Γη των πατέρων και των προδοτών

Διηγήματα
120473
Συγγραφέας: Μπίλλερ, Μάξιμ
Εκδόσεις: Πόλις
Σελίδες:375
Επιμελητής:ΚΑΝΕΛΛΗΣ ΗΛΙΑΣ
Μεταφραστής:ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ
Ημερομηνία Έκδοσης:01/04/2001
ISBN:9789608132344


Εξαντλημένο από τον Εκδοτικό Οίκο

Περιγραφή


Πώς μπορεί να είναι η ζωή ενός παιδιού σε ένα ρωσικό χωριό, το 1941, στο επίκεντρο του πολέμου; Είναι δυνατόν να είναι βάναυσος στη διάρκεια του πολέμου ένας γερμανός στρατιώτης, όταν μάλιστα αγαπά με πάθος τον Μπαλζάκ και θα επιθυμούσε να του μοιάσει; Πόση γοητεία μπορεί να ασκήσει μια ταπεινή φοιτήτρια σε έναν διάσημο δημοσιογράφο και συγγραφέα; Μερικά μόνο από τα ερωτήματα που ζητούν απαντήσεις στα 16 διηγήματα του τόμου που, όλα μαζί, συγκροτούν ένα παζλ η συναρμολόγηση του οποίου φωτίζει τη ζωή των τελευταίων εξήντα χρόνων της Ευρώπης του 20ού αιώνα. Από τον πόλεμο ώς την πτώση των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού, το τι πραγματικά έχει σμβεί καταγράφεται στις προσωπικές ιστορίες ανθρώπων που έζησαν στη δίνη των γεγονότων.







Ένα από τα διηγήματα του βιβλίου




Οι Marx Brothers στη Γερμανία



Ήταν εγγονός του Γκράουτσο Μαρξ, εμένα όμως κάθε άλλο παρά αστείος μου φαινόταν. Τον συναντούσα πότε πότε στο Σαν Μάρκο, στην πλατεία Χοεντσόλερν, και όποτε τον ρωτούσα τι κάνει, σήκωνε τα βαριά του φρύδια που έσμιγαν πάνω από την αρχή της μύτης του και μου απαντούσε με τη νιαουριστή φωνή του: «τι θέλεις να κάνω;»

Δεν μου πολυάρεσε ο Μπομπ, του μιλούσα πάντως. Τον προσκαλούσα κάθε φορά στο τραπέζι μου χωρίς να με νοιάζει καθόλου που δεν θα συνέχιζα το διάβασμα της εφημερίδας μου, τις διορθώσεις των τυπογραφικών μου ή που δεν θα χάζευα τον γερο-ιδιοκτήτη του παγωτατζίδικου ν' αποκοιμιέται πίσω από το ταμείο. Οι σύντομες περιηγήσεις μου στην κόλαση της καθημερινότητας του Μπομπ αποτελούσαν πάντα καλό θεραπευτικό μέσο για τα δικά μου άγχη. Τότε εξάλλου έτρεφα ακόμα την πεποίθηση ότι απέναντι στις διασημότητες και τους συγγενείς τους οφείλουμε να είμαστε όσο το δυνατόν ευγενέστεροι, μια και κανείς δεν ήξερε πού θα μπορούσαν να μας φανούν χρήσιμοι στο μέλλον.

«Τι νέα απ' την ταινία;» ρώτησα ένα απόγευμα που ο Μπομπ ήρθε και κάθησε δίπλα μου. Νομίζω ότι ήταν τον προπερασμένο Οκτώβριο -ή μήπως ήταν τρία χρόνια πριν, τότε που είχαμε αυτό το τρομερά καλό φθινόπωρο, το τόσο ήπιο και απαλό σαν γαϊδουροκαλόκαιρο της Νέας Υόρκης και του Λόνγκ 'Αιλαντ;

