Φωτεινή μαγική

Μυθιστόρημα
Υπάρχει και μεταχειρισμένο με €6.40
93634
Συγγραφέας: Νόλλας, Δημήτρης
Εκδόσεις: Καστανιώτης
Σελίδες:141
Ημερομηνία Έκδοσης:01/05/2000
ISBN:9789600327632


Εξαντλημένο από τον Εκδοτικό Οίκο

Περιγραφή


Είχα να κάνω με κάποιον, συνήθιζε να γκρινιάζει η Μάρθα, όταν τύχαινε να ξυπνήσει από εφιάλτη βαρύ κι από τον οποίο μόνο τον τρόμο συγκρατούσε. Ο θετός γιος της, ο Άλκης, ξεκινάει τη βόλτα του μέσα στη μοίρα με την απορία για τον τρόπο του ηθοποιού -για τη μέθοδο της "υποκρισίας". Ρωτάει το θείο του: "Πώς γίνεται και δεν τρελαίνεσαι, όταν περνάς τη μισή σου ζωή παριστάνοντας κάποιον άλλο ή προβάροντας να γίνεις κάποιος άλλος;" Η Σβέτα, ο
έρωτας του Άλκη. Μια γυναίκα από την ρημαγμένη Ανατολή. Μια ερωμένη-μάνα, εξαίσια και επικίνδυνα φυσικότερη από τη θετή. Ριγμένη από την καταιγίδα των ιστορικών ανατροπών μέσα σε μία ήδη "εκκρεμή" ελληνική οικογένεια. Σίγουρα το "Άλλο" αλλά και το "ξένο παρελθόν" κι η "αλλότρια στάση" που θα αναστατώσουν το "δικό μας", τα "παρελθόντα" μας και τα παρόντα μας. Θα αναδιατάξουν τις θέσεις μας. Ώς εκεί που όλα μένουν μονάχα οικοδομικά υλικά ενός θεατρικού κειμένου. Τίποτα άλλο. Ώς εκεί που ο Άλκης θα πεταχτεί, παραμονή Πρωτοχρονιάς, για να προλάβει ένα μαχαίρι, που είχε χρόνια πριν ξεκινήσει σημαδεύοντας.







Αποσπάσματα από το βιβλίο




Το πρώτο φως



... Το παλληκάρι που είχα γνωρίσει πριν από λίγους μήνες, σ' εκείνο τον κύκλο ομαδικής θεραπείας, με είχε βοηθήσει αποτελεσματικά, παρ' όλο που ο ίδιος το αγνοούσε. Αυτός ο τύπος θεραπείας είχα την εντύπωση πως ήταν μια μέθοδος ξεπερασμένη, που δεν εφαρμόζεται πλέον, τουλάχιστον όπως πριν από είκοσι χρόνια, όμως εμπιστεύθηκα τον ψυχαναλυτή που μου 'χε προτείνει την συγκεκριμένη ομάδα, καθώς, έχοντας δοκιμάσει τα πάντα, προσπαθούσα να απαλλαγώ από μια σειρά εμμονών μου, οι οποίες είχαν αρχίσει να αγγίζουν την ψύχωση.


Ο νέος αυτός ήταν πάνω από είκοσι ετών και συμμετείχε στην ίδια ομάδα, χωρίς όμως να δείχνει πως τον ενδιέφερε τι γινόταν εκεί μέσα.


Συχνά εμφανιζόταν σαν να έψαχνε κάποιον μέσα σ' ένα άδειο καφενείο ή ένα βαγόνι τραίνου, κι άλλες φορές έδινε την εντύπωση πως δεν επρόκειτο καν να καθήσει στη θέση του, καθώς διέσχιζε την αίθουσα ψιθυρίζοντας μια καλησπέρα. Απ' τον γιατρό έμαθα πως είχε νοσηλευθεί για λίγους μήνες και είχε απαλλαγεί απ' την στρατιωτική του θητεία.


