Κειμενοφιλικά

Έκπτωση
30%
Τιμή Εκδότη: 11.22
7.85
Τιμή Πρωτοπορίας
+
70427
Εκδόσεις: Κέδρος
Σελίδες:122
Ημερομηνία Έκδοσης:01/01/1997
ISBN:9789600413755
Διαθεσιμότητα στα βιβλιοπωλεία μας
Αθήνα:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες
Θεσσαλονίκη:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες
Πάτρα:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες

Περιγραφή


ΚΡΙΤΙΚΗ






Ο Δ. Ν. Μαρωνίτης αντισταθμίζει τα πάθη των ανθρώπων με το πάθος για τα κείμενα, κρίνοντας ποιήματα και πεζά του Κ. Π. Καβάφη, του Γιώργου Σεφέρη, του Γιάννη Ρίτσου, της Μαρίας Λαϊνά, της Κλαίρης Μιτσοτάκη, του Σωτήρη Δημητρίου και άλλων.



Στο μικρό βιβλίο των μόλις 120 σελίδων ο Δ. Ν. Μαρωνίτης συγκεντρώνει κριτικά του κείμενα γραμμένα με ποικίλες αφορμές, ευκαιριακά όπως τα χαρακτηρίζει ο ίδιος, αφιερωμένα σε διάφορα είδη λόγου - ποίηση, πεζογραφία, δοκίμιο, ιστορία της λογοτεχνίας ­ και διεσπαρμένα σε μια εικοσαετία περίπου. Το πρωιμότερο κείμενο της συλλογής είναι γραμμένο το 1976 και το πιο όψιμο το 1997. Η περιγραφή αυτή ενδέχεται να δίνει εσφαλμένη εικόνα. Τα περισσότερα δοκίμια που συγκροτούν τα Κειμενοφιλικά είναι γραμμένα κατά την τελευταία πενταετία. Το 60% πέφτει μέσα στην τελευταία διετία ­ και τελειώνω με την άνοστη στατιστική, από την οποία ελπίζω να προκύπτει το συμπέρασμα πως δεν έχουμε να κάνουμε μόνο με ευκαιριακές παρεμβάσεις αλλά και με επίκαιρες.

Το ενδιαφέρον, ωστόσο, το προσωπικό μου τουλάχιστον, βρίσκεται λιγότερο στα ποσοτικά μεγέθη της συλλογής και περισσότερο στο ποιοτικό της ανάστημα. Αν και, για να διατυπώσω εσπευσμένα τη μεμψιμοιρία μου, η ποσοτική διάσταση του βιβλίου είναι αντιστρόφως ανάλογη της ποιοτικής του στάθμης. Λυπάται δηλαδή κανείς γιατί το κριτικό δαιμόνιο του συγγραφέα, όπως ανιχνεύεται στα περισσότερα κείμενα του βιβλίου, φιλικά ή μη, δεν υποστηρίχθηκε με περισσότερα παραδείγματα ή γιατί δεν εκδιπλώθηκε όλο το κριτικό δυναμικό που σαφώς ψηλαφείται στον πυρήνα των περισσοτέρων από τα περιλαμβανόμενα στον τόμο δοκίμια. Οι συνθήκες της παραγωγής τους, όπως συνοπτικά κατατίθενται στο σύντομο προλόγισμα, αποτελούν εύλογη ερμηνεία αλλά όχι ακριβώς ικανοποιητική απάντηση. Εννοώ ότι το «παράπονο» παραμένει και προσθέτω ότι ανακουφίζεται σε μεγάλο βαθμό αν ο αναγνώστης υπερβεί τις κριτικές αφορμές, τον πυκνά και υπαινικτικά εν πολλοίς υφασμένο δοκιμιακό λόγο του συγγραφέα και φθάσει στις ρίζες του κριτικού του στοχασμού και της αναγνωστικής ευαισθησίας του.

