Η εργασία, ο καταναλωτισμός και οι νεόπτωχοι

Αναμετρήσεις με τον 21ο αιώνα
224464
Συγγραφέας: Μπάουμαν, Σίγκμουντ
Εκδόσεις: Μεταίχμιο
Σελίδες:283
Μεταφραστής:ΓΕΩΡΜΑΣ ΚΩΣΤΑΣ
Ημερομηνία Έκδοσης:01/06/2004
ISBN:9789603757016


Εξαντλημένο από τον Εκδοτικό Οίκο

Περιγραφή


Το βιβλίο αυτό εξετάζει την ιστορία της φτώχειας τους δύο τελευταίους αιώνες και εντοπίζει τις διαφορές μεταξύ του να είσαι φτωχός σε μια κοινωνία παραγωγών και πλήρους απασχόλησης και του να είσαι φτωχός σε μια κοινωνία καταναλωτών. Η επιχειρηματολογία του συγγραφέα μπορεί να συνοψιστεί σε μια σειρά από ερωτήματα:
Είναι δυνατόν να καταπολεμηθεί η φτώχεια με τα πολιτικώς «ορθόδοξα» μέτρα που εφαρμόζονται σήμερα; Μήπως πρέπει να αναζητήσουμε καινούργιες λύσεις, όπως ο διαχωρισμός του δικαιώματος στη ζωή από την πώληση της εργασίας, και η θέσπιση του βασικού εισοδήματος για όλους; Μήπως απέναντι στην ηθική της εργασίας πρέπει να προκρίνουμε την ηθική της ζωής;[...]

(Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου)




[...]Στην κοινωνία των παραγωγών οι φτωχοί είναι κυρίως οι «άνεργοι», ενώ στην καταναλωτική κοινωνία οι φτωχοί ορίζονται κατά πρώτο λόγο από το γεγονός ότι είναι «ατελείς καταναλωτές». Για την αντιμετώπιση της φτώχειας ο Μπάουμαν προτείνει το διαχωρισμό του ατομικού δικαιώματος στο εισόδημα από την πραγματική ικανότητα να κερδίζουμε το εισόδημά μας, καθώς και το διαχωρισμό της εργασίας από την αγορά εργασίας. Δεν πρόκειται για απλές μεταρρυθμιστικές προτάσεις αλλά για μια ριζική αλλαγή πορείας που προϋποθέτει την αμφισβήτηση αρκετών παραδοχών που σήμερα θεωρούνται ιερές και απαραβίαστες

Ελευθεροτυπία (Βιβλιοθήκη), Θανάσης Γιαλκέτσης, 3/9/2004







ΚΡΙΤΙΚΗ



Υπάρχουν βιβλία στα οποία είναι εμφανής η προσπάθεια των συγγραφέων τους να καινοτομήσουν, χωρίς πολλές φορές να ενδιαφέρονται για το περιεχόμενο της καινοτομίας τους. Υπάρχουν όμως και συγγραφείς που το περιεχόμενο του έργου τους αποτελεί πιστοποιητικό καινοτομίας. Ενας απ' αυτούς είναι και ο συγγραφέας τού παρουσιαζόμενου έργου. Ο 80χρονος Ζίγκμουντ Μπάουμαν, Πολωνός εβραϊκής καταγωγής, είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας στα Πανεπιστήμια του Λιντς και της Βαρσοβίας, μελετητής και κριτικός της μετανεωτερικής κοινωνίας της μονόπλευρης παγκοσμιοποίησης αλλά και ένας στρατευμένος διανοούμενος υπέρ των κοινωνικών και ανθρώπινων δικαιωμάτων.

