Το ταξίδι του Οκτάβιο

Έκπτωση
15%
Τιμή Εκδότη: 12.50
10.63
Τιμή Πρωτοπορίας
+
451730
Συγγραφέας: Μπονφουά, Μιγκέλ
Εκδόσεις: Utopia
Σελίδες:144
Μεταφραστής:ΔΙΟΝΥΣΟΠΟΥΛΟΥ ΣΟΦΙΑ
Ημερομηνία Έκδοσης:12/01/2017
ISBN:9786185173098
Διαθεσιμότητα στα βιβλιοπωλεία μας
Αθήνα:
Άμεσα διαθέσιμο
Θεσσαλονίκη:
Άμεσα διαθέσιμο
Πάτρα:
Περιορισμένη διαθεσιμότητα

Περιγραφή

Από ένα θρύλο της Βενεζουέλας, όπου μια λεμονιά σώζει ένα χωριό από πανούκλα, κατασκευάζεται το άγαλμα του ξύλινου Ναζωραίου. Χρόνια μετά, ο Οκτάβιο, αναλφάβητος που κατοικεί στη συγκεκριμένη ντενεκεδούπολη, κρύβει το ελάττωμά του χαράζοντας το δεξί του χέρι.
Γνωρίζει μια ηθοποιό που τον μαθαίνει να γράφει, όμως για τον Οκτάβιο η γραφή αρχίζει να γίνεται κάτι πολύ πιο σωματικό. Μπλέκει με μια ομάδα από λήσταρχους, που κρύβουν τα λάφυρά τους στην εγκαταλειμμένη εκκλησία, και δουλεύει μαζί τους ως οδηγός. Όταν θα χρειαστεί κάποια στιγμή να ληστέψουν μια αρχαία πέτρα με μια γραφή που τον έχει εντυπωσιάσει και βρίσκεται στο διαμέρισμα της αγαπημένης του, ο Οκτάβιο θα αποκαλυφθεί στα μάτια της και θα φύγει από την πόλη ξεκινώντας το ταξίδι του. Θα χωθεί σε αιωνόβια δάση με αστείρευτα νερά, θα μάθει γράμματα σε παιδιά από ξεχασμένα χωριά, θα γνωρίσει έναν αλλόκοτο άνθρωπο, ισχνό στην όχθη του ποταμού, μεγαλόσωμο μακριά από αυτόν. Όταν θα τον μεταφέρει ο Οκτάβιο στην άλλη όχθη, ο άντρας θα μικρύνει μέχρι που θα γίνει παιδί.
Επιστρέφοντας πια στην πόλη του, η εκκλησία αναπαλαιώνεται για να γίνει θέατρο. Εκεί έρχεται ο παλιός λήσταρχος και αγοράζει το ξύλινο άγαλμα του Ναζωραίου. Ο Οκτάβιο, εντωμεταξύ, έχει χτυπήσει το χέρι του, από κάποιο σημείο της εκκλησίας που κατέρρευσε. Το χέρι αυτό σιγά-σιγά γίνεται ξύλινο. Μέχρι που ο Οκτάβιο, στα εγκαίνια του θεάτρου, εκεί που οι ηθοποιοί αναπαριστούν την ιστορία της πανούκλας, εμφανίζεται στη σκηνή. Η καρδιά του χτυπά μέσα στο καινούργιο ξύλινο άγαλμα του Ναζωραίου.

Κριτικές

Το ταξίδι του Οκτάβιο”, του Miguel Bonnefoy
Σαν σκηνή από πίνακα του Γκόγια

Τα ευδιάκριτα και ανεξίτηλα λογοτεχνικά σημάδια του παρελθόντος, με την πάροδο του χρόνου γίνονται η πατίνα της τέχνης του λόγου. Τα στίγματα αυτά είναι η παρακαταθήκη των παλιών στους νέους και τα δάνεια που πρέπει να εκμεταλλευτούν. Τι γίνεται όμως όταν “ακουμπάς”, “αγκαλιάζεις” την πατίνα; Τι γίνεται όταν δεν δανείζεσαι απλά ένα στοιχείο, αλλά έναν ολόκληρο κόσμο; Δύο πράγματα: Ή καταστρέφεσαι από την πλεονεξία σου ή φτιάχνεις κάτι τόσο καλό, με τη δική σου υπογραφή, που κερδίζεις αναγνώριση και σεβασμό. Ο Miguel Bonnefoy ρίσκαρε και στο “Ταξίδι του Οκτάβιο” έδειξε ότι ξέρει να σέβεται το παρελθόν και να προετοιμάζει το μέλλον του. Το μυθιστόρημα του είναι σαν σκηνή από πίνακα του Γκόγια και είναι πανέμορφο.