Ο Μπομπ στριφογύριζε στην καρέκλα του κουνώντας το κεφάλι του. Είχε τα ίδια μεγάλα μαύρα μάτια με τον παππού του, αν και σπάνια διέκρινα μέσα τους αναίδεια, θράσος ή χυδαιότητα -μάτια που είχαν γλιστρήσει ως τη μέση του πλατιού προσώπου του βαθιά κάτω απ' το ψηλό του μέτωπο. Δάκρυζαν συχνά κι ο Μπομπ είχε τη συνήθεια να σηκώνει κάθε λίγα λεπτά το μικρό δαχτυλάκι του ενός χεριού του και να σκουπίζει το αυλάκι που σχηματιζόταν στο μάγουλο του. Αυτό σε άφηνε πάντα με μια θεατρινίστικη και μελοδραματική εντύπωση, πιστεύω όμως ότι κανείς μας δεν τολμούσε να του επισημάνει τη γελοιότητα αυτής της κίνησης.

«Τι κάνει η ταινία σου;» τον ξαναρώτησα.

«Κατέβηκε. Την έβγαλαν απ' το πρόγραμμα.»

«Έτσι απλά;»

«Έτσι απλά.»

«Μα καλά, δεν την είχαν ανακοινώσει;»

«Ναι, την είχαν», απάντησε ο Μπομπ, που οι πολύ αστείοι μάγκες τον φώναζαν πότε πότε και Μπόμπο, φροντίζοντας να υψώνουν τη φωνή τους, επειδή έλπιζαν αλλά και φοβούνταν ότι ο Μπομπ καταλάβαινε το υπονοούμενο.

«Υποτίθεται», συνέχισε ο Μπομπ, «ότι δεν τους χρειάζονται άλλο αυτά τα πράγματα. Από πού τους ήρθε η έμπνευση; Εκείνος εκεί ο τύπος από τη ραδιοφωνία της Βρέμης είπε...»

Τον διέκοψα: «-ότι έπειτα από σαράντα χρόνια αλλαγής νοοτροπίας δεν θα μας έκανε κακό και ένα μικρό διάλειμμα, έτσι;»

«Ακριβώς έτσι», είπε πικραμένος ο Μπομπ.

Κάπως έτσι άρχιζαν πάντα οι συναντήσεις μας. Ούτε κι εκείνη τη φορά αργήσαμε να μπούμε για τα καλά μέσα στην κουβέντα και στον καταραμένα σκληρό κόσμο του Μπομπ Μαρξ, του τυχερού παιδιού απ' το Χόλιγουντ, αυτού του καλοαναθρεμμένου αγοριού που είχε περάσει τα μισά παιδικά του χρόνια στο Πόλο Λοντζ του Μπέβερλι Χιλς, στην αγκαλιά του Γκράουτσο, του Ben Hecht και του Mort Sahl. Στον σκληρό κόσμο του ανθρώπου που πήγαινε διακοπές στη Χαβάη, στα Βίρτζιν Αιλαντς και στις εβραϊκές κατασκηνώσεις στα Κάτσκιλς, του ανθρώπου που είχε τελειώσει το Κορνέλ για να σπουδάσει αμέσως μετά κινηματογράφο στο πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Λος 'Αντζελες, με καθηγητές τον Κιούμπρικ και τον Μπράιαν ντε Πάλμα. Ώσπου μια μέρα, αφού είχε κλείσει το πρώτο του συμβόλαιο για μια ταινία επιστημονικής φαντασίας με τον Eliot Gould, έκανε το μέγα λάθος.

