Έθνος και Ορθοδοξία

Οι περιπέτειες μιας σχέσης - Από το «Ελλαδικό» στο Βουλγαρικό Σχίσμα
Υπάρχει και μεταχειρισμένο με €23.00
139036
Συγγραφέας: Ματάλας, Παρασκευάς
Σελίδες:390
Ημερομηνία Έκδοσης:01/03/2002
ISBN:9789605241445


Εξαντλημένο από τον Εκδοτικό Οίκο

Περιγραφή


Το βιβλίο αυτό μιλάει για την ιστορία μιας περιπετειώδους σχέσης: του "έθνους" και της "ορθοδοξίας".
Σε ένα πρώτο επίπεδο πρόκειται για την ιστορία δύο εθνικο-θρησκευτικών "σχισμάτων": της ρήξης της ελλαδικής Εκκλησίας με το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως -από την κήρυξη του "Αυτοκέφαλου" του 1833 μέχρι τον "Τόμο" του 1850- και της σύγκρουσης του Πατριαρχείου με τον "βουλγαρισμό", μέχρι την πανηγυρική καταδίκη του αιρετικού "φυλετισμού" το 1872.
Μέσα όμως από την εξιστόρηση αυτών των εκκλησιαστικών σχισμάτων προβάλλουν οι εσωτερικές ιδεολογικές και πολιτικές διαμάχες που διαπερνούν τη συγκρότηση του νέου ελληνικού έθνους· διαμάχες ανάμεσα στους διαφορετικούς τρόπους που συλλαμβάνει ο καθένας το "έθνος", που ορίζει τη θρησκεία και τη γεωγραφία του έθνους, τους φίλους και τους εχθρούς του, την πολιτική του υπόσταση, το «πεπρωμένο» του· διαμάχες ανάμεσα σε διαφορετικούς τρόπους αφήγησης της εθνικής ιστορίας.
"Έθνος και ορθοδοξία" αναδεικνύονται ως δύο ρευστές και έντονα διαφιλονικούμενες έννοιες, σε μια σχέση σίγουρα στενή αλλά και πολυκύμαντη.





ΚΡΙΤΙΚΗ



Οι αδιάρρηκτοι δεσμοί έθνους και Ορθοδοξίας είναι ένας από τους βασικούς άξονες της ελληνικής εθνικής ιδεολογίας. Ποια είναι όμως η ιστορικότητα αυτής της σύνδεσης; Από τις κριτικές μελέτες γνωρίζουμε ότι η Ορθοδοξία και η εθνική ιδεολογία εξέφραζαν διακριτές και ενίοτε συγκρουσιακές λογικές. Οι σχέσεις αυτές περιγράφονται ως μια μετάβαση από την «Ορθόδοξη κοινοπολιτεία», η οποία ενοποιούσε τον βαλκανικό χώρο, στα εθνικά κράτη που τον διαμέλησαν. Φορέας του ορθόδοξου οικουμενισμού, το Πατριαρχείο· της εθνικής ιδέας, το κράτος. Παράδοση το πρώτο, νεωτερισμός το δεύτερο. Αυτή η αντιπαράθεση ήλθε στο προσκήνιο τα τελευταία χρόνια με άξονα την κρίση των «ταυτοτήτων» αλλά αντεστραμμένη. Ο εκσυγχρονισμός πρόβαλλε, στο πρόσωπο του Πατριάρχη, την οικουμενικότητα, απέναντι στο μακρινό αποτέλεσμα του νεωτερισμού, δηλαδή την ελλαδική εκκλησία, που προβάλλει ένα αντι-εκσυγχρονιστικό πρόσωπο. Αντιπαραβολή ειρωνική. Τα πρόσωπα παρουσιάζονται ως φορείς ιδεολογιών αντιστρόφων ως προς τους υποτιθέμενους ρόλους και τις ιστορικές θέσεις τους. Ενδεχομένως όμως η ειρωνεία να βρίσκεται στην ανιστορική οπτική μας ή και στα ερμηνευτικά μας σχήματα.