Δεν μπορούσα ν' αφήσω αυτή την ουρανόσταλτη ευκαιρία να πάει χαμένη, καθώς εκείνο τον καιρό σχεδίαζα ένα καινούργιο θεατρικό έργο και έκανα την απαραίτητη έρευνα. Τα στοιχειώδη. Είχα κουραστεί να αφήνω την φαντασία μου να μπερδεύεται με τις ιδεοληψίες μου και το μείγμα να ανεβοκατεβαίνει, όταν δεν μπαινόβγαινε, ανεξέλεγκτο σε λευκές κόλες. Στο παρελθόν είχε καταστροφικά αποτελέσματα. Αυτήν τη φορά χρειαζόμουν στοιχεία. Έπρεπε δραματουργικά το έργο να είναι σαν τη ζωή την ίδια, το πραγματολογικό μου υλικό σαν οπλισμένο σκυρόδεμα. Ή έστω να διαθέτει την αντοχή του. Κανείς και τίποτα να μην μπορεί να το διαπεράσει τουλάχιστον για τα προσεχή εκατό χρόνια. Για όσον καιρό αντέχει το μπετόν. Όσο για το «άλλο», πρέπει να εμπιστεύεται κανείς τον εαυτό του.


Όταν θέλησα να μάθω τ' όνομά του, με τρόπο ακατανόητο μου είπε, «Με φωνάζουν Άλκη». Ήταν ευγενικός και με τα λόγια μετρημένα όταν τον πλησίασα και ενδιαφέρθηκα για τη ζωή του στην κλινική.


«Δεν μ' αρέσουν εμένα κάτι τέτοια», είπε μια μέρα. «Δεν μ' αρέσουν καθόλου κάτι τέτοια», είχε επαναλάβει.


Πριν εξαφανιστεί απ' τις συναντήσεις της ομάδας, μου είχε εκμυστηρευθεί πως μόλις τα 'χε φτιάξει με μια ξένη, «μια επιστήμονα», όπως υπογράμμισε με έμφαση, και η οποία φαντάζομαι πως μάλλον θα πρέπει να καθάριζε κλιμακοστάσια και εισόδους πολυκατοικιών».


Εδώ και αρκετό καιρό συνέλεγα οτιδήποτε είχε να κάνει με την παρουσία των ξένων στην Ελλάδα. Αποδελτίωνα πάσης φύσεως αποκόμματα εφημερίδων και περιοδικών και κρατούσα σημειώσεις από τις ελάχιστες προσωπικές μου εμπειρίες. Συνήθιζα να κυκλοφορώ στα μέρη όπου συχνάζουν εργάτες, υπηρέτριες, νοσοκόμες, νταβατζήδες και τεκνά, καθώς και νοικοκυραίοι, ένας ολόκληρος κόσμος, και κατέγραφα άλλοτε στο μπλοκάκι κι άλλοτε σ' ένα μικρό μαγνητόφωνο ομιλίες και επιφωνήματα. Δεν έβγαζα πολλά πράγματα απ' αυτή την ταλαιπωρία, πέρα από μια αίσθηση, μια μουσική, χωρίς να γνωρίζω πόσο χρήσιμη μου ήταν. Ώς και μυθιστορήματα είχα διαβάσει, αν και συνήθως αποφεύγω αυτή την νεοελληνική φρίκη της φρίκης, όταν μάλιστα βρίσκομαι κοντά στην τελική φάση της γραφής ενός έργου μου, γιατί αυτά τα βιβλία θα μπορούσαν να ξεστρατίσουν ακόμη κι έναν άνθρωπο που γνωρίζει στοιχειώδη γράμματα.


Έτσι κι αλλιώς ο φάκελος των σημειώσεών μου φούσκωνε με ιδέες απ' τα ψιλά των εφημερίδων και τα κραυγαλέα τηλεοπτικά ρεπορτάζ, παρά από τα μυθιστορήματα που είχαν τους ξένους για θέμα τους. Τον είχα βαφτίσει «Ο Ξένος» για να τον ξεχωρίζω από τους άλλους φακέλους που περίμεναν τη σειρά τους, και τον είχα τοποθετήσει στο κάτω ράφι, διαστάσεων 80x20 και ύψους 19 εκατοστών, μιας βιβλιοθήκης από μελαμίνη. Ό,τι περίσσευε στοιβαζόταν στο πάτωμα.