Ο Μπομπ πήγε στην Ευρώπη. Δεν πήγε όπου να 'ναι, παρά πήρε από τη Φρανκφούρτη το τρένο για το Αμβούργο κι από κει, μέσω Όλντενμπουργκ, συνέχισε για το Ντόρνουμ, ένα μικρό ήσυχο χωριό του ανατολικού Φρίζλαντ. Πήγε δηλαδή και νοίκιασε ένα δωμάτιο εκεί όπου πριν από εκατό χρόνια η προγιαγιά του η Μίνι Σούνμπεργκ συμμετείχε, ως μαθήτρια ακόμα, στις μαγικές παραστάσεις του εγγαστρίμυθου πατέρα της Λεβί. Στην αρχή διάβαζε και κοιμόταν με τις ώρες, χωρίς να πολυβγαίνει έξω. Αργότερα, όλο και πιο συχνά, άρχισε να κάνει μεγάλους περιπάτους, να κοιμάται στα χωράφια, να πιάνει κουβέντα με τους αγρότες και τους χωρικούς που δεν ήξεραν πώς να τον δούνε. Επισκεπτόταν τον παπά του χωριού και το δήμαρχο, προσπαθούσε να μάθει γερμανικά και πηγαινοερχόταν στο αρχείο του Λέερ όπου του έδειχναν κάτι παλιές εγγραφές στα βιβλία. Όταν βαριόταν τα έγγραφα πήγαινε και καθόταν σε κάποιο από τα παλιά τεϊοπωλεία του λιμανιού, έπινε τσάι με μαύρη ζάχαρη και μια στρώση παχιάς σαντιγύ από πάνω, και χάζευε λυπημένος την κατάμαυρη Ems.

Τι να σκεφτόταν αλήθεια κάτι τέτοιες ώρες; Υποθέτω ότι ο Μπομπ είχε βαρεθεί να φέρει το στέμμα της δυναστείας των Μαρξ, των γνωστών εβραίων καλλιτεχνών που είχε κάποτε ιδρύσει η Μίνι, η φιλόδοξη μητέρα των έξι παιδιών θαυμάτων. Αυτή που αντί να παίρνει στους γιους της φαΐ και ρούχα, τοποθετούσε και την τελευταία της δεκάρα σε μαθήματα μουσικής και ηθοποιίας. Ωστόσο, έχω την εντύπωση ότι στον Μπομπ δεν έφτανε να είναι εγγονός του Γκράουτσο και γιος του Αρθουρ, του Αρθουρ που έκανε καριέρα στην αρχή ως αστέρας του τέννις και μετά ως σεναριογράφος για την τηλεόραση και τον κινηματογράφο.

Και έχω την εντύπωση ότι από μια στιγμή και ύστερα ο Μπομπ δεν άντεχε άλλο την ατάραχη και αδιάφορη στάση της οικογένειας του που έμοιαζε να μην αντιλαμβάνεται ότι στο μεταξύ η ιστορία είχε σαρώσει σαν λίβας την Ευρώπη κάμποσες φορές. Σε τι τον ωφελούσε δηλαδή -κάτι τέτοιο θα σκέφτηκε τότε ο Μπομπ- που ήταν το τελευταίο επιτυχημένο φυντάνι μιας επιτυχημένης οικογένειας προσφύγων; Στη Γερμανία είχε νιώσει στο πετσί του -θυμάμαι ακόμα πόσο συγκινημένος μου το έλεγε- «το βάρος και την αμφισημία της αυτοματοποιημένης πραγμάτωσης του αμερικανικού ονείρου». Ναι, ξαφνικά ο Μπομπ άρχισε να μισεί την ιδέα ότι δεν ήταν παρά ένα φυλλαράκι ενός δέντρου που είχε αρχίσει να βγάζει ρίζες μόλις τα τέλη του περασμένου αιώνα, από τη στιγμή δηλαδή που άνοιξαν οι πύλες του νησιού Έλις μπροστά απ' τους προγόνους του.

«Ξεχνά τις ένδοξες εποχές της reeducation Μπομπ», του είπα.

«Εγώ δεν θέλω ν' αναμορφώσω κανέναν», απάντησε σοβαρός και την ίδια στιγμή ήξερα ότι θα επαναλαμβανόταν για άλλη μια φορά η παράσταση της απελπισίας, η κλαψούρικη, ανακατεμένη με μίσος γκρίνια του για την αναισθησία και την ξεροκεφαλιά των ανθρώπων σ' αυτή τη χώρα, το κλασικό ρεπερτόριο του Σαν Μάρκο, αυτό που κάθε φορά που βρισκόμασταν να καθόμαστε εκεί, μαζί, με έκανε αργά ή γρήγορα να πετάγομαι από την καρέκλα μου και να βγαίνω από το καφέ, έξω, στους ανθρώπους, στον ήλιο.