Ο Bonnefoy αποφάσισε να μας πει ένα παραμύθι ακολουθώντας αφηγηματικούς δρόμους κοντινούς με αυτούς του Μάρκες και του Θερβάντες. Προφανώς και ήταν συνειδητή η επιλογή να βαδίσει προς τα κει, αφού στα δικά του λογοτεχνικά μονοπάτια υπάρχει κάτι από το ύφος και την ατμόσφαιρα του Θερβάντες, ενώ ο δημιουργικός αέρας του μαγικού ρεαλισμού δεν αφήνει την ιστορία να βαλτώσει. Βέβαια, το να πεις μια ιστορία με έναν “εκτός εποχής” τρόπο είναι δοκιμασία δύσκολη. Ελλοχεύει ο κίνδυνος να χαθείς σε αοριστολογίες καταφεύγοντας σε ανούσιους βερμπαλισμούς. Η πεζογραφία που συνδυάζει την παραβολή και ψήγματα έπους -με ρομαντική γλώσσα- όταν παρουσιάζεται στο σήμερα έχει μόνο έναν τρόπο να προσφερθεί: συναισθηματικά, λυρικά, ρομαντικά.

Το μυθιστόρημα του Bonnefoy είναι η δικαίωση του “tabula rasa” και η βάση της ιστορίας του Bonnefoy. Όλα ξεκινούν από έναν θρύλο της Βενεζουέλας, όπου μια λεμονιά σώζει ένα χωριό από πανούκλα. Τότε, κατασκευάζεται το άγαλμα του ξύλινου Ναζωραίου. Χρόνια μετά, ο Οκτάβιο, αναλφάβητος που κατοικεί στη συγκεκριμένη ντενεκεδούπολη, κρύβει το ελάττωμα του χαράζοντας το δεξί του χέρι. Ο συγγραφέας φτιάχνει το δικό του σημείο μηδέν και ξεκινά την εξελικτική διαδικασία στην οποία ο αναγνώστης θα παρατηρήσει μια ελεγειακή μεταμόρφωση. Ο Οκτάβιο θα γίνει μια περσόνα με αρχετυπικά-βιβλικά χαρακτηριστικά και θα μας παρασύρει στο ταξίδι του. Ο Bonnefoy αντλεί από τη γοητεία των μύθων και την ατμόσφαιρα μιας εποχής που το κάλλος κυριαρχούσε και δημιουργούσε. Η μετάφραση ανήκει στη Σοφία Διονυσοπούλου. Η δουλειά της ανταποκρίνεται με τον καλύτερο τρόπο στην απαιτητική γλώσσα και τις πολλές εικόνες που φτιάχνει ο συγγραφέας. Η Διονυσοπούλου φέρνει πιο κοντά σε μας έναν κόσμο στην ουσία άγνωστο μαζί με τον πλούτο και την ομορφιά του.

Αλέξανδρος Στεργιόπουλος
Δημοσιεύθηκε 25.08.2017 Το Περιοδικό

Στο δοκίμιό του «The Golden Alphabet» (Το χρυσό αλφάβητο) από τη συλλογή The Unexpected Universe (Το απροσδόκητο σύμπαν) ο ανθρωπολόγος και ποιητής Loren Eiseley γράφει: «Μην πιστεύετε αυτούς που μ’ όλη τους τη σοβαρότητα μας λένε ότι η γραφή ξεκίνησε με την οικονομία και την καταγραφή αγγείων με λάδι. Στην πραγματικότητα ο άνθρωπος είναι μαντικό ζώο. Καθώς υστερεί στο ένστικτο, πρέπει να αναζητεί διαρκώς νοήματα. Λησμονούμε πως, σαν ένα παιδί, ο άνθρωπος ήταν αναγνώστης προτού να γράψει· ένας αναγνώστης αυτού που ο Coleridge αποκάλεσε κάποτε παντοδύναμο αλφάβητο του σύμπαντος. Πολύ παλιά, οι πρόγονοί μας ήξεραν, όπως ακόμα ξέρει ο Εσκιμώος, ότι μια οδηγία υπάρχει κρυμμένη μες στη θύελλα ή στο χορό του σέλαος. Ότι το μέλλον μπορεί να ιδωθεί σ’ εικόνες αποτυπωμένες στο τοίχωμα μιας σπηλιάς ή στις ραγισματιές που ένας σαμάνος τις ερμηνεύει στην καμένη ωμοπλάτη ενός λαγού. Ως και το πέταγμα των πουλιών είναι μια γραφή προς ανάγνωση».