Ο Άλκης αποδείχθηκε εντέλει πως ήταν το έναυσμα, η πιστολιά εκκίνησης για το έργο μου. Κόλλαγε τέλεια. Η παρουσία του και οι λίγες κουβέντες που προλάβαμε να ανταλλάξουμε ήταν αυτό που έλειπε από το χαρτομάνι που μαζευόταν στο γραφείο μου και το οποίο, με τον τρόπο που ψάχνει τις χαραμάδες ο κινούμενος πολτός, είχε αρχίσει να γλιστράει προς την μπαλκονόπορτα. Σαν να ήταν προορισμός του να κρεμαστεί απ' το μπαλκόνι και να χαθεί στο κενό πάνω από την οδό Ουράνη. Απελπιστική προοπτική ένα τέτοιο φριχτό ναυάγιο.


Κι ύστερα ξαφνικά χάθηκε.


Κάτω από την πίεση αυτής της απώλειας άρχισα να αναπτύσσω τον πυρήνα της ιστορίας μου, που εξελίχθηκε και ολοκληρώθηκε μέσα σε αφάνταστα λίγες μέρες, καθώς ωρίμαζε μέσα μου για πολύ καιρό. Είχα καταφέρει να στήσω ένα έργο σύγχρονο, με συναρπαστική πλοκή και αδρούς χαρακτήρες. Δεν έμενε παρά να βρεθεί ένα θέατρο να το ανεβάσει.


Δεν μπορούσα να φανταστώ πως η απόφασή μου, ανήμερα εκείνης της Πρωτοχρονιάς, θα με έφερνε τόσο κοντά στην πραγματοποίηση των σχεδίων μου από την μια μεριά και στο παρελθόν μου από την άλλη.


Πριν καταλήξω στο Χίλτον ή σε κάποιο άλλο μεγάλο ξενοδοχείο, όπου, εκτός απ' τα συνηθισμένα λούσα της παραμονής, την άλλη μέρα προσφέρουν και ένα υβρίδιο πρωινού και μεσημεριανού γεύματος στη συσκευασία του ενός, θέλησα να πιω έναν καφέ στο Ζάππειο. Και τον είδα να 'ρχεται. Μαζί του είδα και την τύχη μου.


Τον είδα να 'ρχεται από μακρυά, με τα χέρια στις τσέπες, και τον ανεγνώρισα αμέσως, παρ' όλο που είχα να τον συναντήσω πάνω από τριάντα χρόνια. Τον θυμόμουν όμως πάντα. Εμπλεκόταν στον πρώτο θρίαμβό μου, υπήρξε η πρώτη συνειδητοποιημένη επιτυχία μου και κάτι τέτοιο δύσκολα ξεχνιέται. Δεν ήταν και μικρό πράγμα να σ' έχουν παντελώς αποκλείσει απ' τη διανομής μιας σχολικής παράστασης, λόγω ύψους και μιας καταραμένης κύφωσης, και την τελευταία στιγμή να καλείσαι να αντικαταστήσεις τον Καψολαίμη στον ρόλο του Καραϊσκάκη.


«Είχα φάει τον Καψολαίμη, τον είχα τσακίσει, τον είχα πατήσει χάμω, τον είχα κόψει φέτες φέτες τον Καψολαίμη, τον είχα κάνει κιμά. Λειώμα τον είχα κάνει τον Καψολαίμη. Τον γάμησα», συνέχιζα να επαναλαμβάνω τουλάχιστον μέχρι τις πρώτες τάξεις του γυμνασίου, αρκετό διάστημα για να πάρω τη δύναμη που χρειαζόμουν στην εφηβεία.