«Η μνήμη αφορά αποκλειστικά και μόνον εμένα και δεν ενδιαφέρει κανέναν», μουρμούρισε ο Μπομπ. Αυτή τη φορά όμως σταμάτησε, και παραλείποντας τα υπόλοιπα είπε: «Δεν θέλω να σου σπάω κάθε φορά τα νεύρα...»

«Δεν μου σπας τα νεύρα.»

«Αλλά τι;»

«Ας μιλήσουμε για κάτι άλλο.»

«Για ποιο λόγο;» κατσούφιασε.

«Με τη Βίπκε τα βρήκατε;»

«Και σένα τι σε νοιάζει;»

«Πες μου σε παρακαλώ. Όλα εντάξει;»

«Σχεδόν.»

«Την περασμένη φορά μου είχες πει ότι είχατε βρει τη λύση.»

«Ναι, περάσαμε όλο το Σαββατοκύριακο στο κρεβάτι.»

«Τέλεια Μπομπ.»

«Ούτε στους Ολυμπιακούς αγώνες δεν θα είχαμε τέτοιες επιδόσεις...»

«Και ποιος απ' τους δύο ανέβηκε τελικά στο βάθρο;»

«Πάντως όχι η Βίπκε.»

«Δηλαδή;»

«Τη Δευτέρα ξαναδοκιμάσαμε. Πρωί πρωί, λίγο πριν βγει από την πόρτα για το πανεπιστήμιο, πήδηξα απ' το κρεβάτι και την κόλλησα στον τοίχο, πάνω στον μεγάλο καθρέφτη του χολ.»

«Και;»

«Όχι, τίποτα πάλι. Δεν έφτασε.» Δεν μιλούσε. Και μετά, τραβώντας τις λέξεις του, είπε: «Κι εγώ ήμουνα ακόμα πιο γρήγορος.»

«Νέο ρεκόρ;»

«Ναι, γύρω στα είκοσι δευτερόλεπτα.»

«Τι δηλαδή, έγινε χρόνιο;»

«Ούτε που ξέρω,»

«Παρ' όλα αυτά...», είπα μονολογώντας αφηρημένος.

«Τι εννοείς με το παρ' όλα αυτά;»

«Να χωρίσεις.»

«Δεν ξέρω. Νομίζω ότι μερικά πράγματα τα βλέπω με διαφορετικό μάτι απ' ό,τι εσύ.»

Κοιταχτήκαμε για μια στιγμή σιωπηλοί. Μετά όμως είπα ξαφνικά: «Οι ιδιωτικές υποθέσεις Μπομπ, η νοσταλγία και οι μνήμες δεν ανήκουν στο σινεμά ή στα βιβλία, ούτε βέβαια και στις ειδήσεις των οκτώ.»

«Δεν είναι αλήθεια!», απάντησε. «Γελιέσαι!»

Κακομοίρη, βλάκα μου Μπόμπο Μαρξ. Αλήθεια, πόσοι δεν θα 'θελαν να ήταν στη θέση του, πόσοι δεν θα 'θελαν τα λεφτά και την ιστορία του, πόσοι δεν θ' άλλαζαν τον ευρωπαϊκό αγώνα τους με το αμερικανικό του όνειρο! Ο Μπομπ όμως άλλα ζητούσε τότε, τις ημέρες του Ντόρνουμ. Έλυσε λοιπόν με ένα τηλεγράφημα το συμβόλαιο με το στούντιο του Ρότζερ Κόρμαν, έγραψε κάπου μισή ντουζίνα μακροσκελή, συγκινημένα γράμματα στους άναυδους γονείς και στ' αδέλφια του εξηγώντας τους ότι αισθανόταν την ανάγκη να παραμείνει στην Ευρώπη και, μετά, με έξοδα της οικογένειας, πήγε και γύρισε κείνη 'κει την ταινία για τη Νύχτα των Κρυστάλλων του Ράιχ στο Ντόρνουμ, το Μπροχάουζεν και το Λέερ.

