χαρά, ένας μυστικισμός χαράς». Αυτός ο γελαστός μυστικισμός- πόσοι μυστικισμοί άραγε μπορούν να υπερηφανευτούν για ανάλογες σπονδές στη χαρά;- σε συνδυασμό με την εντυπωσιακή αρχαιογνωσία του και τη «νομαδική» του κλίση- τυπικό βρετανικό κουσούρι πάλαι ποτέ- τον καθιστούν ικανό να συνδυάζει κατά τρόπο εκπληκτικό τα ερεθίσματα που προσλαμβάνει και να τα συστεγάζει στην ίδια κιβωτό: «Το παρελθόν και το παρόν», γράφει αναφερόμενος στην Κρήτη, «ενώνονται με τόσες λεπτές κλωστές. Θα δεις, για παράδειγμα, κάποιον γέρο αγρότη να γεμίζει το ποτήρι του και, πριν το φέρει στα χείλη του, να αφήνει να πέσουν μερικές σταγόνες στο χωμάτινο δάπεδο του μαγαζιού. Η σπονδή είναι κάτι σύγχρονο, όπως και ο ψίθυρος που σημαίνει κάτι σαν “καλή τύχη”. Ο γέρος μπορεί να μην έχει επίγνωση της ηλικίας της χειρονομίας ή της προέλευσής της. Στην Κρήτη- και στην πραγματικότητα στην Ελλάδαη κλίμακα των πραγμάτων είναι τόσο μικρή και τόσο ανθρώπινη, που τα παλιά μνημεία και το σύγχρονο σκηνικό μοιάζουν να έχουν βγει από το ίδιο παράξενο αυγό».
Η ικανότητα του Ντάρελ να εντοπίζει και να καταδεικνύει τη διαχρονική ρευστότητα- «εδώ ζεις στο παρτέρι της ελληνικής μυθολογίας και ποίησης, στις οποίες αργά ή γρήγορα ενδίδεις επειδή συνειδητοποιείς ότι όλοι αυτοί οι καρποί της λαμπρής ανθρώπινης φαντασίας δεν είναι φανταστικές χίμαιρες, αλλά απλά γεγονότα - τα γεγονότα της ελληνικής ζωής και της ελληνικής φύσης»- δεν τον εμποδίζει και να διακρίνει παράλληλα και τις αμετάκλητες μεταλλάξεις στην ελληνική ψυχοσύνθεση «έπειτα από σχεδόν 2.000 χρόνια μονοθεϊσμού και μονοσεξουαλικότητας». Εντυπωσιακότερο ωστόσο από το τι αλλάζει παραμένει το τι... δεν αλλάζει- όπως τα αισθήματα φιλοξενίας και γενναιοδωρίας: «Ακόμη και σήμερα είναι επικίνδυνο να εκφράσεις θαυμασμό για κάποιο αντικείμενο, γιατί σίγουρα θα το βρεις στις βαλίτσες σου ως αποχαιρετιστήριο δώρο όταν φύγεις. Δεν μπορείς να αρνηθείς. Είναι ανένδοτοι. Ήξερα μια γυναίκα που απέκτησε ένα μωρό έτσι».


«ΓΕΝΗΘΗΤΩ ΓΑΪΔΑΡΟΣ»


Στην Ελλάδα, κάθε σπίτι, κάθε βάρκα, κάθε γάιδαρος είναι αρχέτυπα, λέει ο Λόρενς Ντάρελ (κάτω).