Αυτός βέβαια δεν θα ήταν αρκετός λόγος για να θυμάμαι σήμερα και το πρόσωπό του, καθώς είχαν μεσολαβήσει τόσα χρόνια. Η φωτογραφία του όμως, όπως και το χαρακτηριστικό όνομά του, εμφανιζόταν πότε πότε στις εφημερίδες συνήθως με αφορμή διάφορες επιθέσεις του προς το Υπουργείο Πολιτισμού, επειδή ο θίασός του τύχαινε να αποκλειστεί από κάποιο κρατικό θέατρο, ή του είχαν αρνηθεί μια επιχορήγηση ή ένα βραβείο και όλα αυτά μου φρεσκάριζαν τη μνήμη, υπενθυμίζοντάς μου τον άνθρωπο που είχα καταφέρει να ποδοπατήσω σε τρυφερή ηλικία.


Δεν διέφερε πολύ από την εικόνα που είχα συγκρατήσει γι' αυτόν και του το είπα. Του θύμισα το όνομά μου, για το οποίο δεν φαινόταν να διατηρεί την παραμικρή ανάμνηση. Δεν πτοήθηκα και του ευχήθηκα καλή χρονιά, εξηγώντας του με λίγα λόγια το δραματουργικά ενδιαφέρον θέμα του έργου μου. Χωρίς να τον πιέσω, μου υποσχέθηκε να το διαβάσει αν του το έστελνα σύντομα. Πρόσθεσε μάλιστα πως η πρότασή μου ερχόταν την κατάλληλη στιγμή. Δεν ξέρω αν το εννοούσε ή το έλεγε για να με αποφύγει...




Τα ημερολόγια



απόπειρες 30 Δεκεμβρίου 199-



Τι πράμα κι αυτό το πρωτοχρονιάτικο πάρτυ μάντρωμα. Κόπωση. Το 'χω ξαναδεί το έργο. Το μπαλάκι να πετάει μια εδώ και μια εκεί. Και πάντα οι δυο εις βάρος του τρίτου. Σαν ένα τρίγωνο που δεν μπορεί να μείνει στη θέση του. Και οι πλευρές του να βρίσκονται σε διαρκή κίνηση. Κι αυτή η ιστορία με το μαγαζί. Μια ζωή μιλάνε και αραδιάζουν επιχειρήματα, παρακάλια και καλυμμένες απειλές. Κολλημένοι. Έχουν μάθει όμως κάθε Πάσχα και Πρωτοχρονιά ο Αλκης. Στις τρεις κουβέντες η μία το όνομά μου. Ο Άλκης να σπουδάσει. Ο Άλκης να πάει στο Λονδίνο. Ο Αλκης να κάνει αυτό κι ο Άλκης να κάνει εκείνο. Για πλάκα το λένε, κάνουν πλάκα μεταξύ τους. Εγώ δεν κολλάω στα δικά τους. Έφτασε να σκεφτεί ο αρχιάρρωστος. Για να διαιωνίσει την εκμετάλλευση του ακίνητου, έφτασε να σκεφτεί να συνεταιριστεί μαζί μου. Το 'λεγε πριν ένα μήνα στη Ρούλα. Ξέρει πως είμαστε φιλαράκια και της το 'πε για να μετρήσει αντίδραση. Άλλο ψώνιο κι αυτή. Παράτησε το πανεπιστήμιο γιατί την είχε μουρλάνει στο χέρι και στις ανωμαλιάρικες φάσεις ένας γέρος καθηγητής της. Κι έπεσε στο θέατρο. Στα νύχια του Καψολαίμη. Την περνάει είκοσι χρόνια και γκομενιάζει, ο ρόμπας.



Κι η Σβέτα πόσα χρόνια με περνάει;


Τι μπορεί να κατεβάζει το ψώνιο. Για να γαντζωθεί πάνω σε μια σκηνή και να μας την παίζει. Και νομίζει θα παραμυθιάσει την αδερφή του. Πως τάχα να. Και ορίστε, το μερίδιό σου δεν είναι για πέταμα. Αφού μπαίνει το παιδί σου συνεταίρος. Με λέει «παιδί σου»! Δε μασάμε όμως, διαθέτουμε και Νίκο. Πού το γλεντάει υπογείως και χαίρεται αφάνταστα κάθε φορά που η καινούργια παράσταση φουντάρει. Τον τρέχει σαν τη γάτα. Και του το δείχνει με κάθε τρόπο. Μόνο κατάμουτρα δεν του το λέει.