Την είχε σχεδιάσει να γίνει ένα είδος Shoah, ή κάτι σαν Hotel Terminus του ανατολικού Φρίζλαντ, μια πανούργα, τρομαγμένη ακροβασία πάνω από θανατερά Τάρταρα. Στο τέλος όμως του βγήκε ένα κιτς, ασύνδετο συνονθύλευμα για το Ολοκαύτωμα, κατάλληλο μόνο για σχολικά μαθήματα. Αυτός ήταν μάλλον ο λόγος για τα γέλια που σου 'ρχονταν, βλέποντας τον -αυτόν, που τόσο έμοιαζε με τον Γκράουτσο έχοντας συγχρόνως εκείνη την τόσο διαφορετική, χαμένη εσωτερική λάμψη- να κυκλοφορεί με το μικρόφωνο και τα αιωνίως δακρυσμένα μάτια του από χωριό σε χωριό, μιμούμενος απελπισμένα την αφροντισιά του Lanzmann* και του Ophuls, βλέποντας τον να τα κάνει σαλάτα, χωρίς να καταφέρνει ν' αποσπάσει από τους αυτόπτες μάρτυρες εκείνης της εποχής ούτε μια ειλικρινή, αποκαλυπική απάντηση. Αντιθέτως, τον κορόιδευαν κιόλας το χαζοβιόλη από την Αμερική, παριστάνοντας ότι δεν καταλάβαιναν καθόλου περί τίνος μιλούσε.

Δεν ήταν οι μόνοι που έβλεπαν στραβά την εμφάνιση του Μπομπ στο ανατολικό Φρίζλαντ. «Δεν κολλούσε απ' την αρχή ένα μουστακάκι στο στόμα σαν αυτό του παππού του», τον κορόιδευε ένας φίλος μου που δούλευε στη ραδιοφωνία της Έσσης στη Φρανκφούρτη και είχε απορρίψει την ταινία του. «Καλύτερες πωλήσεις θα είχε κάνει», φώναξε γελώντας. «Το μουστακάκι του Γκράουτσο κι από κάτω ο τίτλος Οι Marx Brothers στη Γερμανία»

Εννοείται ότι η ταινία του Μπομπ είχε άλλο τίτλο. Λεγόταν, πώς αλλιώς, Όταν πεθαίνουν όλοι. Ο Μπομπ επί δύο συναπτά έτη είχε καταξοδευτεί να τη γυρίσει κι είχε διαθέσει άλλα τόσα για να βρει κάποιον να τη δείξει. Την έστειλε στο Χοφ, στο Ομπερχάουζεν και στο Φεστιβάλ του Βερολίνου, έγραψε σε όλους σχεδόν τους σταθμούς και έκανε το παν για να βρει κάποιο βραβείο. Η υπόθεση όμως έμοιαζε χαμένη από χέρι.