Το βιβλίο του Παρασκευά Ματάλα επιχειρεί να τοποθετήσει στα ιστορικά τους συμφραζόμενα τις σχέσεις έθνους, θρησκείας, κράτους, αλλά και κάτι επιπλέον: είναι και μια κριτική της κριτικής. Ιδιαίτερα του τρόπου με τον οποίο η επικρατέστερη θεωρία για τη συγκρότηση του έθνους, η θεωρία των «φαντασιακών» (ή «νοερών») κοινοτήτων, χρησιμοποιήθηκε ως τώρα. Ο χρονικός ορίζοντας του βιβλίου είναι επικεντρωμένος στον 19ο αιώνα και στις δύο διαδοχικές κρίσεις οι οποίες δοκίμασαν και ανασύνθεσαν τις σχέσεις έθνους και θρησκείας. Η πρώτη αφορούσε την ίδρυση της αυτοκέφαλης ελλαδικής εκκλησίας και τη συνακόλουθη σύγκρουση με το Πατριαρχείο και η δεύτερη την ίδρυση της βουλγαρικής εκκλησίας και το συνακόλουθο «σχίσμα».



Ο χαρακτήρας της Ορθοδοξίας



Η πρώτη διαπίστωση αφορά τον χαρακτήρα της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην προεθνική περίοδο. Ηταν πράγματι οικουμενική; Η απάντηση χρειάζεται να συνυπολογίσει τη γλώσσα της Εκκλησίας και τον κοινωνικό της ρόλο. Η Εκκλησία χρησιμοποιεί και αναπαράγει τα ελληνικά, που δεν είναι μόνο η ιερή γλώσσα αλλά και η γλώσσα της εγγραμματοσύνης και της κοινωνικής ανόδου. Αυτή η επέκταση της ελληνοφωνίας στα εγγράμματα στρώματα της Βαλκανικής οφείλεται στην επέκταση της εκκλησιαστικής επικράτειας του Πατριαρχείου με την κατάργηση των αυτοκέφαλων σλαβόφωνων εκκλησιών τον 18ο αιώνα. Και οι δύο διαδικασίες συνδέονται με την ισχύ της κωνσταντινουπολίτικης ελληνόγλωσσης αριστοκρατίας. Αρκετά ισχυρή για να επιβάλει αυτή την επέκταση, αλλά όχι τόσο ισχυρή ώστε να απορροφήσει στο ηγεμονικό της σχέδιο τις εντάσεις που αποκρυσταλλώθηκαν στη δημιουργία αντίπαλων βαλκανικών εθνικισμών.

Σωστά επισημαίνεται ότι το «βαλκανικό χάος» οφείλεται όχι τόσο στη δύναμη του εθνικισμού όσο στην αδυναμία ενός εθνικισμού να επιβληθεί στους άλλους. Από το βιβλίο προκύπτει μια εικόνα των Βαλκανίων σε διαδικασία αβέβαιης εθνικής μεταμόρφωσης. Αυτή η διαδικασία δεν πήρε τη μορφή της σύγκρουσης ανάμεσα στον εθνικισμό, που πρέσβευε το ελληνικό κράτος ή το βουλγαρικό εθνικό κίνημα, και στον οικουμενισμό, του οποίου θεματοφύλακας ήταν το Πατριαρχείο, όπως έχει υποστηριχθεί ως τώρα, αλλά τη μορφή μιας σύνθετης μετάβασης κατά την οποία ο εθνικισμός ήλθε να επικαθήσει στο εσωτερικό των θρησκευτικών κοινοτήτων, οι οποίες ήταν άλλωστε θεσμοθετημένες μέσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, και να τις αναπροσδιορίσει με πολιτικούς όρους. Μέσα από τις δύο διαδοχικές κρίσεις παρακολουθούμε αυτή τη μεταβολή η οποία παίρνει απροσδόκητες τροπές.