Συχνά αναρωτιέμαι πού βρέθηκαν όλοι αυτοί γύρω από μια ταβέρνα που κατέληξε θέατρο. Παλιότερα θα πρέπει να τους έδινε και κάνα πιάτο φαΐ αυτή η φάση. Σήμερα όμως μόνο γκρίνια και μπαγιάτικους ρόλους μπορεί να τους προσφέρει. Εκτός κι αν πάω προβοκάτσια φορώντας το κίτρινο γιλέκο. Θέλει σκέψη.


Η ηλικία δεν μπαίνει ανάμεσά μας. Έχω τα χρόνια της εγώ. Η Σβέτα είναι εγώ.


Άγιος Στέφανος 18 Οκτωβρίου 199-



Η γαλήνη. Σήμερα που τη βρήκα νόμισα ήμουν σε διαστημόπλοιο μέσα. Όλα ακίνητα κι εγώ πετούσα χορευτικά. Σα να μην υπήρχε αέρας, φως, χτες, τώρα και του χρόνου. Όλα μοιάζαν σήμερα χωρίς τέλος. Μόνο εγώ κι αυτή. Είπαμε να παντρευτούμε. Αμέσως. Να ξεκαθαρίσουμε τα γραφειοκρατικά. Τα δικά της είναι πιο δύσκολα.


Θρίλερ 6 Αυγούστου 199-



Πού πήγε και χώθηκε. Την έχω χάσει κι όμως την αισθάνομαι να έχει θρονιαστεί εντός μου. Την ψάχνω παντού ενώ εκείνη είναι σα να μου' χει κάνει κατάληψη. Γιατί δε λέει ποιος είναι και τι τον έχει. Φοβάται θα ζηλέψω. Αυτό έτσι κι αλλιώς. Είναι κάτι που ανήκει μόνο σ' εκείνη και γι' αυτό. Όμως αν το καλοσκεφτείς όλοι έχουμε κάτι από παλιά που μας κρατάει. Δικό μας αποκλειστικά και το κρύβουμε. Και δε θέλουμε να μιλάμε γι' αυτό ούτε να το παραδεχτούμε.


Ο φόβος διώχνει την αγάπη; Εμένα και μόνο που το θυμάμαι εκείνο το κτήνος, το δολοφόνο, την αγαπάω κι άλλο.


Μπορεί να φοβήθηκε τόσο πολύ; Να παντρευτούμε τότε. Και τότε νεκρός ο φόβος, στον τόπο. Νόμιμα και με όλα τα σέα.


Να τη βρω πρώτα. Έχω ακούσει κάτι αρχαίους να λένε «να χτίσουμε ένα σπιτάκι, να βάλουμε ένα κεραμίδι στο κεφάλι μας». Εμάς, να παντρευτούμε θα είναι το κεραμίδι μς. Αυτή στα χρώματα, εγώ στα σουβλάκια του Σώζου (θα την πάρω τη δουλειά) ή στην εταιρεία του Νίκου (τόσους και τόσους λέει πως έχει βολέψει, εμένα;) Και το μωρό θα μας το κρατάει η Μάρθα. Θα τρελαθεί να το προσέχει. Κι ας λέει.


Κι αν χάθηκε; Τι θα γίνω σε περίπτωση που τη χάσω για πάντα; Αν χαθεί ξαφνικά; Αν γύρισε πίσω ή έφυγε απ' την Αθήνα, θα χαθώ κι εγώ;


Θα ξαναγυρίσω ανάμεσα στους πεθαμένους. Να τριγυρίζω με το κοτλέ γαλάζιο σακάκι σαν καραγκιό, όπως λέει η Μάρθα όταν με βλέπει να το φοράω συνολάκι μ' εκείνο το καναρινί γιλέκο για να τη σπάω σε όλους.