Εκείνη την εποχή ο Μπομπ γνώρισε τη Βίπκε σε μια εκδήλωση του Γερμανο-Ισραηλιτικού Συνδέσμου Φιλίας. Εκείνη ήταν βοηθός Συγκριτικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου, ενώ συγχρόνως έγραφε σε γυναικεία περιοδικά αρθράκια για τη γυναικεία σημειολογία και τη γλώσσα των ανδρών. Από την πρώτη κιόλας μέρα ο Μπομπ αισθάνθηκε μαζί της -με τον τρόπο του- πολύ ευτυχισμένος, και στο τέλος μετακόμισε για χάρη της στο Μόναχο. Εδώ άκουσε για πρώτη φορά ότι στην Μπογκενχαουσενέρ Μοελστράσε λειτουργούσε μετά τον πόλεμο μια μεγάλη εβραϊκή μαύρη αγορά, όπου εξασφάλιζαν τον επιούσιο οι επιζώντες όσο περίμεναν να φύγουν για την Αμερική ή το Ισραήλ. Μερικοί όμως, έτσι διαπίστωσε ο Μπομπ, τα κατάφεραν τόσο καλά, που, επενδύοντας όσα χρήματα έβγαζαν από τη Μοελστράσε σε άλλες επιχειρήσεις, κατάφεραν να παραμείνουν στη Γερμανία. Ο Μπομπ λοιπόν αποφάσισε να γυρίσει το επόμενο ντοκυμαντέρ του γι' αυτούς, μάλλον από το δικό του ταμείο πάλι, αντλώντας από τους αστείρευτους τόκους των κεφαλαίων που είχε συσσωρεύσει ο παππούς του.

«Δεν είναι καθόλου έτσι!» είπε ο Μπομπ. «Κάνεις μεγάλο λάθος! Οι Γερμανοί δεν έχουν παρά να μ' ακούσουν όταν μιλάω, να δουν αυτά που έχω να τους δείξω!»

«Και να σ' αφήσουν παρ' όλα αυτά στην ησυχία σου...» «Σωστά.»

«Πολύ σωστά», είπα, κι έχω την εντύπωση ότι καθώς το έλεγα χαμογελούσα.

Στο μεταξύ είχαμε ολοκληρώσει όλο σχεδόν το πρόγραμμα. Είχαμε μιλήσει για τον δονκιχωτικό αγώνα του Μπομπ ενάντια στους Γερμανούς, για τον τρόπο με τον οποίο συνήθιζε να παρεξηγεί τα πράγματα, είχαμε αναφερθεί για λίγο στη φασαρία με την οικογένεια του, καθώς και στις δικαστικές επιπτώσεις της υπόθεσης Ρότζερ Κόρμαν, είχαμε πει για το τηλεοπτικό σόου του Γκράουτσο με τίτλο You bet your life, για την τελευταία ταινία του Στιβ Μάρτιν, για τον Ντένιντ Λέτερμαν και τον Ίμπραχιμ Μπόεμε και, τέλος, είχαμε μιλήσει και για τη Βίπκε. Όταν πια δεν ήξερα τι άλλο να πω κι είχα αρχίσει να χάνω την υπομονή μου, ρώτησα από ευγένεια τον Μπομπ για την ταινία του περί μαυραγοριτών.

Ανασηκώθηκε, σκούπισε με το τεντωμένο δαχτυλάκι του την άκρη του ματιού του και είπε: «Πρόκειται για πολύ συνταρακτική ιστορία...» Και άρχισε να μου διηγείται για τους ικανοποιημένους γέρους που συνέχιζαν να ζουν στο Μόναχο -από το τέλος του πολέμου, από τότε που είχαν ξεκινήσει τις επιχειρήσεις τους στη Μοελστράσε. Κατάγονταν όλοι σχεδόν από την Ανατολική Ευρώπη και δεν έμοιαζαν καθόλου με τους Γερμανοεβραίους που ο Μπομπ είχε γνωρίσει στα νιάτα του στη Σάντα Μόνικα. Είχε εντυπωσιαστεί με τα ωραία σπίτια και την υγεία των παιδιών τους και, γενικά, με όλη την προστατευμένη, καλοβαλμένη ζωή τους. Από την άλλη βέβαια διαπίστωνε όλο και συχνότερα ότι δεν θα κατάφερναν ποτέ «να σβήσουν από τα λόγια και τα πρόσωπα τους το φόβο και τον τρόμο των στρατοπέδων.»