Θα σταθώ κατ' αρχάς πάνω σε τρία ζητήματα που θέτει το συντομότατο προλόγισμα του Δ. Ν. Μαρωνίτη τα οποία, αντί να περάσουν απαρατήρητα, όπως μάλλον βασίμως φοβούμαι πως θα συμβεί, θα έπρεπε να αποτελέσουν αφορμές σοβαρών συζητήσεων στον βαθμό που διαγιγνώσκουν συμπτώματα της φυσιολογίας και της παθολογίας της πνευματικής μας ζωής. Εξηγώντας τον ασυνήθιστο τίτλο της συλλογής του, ο συγγραφέας υποστηρίζει πως όπου η αφετηρία των κριτικών του δοκιμίων εμπεριέχει την προσωπική φιλία, η φιλία αυτή μεταφέρεται από τις ανθρώπινες σχέσεις στα ίδια τα λογοτεχνικά κείμενα. Διαφορετική βέβαια, συναφής εν τούτοις με την πρώτη, νομίζω πως πρέπει να θεωρηθεί και η δεύτερη παρατήρηση που βασίζεται στη βεβαιότητα, ή έστω στην υποψία, ότι η τρέχουσα κριτική στον τόπο μας (δημοσιογραφική σε συντριπτικό ποσοστό) εξαρτά κατά κανόνα την τιμή ενός κειμένου από την κεκτημένη φήμη του συγγραφέα του. Το κατά πόσο μια προσωπική συμπάθεια μετασχηματίζεται σε κειμενοφιλική διάθεση θα το διαπιστώσει ο καλοπροαίρετος αναγνώστης διαβάζοντας προσεκτικά τις σελίδες του βιβλίου. Το κατά πόσο, πάλι, τα συγκεκριμένα κειμενοφιλικά του Δ. Ν. Μαρωνίτη στοιχειοθετούν αντίδραση στον αγοραίο λόγο που βαθμολογεί βιβλία συνυπολογίζοντας τα μόρια που έχει συγκεντρώσει ένας συγγραφέας από προηγούμενες επιτεύξεις του, αφενός ελέγχεται απολύτως ακριβές, αφετέρου δε μπορεί και πρέπει να χαρακτηριστεί ουσιαστική νύξη που καλό θα ήταν να λάβουν σοβαρά υπόψη τους περισσότερο οι κολακευτικώς κρινόμενοι και λιγότερο οι απερισκέπτως κρίνοντες. Για να το κάνω λιανά: όψιμα βιβλία συγγραφέων που δικαίως απέσπασαν στο παρελθόν υψηλούς κριτικούς βαθμούς, συμβαίνει κάποτε να είναι «πεσμένα», όπως λέμε, ή απλώς αποτυχημένα, και παρά ταύτα να γίνονται δεκτά με τυμπανοκρουσίες από τον αγοραίο λόγο. Οι ανεύθυνες τυμπανοκρουσίες, όσο και αν υποβοηθούν τις πωλήσεις των βιβλίων, ενέχουν διπλό κίνδυνο: ενθαρρύνουν ένα συγγραφέα να συνεχίσει τον κατήφορο στου κακού τη σκάλα και δημιουργούν σύγχυση στους αναγνώστες, εκείνους ιδιαίτερα που τυχαίνει να μην είναι εξοικειωμένοι με τα παλαιά και αξιόλογα έργα του.

Οσον αφορά το τρίτο ζήτημα που θέτει το προλόγισμα του Δ. Ν. Μαρωνίτη, στην έμμονη δηλαδή προτίμησή του σε «σήματα Ποιητικής που περιέχονται μέσα στα ίδια τα λογοτεχνικά κείμενα», καθώς και στην επιφύλαξή του «για αναγνωστικές μεθόδους προκατασκευασμένες, οι οποίες συχνά αντιγράφουν δογματικές εντολές που παράγονται στον χώρο της ακαδημαϊκής θεωρίας περί λογοτεχνίας», ο συντομότατος σχολιασμός μου αναβάλλεται για το τέλος ετούτης της θερμής (κειμενοφιλικής, ας πούμε) βιβλιοσύστασης.

Τη βιαστική κατ' ανάγκην επισκόπηση των δέκα κειμένων που συντάσσουν το βιβλίο δυσχεραίνει η θεματική τους διασπορά. Θεματικός άξονας δεν υπάρχει. Η κριτική ματιά που σταθερά αναζητεί και αναδεικνύει εμμενή σήματα Ποιητικής, συνδετική φυσικά, είναι μια άλλη ιστορία. Δεν απομένει παρά η οδός της παρατακτικής και επιλεκτικής αναφοράς σε συγκεκριμένα κείμενα. Πρώτο στη σειρά έρχεται το συγκριτικό δοκίμιο για τα καβαφικά «Δευτέρα Οδύσσεια» και «Ιθάκη», ομόθεμα και αρχαιόθεμα και τα δύο, που τα χωρίζει χρόνος γραφής ικανός για να χαρτογραφήσει ο κριτικός την πορεία ωρίμανσης της καβαφικής Ποιητικής. Το δοκίμιο συμπληρώνει τη σειρά των καβαφικών μελετών του Μαρωνίτη, που περιλαμβάνει την «Πριάμου Νυκτοπορία» και τα «Αλογα του Αχιλλέως» του 1983, και συγκεράζει τη φιλολογική ανάγνωση με την κριτική οξυδέρκεια. Η απόσταση που το χωρίζει από τα προηγούμενα καταδεικνύει την πορεία ωρίμανσης του κριτικού. Το δοκίμιο «Η γλώσσα του Σεφέρη και η γλώσσα της ποίησης» κωδικοποιεί και εδραιώνει την κοινή αίσθηση ότι η γλώσσα του ποιητή συνέβαλε όσο ελάχιστα άλλα ιδιώματα στη διαμόρφωση μιας ποιητικής γραφής, στη οποία μπόρεσαν να ακουμπήσουν νεότερες γενιές ποιητών χωρίς να χρειαστεί να ομολογήσουν την οφειλή τους, στήριξη που δεν θα μπορούσε να δώσει αχρεωστήτως η ποίηση του Κάλβου ή του Καβάφη. Το κείμενο για τον Ρίτσο και την «Αφηγηματική υπόκριση» φωτίζει την ιδιόρρυθμη θεατρική σύσταση των μυθολογικών μονολόγων της Τέταρτης διάστασης μέσα από την εξονυχιστική διάκριση των όχι πάντα έκδηλων σημάτων του ποιήματος Η επιστροφή της Ιφιγένειας ­ φωτισμός από τον οποίο μπορούν να επωφεληθούν τόσο οι αναγνώστες των μονολόγων όσο και οι θεατράνθρωποι που θα αποπειραθούν τη σκηνική τους παράσταση. Διαπιστώνεται και εδώ η δραστική συνέργεια φιλολογικής εμβρίθειας και κριτικής διεισδυτικότητας και ξεπερνιέται δημιουργικά η πλασματική αντίθεση φιλολογίας και κριτικής.