Η πισίνα 30 Ιουλίου 199-



Τόσο μπουνίδι. Πιο πολύ φοβήθηκα για τη μικρή. Και για μένα σίγουρα. Μετά όταν κοιτάχτηκα στον καθρέφτη νόμισα θα μείνω με μια μελιτζάνα κολλημένη στη μύτη. Δε μου 'χε ξανατύχει. Να πέφτουν χτυπήματα άγρια χωρίς μιλιά. Όταν βαράνε, συνήθως κάνουν «αχ» και «ωχ» και φωνάζουν «να, ρε πούστη», «θα σε γαμήσω» και τέτοια. Αυτός έκανε σαν λαδωμένη μηχανή κι αθόρυβη. Ντρεπόμουν κι εγώ να ουρλιάξω και πόναγα. Ντρεπόμουν κι εγώ να ουρλιάξω και πόναγα. Μόνο η μπέμπα τσίριζε, και μ' εκείνον, και μ' εμένα όταν τις μάζευα. Θα 'θελα να τον σκότωνα.



Τα γενέθλια 17 Μαΐου 199-



Αυτή η βλακεία με τον ψυχίατρο ξεκίνησε πέρσι τέτοιο καιρό, όταν η Μάρθα είπε «Χρειάζεσαι μια βοήθεια που δεν μπορώ να σου δώσω». Είχε πει «Δεν μπορώ να το χειριστώ, με ξεπερνάει».


Τα ρίχνει στο Νίκο γιατί δε μου αποκάλυψαν εγκαίρως την υιοθεσία. Πόσο εγκαίρως είναι εγκαίρως; Κι εγώ την άκουσα και πήγα. Γιατί πήγα όμως; Βαριόμουνα έτσι κι αλλιώς, κι εξάλλου η Μάρθα έχει κάτι που δεν μπορώ να της αρνηθώ τίποτα. Με κάνει και βλέπω μια πλευρά του εαυτού μου σ' αυτήν. Δικιά μου. Κι αυτό με τραβάει σαν μαγνήτης. Δεν είναι μόνο η ομορφιά της κι η τρελαμένη κατανόηση που δείχνει για όλους και για τα πάντα. Ενώ βγάζει κάτι τόσο γυναικείο, είναι μαζί και κάτι άλλο σαν ανδρικό, και με κάνει να επικοινωνώ μαζί της όπως με ένα φίλο. Θυμάμαι μια φορά, παλιά πολύ, σα μέσα σε όνειρο. Ήμασταν μόνοι στο σπίτι, ο Νίκος έλειπε στην Ιταλία, και έπαιζα στο διπλανό δωμάτιο. Εκείνη μιλούσε με κάποιον στο λίβινγκ. Δεν ξέρω ποιος ήταν. Κάποιος συγγενής, γνωστός του σπιτιού οπωσδήποτε, γιατί μιλούσαν με οικειότητα. Πράγμα που με θύμωνε, χωρίς να ξέρω γιατί. Και όσο άκουγα τα μουρμουρητά τους, τόσο πιο δυνατό θόρυβο έκανα με τα παιχνίδια μου, με ήχους μηχανών και αεροπλάνων. Κι όταν ακούστηκε ένας δυνατός θόρυβος από μέσα, χτύπημα στο τραπέζι ή κάποιο σπάσιμο, κι έπεσε σιωπή, είχα μαζευτεί στην πιο σκοτεινή γωνιά του δωματίου. Ακόμη και τώρα θυμάμαι πως είχα επιθυμήσει να γίνω αόρατος εκείνη τη στιγμή, ενώ λίγο πριν ήθελα να ξέρουν πως υπάρχω. Μέσα σ' αυτή τη σιωπή και στον τρόμο, την άκουσα να λέει με τόνο πολύ αυστηρό, όχι όμως θυμωμένο. «Δε θέλω να ξαναπατήσεις εδώ μέσα, ποτέ. Τ' άκουσες, ποτέ». Κι εκείνος πρέπει να εξαφανίστηκε χωρίς μια λέξη, ούτε την πόρτα δεν είχα ακούσει. Τέτοιος τσαμπουκάς η Μάρθα. Παραλίγο να βάλω τα γέλια. Ευτυχισμένος και ασφαλής είχα αποκοιμηθεί στη γωνιά που κρυβόμουν.