Δύο αντιλήψεις για το ελληνικό έθνος



Κατ' αρχάς η ίδρυση της αυτοκέφαλης ελληνικής εκκλησίας δεν αντιπαρέθεσε τους υποστηρικτές του εθνικού κράτους στους οικουμενιστές, την Αθήνα στην Κωνσταντινούπολη. Και οι δύο πλευρές, εδραίες στην Αθήνα, αποτελούσαν δύο εκδοχές της τροπής που θα μπορούσε να πάρει η εθνική ιδεολογία. Για τους υποστηρικτές του Πατριαρχείου αυτό ήταν το κέντρο μιας μεγάλης κοινότητας η οποία θεωρούνταν εν δυνάμει ελληνική. Αυτή η κοινότητα δεν αγκάλιαζε μόνο τους ελληνόγλωσσους ορθοδόξους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αλλά και τους Αλβανούς, τους Βούλγαρους, τους Βλάχους κ.ά., οι οποίοι θεωρούνταν ότι ανήκουν όχι σε ξεχωριστές εθνότητες αλλά στο ελληνικό έθνος. Είναι αξιοσημείωτη η αντίληψη ότι το έθνος, και κυρίως το ελληνικό, δεν θεωρείται κοινότητα αίματος αλλά «πολυφυλετική» ενότητα. Ακόμη, σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, αυτός ο Ελληνισμός θεωρείται το κέντρο ενός ανατολικού κόσμου που περιλαμβάνει τη Ρωσία και την ορθόδοξη Ανατολική Ευρώπη. Δηλαδή, η μία πλευρά της σύγκρουσης εκφράζει μια εκδοχή της φαντασιακής εθνικής κοινότητας που δεν επικράτησε. Δεν εκφράζει πάντως κάποιον προεθνικό ορθόδοξο οικουμενισμό, όπως έχει υποστηριχθεί.

Από την άλλη πλευρά, για τους υποστηρικτές του αυτοκέφαλου, η κρατική και η εκκλησιαστική επικράτεια όφειλαν να συμπίπτουν. Οπως σωστά επισημαίνεται, ο στενός εναγκαλισμός Εκκλησίας και κράτους που καταγγέλλεται σήμερα ως εμπόδιο στον εκσυγχρονισμό της ελληνικής κοινωνίας ήταν στην εποχή του μια κατ' εξοχήν συνέπεια εκσυγχρονισμού, καθώς τη δημιουργία ομοιογενούς εθνικής κοινότητας την είχε αναλάβει και την εγγυάτο η κρατική εξουσία. Οι υποστηρικτές του Πατριαρχείου πρέσβευαν την ελληνοποίηση της ορθόδοξης κοινότητας, οι υποστηρικτές του αυτοκέφαλου την κρατικοποίηση της Εκκλησίας. Η πρώτη ταύτιζε το ελληνικό έθνος με το ευρύτερο γένος, η δεύτερη με το ελληνικό κράτος. Τελικά και οι δύο πλευρές, ή οι δύο εκδοχές, ήλθαν σε συμβιβασμό, όχι επιλέγοντας κάποιον μέσο όρο αλλά υιοθετώντας διαδοχικά, εναλλακτικά ή συμπληρωματικά τη μία ή την άλλη προσέγγιση. Δηλαδή, και τη διεύρυνση των ορίων του εθνικού κράτους και τον, πέραν των συνόρων, εκπαιδευτικό και γλωσσικό εξελληνισμό των ορθοδόξων πληθυσμών. Αυτός ο συμβιβασμός έγινε υπαρκτός μέσω μιας προσχώρησης στη δυτική ιδέα ότι η οθωμανική Τουρκία θα έπρεπε να υποστηριχθεί και να μεταρρυθμιστεί ώστε να αποτελέσει φράγμα στη ρωσική επέκταση. Αυτή η προσχώρηση που έγινε στα μέσα του περασμένου αιώνα είχε ως συνέπεια την «υιοθέτηση» του Πατριαρχείου, απαλλαγμένου πλέον από την υποψία της ρωσικής εξάρτησης, από τον ελληνικό κρατικό εθνικισμό. Το Πατριαρχείο ιδώθηκε ως εγγυητής των ελληνικών συμφερόντων, παροντικών ή μελλοντικών, στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.



