Εισαγωγή στην πολιτική επικοινωνία

Υπάρχει και μεταχειρισμένο με €6.80
93732
Συγγραφέας: McNair, Brian
Εκδόσεις: Κατάρτι
Σελίδες:334
Επιμελητής:ΚΟΣΚΙΝΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ
Μεταφραστής:ΤΣΟΥΡΒΑΚΑ ΣΟΦΙΑ
Ημερομηνία Έκδοσης:01/01/1998
ISBN:9789609023658


Εξαντλημένο από τον Εκδοτικό Οίκο

Περιγραφή


Το βιβλίο αυτό φιλοδοξεί να προσφέρει μια συνολική κριτική
θεώρηση των σχέσεων που συνδέουν τη σύγχρονη πολιτική με τα ΜΜΕ
και τους δημοκρατικούς θεσμούς, χρησιμοποιώντας ως αφετηριακό
παράδειγμα τη βρετανική περίπτωση, αλλά και με εκτεταμένες
αναφορές σε άλλες σύγχρονες κοινωνίες.





ΚΡΙΤΙΚΗ



Ποτέ άλλοτε η σχέση επικοινωνίας και πολιτικής δεν ήταν τόσο έντονη όσο είναι σήμερα. Το φαινόμενο είναι παγκόσμιο. Και βέβαια η Ελλάδα δεν αποτελεί εξαίρεση. Εν τούτοις, ως πρόσφατα, απουσίαζε στην ελληνική γλώσσα ένα εισαγωγικό εγχειρίδιο που να διερευνά τις στενές, ορισμένες φορές αντιφατικές και συχνά πολύπλοκες σχέσεις μεταξύ επικοινωνίας και πολιτικής, ένα εγχειρίδιο που να εξοικειώνει τον αναγνώστη με τον διεθνή επιστημονικό διάλογο για το θέμα. Ετσι η ελληνική έκδοση του βιβλίου Εισαγωγή στην Πολιτική Επικοινωνία έρχεται να καλύψει ένα σημαντικό κενό.

Τι είναι πολιτική επικοινωνία; Ο Brian McNair, συγγραφέας του βιβλίου και καθηγητής στο University of Stirling στη Σκωτία, στον ιδιαίτερα ευρύ ορισμό που χρησιμοποιεί, υπογραμμίζει τη σκοπιμότητα: η επικοινωνία είναι πολιτική όταν οι δημιουργοί της προτίθενται να επηρεάσουν το πολιτικό περιβάλλον. Η πολιτική επικοινωνία δεν αποτελείται μόνο από προφορικές ή γραπτές δηλώσεις αλλά και από σημαντικά οπτικά μηνύματα όπως είναι, για παράδειγμα, το ντύσιμο, το μακιγιάζ, το στυλ των μαλλιών ή τα λογότυπα (σελ. 19). Η μελέτη της πολιτικής επικοινωνίας εστιάζει την προσοχή της σε τρία στοιχεία των οποίων η σχέση αποτελεί τη διαδικασία μέσω της οποίας η πολιτική πράξη γίνεται αντιληπτή και κατανοητή. Τα τρία αυτά στοιχεία τα οποία αλληλεπιδρούν μεταξύ τους με άνισο τρόπο είναι οι πολιτικές οργανώσεις (κόμματα, κυβερνήσεις, ομάδες πίεσης κλπ.), τα μέσα ενημέρωσης και οι πολίτες. Στην εποχή μας τα μέσα ενημέρωσης είναι οι διαμεσολαβητές ανάμεσα στις πολιτικές οργανώσεις και στους πολίτες. Ο σκοπός της πολιτικής επικοινωνίας είναι να πείσει το κοινό και ο ρόλος των μέσων ενημέρωσης στην εκπλήρωση αυτού του στόχου είναι καθοριστικός. Τα μέσα ενημέρωσης ασκούν τον ρόλο της διαμεσολάβησης με δύο τρόπους: πρώτον, ως μεταδότες πολιτικής επικοινωνίας ­ η οποία παράγεται έξω από το σύστημα των μέσων ενημέρωσης ­ και, δεύτερον, ως πομποί πολιτικών μηνυμάτων που έχουν κατασκευασθεί από τους δημοσιογράφους (σελ. 30).