Καλά περνούσα στο γλέντι, αλλά βαρέθηκα. Αυτός ο ψυχίατρος περισσότερο ασχολιόταν με το πρόβλημα. Τον ενδιέφερε πιο πολύ το πρόβλημα παρά εγώ. Το μόνο διαφορετικό της ιστορίας, μια γνωριμία. Ένας θεατρικός συγγραφέας. Ασχετος. Δεν χρειάζεται.



Το χλωμό πρόσωπο 12 Φεβρουαρίου 199-



Ένα χρόνο πριν περπατούσα χωρίς σκοπό, όπως ένας πεθαμένος ανάμεσα στους ζωντανούς. Μετά το ταξίδι κι όταν τα φτιάξαμε με τη Σ., άρχισα να αδειάζω από αυτό που με πλημμύριζε. Μετά, όταν μείναμε μαζί και όλα δείχνανε τέλεια, άρχισε πάλι να με τρώει μια μοναξιά αλλιώτικη, που πήγε και χώθηκε στο κενό που άφησε εκείνη η πρώτη. Σα να μ' έχουν καταδικάσει. Τώρα δεν είναι που μου λείπουν οι άνθρωποι, ένας άνθρωπος αφού τη λατρεύω και με λατρεύει. Κάτι άλλο συμβαίνει. Με την καινούργια μοναξιά υποφέρω, αλλά σα να περνάω και καλά. Σχεδόν σα να το φχαριστιέμαι. Ενώ με την προηγούμενη ήμουν τόσο μόνος, που έμοιαζα με άλλον. Σε σχέση με τώρα βέβαια.



Το καλοκαίρι με την Σ. 15 Αυγούστου 199-



Απ' όταν έμαθα αυτά για την υιοθεσία μου και δεν μπορούσα να μάθω που ζούνε, νομίζω η Μάρθα τους έκρυβε έγινα σκατά, χώμα. Τόσο δύσκολο να σταθείς όρθιος, και να 'χεις όλην αυτή την ανάγκη.


Αν είχα γονείς δικούς μου, αν τους γνώριζα, θα είχα κάποιον να πληρώνει τα σπασμένα. Κι ο Νίκος και η Μάρθα εντάξει, αλλά είναι σαν αντιπρόσωποι. Όσο και να πλακωθείς με τον αντιπρόσωπο, πάντα θα μείνει ένα παράπονο, κάτι σαν υπόλοιπο.


Η Σ. Με κάνει να νιώθω αυτεξούσιος. Μ' αυτά που μου δίνει η Σ. Νιώθω σα να με σκεπάζει ο κόσμος όλος. Ενώ πρώτα είχα παγώσει.


Κρύωνα.



Σολάρισμα 17 Μαΐου 199-



Σήμερα έχω ανάγκη μεγαλύτερη να συνεχίσω αυτές τις σημειώσεις. Διαβάζοντάς τες όποτε έχω κέφι, θα μπορώ να ανακαλώ πράγματα που μπορεί να συμβούν και πρέπει να τα θυμάμαι. Όπως όταν παρακολουθείς τον πυρετό σου καθημερινά για να κανονίσεις θεραπεία.


Καλά μου 'κατσε και η αναβολή που πήρα το Φεβρουάριο, γιατί τη γνώρισα και γουστάρω και πεθαίνω. Την έβλεπα όποτε ερχότανε να βοηθήσει τη Μάρθα να καθαρίσουνε το σπίτι. Τώρα δουλεύει σ' ένα εργοστάσιο και καμμιά φορά η Μάρθα της κρατάει το μωρό. Ανάποδα πράγματα.