Η ταύτιση Ελληνισμού και Ορθοδοξίας



Αλλά αυτές οι περιπέτειες, με τις συχνές εναλλαγές θέσεων, δεν έχουν τέλος. Οι μεταρρυθμίσεις στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, οι οποίες σκόπευαν υποτίθεται στην ενίσχυσή της, θεσμοθέτησαν τις θρησκευτικές κοινότητες, το μιλλέτι, το οποίο κατέληξε μοιραία στην ταύτισή του με το έθνος, στη συγκεκριμένη περίπτωση του ορθόδοξου μιλλέτ με το ελληνικό έθνος. Αλλά αυτή η ταύτιση θα μπορούσε να στεριώσει αν την εθνική διαμόρφωση των Βαλκανίων μπορούσε να την εποπτεύσει και να την καθορίσει μια πανίσχυρη ελληνική αστική τάξη. Επειδή όμως αποδείχθηκε λιγότερο ισχυρή από όσο πιστευόταν, ο βουλγαρικός εθνικισμός, ο οποίος προέκυψε από εξίσου αντιφατικές διαδικασίες, ήταν αναμενόμενο ότι θα επιζητούσε το δικό του μιλλέτ και το δικό του αυτοκέφαλο, κατά το πρότυπο των Ελλήνων και εναντίον τους. Δεν ήταν αναμενόμενο βέβαια το πώς θα αντιδρούσε το Πατριαρχείο και οι ισχυροί της Πόλης, ούτε πώς θα αντιδρούσε η Αθήνα.

Η καταδίκη του «φυλετισμού» των Βουλγάρων ερμηνεύεται και προβάλλεται ως σήμερα ως η υπεράσπιση του οικουμενισμού της Εκκλησίας απέναντι στον εθνικισμό που τη διασπά. Η άποψη αυτή ό μως αποδεικνύεται πως δεν είναι ακριβής. Οπως σωστά σημειώνει ο Ματάλας, η άρνηση της εθνικότητας στους Βουλγάρους δεν παραπέμπει στον ορθόδοξο οικουμενισμό αλλά στον ελληνικό ηγεμονισμό που οικειοποιήθηκε τον οικουμενισμό του Πατριαρχείου. Στα κείμενα της εποχής οι Ελληνες κρατούν για τον εαυτό τους τον ευγενή όρο «έθνος» αποδίδοντας στους Βούλγαρους τον υποδεέστερο «φυλή». Ωστόσο απέναντι στο βουλγαρικό σχίσμα διαμορφώθηκαν δύο στάσεις. Δεν χρειάζεται εδώ να αναφερθούμε στις διαφορές τους στη διευθέτηση του ζητήματος όσο στο γεγονός ότι αντανακλούσαν δύο αντιλήψεις για το μέλλον του ελληνικού έθνους. Η μία υποστήριζε μια μεταρρυθμισμένη Οθωμανική Αυτοκρατορία υπό ελληνική ηγεμονία και επομένως την εκκλησιαστική πίτα ακέραιη· η δεύτερη ένα μεγάλο αμιγές ελληνικό κράτος και επομένως την οριοθέτηση των Βουλγάρων βορείως του Αίμου.

Το βουλγαρικό σχίσμα αποδεικνύεται στο βιβλίο του Ματάλα μια συζήτηση για τα βόρεια σύνορα του Ελληνισμού (και να θυμίσουμε εδώ ότι η γεωγραφία ήταν μάλλον ανεπιθύμητη επιστήμη στον ελληνικό εθνικισμό) αλλά και μια μετάθεση του φαντασιακού άξονα της αντιπαλότητας από τον ιδεολογικό άξονα Ανατολή - Δύση στον από Βορρά κίνδυνο. Αυτή η μετατόπιση οδήγησε στην Ελλάδα στην ταύτιση της Ορθοδοξίας όχι με τον ευρύτερο ανατολικό κόσμο αλλά αποκλειστικότερα με τον Ελληνισμό και στη δημιουργία του ιδεολογήματος της Ελληνορθοδοξίας ή του ελληνοχριστιανισμού· στην ιδεολογική ταύτιση του έθνους με την Ορθοδοξία. Η ταύτιση αυτή όμως είχε μακροχρόνιες πολιτικές συνέπειες. Κάθε εχθρός της Ορθοδοξίας γινόταν αυτομάτως εχθρός του έθνους και αντιστρόφως. Αλλωστε εν ονόματι αυτών των ταυτίσεων η Εκκλησία ζητεί να έχει ρόλο στα της πολιτείας και οι πολιτικοί πρόθυμα της τον παρέχουν. Οπως καταλαβαίνει κανείς, πρόκειται για ένα βιβλίο που θέτει σημαντικά ζητήματα, εξετάζει τις ιστορικές τους διαστάσεις και αναθεωρεί παλαιότερες ερμηνείες.