Η επανάσταση στην πολιτική επικοινωνία τις τελευταίες δεκαετίες προήλθε αφενός από τα μεγάλης έκτασης τεχνολογικά επιτεύγματα και αφετέρου από την ενίσχυση της ισχύος της λεγόμενης κοινής γνώμης. Οπως όμως σημειώνει ο συγγραφέας, παρ' ότι οι περισσότεροι αναλυτές που συμμετέχουν στη συζήτηση γι' αυτή την επανάσταση στην επικοινωνία συμφωνούν σχεδόν απόλυτα για τα αίτιά της, ταυτόχρονα δεν καταφέρνουν να μη διαφωνήσουν ριζικά για τις συνέπειες και τις επιπτώσεις της. Είναι ο διαμεσολαβητικός ρόλος των μέσων ενημέρωσης θετικός για τη δημοκρατία; ΄Η μήπως οι υπολογισμοί για το στυλ, τον τρόπο παρουσίασης και τον τρόπο προώθησης είναι πλέον πιο σημαντικά στοιχεία από το περιεχόμενο και τη σημασία των μηνυμάτων;

Ο συγγραφέας της Εισαγωγής στην Πολιτική Επικοινωνία διακρίνει δύο σχολές σκέψης. Οι «ρομαντικοί-απαισιόδοξοι» ­ με υποστηρικτές τόσο στην Αριστερά όσο και στη Δεξιά ­ θεωρούν ότι ο εντυπωσιασμός στερείται ορθολογικότητας και ουσιαστικού περιεχομένου και καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η ενημέρωση και ο διάλογος στη σύγχρονη εποχή παρακμάζουν και συνεπώς η δημοκρατία κινδυνεύει. Ο McNair κατηγορεί τους απαισιόδοξους ότι συγχέουν τη μορφή με το περιεχόμενο της επικοινωνίας ενώ κάνουν το λάθος να αντιπαραθέτουν «τη σημερινή πραγματικότητα της μαζικής, αν και διαμεσολαβημένης, πολιτικής συμμετοχής με μια μυθική χρυσή εποχή όπου οι πολίτες (υποτίθεται ότι) ήξεραν τι ψήφιζαν και για ποιο λόγο» (σελ. 323). Αντίθετα με τους «ρομαντικούς-απαισιόδοξους», οι «πραγματιστές-αισιόδοξοι» εκθειάζουν τη νέα εποχή της «ηλεκτρονικής δημοκρατίας», υποστηρίζοντας ότι ο ψηφοφόρος μπορεί να μάθει περισσότερα από τον αυθορμητισμό ενός πολιτικού παρά από μια ορθολογική αντιπαράθεση. Και οι τρεις παίκτες (πολιτικοί, μέσα ενημέρωσης και πολίτες) έχουν εξοικειωθεί με τις τεχνικές χειραγώγησης της επικοινωνίας και έτσι η πολιτική σήμερα δεν είναι στην πραγματικότητα λιγότερο δημοκρατική σε σχέση με το παρελθόν αλλά απλούστατα περισσότερο σύνθετη. Ο McNair, παρ' όλο που απορρίπτει τα επιχειρήματα των ρομαντικών, αποφεύγει να ταυτισθεί και με τις απόψεις των πραγματιστών. «Ποιος θα μπορούσε», ρωτά, «να δηλώσει με βεβαιότητα ότι η δραματική εκλογική επιτυχία της Forza Italia του Berlusconi τον Απρίλιο του 1994 δεν χρωστούσε τίποτε στον έλεγχο του μεγαλύτερου τμήματος των ιταλικών ΜΜΕ από τον ίδιο;» (σελ. 324).