Σ' αυτό το έργο του ο Μπάουμαν αμφισβητεί πράγματα, ιδέες, καταστάσεις σχετικές με το φαινόμενο της φτώχειας που έχουν πλέον ενσωματωθεί σαν αυτονόητες και αυταπόδεικτες αλήθειες. Στην εποχή των αυτονόητων της ενιαίας σκέψης, όπου το μερικό των ΜΚΟ εμφανίζεται ως ταυτόσημο του καθολικού, όπου οι ταξικές σχέσεις εκμετάλλευσης κατακερματίζονται και υποκαθίστανται από προσωπικές τεχνικές και «αβελτηρίες», όπου η πολιτική μετατρέπεται σε διαχείριση πραγμάτων και όχι ανθρώπινων σχέσεων, ενώ ταυτόχρονα η αντισυστημική στάση εγκλωβίζεται σε κλειστούς χώρους εντός των οποίων ο μανιχαϊσμός υποκαθιστά την κριτική και ολική σκέψη, σε τέτοιες άνυδρες περιόδους ο Μπάουμαν φροντίζει να ανοίξουν οι ουρανοί της ταξικής αμφισβήτησης των επιφαινόμενων της κοινωνικής «ευταξίας».



Η κοινωνία των παραγωγών και η ηθική της εργασίας



Στο στόχαστρο του συγγραφέα βρίσκεται το ιδεολόγημα που υποστηρίζει πως η φτώχεια αποτελεί μια κατάσταση για την οποία υπεύθυνοι είναι οι ίδιοι οι φτωχοί με τα τόσα ελαττώματα και τις αδυναμίες τους. Αυτό το ιδεολόγημα βολεύει τους πάσης φύσεως και επιπέδου κρατούντες, ώστε οι πραγματικές πολιτικές κατά της φτώχειας να παρουσιάζονται ως πολιτικές αναπαραγωγής της. Η φτώχεια, υποστηρίζει ο Μπάουμαν, δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται ως ενιαίο φαινόμενο. Είναι διαφορετικό πράγμα να είσαι φτωχός σε μια παραγωγική κοινωνία καθολικής απασχόλησης, όπως είναι αυτή της πρώιμης νεωτερικότητας, και κάτι το τελείως διαφορετικό να είσαι φτωχός σε μια καταναλωτική κοινωνία, όπως αυτήν της ώριμης νεωτερικότητας ή της μετανεωτερικότητας, η οποία δεν χρειάζεται την εργασία.

Ο Μπάουμαν τονίζει πως η περίφημη «ηθική της εργασίας» συνοδεύει τα πρώτα στάδια της εκβιομηχάνισης και της ανάπτυξης της καπιταλιστικής κοινωνίας ως παραγωγικής κοινωνίας. Στο πλαίσιο αυτής της παραγωγικής κοινωνίας η εργασία όλων είναι προϋπόθεση της ανάπτυξης. Σε αντίθεση με τις προνεωτερικές κοινωνίες, όπου το επίπεδο ζωής ήταν τοποθετημένο σε χαμηλά επίπεδα και δεν υπήρχε λόγος να το ξεπεράσουν οι «παραδοσιακοί εργάτες», στην παραγωγική κοινωνία όλοι χρειάζεται όχι μόνο να εργάζονται, αλλά ταυτοχρόνως να μην αισθάνονται ικανοποιημένοι από το επίπεδο ζωής που έχουν φθάσει και από τα αγαθά που κατέχουν. Στο βαθμό που το εργοστασιακό σύστημα κατέστρεψε την ερωτική σχέση του τεχνίτη με την εργασία του ή, όπως ο Μαρξ τόνιζε, στο βαθμό που ο τεχνίτης απαλλοτριώθηκε από τα μέσα και το προϊόν της εργασίας του, γεννιέται η ανάγκη δημιουργίας ιδεολογικών μηχανισμών νομιμοποίησης της εργοστασιακής απασχόλησης. Σε μια κοινωνία όπου οι άνθρωποι δεν ήσαν συνηθισμένοι να εργάζονται σε συνθήκες εργοστασιακής πειθαρχίας, προέκυψε η ανάγκη εξαναγκασμού τους στις επιταγές αυτής της πειθαρχίας.