Αντώνης Λιάκος (καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών)

ΤΟ ΒΗΜΑ , 14-07-2002






ΚΡΙΤΙΚΗ



Οι σχέσεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου με το ελληνικό κράτος, αλλά και την ελλαδική Εκκλησία από το 19ο αιώνα έως σήμερα έχουν διανύσει μια μακρά και συχνά εξαιρετικά ταραγμένη διαδρομή. Διαδρομή η οποία συνδέθηκε με την καθιέρωση της συγκεκριμένης εκκλησιαστικής τάξης πραγμάτων στη χώρα μας, αλλά κυρίως με τη συγκρότηση της φυσιογνωμίας του νεότευκτου βασιλείου και των ιδεολογιών που κυριάρχησαν σε αυτό. Πρόκειται για ζητήματα που απασχόλησαν την ελληνική ιστοριογραφία, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, και αποτέλεσαν αφορμή για τη δημοσίευση σημαντικών μονογραφιών και άρθρων, ανάμεσα στις οποίες, αναμφισβήτητα, καταλαμβάνει εξέχουσα θέση η πρόσφατη μελέτη του Παρασκευά Ματάλα.

Το ιστορικό συμβάν, από το οποίο αφορμάται το συγκεκριμένο βιβλίο είναι η καταδίκη από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, το 1872, του «φυλετισμού». Με τον όρο αυτό οι πατριαρχικές αρχές χαρακτήρισαν τις προσπάθειες δημιουργίας μιας αυτόνομης βουλγαρικής Εκκλησίας, η οποία στην ουσία αμφισβητούσε για πρώτη φορά με ένταση την κυριαρχία του Πατριαρχείου στο σύνολο των ορθόδοξων χριστιανικών πληθυσμών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η καταδίκη του «φυλετισμού», όρου που όπως δείχνει ο συγγραφέας υποδήλωνε το βουλγαρικό εθνικισμό, οδήγησε στο «σχίσμα» και στη δημιουργία της αντίστοιχης εθνικής Εκκλησίας. Το γεγονός ερμηνεύτηκε, από προηγούμενους μελετητές, σε μεγάλο βαθμό ως σύγκρουση ανάμεσα στο βουλγαρικό εθνικισμό και σε έναν ορθόδοξο οικουμενισμό, ενώ τα τελευταία χρόνια, με την ανάδυση των βαλκανικών εθνικισμών και τη δημιουργία των νέων κρατών, η καταδίκη του «φυλετισμού» χρησιμοποιήθηκε και από τα πλέον επίσημα πατριαρχικά χείλη ως απόδειξη του οικουμενικού αντι-εθνικισμού του Πατριαρχείου.