Ο Μπομπ κουνούσε το κεφάλι του δεξιά κι αριστερά. Πρόσεξα ότι το βλέμμα του είχε πάρει κάτι το απρόσμενο, το απότομο και, ξαφνικά, είπε ότι τον καιρό που έκανε την ερευνά του είχε συναντήσει και τον πολιτιστικό εκπρόσωπο της Εβραϊκής Κοινότητας που του είχε υποσχεθεί ότι τον επόμενο χρόνο θα έδειχνε το Όταν πεθαίνουν όλοι στο Κέντρο Νεότητος της Κοινότητας. «Όπως καταλαβαίνεις υπήρξα βλαξ», είπε ο Μπομπ, «να μην έχω σκεφτεί τόσον καιρό τις Κοινότητες.»

Εκείνη την ημέρα με το γαϊδουροκαλόκαιρο μου είχε φανεί συμπαθέστερος απ' ό,τι τις άλλες φορές. Μπορεί μάλιστα τώρα να τον θυμάμαι ακριβώς λόγω αυτής της συνάντησης. Καθήσαμε λίγο ακόμα στο Σαν Μάρκο, κάποια στιγμή μάλιστα ξυπνήσαμε τον ιδιοκτήτη να μας φέρει δυο ακόμα καφέδες και από ένα διπλό κονιάκ. Πριν ο Μπομπ σηκωθεί να πάει να πάρει τη Βίπκε απ' το πανεπιστήμιο, μου διηγήθηκε για τις παλιές εβδομαδιαίες ειδήσεις που είχε ανακαλύψει στο αρχείο του Μουσείου Κινηματογράφου. Ο γερμανός σπίκερ κάλυπτε τις ξεθωριασμένες εικόνες των αμερικανών πολιτοφυλάκων να κυνηγάνε στους βομβαρδισμένους δρόμους κοντούληδες, αξύριστους ανθρώπους που φορούσαν μπαλωμένα πανωφόρια, με ένα τονισμένα αντικειμενικό στακάτο: «οι στρατιωτικές αρχές απαγορεύουν στα ξένα στοιχεία να βλάψουν τη νέα μας οικονομία!» Κι ήταν η πρώτη φορά εκείνο το απόγευμα που ο Μπομπ χαμογέλασε, η πρώτη φορά που σκέφτηκα ότι ο τύπος τελικά ήταν οκέι.

Αργότερα πλήρωσε, όπως πάντα, και για τους δύο μας κι εγώ, όπως πάντα, σκέφτηκα: κερνάει ο Γκράουτσο Μαρξ αυτοπροσώπως.

Αφού έφυγε κάθησα ακόμα λίγο μόνος μου. Ξεφύλλισα κάμποση ώρα τα χαρτιά μου, χωρίς όμως να καταφέρω να συγκεντρωθώ. Ούτε και με τις εφημερίδες έκανα τίποτα. Ήμουν ανήσυχος και κουνιόμουνα πέρα-δώθε. Στο τέλος δεν άντεξα άλλο, πήγα στο σπίτι και άρχισα να ψάχνω τη βιβλιοθήκη δίπλα στο γραφείο μου μέχρι που σε μια από τις πίσω σειρές ανακάλυψα τη βιογραφία του Γκράουτσο Μαρξ που είχε γράψει η Charlotte Chandler, αυτή που είχα κλέψει σε ένα παλαιοπωλείο δέκα χρόνια, όταν είχα πρωτοέρθει στο Μόναχο για σπουδές.