Ο συγγραφέας δεν κρύβει τις ιδεολογικές προτιμήσεις του. Η κριτική του διάθεση έναντι των πολιτικών πρακτικών του βρετανικού συντηρητικού κόμματος και η αντιπάθειά του για τον θατσερισμό είναι εμφανείς σε πολλά σημεία του βιβλίου. Παρ' όλο που σε γενικές γραμμές οι πολιτικές συμπάθειες δεν επηρεάζουν αρνητικά τον επιστημονικό χαρακτήρα του κειμένου, ορισμένες φορές η επιλογή, η αποφυγή και η παρουσίαση συγκεκριμένων παραδειγμάτων κρύβουν κάποια προκατάληψη. Για παράδειγμα, στη σελίδα 277, ο McNair γράφει ότι «μεταξύ 1939 και 1941 (...) η Σοβιετική Ενωση διατηρούσε μια αμήχανη απόσταση από τον πόλεμο με τη ναζιστική Γερμανία» (ο συγγραφέας φαίνεται να αγνοεί το Σύμφωνο Μολότοφ-Ρίμπεντροπ που οδήγησε στον διαμελισμό της Πολωνίας).

Καθώς το βιβλίο είναι σχεδιασμένο για να εξυπηρετήσει διδακτικούς σκοπούς στα βρετανικά πανεπιστήμια, ο συγγραφέας επικεντρώνει την εμπειρική του τεκμηρίωση στον ρόλο των μέσων ενημέρωσης στη Βρετανία. Ετσι ο έλληνας αναγνώστης, αν και συχνά εκπλήσσεται από τις ομοιότητες ανάμεσα στις περιγραφές του McNair και σε αντίστοιχες καταστάσεις στη χώρα μας, δεν μπορεί παρά να αναρωτηθεί αν αυτά που ο συγγραφέας αναφέρει ότι συμβαίνουν στο Ηνωμένο Βασίλειο αποτελούν τον κανόνα για όλα τα κράτη του κόσμου. Για παράδειγμα, στο κεφάλαιο που εξετάζει τη διεθνή πολιτική επικοινωνία και με σκοπό να καταδείξει τις μεθόδους που χρησιμοποιούν οι κυβερνήσεις για να χειραγωγήσουν τον δημοσιογραφικό λόγο, ο McNair παρουσιάζει πλήθος στοιχείων από τη σύγκρουση στα Φόκλαντ. Ωστόσο δεν γίνεται καμία αναφορά στον εμφύλιο πόλεμο στην πρώην Γιουγκοσλαβία, όπου οι επικοινωνιακές στρατηγικές και η χαλιναγώγηση των ΜΜΕ από τους εμπολέμους έπαιξαν έναν, αν όχι ουσιαστικό, πάντως αξιοσημείωτο ρόλο στην έκβαση της σύγκρουσης. Το γεγονός άλλωστε ότι χρονικά η βιβλιογραφία του συγγραφέα φθάνει ως και το έτος υπογραφής της Συμφωνίας του Dayton (1995) κάνει αδικαιολόγητη μια τέτοια παράλειψη.

Ωστόσο, αν εξαιρέσει κανείς μερικές επί μέρους αδυναμίες και παρ' όλο που στοχεύει να εισαγάγει τον αναγνώστη σε ένα δαιδαλώδες θέμα, το βιβλίο χαρακτηρίζεται από συνοχή, σαφήνεια και αποτελεσματική εξισορρόπηση ανάμεσα στη θεωρητική διατύπωση και στο εμπειρικό υλικό. Η μετάφραση είναι αρκετά καλή. Δεν λείπουν ορισμένα ­ λίγα μεν αλλά δυστυχώς χτυπητά ­ τυπογραφικά (;) λάθη. Για παράδειγμα, «η ανάμειξη της Λιβύης» μετατρέπεται «σε ανάμειξη του Λιβάνου» (σελ. 292) ενώ αλλού η ναζιστική επιχείρηση Barbarossa εναντίον της Σοβιετικής Ενωσης καταγράφεται ως «επιχείρηση Saragossa εναντίον του Χίτλερ» (σελ. 277). Σε γενικές γραμμές, όμως, η Εισαγωγή στην Πολιτική Επικοινωνία είναι ένα ενδιαφέρον όσο και επίκαιρο βιβλίο που αξίζει πραγματικά να διαβαστεί.



Αστέρης Χουλιάρας

ΤΟ ΒΗΜΑ, 17-01-1999

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!