Σε αντίθεση με αυτές τις ερμηνείες ο Ματάλας, μέσω της μελέτης των σχετικών κειμένων και της φυσιογνωμίας του Πατριαρχείου τα πρώτα χρόνια του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα, αναδεικνύει την καταδίκη του «φυλετισμού» ως κίνηση του ελληνικού εθνικισμού, στην προσπάθειά του να αντιμετωπίσει τους αντίπαλους βαλκανικούς. Για το σκοπό αυτό επιστρέφει στα χρόνια της ίδρυσης του ελληνικού βασιλείου. Στο πρώτο μέρος της μελέτης του υπό τον τίτλο «Το Ελλαδικό Ζήτημα» μελετά το Αυτοκέφαλο της ελληνικής Εκκλησίας, το 1833, αλλά και τα όσα ακολούθησαν την κήρυξή του έως την έκδοση του Τόμου από το Οικουμενικό Πατριαρχείο το 1851, με το οποίο αποκαταστάθηκαν οι σχέσεις των δύο εκκλησιαστικών θεσμών. Παράλληλα, εξετάζει μία σειρά από διαμάχες κι επεισόδια της εποχής, με θρησκευτικό υπόβαθρο, τα οποία συγκλόνισαν την κοινή γνώμη, όπως την καταδίκη του Θεόφιλου Καΐρη, τα Μανούσεια, το κίνημα του Παπουλάκου κ.ά. Η μελέτη των συγκεκριμένων γεγονότων αναδεικνύει το «Αυτοκέφαλο» και τα όσα ακολούθησαν -παρ' όλο που κάποτε ο συγγραφέας φαίνεται να επιμένει μόνο στην ανάγνωση των σημείων εκείνων που υπηρετούν το σχήμα του- ως στοιχεία των διεργασιών, με πλείστες όσες διαφοροποιήσεις και τις αντιφάσεις, που οδήγησαν στον εναγκαλισμό του ορθόδοξου θεσμού από τον επίσημο ελληνικό εθνικισμό. Μέσω αυτής της ενσωμάτωσης του συμβολικού κόσμου και του οικουμενικού πνεύματος του Πατριαρχείου, ο ελληνικός εθνικισμός επιχείρησε να εθνικοποιήσει και να εξελληνίσει ολόκληρη την πολυφυλετική ορθόδοξη κοινότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οπως παρατηρεί ο συγγραφέας, η ταύτιση του «οικουμενικού» Πατριαρχείου με έναν δήθεν «οικουμενικό» Ελληνισμό δεν επέτρεψε στο πρώτο να αναδειχθεί ως το κατεξοχήν υπερεθνικό κέντρο, όταν άρχισε ο κατακερματισμός της ορθόδοξης κοινότητας σε εθνικές.

Η απόδειξη της στιβαρής αυτής υπόθεσης εργασίας στηρίζεται, κατ' αρχάς, στην αξιοποίηση διαφορετικών πηγών, με έμφαση στην αρθρογραφία ημερήσιων εφημερίδων, αλλά και σε δημοσιευμένα και αδημοσίευτα εκκλησιαστικά και κοσμικά κείμενα. Η χρήση αυτών των πηγών συνδέεται με μια ευρύτερη αντίληψη για το βαθύτατα πολιτικό και κοινωνικό χαρακτήρα παρόμοιων συγκρούσεων, για τη μελέτη των εκκλησιαστικών υποθέσεων μέσα στο πεδίο αναφοράς τους, δηλαδή την κοινωνία. Μια σειρά κινήσεις της εκκλησιαστικής ιεραρχίας αλλά και των πολιτικών αρχών εντός του ελληνικού βασιλείου και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας συνεξετάζονται με τις διεθνείς εξελίξεις, κατανοούνται στο πλαίσιο του ευρύτερου συσχετισμού δυνάμεων και των κινήσεων στη γεωπολιτική σκακιέρα της περιοχής. Αναδεικνύονται, ιδιαίτερα, οι πολλαπλές αναγνώσεις των όρων, η ένταξη τους σε διαφορετικούς λόγους, με ποικίλες σημασιοδοτήσεις στενά συνδεδεμένες με την ιστορική συγκυρία.

Με εξαιρετική ακρίβεια και σαφήνεια ο Ματάλας εγκύπτει στα συγκεκριμένα κείμενα, επισημαίνοντας τις ιδεολογικές διαμάχες και τους παράλληλους ή συγκρουόμενους λόγους, αναδεικνύοντας τη γενεαλογία τόσο των απόψεων όσο και των προσωπικών στάσεων στο εσωτερικό της ορθόδοξης ελληνικής κοινότητας που οδήγησαν στο συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Στο δεύτερο, ιδιαίτερα, μέρος ο ιστορικός εξετάζει στη βραχεία διάρκεια, μέσα σε ένα διάστημα τριάντα χρόνων, με συστηματική και εμπεριστατωμένη οπτική τις παλινωδίες, τις αντιφάσεις, τις κινήσεις τόσο των ελληνικών αρχών όσο και των πατριαρχικών κύκλων, επισημαίνοντας τις διαφορετικές στρατηγικές και αιτιολογώντας τες στη συγκεκριμένη συγκυρία.