Στάθηκα με την πλάτη ακουμπισμένη στη βιβλιοθήκη και άρχισα να την ξεφυλλίζω. Ξαναδιάβασα για άλλη μια φορά τις παλιές ιστορίες, ξαναδιάβασα γιατί ο Γκράουτσο μισούσε το μουστακάκι του όσο και την άρπα του Χάρπο και γιατί θεωρούσε γελοίο που ο Τσίκο σκεφτόταν όλη την ώρα μόνο τα χαρτιά και τις γυναίκες ώσπου πέθανε στην ψάθα. Ξαναδιάβασα για τη συνήθεια του Γκράουτσο να ρωτάει τα γκαρσόνια στα ρεστοράν «Έχετε πόδια βατράχου;» και, ανεξάρτητα από την απάντηση που έπαιρνε, να τους κολλάει στη γωνία λέγοντας «Λάθος απάντηση. Έπρεπε να μου πείτε "όχι, υποφέρω από ρευματικά, γι' αυτό περπατάω έτσι." Ξαναδιάβασα πώς ο Τσίκο, ο Χάρπο, ο Ζέπο και ο Γκράουτσο κάποτε σ' ένα σκοτεινό δωμάτιο ξενοδοχείου είχαν καταφέρει να κοιμηθούν με την ίδια γυναίκα ο ένας μετά τον άλλο, επειδή φορούσαν όλοι τους το ίδιο μεταξωτό πουκάμισο, είχαν ίδιες φωνές και -προπάντων βέβαια- μεγάλη επιτυχία στο τελευταίο τους σόου. Ξαναδιάβασα και την ιστορία για τότε που ο Γκράουτσο είχε τον καβγά με τη Warner Brothers λόγω των τίτλων στο Μια, νύχτα στην Καζαμπλάνκα και κάθησε κι έγραψε στο νομικό τμήμα της εταιρείας ότι «Οι Warner Brothers συγκαταλέγονται ανάμεσα στους καλύτερους μου φίλους.»

Πιο πολύ απ' όλα όμως μου άρεσε η ιστορία με τον Γκράουτσο και τη μάντισσα. Της είχε δώσει πέντε δολάρια κι εκείνη, αφού είχε λιβανίσει για κανένα τέταρτο, πήγε παραπατώντας προς το μέρος του με θαμπό βλέμμα και βραχνιασμένη φωνή και του ψιθύρισε «Και τώρα θα σας απαντήσω σε όποια ερώτηση μου κάνετε», όποτε κι αυτός τη ρωτάει: «Πώς λέγεται η πρωτεύουσα της βόρειας Ντακότα;»

Γέλασα σιγανά κι αναρωτήθηκα γιατί άραγε να άρεσαν τόσο πολύ ειδικά στους Γερμανούς τα κόλπα και οι πλάκες των τεσσάρων Marx Brothers.

Τον Μπομπ τον ξανασυνάντησα κάμποσες φορές ακόμα στο Σαν Μάρκο και κάθε φορά μου διηγούνταν για τις ταινίες του, για τη Γερμανίδα του και για τους ανθρώπους που δεν μπορούσαν να τον καταλάβουν. Κάποτε σταμάτησε να έρχεται, γι' αυτό και δεν ξέρω αν τελικά τα κατάφερε να πουλήσει το Όταν πεθαίνουν όλοι, δεν ξέρω αν κατάφερε να γυρίσει την ταινία για τη Μοελενστράσε ούτε κι αν η Βίπκε μπόρεσε να έρθει σε οργασμό ή όχι. Αργότερα μόνο έμαθα ότι, μετά την πτώση του τείχους, ο Μπομπ πήγε στο Βερολίνο να γυρίσει μια ταινία για τους Ρωσοεβραίους που συνέρρεαν στην πόλη.

Τον Μπομπ τον έχασα. Κάθε φορά όμως που τον θυμάμαι, μου έρχεται στο νου ένας διάλογος ανάμεσα στον Γκράουτσο και τον Χάρπο.

Όταν μια μέρα ο Γκράουτσο ρώτησε τον αδελφό του τι σχήμα είχε η Γη, εκείνος απάντησε ότι δεν ήξερε.

Ο Γκράουτσο προσπάθησε να τον βοηθήσει. «Τι σχήμα έχουν τα μανικετόκουμπα μου;» του είπε.

«Τετράγωνα.»

«Όχι τα καθημερινά. Εννοώ τα μανικετόκουμπα που φοράω τις Κυριακές... Λοιπόν, τι σχήμα έχει η Γη;»

«Τις Κυριακές είναι στρογγυλή και τις καθημερινές τετράγωνη», απάντησε ο Χάρπο.

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!