Η ηθική τής εργασίας επεδίωκε να απογυμνώσει την εργασία από τις ανάγκες και να της επιβάλλει τις αρχές της τυφλής πειθαρχίας, του ελέγχου, της υποταγής και της μείζονος παραγωγικής προσπάθειας πέρα και έξω από έννοιες όπως είναι αυτές της υπερηφάνειας, της αξιοπρέπειας, της ψυχαγωγίας, της ίδιας της ελευθερίας. Η ηθική της εργασίας στην περίοδο της εκβιομηχάνισης αποτελούσε τον κύριο μηχανισμό ενσωμάτωσης, αφού ο ίδιος ο βίος και η αξιοπρέπεια του ανθρώπου ταυτίζονταν με την εργασιακή ή πιο σωστά εργοστασιακή του σταδιοδρομία. Στρατός και εργοστάσια αποτελούσαν τους κατεξοχήν «πανοπτικούς» μηχανισμούς. Η κριτική του Μπάουμαν στο μοντέλο της εργασιομανίας είναι ολοκληρωτική, αυτό όμως δεν πρέπει να οδηγεί στη σχετική εξιδανίκευση των προνεωτερικών κοινωνιών, στις οποίες επικρατούσε η παράδοση ως μηχανισμός προσωπικής εξάρτησης.



Η μετάβαση από την κοινωνία των παραγωγών στη σύγχρονη καταναλωτική κοινωνία



Αν η νεωτερικότητα ταυτίζεται με την κοινωνία των παραγωγών, η μετανεωτερικότητα είναι μια κοινωνία καταναλωτών. Τα άτομα εισέρχονται στην κοινωνία όχι ως παραγωγοί αλλά ως καταναλωτές. Στην καταναλωτική κοινωνία ενώ οι πανοπτικοί θεσμοί δεν λειτουργούν, η τάση για κατανάλωση παρουσιάζεται ως εκδήλωση της ελεύθερης βούλησης. Η καταναλωτική κοινωνία οφείλει να σπάει τη ρουτίνα της σταθερής εργασιακής θέσης, αλλά και την επιθυμία της ανάπαυσης. Για να καταναλώνεις διαρκώς, χρειάζεται διαρκώς να εργάζεσαι και διαρκώς να αλλάζεις την ταυτότητά σου, η οποία αλλάζει μόνο καταναλώνοντας. Αν κοιτάξει κανείς, θα προσθέταμε, τις νεοφιλελεύθερες οπτικές των διαφόρων Κοινοτικών Πλαισίων Στήριξης, θα διαπιστώσει πως οι λογικές των διαφόρων σχεδίων για τις κοινωνίες της πληροφορίας, των περιώνυμων πολιτικών διά βίου μάθησης έχουν ως στόχο την αναγωγή της γνώσης σε συμπλήρωμα των επαγγελματικών αναδιαρθρώσεων. Αυτές οι πολιτικές υπέχουν θέσεις προσωπείων του καταναλωτισμού και της απεμπόλησης μιας σταθερής ταυτότητας και ιδεολογίας. Η λογική τους είναι μια λογική κατανάλωσης ταυτοτήτων και όχι μια λογική σταθερής ταυτότητας με έλλογους αυτοπροσδιορισμούς.

Στην κοινωνία των καταναλωτών η εργασία όχι μόνο δεν είναι απαραίτητη για την κερδοφορία του κεφαλαίου, αλλά αποτελεί και τροχοπέδη. Σ' αυτήν την κοινωνία η ηθική της εργασίας υποκαθίσταται από την αισθητική της κατανάλωσης. Αυτή η αισθητική μετατρέπει την εργασία από λειτούργημα σε προνόμιο και ταυτόχρονα εξαλείφει το διαχωρισμό εργασίας και ανάπαυσης. Η ηθική τής εργασίας είναι πλέον κάτι που αφορά μόνο τους μετανάστες και τους φτωχούς, οι οποίοι ικανοποιούνται με την απλή επιβίωσή τους.