Ο Οκτάβιο, ο ήρωας του μυθιστορήματος Το ταξίδι του Οκτάβιο του Miguel Bonnefoy, όμορφα μεταφρασμένου από τη Σοφία Διονυσοπούλου, είναι αναλφάβητος. Σε μια σκηνή ταυτόχρονα συγκινητική κι αστεία, προς την αρχή του βιβλίου, ένας γιατρός τον επισκέπτεται. Έχει ξεχάσει το σημειωματάριό του, αλλά μάταια ζητάει απ’ τον Οκτάβιο χαρτί και μολύβι. Τέλος, του γράφει τη συνταγή με κάρβουνο πάνω σ’ ένα τραπέζι και του λέει να την αντιγράψει και να πάει στο φαρμακοποιό. Ο Οκτάβιο έπειτα φορτώνεται το τραπέζι με τα ακατανόητα σημάδια και ξεκινάει. Στο δρόμο συναντά τρεις άντρες που του ζητούν να τους δανείσει το τραπέζι για να παίξουν μια παρτίδα ντόμινο· έπειτα ένα παιδί ανεβαίνει στο τραπέζι για να πιάσει την μπάλα του από μια σκεπή· με τα πόδια του τραπεζιού ο Οκτάβιο αποκρούει δυο σκυλιά που του χιμούν. Όταν τέλος φτάνει στο φαρμακείο, η συνταγή έχει σβηστεί.

Ο Οκτάβιο ντρέπεται για τον αναλφαβητισμό του, προσπαθεί πάση θυσία να τον κρύψει, φτάνοντας μέχρι το σημείο να πληγώνει ο ίδιος το χέρι του και να το δένει, για να ’χει μια δικαιολογία, που δεν μπορεί να γράψει. Στο τέλος μαθαίνει γραφή – όμως, πόσο αναλφάβητος ήταν προτού να μάθει πώς να γράφει; Ο συγγραφέας Bonnefoy νιώθει πως για τον ήρωά του ισχύει ό,τι λέει για τη γραφή ο Eiseley. Κάπου στο Ταξίδι του Οκτάβιο λέγεται: «Ο Οκτάβιο ήξερε να διαβάσει την παρουσία των πουλιών από τα ίχνη των ποδιών τους, τους αρουραίους από τα περιττώματά τους, τα μουλάρια από τ’ αποτυπώματα που άφηναν οι οπλές τους».

Η γραφή υπάρχει πριν απ’ το γράψιμό της. Στην περιπλάνησή του, με τις λογής λογής μαγικές και συναρπαστικές της περιπέτειες, ο Οκτάβιο βρίσκεται σε μια σπηλιά με σύμβολα στους τοίχους, με παραστάσεις ζώων κι αστεριών, που όμως δεν είναι καμωμένες από χέρι ανθρώπου: «Μυριάδες γενιές του φυτικού βασιλείου είχαν γευτεί αυτή την πέτρα, την ψυχρή ετούτη τροφή, καλύπτοντας με βρύα το έδαφος, με φτέρες τις γωνιές, ασκώντας νόμιμη κατοχή. Έτσι, στο Καμπανέρο η γραφή δεν είχε γεννηθεί από τον άνθρωπο. Είχε γεννηθεί από αυτή την άλογη Φύση, που τίποτα δεν μπορεί να εμποδίσει την τροπική της δίψα για γιγάντωση, για εξάπλωση, μεγέθυνση μέσα σε μιαν άμετρη μέθη. Είχε γεννηθεί από εκείνη τη φρενίτιδα που σε κάνει να πέφτεις στα γόνατα μπροστά σε κάθε αφθονία, σε κάθε υπερβολή. Είχε γεννηθεί από τη μυρωδιά του αλατιού που φέρνει ο άνεμος απ’ τον ωκεανό και την επιβλητική μορφή της κορυφής Χιλάρια, είχε γεννηθεί εδώ, στην παράκτια οροσειρά της Βενεζουέλας, στα κατάπυκνα δάση του Σαν Εστεμπάν».

Και η τέχνη του λόγου έχει ήδη υπάρξει πριν από τις λέξεις. Στη θέα αυτού του βιβλίου της φύσης μες στη σπηλιά, μια τελευταία ανακάλυψη περιμένει τον αναλφάβητο που πόθησε να διδαχτεί τη γραφή: «Ο Οκτάβιο ανακάλυπτε επιτέλους τη γέννηση της λογοτεχνίας, που την είχε αναζητήσει στα αναλόγια της εκκλησίας και στη διδασκαλία της Βενεζουέλας [πρόσωπο στο μυθιστόρημα κι όχι η χώρα]. Αυτό το μεγάλο βιβλίο είχε παραμείνει κλειστό για πάνω από μία χιλιετία. Είχε αντισταθεί στον χρόνο σαν την πέτρα. Η λογοτεχνία λοιπόν δεν ήταν παρά μία πέτρα».

Δημοσιεύθηκε στη Bookpress στις 22 Φεβρουαρίου 2017.

* Ο ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΑΚΡΟΠΟΥΛΟΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής.

Εξαιρετικό. Θυμίζει Μαρκές.
Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!