Ο οδηγός του Νταρέλ βρίθει από επιμέρους ευφυείς ανθρωπομορφικές παρατηρήσεις- «η Ζάκυνθος (μετά τον μεγάλο σεισμό του 1953) είναι σαν μια όμορφη γυναίκα που της έριξαν βιτριόλι στο πρόσωπο», «τα Δωδεκάνησα απλώνονται ή σέρνονται, κατά μήκος της συνοφρυωμένης Τουρκίας», «η παιδεραστία διείσδυσε στον αρχαιοελληνικό πολιτισμό ως αναγκαίο γνώρισμα των ανώτερων πολιτών: ήταν μια μορφή ιπποσύνης, που καθαγίαζε την αρετή»-, αλλά δεν διστάζει και να κατονομάσει την, κατά τη γνώμη του, ειδοποιό διαφορά της Ελλάδας από τις άλλες μεσογειακές χώρες: «Η Ιταλία δεν έχει τέτοιο φως, ούτε και η Ισπανία. Τα λουλούδια, τα σπίτια και τα σύννεφα μας παρατηρούν μ΄ ένα φωτοηλεκτρικό κύτταρο- που είναι ταυτόχρονα ουσιώδες και κάπως άυλο. Κάθε κυπαρίσσι είναι το μόνο κυπαρίσσι που υπάρχει. Κάθε βάρκα, κάθε σπίτι, κάθε γάιδαρος είναι αρχέτυπα- ένα πλατωνικό πρότυπο μιας ξαφνικής επινόησης· ίσως να είναι η εντελώς αυθαίρετη επινόηση κάποιου οκνηρού θεού, λες και είπε “Γενηθήτω γάιδαρος”...».


Μπορούν να πεθάνουν από νοσταλγία


Μολονότι ο Λόρενς Ντάρελ, εν έτει 1977, από το απάγκιό του στην Προβηγκία, υποστηρίζει ότι «θα περάσει πολύ καιρός μέχρι η Ελλάδα να εκσυγχρονιστεί πλήρως με την κακή έννοια», εμείς αντιλαμβανόμαστε ότι είναι προσκολλημένος στην πρώτη Ελλάδα που γνώρισε, την Ελλάδα του Μεσοπολέμου: «Στη δεκαετία του ΄30 [...] ψυγείο μας ήταν το κοντινότερο πηγάδι- ή ακόμα και η θάλασσα-, κι εκεί μέσα βάζαμε μπουκάλια και τα τρόφιμα που αλλοιώνονται· η γιαγιά του χωριού ήταν το πλυντήριό μας, και μάλιστα ήταν ένα εξαιρετικό πλυντήριο (και μας έλεγε κι ευχαριστώ για τα λεφτά που της δίναμε), έστω κι αν μερικές φορές κολλούσαμε ασήμαντες παιδικές ασθένειες, όπως ελμίνθες ή βουβωνική τριχοφυτία, από τα κακοπλυμένα ρούχα». Ο Ντάρελ είναι ένας αδιόρθωτος νοσταλγός και, υπό αυτό το πρίσμα, ένας αδιόρθωτος «Έλληνας».
Ακούστε τα δικά του λόγια: «Η ελληνική φυλή είναι η μόνη φυλή που έχω συναντήσει μέχρι τώρα που οι άνθρωποι πραγματικά μπορούν να μαραζώσουν και να πεθάνουν από τη νοσταλγία· το έχω δει με τα ίδια μου τα μάτια πάνω από μία φορά».


Πέτρος Τατσόπουλος, Τα Νέα, 21/7/2007

Κριτικές

Όμορφες σελίδες για τα ελληνικά νησιά γραμμένες από έναν άνθρωπο που λάτρεψε το ελληνικό φως και την ελληνική θάλασσα. Αν και γραμμένο πριν καμιά τριανταπενταριά χρόνια το βιβλίο διατηρεί τη φρεσκάδα του και το ενδιαφέρον του. Ασφαλώς αποτελεί κάτι πολύ παραπάνω από έναν ταξιδιωτικό – τουριστικό οδηγό για τα ελληνικά νησιά. Ο σ. εμπλέκει στην αφήγηση προσωπικές εντυπώσεις, εμπειρίες, κρίσεις και σκέψεις, μυθολογικά και γεωμορφολογικά στοιχεία καθώς και ανθρωπολογικά δεδομένα, όμως εκείνο που μένει κυρίως στον αναγνώστη είναι ο ανυπόκριτος θαυμασμός του για το φυσικό κάλλος του Ιονίου και Αιγαίου πελάγους.
Ένας πολύ καλός σύντροφος, ιδιαίτερα για τον καλοκαιρινό ταξιδευτή των ελληνικών θαλασσών.
Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!