Το κείμενο για τον Ρόδινο φόβο της Μαρίας Λαϊνά, πέρα από τον διακριτικό φωτισμό που ρίχνει σε μια σημαντική αλλά δυσπροσπέλαστη ποιητική συλλογή, δίνει στον κριτικό την αφορμή να διδάξει ένα αναγνωστικό ήθος και μια πολιορκητική αναγνωστική τακτική που θεωρώ πολύτιμες προϋποθέσεις μιας ουσιαστικής προσέγγισης του ποιητικού λόγου ­ του εγγενώς δυσπρόσιτου ποιητικού λόγου, ακόμη και όταν τα σήματά του εμφανίζονται (παραπλανητικώς) ευανάγνωστα. Η ευθαρσώς δηλούμενη αμηχανία μπροστά στον ποιητικό λόγο είναι η πιο γόνιμη αφετηρία εισχώρησης σε μια διόλου ετοιμοπαράδοτη «μυθολογία», σε κατάφωρη αντίθεση με τις βαρύγδουπες γενικολογίες περί το ποίημα ή τις προκατασκευασμένες μεθόδους κειμενικής ανάλυσης.

Ανάλογες στρατηγικές προσπέλασης συναντούμε και στα δοκίμια τα αφιερωμένα στο αφήγημα Flora Mirabilis της Κλαίρης Μιτσοτάκη και στην πεζογραφία ­ παραμεθόριο τη χαρακτηρίζει ο κριτικός ­ του Σωτήρη Δημητρίου. «Παράξενες» περιπτώσεις και οι δύο, εξίσου μεθοριακές από γεωγραφική άποψη και, κατά κάποιο τρόπο, οριακές. Και πάλι, πέρα από τον εντοπισμό του στίγματος δύο αξιόλογων πεζογράφων, εκείνο που έχει σημασία είναι η αναζήτηση σημάτων που ενυπάρχουν στα ίδια τα κείμενα, καθώς και η μεθοδική, όσο και ευέλικτη, εκμετάλλευσή τους για το στήσιμο της αναγνωστικής σκαλωσιάς.

Η τελευταία παρατήρηση με φέρνει στο τρίτο και σημαντικότερο ζήτημα που θέτει ο Μαρωνίτης στο προλόγισμα του βιβλίου του: την επιφύλαξη απέναντι στις προκατασκευασμένες εντολές της θεωρίας την εκλαμβάνω ως σύσταση προφύλαξης από τη βεβιασμένη μεταφορά της θεωρητικής μακροκλίμακας στη μικροκλίμακα του συγκεκριμένου κειμένου, προϊόν απροβλημάτιστου ζήλου, με κωμικά ενίοτε αποτελέσματα. Συμμεριζόμενος τη δήλωση του συγγραφέα ότι η επιφύλαξή του δεν σημαίνει ούτε περιφρόνηση ούτε άγνοια της θεωρίας, αλλά σύσταση αφομοιωμένης και ανεμφατικής εφαρμογής της, θα προσέθετα πως όποια θεωρητική προσέγγιση και αν υιοθετήσει κανείς, σε όποιο βαθμό, η έσχατη δικαίωσή της βρίσκεται στην τριβή με τα κρινόμενα κείμενα όπως την αποκαλύπτει ο ίδιος ο κριτικός λόγος.



Σπύρος Τσακνιάς

ΤΟ ΒΗΜΑ, 05-04-1998

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!