Το βιβλίο του Παρασκευά Ματάλα θέτει μια σειρά από ζητήματα αναφορικά με τη φύση των σχέσεων ελληνικού κράτους και Ορθοδοξίας, τόσο ως προς την ελλαδική Εκκλησία όσο, και κυρίως, προς το Πατριαρχείο. Ζητήματα που έχουν απασχολήσει έντονα την ελληνική ιστοριογραφία, ιδιαίτερα στο πλαίσιο της εξέτασης των θεσμών των Ελλήνων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, είτε ευρύτερα, σ' αυτό της συγκρότησης της φυσιογνωμίας του ελληνικού κράτους. Πρόκειται για έναν εξαιρετικά γόνιμο διάλογο, από τον οποίο, δυστυχώς, η πρόωρη απουσία της Ελλης Σκοπετέα στέρησε έναν από τους πιο σημαντικούς συνομιλητές. Διάλογος ο οποίος, όπως προκύπτει και από τα πρόσφατα άρθρα του Δημήτρη Σταματόπουλου [στο τελευταίο τεύχος του περιοδικού «Μνήμων», αρ. 23 (2002)], και της Σίας Αναγνωστοπούλου [στο περιοδικό «Πολίτης», αρ. 104 (Νοέμβριος 2002)], συνεχίζεται εμπλουτίζοντας σημαντικά τη σχετική βιβλιογραφία, όχι μόνο σε τεκμηριωτικό υλικό, αλλά και σε θεωρητικές προσεγγίσεις. Στο πλαίσιο αυτό θα έπρεπε να επισημανθεί ιδιαίτερα η επανανάγνωση από τον Παρασκευά Ματάλα της θεωρίας των «φαντασιακών κοινοτήτων» του Benedict Anderson, η οποία έχει χρησιμοποιηθεί πολύ συχνά στη σχετική συζήτηση για τις σχέσεις του Πατριαρχείου και του ελληνικού κράτους, ορίζοντας συνήθως την ύπαρξη δύο αντιθετικών και αντιμαχόμενων κοινοτήτων, μιας θρησκευτικής ορθόδοξης και μιας εθνικής κοσμικής. Στη συλλογιστική του συγγραφέα τού «Εθνος και Ορθοδοξία» η διαδικασία που οδήγησε στο Αυτοκέφαλο και στη συνέχεια στο βουλγαρικό «σχίσμα» δεν αντιμετωπίζεται ως διαδικασία σύγκρουσης δύο ασύμπτωτων φαντασιακών κοινοτήτων, δηλαδή της θρησκευτικής με την εθνική, αλλά ως μια «αντιφατική» διαδικασία μετασχηματισμού της μίας στην άλλη (από τη θρησκευτική στην εθνική), γεγονός που δικαιολογεί και τις παλινωδίες και τις αντιφάσεις.

Η μελέτη του Παρασκευά Ματάλα αποτελεί το πρώτο του βιβλίο, το οποίο έγινε δεκτό με πολύ θετικό τρόπο από την ακαδημαϊκή κοινότητα (σημειώνω ιδιαίτερα τις σχετικές βιβλιοκρισίες δύο κορυφαίων Ελλήνων ιστορικών, του Φίλιππου Ηλιού και του Αντώνη Λιάκου). Αναπτυγμένη μορφή της μεταπτυχιακής του εργασίας στο Πανεπιστήμιο της Κρήτης, φέρει έντονο το στίγμα της εποχής που διαμορφώθηκε ο συγγραφέας: από τις διαδηλώσεις για το Μακεδονικό έως τα συλλαλητήρια για τις ταυτότητες, απηχεί τους προβληματισμούς που η ανάδυση των βαλκανικών εθνικισμών, αλλά και η μεταβολή στη θέση της Εκκλησίας στα αντίστοιχα κράτη, ανάμεσά τους και η Ελλάδα, γέννησε σε μια μερίδα νέων ιστορικών. Η συστηματική και πολύχρονη μελέτη των σχετικών πηγών, η σύζευξη των θεωρητικών του εργαλείων με τις συγκεκριμένες πηγές, αλλά και η νηφαλιότητα στις προσεγγίσεις του οδήγησαν σε ένα εξαιρετικό αποτέλεσμα, το οποίο, όπως και κάθε καλό άλλωστε ιστορικό βιβλίο, δεν παύει να διατηρεί ακέραια την πολιτική του αξία.



ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΚΑΡΑΜΑΝΩΛΑΚΗΣ

ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 20/12/2002

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!