Τη λένε Σβετλάνα. Αδύνατη σαν την Μπάρμπυ. Καλά, με άλλο κεφάλι όμως. Το ζώον ο Μάκης είπε, «Αυτό το μπάζο τζάμπα σας τρώει το μεροκάματο». Πως άμα τη φυσήξεις χάθηκε. Ο μαλάκας, τόσα βλέπει, ο τυφλός.


Όταν μιλάει, λίγα πράγματα, να πει τίποτα «ευχαριστώ», τίποτα «σε πόση ώρα» ή «τι να κάνω», από τα χείλη της ζάχαρη και φως. Κι ύστερα, όταν δίνει το χέρι της, αυτά τα δάχτυλα, ενώ μοιάζουν από πλαστελίνη, όταν σφίγγουν το δικό σου «καλημέρα» ή «γεια σου», είναι σαν καλώδια με νεύρα. Οι άλλοι, συνήθως οι πιο πολλοί, έχουν κάτι χέρια με δάχτυλα, λουκάνικα, κοντά, λάσπη σκέτη ή και σιδερένια, δυσκίνητα και τα κρύβουν συνέχεια μια εδώ μια εκεί. Στις τσέπες, στα μανίκια, στις μασχάλες, ανάμεσα στα μπούτια, στις κωλότσεπες. Αυτή τα 'χει συνέχεια στον αέρα, σαν φτερά. Σπάνια είναι μαζεμένα. Και τα δάχτυλά της, μακριά σαν κοράλλια. Σκληρά και τρυφερά. Να σε χαϊδεύουν και να φοβάσαι πως δε γλυτώνεις. Δεν μπορείς να τους ξεφύγεις επειδή είναι κουκλίστικα. Ζημιά. Το πρώτο πήδημα.



ΚΕΒΟΠ 18 Φεβρουαρίου 199-



Μια βδομάδα nada. Τι δουλειά έχω εδώ μέσα. Καλύτερα να την κάνω. Δε με παίρνει.



Κορυδαλλός 25 Οκτωβρίου 199-



Είδα μια αρχαία ταινία nada. Σκέτη αναρχία. Πολύ πηγάδι. Ο πρωταγωνιστής την καθίζει μπροστά του και την κοιτάει μέσα στα μάτια. Πιο πίσω από τα μάτια. Της λέει: Έτσι να σε κοιτάζω για πάντα χωρίς να παίρνω ανάσα. Κι αυτή του είπε: Έτσι θα πεθάνουμε. Της λέει: Έτσι είναι.



Το ταξίδι 17 Οκτωβρίου 199-



Αρχισα αυτό το ημερολόγιο πριν από λίγες μέρες για να' χω παρέα. Παρ' όλο που η ζωή κάνει διαρκώς τα πράγματα ν' αλλάζουν, μπορεί να υπάρχουν κάποια που δεν αλλάζουν με τίποτα. Όπως να βρεις κάποιον να μιλήσεις, κάποιον να σ' ακούει. Αυτό νομίζω δεν τελειώνει ούτε αλλάζει: να τον ψάχνεις με κάθε τρόπο. Το ημερολόγιο είναι ένας τρόπος να έχεις βρει έναν ακροατή, να μην είσαι μόνος. Δεν είναι το καλύτερο. Είναι σαν τη μαλακία, αλλά δεν μπορώ να βγω στο δρόμο και να σταματάω τους περαστικούς για κουβέντα. Έτσι την ένιωσα αυτή την ανάγκη κι έτσι τη νιώθω ακόμη και τούτη την ανάγκη κι έτσι τη νιώθω ακόμη και τούτη τη στιγμή, αργά μέσα στη νύχτα, πριν ξεκινήσω αύριο για Καλαμάτα, να συναντήσω τους δικούς μου να τους χέσω. Δικούς μου; Αφού δε με θέλαν για δικό τους, δεν ήμουν τίποτα γι' αυτούς.


Τι μπορεί να είσαι, για σένα τον ίδιο, όταν για τους άλλους δεν ήσουνα παρά μια βαλίτσα άδεια και παρατημένη. Τι μπορεί να είσαι για τον κόσμο, όταν δεν είσαι τίποτα για τον πατέρα;

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!