Αν η φτώχεια στο νεωτερικό στάδιο συνδεόταν με την ανεργία, στο μετανεωτερικό στάδιο της καταναλωτικής κοινωνίας οι φτωχοί ορίζονται ως «ατελείς καταναλωτές». Μέσα σ' αυτό το περίγραμμα σχέσεων, σύμφωνα με τον Μπάουμαν, το κράτος πρόνοιας, αν και αντιφατικό φαινόμενο, συνεισέφερε στη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής και στη διατήρηση ενός εφεδρικού στρατού εργασίας σε ετοιμότητα. Σήμερα, που τα κέρδη των εταιρειών προέρχονται από τις δαπάνες σε κεφάλαιο και όχι σε εργασία -κάτι που δεν τεκμηριώνεται εμπειρικά-, το κράτος πρόνοιας παύει να έχει ανταλλακτική αξία. Ο Μπάουμαν πολύ σωστά τονίζει πως η κατάρρευση του κράτους πρόνοιας δεν είναι απόρροια της επικράτησης του νεοφιλελευθερισμού, αλλά, αντιθέτως, η επικράτηση του τελευταίου είναι αποτέλεσμα της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης και της ταύτισης των μεσαίων στρωμάτων με τις λογικές του μετοχοποιημένου και όχι του παραγωγικού κεφαλαίου.

Η οικονομική μεγέθυνση παρουσιάζει την αύξηση της απασχόλησης ως αντιαναπτυξιακή. Η καπιταλιστική αναδιάρθρωση πετάει έξω από την αγορά, μαζί με την εργασία, τις κοινωνικές υπηρεσίες και τις λογικές του ελάχιστου επίπεδου διαβίωσης. Το επόμενο βήμα είναι να ενοχοποιηθούν οι ίδιοι οι φτωχοί για την κατάσταση τους και να κατηγοριοποιηθούν ως κοινωνικά αποκλεισμένοι και «παρίες». Ο διαχωρισμός της κατάστασης αυτών των ανθρώπων από τη φτώχεια ως κοινωνικό πρόβλημα μεταθέτει το πρόβλημα στους ώμους των ιδίων. Δεν φταίει η λογική τού κεφαλαίου για την κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι παριές, αλλά η τεμπελιά τους και οι «κοινωνικές παροχές». «Ομορφος κόσμος, ηθικός, αγγελικά πλασμένος».

Ο Μπάουμαν απορρίπτει την άποψη πως δεν υπάρχει άλλος δρόμος από τον σημερινό και προτείνει -κάτι που αρχικά υποστήριζε ο Clauss Offe- το διαχωρισμό του ατομικού δικαιώματος στο εισόδημα από την πραγματική ικανότητα να κερδίζουμε το εισόδημά μας, ενώ ο ίδιος προσθέτει το διαχωρισμό της εργασίας από την αγορά εργασίας.

Υπάρχει ένας κίνδυνος οι προτάσεις του Μπάουμαν να εκληφθούν ως προτάσεις καθημερινής πολιτικής, οπότε είναι εύκολο να επικαλεσθεί κανείς τις δουλείες της πραγματικότητας για να τις απορρίψει. Η πρόταση όμως του συγγραφέα αφορά την αλλαγή ηθικού παραδείγματος. Από την ηθική της εργασίας και την αισθητική της κατανάλωσης μας προτείνει να αναζητήσουμε το δρόμο της ηθικής τής ζωής. Από αυτό το βιβλίο μπορούμε να αντλήσουμε όχι πρακτικές οδηγίες, αλλά να επιστρέψουμε σε οραματικές πολιτικές, οι οποίες είναι οι μόνες που είναι σε θέση να ανοίξουν το δρόμο στις μεταρρυθμιστικές προτάσεις. Ο κόσμος θα ήταν ακόμη χωρισμένος σε αφέντες και δούλους αν δεν είχε οράματα να τον καθοδηγούν.

Εκεί όμως που δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος, όπως και να διαβάσει κανείς αυτό το έργο, είναι να μη συγκλονισθεί από το πάθος για τη στράτευση υπέρ μιας άλλης, πιο δίκαιης και ίσης κοινωνίας.



ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΙΑΚΑΝΤΑΡΗΣ

ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 06/05/2005

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!